Τόσο στον ελληνικό όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο η διασύνδεση των παγκόσμιων εξελίξεων με την ελληνική πραγματικότητα αποτελεί τον πυρήνα της δράσης του ΕΛΙΑΜΕΠ, ως μία δυναμική δεξαμενή σκέψης και παραγωγής πολιτικής. Η φετινή χρονιά σηματοδότησε τα είκοσι χρόνια λειτουργίας του ΕΛΙΑΜΕΠ που γιόρτασε στις 22 Οκτωβρίου στο Νέο Μουσείο Μπενάκη με αφορμή το θεσμό της ετήσιας διάλεξης, μία από τις πάγιες δραστηριότητες του ιδρύματος. Τη διάλεξη για το 2008 πραγματοποίησε ο καθηγητής Mario Monti, πρόεδρος του πανεπιστημίου Boconi του Μιλάνου και πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος, με θέμα «Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη και ο ρόλος των δεξαμενών σκέψης». Προηγήθηκε εισήγηση του προέδρου του ΕΛΙΑΜΕΠ, καθηγητή Λουκά Τσούκαλη με θέμα «Η μάχη των ιδεών και ο ρόλος του ΕΛΙΑΜΕΠ».

Γεγονός είναι πώς η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον 24η βάση του δείκτη ανάπτυξης του ΟΗΕ, ανάμεσα στη λίστα των πλέον προηγμένων χωρών του πλανήτη. Παράλληλα, ο βαθμός αυτός της ανάπτυξης και η ταχύτητα των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων εκτός των συνόρων δεν αντικατοπτρίζονται πάντα στη διακυβέρνηση και στους κρατικούς θεσμούς ενώ η Πολιτική τείνει να απαξιωθεί. Φαινόμενο όμως που δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα αλλά αντίθετα αποτελεί την πηγή της μάχης «ιδεών και ισχύος που αποκτά πλέον μία νέα τροπή μετά τις πρόσφατες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις».

Η οικονομική κρίση είναι ουσιαστικά η πιο πρόσφατη πρόκληση που αντιμετώπισε η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς μόλις λίγους μήνες νωρίτερα είχε προηγηθεί η «συνταγματική κρίση» μετά την αρνητική ψήφο στο Ιρλανδικό δημοψήφισμα. Σε αντίθεση με την προηγούμενη κρίση όμως, η ΕΕ ανταποκρίθηκε, ίσως όχι με μεγάλη ταχύτητα αλλά με αποτελεσματικότητα, που βάση δημοσιεύματος των New York Times ξεπέρασε και τις ΗΠΑ. Η αποτελεσματικότητα αυτή ήταν αποτέλεσμα ισχυρής πολιτικής βούλησης, και προήλθε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, υπό τη συγκυριακή μεν, αποφασιστικής σημασίας δε, γαλλικής προεδρίας του Nichola Sarkozy. Η σημασία αυτής της συγκυρίας δεν είναι αμελητέα καθώς υποδεικνύει τη σημασία που έχει η ενδυνάμωση των Ευρωπαϊκών θεσμών και κανόνων. Η αμεσότητα των αντιδράσεων δεν μπορεί να εξαρτάται από την τύχη – αν η Τσεχία είχε την προεδρία δεν θα μπορούσε να συγκαλέσει συνάντησης κορυφής των χωρών της ευρωζώνης καθώς δεν είναι μέλος- αλλά από οργανωμένες διαδικασίες και θεσμούς. Η πολιτική πρωτοβουλία λοιπόν εν μέσω κρίσεων, όπως και στο παρελθόν έχει αποτελέσει βασικό συντελεστή στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, έτσι και σήμερα πρέπει να αποτελέσει στοιχείο προόδου και ανάπτυξης των ευρωπαϊκών θεσμών. Τυχόν αποδόμησή τους θα σήμαινε τη σταδιακή απώλεια του καθεστώτος εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών και την αποδόμηση τελικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι το ευρωπαϊκό σύστημα διακυβέρνησης τοποθετεί όλα τα κράτη μέλη σε μία ισοδύναμη πλατφόρμα.

Στο προσεχές διάστημα, η οικονομική κρίση θα επιφέρει και ένα ακόμα, μεγαλύτερο ρίσκο, που αφορά το σύστημα της ‘οικονομίας της αγοράς’ στο σύνολό του. Ενώ πράγματι υπάρχει η ανάγκη για περισσότερο κυβερνητικό έλεγχο στον οικονομικό τομέα, οι κυβερνητικές παρεμβάσεις δεν πρέπει να θέσουν σε κίνδυνο τις μεταρρυθμίσεις που έχουν δρομολογηθεί τα τελευταία χρόνια και τις θετικές επιπτώσεις που αυτές έχουν επιφέρει στην πραγματική οικονομία των χωρών. Στην πραγματικότητα, μεγαλύτερη απειλή για το σύστημα της παγκοσμιοποίησης μπορεί να αποτελέσει η άνιση κατανομή του πλούτου και η αδυναμία των κυβερνήσεων να στηρίξουν τους ‘προσωρινά χαμένους της παγκοσμιοποίησης’. Οι δομές και η επιτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να λειτουργήσουν σαν όχημα περαιτέρω συνεργασίας για την ανάπτυξη κοινής φορολογικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και παράδειγμα για την επιτυχή ανάπτυξη ενός παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης, η αναγκαιότητα του οποίου φαίνεται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο.

Μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα ο ρόλος του ΕΛΙΑΜΕΠ και των άλλων δεξαμενών σκέψης στην οργάνωση και ανάλυση της πολιτικής θα είναι ολοένα αυξανόμενος και απαραίτητος στη διαδικασία της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, όπως καθημερινά αποδεικνύεται.