Όπως είναι γνωστό, και όπως αναλύσαμε σε προηγούμενο In focus, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το κόστος της ενέργειας στην Ευρώπη αυξήθηκε πολύ, τροφοδοτώντας την πληθωριστική έκρηξη. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το δεύτερο εξάμηνο του 2022 η ηλεκτρική ενέργεια για οικιακή χρήση στην Ελλάδα κόστιζε κατά μέσο όρο 24% περισσότερο από ό,τι το αντίστοιχο εξάμηνο του 2021. Σε άλλες χώρες, το ρεύμα ακρίβυνε ακόμη περισσότερο: στη γειτονική Ιταλία, κατά 54%. Από την άλλη, στη Γερμανία και στην Αυστρία η αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος για τα νοικοκυριά ήταν μόλις 4%. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στην Ολλανδία το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν 7% φθηνότερο στα τέλη του 2022 από ό,τι ένα έτος νωρίτερα. Όπως σημειώνει το Δελτίο Τύπου της Eurostat, η αιτία για αυτό ήταν οι γενναίες εισοδηματικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις τιμών. Εξαιτίας των κρατικών ενισχύσεων, η μέση τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για οικιακή χρήση στην Ολλανδία ήταν η χαμηλότερη στην Ευρώπη (τιμή καταναλωτή 0,10 ευρώ ανά κιλοβατώρα), ενώ η τιμή παραγωγού ήταν υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (0,33 έναντι 0,24 ευρώ ανά κιλοβατώρα).

Γενικά, στα περισσότερα κράτη μέλη η τιμή (μετά τους φόρους και τις κρατικές ενισχύσεις) που πληρώνουν οι καταναλωτές για το ηλεκτρικό ρεύμα είναι υψηλότερη από την τιμή που χρεώνουν οι παραγωγοί. Με άλλα λόγια, οι φόροι επιβαρύνουν την τιμή του ρεύματος περισσότερο από ό,τι την ελαφρύνουν οι κρατικές ενισχύσεις. Για παράδειγμα, στη Δανία η τιμή παραγωγού είναι 0,36 ευρώ, ενώ η τιμή καταναλωτή 0,54 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Στο σύνολο της ΕΕ, φόροι και κρατικές ενισχύσεις διαμορφώνουν την τιμή καταναλωτή σε 0,28 ευρώ ανά κιλοβατώρα (από τιμή παραγωγού 0,24 ευρώ).

Μόνο σε τρία κράτη μέλη οι τιμές καταναλωτή του ηλεκτρικού ρεύματος είναι χαμηλότερες από τις τιμές παραγωγού: στην Ολλανδία, στην Ιρλανδία και στην Ελλάδα. Στη χώρα μας, οι κρατικές ενισχύσεις μειώνουν την τιμή του ρεύματος περισσότερο από ό,τι την αυξάνουν οι φόροι, διαμορφώνοντας τιμή καταναλωτή 0,26 ευρώ ανά κιλοβατώρα (από τιμή παραγωγού 0,45 ευρώ). Στην Ελλάδα, η τιμή παραγωγού είναι η υψηλότερη στην ΕΕ, σχεδόν διπλάσια από τον κοινοτικό μέσο όρο (0,24 ευρώ ανά κιλοβατώρα).

Το μεγάλο μέγεθος της δημοσιονομικής προσπάθειας της ελληνικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας στον τομέα της ενέργειας είναι ευρέως γνωστό. Σύμφωνα με ανάλυση του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα η δημόσια δαπάνη για κρατικές ενισχύσεις το 2022 (4,87% του ΑΕΠ) ήταν υψηλότερη από ό,τι στα άλλα 40 κράτη μέλη του οργανισμού. Το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης αυτής (4,13% του ΑΕΠ) αφορούσε «μη στοχευμένα μέτρα». Όπως αναλύσαμε σε περυσινό In focus, οι οριζόντιες επιδοτήσεις τιμών έχουν το πλεονέκτημα της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας, όμως έχουν επίσης σημαντικά μειονεκτήματα: είναι ακριβές για το κράτος, ωφελούν περισσότερο τους εύπορους και σπάταλους καταναλωτές, ενώ ταυτόχρονα εξουδετερώνουν τα κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας και για επενδύσεις ενεργειακής αποδοτικότητας.

Παρά την τεράστια δαπάνη για επιδοτήσεις, πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Εργασίας και Διαβίωσης, που εδρεύει στο Δουβλίνο, δείχνει ότι η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό των νοικοκυριών στην ΕΕ που καθυστέρησαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας (50%), με τα ευάλωτα νοικοκυριά να πλήττονται δυσανάλογα.

Γιατί είναι τόσο ακριβό το ηλεκτρικό ρεύμα στη χώρα μας; Γενικά, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτάται από σειρά παραγόντων: συνθήκες αγοράς, γεωπολιτική κατάσταση, εθνικό ενεργειακό μείγμα, διαφοροποίηση εισαγωγών, κόστος προστασίας περιβάλλοντος, φορολογία κ.ά. Για παράδειγμα, στη χώρα μας η δομή της αγοράς παραγωγής ηλεκτρισμού είναι ολιγοπωλιακή: σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 95% του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από 3 μόνο εταιρείες. Ενδεικτικά, ο αριθμός των εταιρειών που παράγουν το 95% του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας είναι 450 στην Ολλανδία, 860 στην Ιταλία, και 1030 στη Δανία. Επιπλέον, σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, στην Ελλάδα επιτρέπεται στους παρόχους να τροποποιούν μονομερώς τις συμβάσεις με την αποστολή ειδοποίησης στους καταναλωτές, ενώ διατηρούνται εμπόδια που περιορίζουν την πρόσβαση στην αγορά μικρών παραγωγών και ενεργειακών κοινοτήτων. Τέλος, στο πλαίσιο του περίπλοκου μηχανισμού που εφαρμόζεται σε όλη την Ευρώπη, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας καθορίζεται κυρίως από το φυσικό αέριο, το κόστος του οποίου αυξήθηκε θεαματικά το 2022.

Πάντως, το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής φαίνεται να αλλάζει. Σύμφωνα με ανάλυση του GreenTank, για πρώτη φορά το 2022 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) ξεπέρασε την ποσότητα που παράχθηκε από ορυκτά καύσιμα. Συγκεκριμένα, οι ΑΠΕ μαζί με τις μεγάλες υδροηλεκτρικές μονάδες κάλυψαν 46,7% της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το φυσικό αέριο 35,4%, και ο λιγνίτης 11%.Παρά την θετική πρόοδο, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας συνιστά την επιτάχυνση της αδειοδότησης νέων έργων ΑΠΕ, ενώ καλεί τη χώρα μας να επανεκτιμήσει τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα.

To In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 07.09.2023.