Όπως δείξαμε σε προηγούμενη ανάρτηση μας, ο ιδιωτικός δανεισμός δεν αυξήθηκε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας στις οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο μέσος όρος αύξησης του χρέους των επιχειρήσεων των χωρών της ΕΕ κυμάνθηκε στο 4%, ενώ ο μέσος όρος αύξησης του χρέους των νοικοκυριών ήταν χαμηλότερος του 1%. Η μικρή αυτή αύξηση, ωστόσο, δεν συνεπάγεται εφησυχασμό. Παρότι τα διαθέσιμα στοιχεία δεν μας επιτρέπουν ακόμη να διερευνήσουμε τον αντίκτυπο της κρίσης της πανδημίας στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs), τα δεδομένα πριν από την κρίση μας δίνουν μια εικόνα του μεγέθους του προβλήματος.
Στο παραπάνω διάγραμμα παρουσιάζεται η κατάταξη των 27 Ευρωπαϊκών οικονομιών ως προς τον όγκο των «κόκκινων δανείων», όπως μετράται από το λόγο των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως προς το σύνολο των δανείων που έχουν χορηγηθεί σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Τα δεδομένα είναι τα τελευταία διαθέσιμα, όπως παρέχονται από τη Eurostat για το έτος 2019, δηλαδή το έτος πριν ξεσπάσει η κρίση της πανδημίας.
Ο μέσος όρος των κόκκινων δανείων των Ευρωπαϊκών οικονομιών πριν την πανδημία κυμάνθηκε στο 4,9% του συνόλου των δανείων, με την πλειονότητα των χωρών να σημειώνουν ένα ποσοστό χαμηλότερο από το μέσο όρο. Σημαντικές εξαιρέσεις αποτελούν η Ελλάδα και η Κύπρος, χώρες οι οποίες χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά υψηλούς δείκτες κόκκινων δανείων, γεγονός που αποδίδεται στην κρίση που βίωσαν την προηγούμενη δεκαετία. Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από το γράφημα, τα κόκκινα δάνεια στην Ελλάδα ξεπέρασαν το 35% του συνόλου των δανείων, ενώ αυτά στην Κύπρο κυμάνθηκαν γύρω στο 18%.
Στο βαθμό που κάποιες επιχειρήσεις θα δυσκολευτούν να διατηρήσουν τη βιωσιμότητά τους μετά την πανδημία και τη λήξη της παροχής των κρατικών διευκολύνσεων, ο όγκος των επιχειρηματικών μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι πιθανόν να αυξηθεί. Παράλληλα, τα νοικοκυριά που θα απωλέσουν τις θέσεις εργασίας τους και θα δουν το διαθέσιμο εισόδημα τους να μειώνεται, είναι πιθανό να αναβάλουν την πληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων. Οι δύο αυτές παράλληλες εξελίξεις θα πιέσουν τον δείκτη των κόκκινων δανείων προς τα πάνω και είναι πιθανό να ενισχυθούν από ένα κύμα νέων στρατηγικών κακοπληρωτών της πανδημίας, οι οποίοι αμελούν τις δανειακές τους υποχρεώσεις παρότι διαθέτουν τα μέσα να τις εκπληρώσουν.
Η περαιτέρω αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα υπονομεύσει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και θα προκαλέσει νέους τριγμούς στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς ο μεγάλος όγκος των κόκκινων δανείων τείνει να μειώνει την παροχή νέας πίστωσης σε βιώσιμες επιχειρήσεις και να διαβρώνει τους ισολογισμούς των τραπεζών. Είναι επομένως απαραίτητο να ληφθεί μέριμνα για τη στήριξη των πληγέντων νοικοκυριών και επιχειρήσεων με χρέη μετά το πέρας της πανδημίας, αλλά και να προωθηθούν αποτελεσματικοί τρόποι διαχωρισμού και εντοπισμού των στρατηγικών κακοπληρωτών.