Τα σημεία καμπής στην παγκόσμια ιστορία, όπως, π.χ. η Γαλλική Επανάσταση, η Οκτωβριανή Επανάσταση ή η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, αποτελούν διαρκή πρόκληση για τους κοινωνικούς επιστήμονες, ισοδύναμη με ορισμένα δισεπίλυτα προβλήματα των φυσικών επιστημών.  Οι κοινωνικοί επιστήμονες διαφωνούν για τα βαθύτερα και τα πιο άμεσα αίτια αυτών των σημείων καμπής, για το αληθινό νόημά τους και για το νόημα που απέδιδαν σε αυτά όσοι τα έζησαν, καθώς και για τις ευρύτερες συνέπειές τους. Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι σχετικές επιστημονικές διαμάχες επαναλαμβάνονται κάθε τόσο είναι ότι ιστορικοί, κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες ερμηνεύουν το τι συνέβη τότε από μια διαρκώς μετακινούμενη οπτική γωνία. Αυτή προσδιορίζεται κάποτε από νέα εμπειρικά στοιχεία που ήσαν προηγουμένως άγνωστα, άλλοτε από τη διάθεση τεκμηρίωσης σύγχρονων, δικών μας, θεωριών για την κοινωνία και την πολιτική και κάποτε άλλοτε από την ανάγκη εξυπηρέτησης πολιτικών ή προσωπικών προκαταλήψεων που μένουν ζωντανές ακόμα και όταν τα στοιχεία εναντίον τους είναι συντριπτικά. Mε δυο λόγια, παρότι προφανώς κάποια κρίσιμα ιστορικά γεγονότα όντως συνέβησαν, τόσο όσοι συμμετείχαν σε αυτά όσο και μεταγενέστεροι αναλυτές, για τους λόγους που μόλις αναφέραμε, κατασκευάζουν τη δική τους αλήθεια για αυτά και αγκιστρώνονται στην αλήθεια «τους» για λόγους ανεξάρτητους από την εγκυρότητα της άποψής τους.

Ταξική ανάλυση

Πάρτε παράδειγμα τη γνωστή ταξική ερμηνεία του Σομπούλ για τη Γαλλική Επανάσταση. Όπως μας πληροφορεί ο Μπλάνινγκ, καθηγητής νεότερης ιστορίας στο Καίμπριτζ και συγραφέας του καλομεταφρασμένου μικρού εγχειριδίου για τη Γαλλική Επανάσταση που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Οκτώ, ο Σομπούλ άλλαξε αρκετές φορές γνώμη για το αν η Επανάσταση ήταν μια τυπική αστική επανάσταση, χωρίς ο ίδιος ποτέ να εγκαταλείψει τη μαρξισιτκή αφετηρία του. Για τον διάσημο γάλλο ιστορικό η Επανάσταση ήταν «αστική», αλλά σε μεταγενέστερες δημοσιεύσεις του ήταν κατά σειρά «αγροτική και λαϊκή», «αγροτική-αστική» και  «αγροτική επανάσταση που επέβαλε την αστική επανάσταση».

Ο Μπλάνινγκ, επικαλούμενος πλήθος πηγών, πείθει ότι η Επανάσταση δεν «χωράει» στο τυπικό μαρξιστικό ερμηνευτικό σχήμα μας ευδιάκριτης πάλης των τάξεων. Όχι τόσο οι γάλλοι αστοί, όσο και κυρίως οι ευγενείς και οι στρατιωτικοί ήσαν οι φορείς της εξέγερσης κατά του Παλαιού Καθεστώτος. Και οι τρεις ομάδες, αστοί, ευγενείς και στρατιωτικοί, δεν επιδίωκαν την πλήρη ανατροπή της μοναρχίας του Λουδοβίκου του ΙΣΤ. Εξωθήθηκαν στην πλήρη ρήξη με τη μοναρχία εξ αιτίας της συμμετοχής των λαϊκών μαζών στην Επανάσταση, τις οποίες δεν μπορούσαν να ελέγξουν, καθώς και εξ αιτίας των πολέμων κατά της Γαλλίας από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις, όταν οι τελευταίες πήραν το μέρος της δυναστείας των Βουρβώνων.

Όταν η Επανάσταση και οι πόλεμοι κόπασαν, φάνηκε ότι οι κύριοι ωφελημένοι ήσαν οι αστοί. Αυτό όμως δεν αρκεί για να χαρακτηρίσουμε την επανάσταση «αστική», αφού το οικονομικό σύστημα που ευνοούσαν οι αστοί, ο καπιταλισμός, δεν εγκαθιρδύθηκε χάρη στην Επανάσταση, αλλά πολύ αργότερα, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Άλλωστε κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα η Γαλλία υπολειπόταν ως προς την καπιταλιστική ανάπτυξη σε σύγκριση με χώρες που δεν γνώρισαν αντίστοιχες «αστικές» επαναστάσεις, όπως η Βρετανία και η Γερμανία.

Πολιτισμική προσέγγιση

Το ότι η Επανάσταση δεν είχε ταξικό χαρακτήρα δεν δικαιώνει απαραιτήτως τους οπαδούς του αντίπαλου, «πολιτισμικού» ερμηνευτικού σχήματος, παραλλαγές του οποίου έχουν υποστηρίξει οι Κομπάν, Φυρέ και Χαντ. Η Επανάσταση δεν προέκυψε επειδή ξεχείλισε το δοχείο μέσα στο οποίο λάμβανε χώρα η ταξική πάλη. Προέκυψε από τη σύμπτωση μακροχόνιων δημογραφικών τάσεων υπερπληθυσμού με δύο κρίσεις, δηλαδή την πολιτική απονομιμοποίηση της μοναρχίας και την οικονομική κρίση στο χρονικό διάστημα ακριβώς πριν το 1789. Κυρίως όμως προήλθε από την επικράτηση μιας νέας πολιτικής κουλτούρας, συνώνυμης με τη δημόσια σφαίρα η οποία είχε αναδυθεί νωρίτερα στη Γαλλία έξω από τους κρατικούς θεσμούς. Μέσα στη δημόσια σφαίρα τον 18ο αιώνα επικράτησε ένας αντικαθεστωτικός λόγος για το έθνος, την πολιτική συμμετοχή και τη διεκδίκηση δικαιωμάτων από το στέμμα.

Αυτό το ερμηνευτικό σχήμα, εν μέρει εμπνευσμένο από τον Χάμπερμας, παρότι μάλλον κυρίαρχο σήμερα, δεν είναι άμοιρο προβλημάτων. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς το θαυμάσιο υποκεφάλαιο του βιβλίου του Μπλάνινγκ για τον Διαφωτισμό. Σε αυτό ο συγγραφέας δείχνει πόσο πολύ απείχαν οι πολιτικές προθέσεις σημαντικών Διαφωτιστών από τις αντίστοιχες προθέσεις των Επαναστατών. Οι πρώτοι ήσαν πολύ λιγότερο ριζοσπαστικοί από τους δεύτερους. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει μια ευθύγραμμη ερμηνεία που να οδηγεί από τον πολιτικό λόγο στην πολιτική πράξη, ένα ζήτημα για το οποίο ο Μπλάνινγκ δεν αφιερώνει όσο χώρο θα έπρεπε.

Φαίνεται αναπόφευκτο ότι στο μέλλον πολλές γενιές κοινωνικών επιστημόνων θα συνεχίσουν να ερευνούν τη Γαλλική Επανάσταση. Και αυτό γιατί αφενός μεν, ανεξάρτητα από τα πραγματικά αίτια και τις επιπτώσεις της, η Επανάσταση άλλαξε για πάντα τη Γαλλία και επηρέασε τις εξελίξεις σε περιοχές του πλανήτη που κείνται πολύ μακριά από  τη Γαλλία, όπως στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική.  Αφετέρου δε, όπως γράφει ο Μπλάνινγκ, «η πορεία της ιστοριογραφίας δεν είναι διαλεκτική αλλά κυκλική και πολύ σύντομα οι πολιτισμικές ερμηνείες για την παρακμή και πτώση του παλαιού καθεστώτος θα αρχίσουν με τη σειρά τους να φαντάζουν ξεπερασμένες».

Πηγή: Βήμα της Κυριακής