Μόλις εκδόθηκε το νέο βιβλίο “Ηθική της Μακροοικονομικής” του Νίκου Κουτσιαρά, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Κύριου Ερευνητή του ΕΛΙΑΜΕΠ, από τις Εκδόσεις Παπαζήση.

Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα του βιβλίου:

«Η μικροοικονομική θεμελίωση της μακροοικονομικής καθ’ εαυτήν και, πολύ περισσότερο ο τρόπος εφαρμογής της, διευκολύνονται, αλλά δεν υπαγορεύονται αποκλειστικώς από την πρόοδο της οικονομικής αναλυτικής τεχνογνωσίας – δεν απηχούν αμιγείς μεθοδολογικές καινοτομίες. Στην λογική-αφαιρετική μέθοδο της κρατούσας μακροοικονομικής θεωρίας είναι κρυμμένες αξιακές πεποιθήσεις, οι οποίες εντοπίζονται στις μεθοδολογικές παραδοχές, αντανακλώνται στις αφηγήσεις –στα υποδείγματα– των αθροιστικών φαινομένων και ενδημούν στις κανονιστικές συνδηλώσεις των αφηγήσεων τούτων. Η τεχνική αφαλάτωση και η ουσιαστική αποσιώπηση των αξιολογικών κρίσεων μπορεί να συντηρούν –μέχρι πού;– την ακαδημαϊκή επιστημονική αυτοπεποίθηση, όμως δυσχεραίνουν και στρεβλώνουν την ιστορική αυτογνωσία του κλάδου και, πιθανώς, περιστέλλουν την πρακτική συμβολή του.» (σελ. 27)

«Η επιστημονική αξίωση της σύγχρονης μακροοικονομικής θεωρίας παραπέμπει –κάποιες φορές τείνει να εξαντλείται– στην εκλέπτυνση και στον φορμαλισμό. Όμως, τα όρια της μακροοικονομικής επιστήμης είναι αντικειμενικά: τα τεχνικώς άρτια και αισθητικώς ελκυστικά υποδείγματα αδυνατούν να συλλάβουν το πολύπλοκο μακροοικονομικό φαινόμενο. Πολύ περισσότερο, η αμιγώς επιστημονική καθοδήγηση της μακροοικονομικής πολιτικής είναι ευάλωτη τόσο στο επιστημονικό σφάλμα –την υποτίμηση της εμπειρικής πολυπλοκότητας– όσο και σε αυτό της τεχνοκρατικής-εργαλειακής θεώρησης της πολιτικής. Η μακροοικονομική πολιτική στηρίζεται πράγματι στα συμπεράσματα και τις συστάσεις της (πεπερασμένης) μακροοικονομικής επιστήμης, ωστόσο, η Γνώση, η επίγνωση των θεσμικών και εθιμικών περιορισμών, η διαίσθηση και, κάποιες φορές, η κοινή λογική συνιστούν εισροές εκ των ων ουκ άνευ. Ίσως, ο (πλατωνικός) φιλόσοφος βασιλιάς δεν είναι οικονομολόγος». (σελ. 59-60)

«Το καθεστώς ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών αφίσταται των απαιτήσεων της σύγχρονης νομισματικής πολιτικής. Κατ’ αρχάς, η αναγνώριση της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ νομισματικών αποφάσεων και περιουσιακής και εισοδηματικής ανισότητας προσβάλλει την σκοπιμότητα και αναιρεί την ηθικότητα της πολιτικής ανεξαρτησίας. Οι συναρτήσεις στόχων και απόκρισης της κεντρικής τράπεζας ή, θεωρητικώς ακριβέστερα, ο κατά περίστασιν συμβιβασμός ανάμεσα στους συμβατικούς στόχους της νομισματικής πολιτικής, (πρέπει να) απηχεί την συνάρτηση ευημερίας της κοινωνίας – να αντανακλά τις πολιτικές ιδέες και τις ηθικές επιλογές των εκλεγμένων αντιπροσώπων της τελευταίας. Η ωφελιμιστική, η ρωλσιανή ή κάποια άλλη στρατηγική νομισματικής πολιτικής, (πρέπει να) είναι ευθεία απόρροια της εντολής που ανατίθεται στον κεντρικό τραπεζίτη.» (σελ. 275)

«Η ιστορία της μακροοικονομικής πολιτικής περιγράφει την αλληλεπίδραση τριών κόσμων: των ιδεών, των συμβάντων, της πολιτικής. Η επίδραση των μακροοικονομικών ιδεών είναι κάποιες φορές καθοριστική –για καλό ή για κακό, όπως διευκρινίζει ο Κέυνς–, και άλλοτε αδύναμη. Οι σοβαρές οικονομικές διαταραχές και, κυρίως, οι απροσδόκητες και βαθιές κρίσεις υποκινούν μεγάλες μακροοικονομικές μεταρρυθμίσεις, η διανοητική θεμελίωση των οποίων, όμως, δεν συμβαδίζει κατ’ ανάγκην με τις κρατούσες μακροοικονομικές ιδέες – η θεωρία μεταρρυθμίζεται και αυτή. Οι πράξεις των ιθυνόντων, άλλωστε, απηχούν τις ηθικές πεποιθήσεις τους πρωτίστως, και κατά κανόνα συνίστανται στην πρόκριση του σωστού λάθους.» (σελ. 359)