• Το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Parti Socialiste – PS) ως κύρια έκφραση της γαλλικής Αριστεράς βρίσκεται σε ραγδαία υποχώρηση από το 2014 και αποδρομή από το 2017.
  • Η εκλογική του απίσχνανση ήρθε ως αποτέλεσμα της κρίσης αξιοπιστίας αλλά και χειρισμών του Προέδρου François Hollande την περίοδο 2012-17.
  • Σημάδια της εσωκομματικής κρίσης υπήρχαν ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα.
  • Από τις δημοτικές εκλογές του 2014 το Σοσιαλιστικό κόμμα γνωρίζει σοβαρές απώλειες παραδοσιακών κοινωνικών και οργανωτικών ερεισμάτων.
  • Οι Προεδρικές εκλογές του 2022 φαίνονται χαμένη υπόθεση για τους Σοσιαλιστές.
  • Η υποψήφια του κόμματος Anne Hidalgo, δήμαρχος Παρισίων, προέρχεται από την μεγάλη δεξαμενή των αυτοδιοικητικών στελεχών. Διατήρησε μέσα σε δύσκολη συγκυρία (δημοτικές εκλογές 2020) την αριστερά στην διοίκηση του Δήμου.
  • Η υποψηφιότητά της, κατ’ εξοχήν κοσμοπολίτικη, δεν κατόρθωσε να συσπειρώσει δυνάμεις. Έχει διαρροές τόσο προς το κέντρο όσο και την ριζοσπαστική Αριστερά .
  • Το κόμμα υφίσταται την αντιστροφή του φαινομένου της 21ης Απριλίου 2002:.
  • Η αυξημένη πιθανότητα να υπάρχουν δύο απολύτως ανεπιθύμητοι υποψήφιοι στον β’ γύρο, όπως το 2002, οδηγεί τους πιθανούς ψηφοφόρους των Σοσιαλιστών να επιλέξουν υποψηφίους που έχουν πιθανότητες πρόκρισης στον β’ γύρο.
  • Το PS μπορεί(;) να διασωθεί από την επίδοσή του στις βουλευτικές εκλογές. Το γαλλικό εκλογικό σύστημα, πλειοψηφικό σε δύο γύρους, επιβάλλει την συνεργασία για την διασφάλιση εδρών.
  • Ένα νέο Épinay είναι αναγκαίο, αλλά είναι εφικτό;

Το Κείμενο Πολιτικής που υπογράφει ο Νικόλας Ι. Τζήμος, Μέλος του ερευνητικού Προγράμματος FR.GR, ΕΛΙΑΜΕΠ, Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διαβάστε το εδώ σε μορφή pdf.


Εισαγωγή

Το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα αποτελούσε την κύρια δύναμη της γαλλικής αριστεράς ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ακόμη κι όταν βίωσε τις μεγαλύτερες εσωκομματικές κρίσεις και εκλογικές ήττες κατόρθωσε να διατηρήσει τις δυνάμεις του. Ωστόσο, μετά την ήττα του 2017 δεν φαίνεται να μπορεί να επαναλάβει τις επιστροφές του 1997 και του 2012.

Εκεί, στην τελευταία περίοδο που άσκησε την εξουσία 2012-2017 χρειάζεται να εστιάσουμε την προσοχή μας ώστε να εντοπίσουμε πολλές από τις αιτίες αυτής της αδυναμίας. Δεν είναι όμως οι μόνες. Ρωγμές στην ενότητα και κυρίως στην αντίληψη ότι μπορούν να συνυπάρξουν κάτω από την ίδια στέγη διαφορετικές αποχρώσεις πολιτικών προτάσεων υπήρξαν πολύ νωρίτερα.

Σκοπός του άρθρου είναι να παρουσιάσει την κατάσταση στο γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα μετά την διπλή εκλογική κατάρρευση το 2017, τους λόγους της και τις σημερινές προοπτικές εν όψει των προεδρικών εκλογών της 5ης και 19ης Απριλίου αλλά και τον βουλευτικών της 12ης και 19ης Ιουνίου.

Δομή και λειτουργία του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος

Το γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα σχηματίστηκε διατηρώντας πολλές από τις οργανωτικές παραδόσεις του προκατόχου του, του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς (Section Française d’International Ouvrière, SFIO). Παρότι η μετονομασία του πηγαίνει πίσω στο 1969, μετά την βαριά ήττα του υποψηφίου του στις προεδρικές εκλογές του ίδιου έτους, η πραγματική γενέθλια στιγμή τους είναι το συνέδριο του Epinay-sur-Seine δύο χρόνια αργότερα. Συγκροτήθηκε σε μια διπλή ομοσπονδιακή λογική: συνένωση τοπικών «κομμάτων» και πολιτικών προτάσεων – ρευμάτων. Από τον προκάτοχό του διατήρησε τρία βασικά χαρακτηριστικά: α) την αναλογική εκπροσώπηση των ρευμάτων βάσει των ποσοστών που συγκεντρώνουν οι «Προτάσεις» που καταθέτουν πριν από κάθε συνέδριο β) την συναίνεση και την σύνθεση «Προτάσεων» στην λήψη των αποφάσεων και γ) την αδύναμη θέση του Πρώτου Γραμματέα – του/ της επικεφαλής του κόμματος – ως πρώτου μεταξύ ίσων (primus inter pares).

Τα χαρακτηριστικά αυτά, περισσότερο ταιριαστά σε ένα κόμμα που δραστηριοποιείται σε κοινοβουλευτικό και όχι προεδρικό πολίτευμα, δημιουργούσαν ορισμένες δυσλειτουργίες.

Τα χαρακτηριστικά αυτά, περισσότερο ταιριαστά σε ένα κόμμα που δραστηριοποιείται σε κοινοβουλευτικό και όχι προεδρικό πολίτευμα, δημιουργούσαν ορισμένες δυσλειτουργίες. Το τίμημα του πλουραλισμού στο εσωτερικό του κόμματος «περιέχει ένα διπλό μειονέκτημα: τον κίνδυνο της σκλήρυνσης, αν τα ρεύματα διατηρούν την ιδιαιτερότητά τους για μια μακρά περίοδο και δεν ξέρουν να εξελίσσονται και τον κίνδυνο του σχίσματος, αν σοβαρές πολιτικές διαφωνίες ξεπροβάλλουν»[1].Από την άλλη, η κατοχή του αξιώματος του Πρώτου Γραμματέα δεν συνεπάγεται, αυτόχρημα την εξασφάλιση του καθεστώτος του υποψηφίου του κόμματος για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Ο /η υποψήφιος/-α χρειάζεται να κερδίσει το χρίσμα είτε χάρη στην εξωκομματική του νομιμοποίηση, είτε (και) εντός του πλαισίου του κόμματος.

Πέρα από τις εκλογές εθνικού χαρακτήρα το κόμμα εμπλέκεται και σε πολλαπλές τοπικές εκλογές (περιφερειακές, «διαμερισματικές» – νομαρχιακές και δημοτικές). Ο ρόλος των αιρετών υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός για την χρηματοδότηση του κόμματος αλλά και τη στρατολόγηση νέων μελών ως κομβική διαδικασία ανανέωσης της κατά τόπους επιρροής του[2]. Οι επικεφαλής των ψηφοδελτίων των Σοσιαλιστών για τις τοπικές εκλογές μετά το 2000 χρειάζεται να έχουν την έγκριση των μελών. Αυτά τα τελευταία, χάρη και στην δυνατότητα συσσώρευσης αξιωμάτων (ένας πολιτικός στη Γαλλία μέχρι και τη δεκαετία του 2000 μπορούσε να είναι ταυτόχρονα βουλευτής, δήμαρχος και πρόεδρος του «διαμερισματικού»/ νομαρχιακού ή περιφερειακού συμβουλίου) απολάμβαναν διπλής νομιμοποίησης, κομματικής και εκλογικής, άρα διέθεταν εξαιρετική αυτονομία.

Σύμφωνα με τον Henri Weber, το Σοσιαλιστικό κόμμα θυμίζει «ένωση αιρετών περιστοιχισμένων από επίδοξους πολιτευτές […] παρά ένα πραγματικό μαζικό κόμμα. Από την άποψη των ενεργών μελών του κόμματος, συναντάμε κυρίως ακτιβιστές της τοπικής και αυτοδιοικητικής δράσης, της Εθνικής Παιδείας και της Δημόσιας Διοίκησης»[3]. Η συμμετοχή στο γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα υπήρξε «σταθερά συνδεδεμένη είτε την κατάληψη μιας έμμισθης θέσης στην τοπική αυτοδιοίκηση, είτε με την επιθυμία ταχύτερης αναρρίχησης στην υπαλληλική ιεραρχία, είτε με την επιθυμία πολιτικής καριέρας μέσα από την κατάληψη ενός ή και περισσότερων αιρετών αξιωμάτων»[4].

Η εκλογική συρρίκνωση – μικρότερη σε σχέση με εκείνη στις εθνικές εκλογές – στέρησε οργανωτικούς και οικονομικούς πόρους και μείωσε αντίστοιχα την ικανότητα του κόμματος να προσελκύει νέα μέλη.

Οι Σοσιαλιστές έφτασαν στην κορύφωση της ισχύος τους στις δημοτικές εκλογές του 2008 και τις περιφερειακές του 2010. Μετά την εκλογή Hollande στο ύπατο αξίωμα της Γαλλικής Δημοκρατίας γνωρίζουν αλλεπάλληλες ήττες στις δημοτικές εκλογές του 2014[5] και του 2020 καθώς και τις περιφερειακές εκλογές του 2015, ενώ κατόρθωσαν να συγκρατήσουν τις δυνάμεις τους στις αντίστοιχες του 2021. Η εκλογική συρρίκνωση – μικρότερη σε σχέση με εκείνη στις εθνικές εκλογές – στέρησε οργανωτικούς και οικονομικούς πόρους και μείωσε αντίστοιχα την ικανότητα του κόμματος να προσελκύει νέα μέλη.

Μικρές και μεγαλύτερες ρωγμώσεις

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα γνώρισε πολλές και σκληρές εσωκομματικές συγκρούσεις, διαφοροποιήσεις ακόμη και αποχωρήσεις σημαντικών στελεχών. Το γεγονός τομή που διαφοροποιούσε την κατάσταση σε σχέση με το παρελθόν ήταν το δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα το 2005. Για να καθορίσει τη στάση του διοργάνωσε ένα εσωτερικό δημοψήφισμα των μελών του, την 1η Δεκεμβρίου 2004. Το αποτέλεσμα της εσωκομματικής διαβούλευσης έκλεισε υπέρ του ΝΑΙ, με ποσοστό 59%.

Ωστόσο, σημαντικά στελέχη, με προεξάρχοντες τους Laurent Fabius και Jean-Luc Mélenchon, διαφοροποιήθηκαν δημόσια διεξάγοντας εκστρατεία υπέρ του ΟΧΙ. Τα στελέχη αυτά, παρά την πρόσκαιρη απομάκρυνσή τους από την ηγεσία[6], τελικά επιβραβεύτηκαν μετά το έκτακτο συνέδριο του Le Mans το φθινόπωρο του 2005 (18-20/11), όταν και επέστρεψαν στο Εθνικό Γραφείο – την «κυβέρνηση» – του Κόμματος[7].

Τότε, και όχι την περίοδο 2012-17, όπως ισχυρίζεται ο πρώην πρόεδρος Hollande, εμφανίζεται το φαινόμενο «ότι δεν υπάρχουν πλέον οι πειθαρχίες που μπορούσαν να υπάρξουν μέσα στα κόμματα, κυρίως στο PS, στο οποίο αυτό που κάναμε, ακόμη κι όταν δεν ήμασταν σύμφωνοι, ήταν να αποδεχόμαστε να ψηφίζουμε [το ίδιο] παρόλα αυτά»[8]. Ένα κακό προηγούμενο είχε εγγραφεί στην οργανωσιακή κουλτούρα του κόμματος.

Δεν μπορούμε να είμαστε επιεικείς μπροστά στην απροθυμία ενός Προέδρου της Δημοκρατίας να πειθαρχήσει την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία.

Κι αν θα μπορούσαμε να κρίνουμε με περισσότερη επιείκεια τον πρώτο γραμματέα του κόμματος όπως ο François Hollande το 2005, που δεν είχε το στάτους του προεδροποιήσιμου, δεν μπορούμε να είμαστε επιεικείς μπροστά στην απροθυμία ενός Προέδρου της Δημοκρατίας να πειθαρχήσει την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία.

Η απειθαρχία της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σοσιαλιστών στην πενταετία 2012-17 ήταν παροιμιώδης. Αρχής γενομένης από το Ευρωπαϊκό Μακροοικονομικό Σύμφωνο τον Οκτώβριο του 2012, όπου 20 βουλευτές καταψήφισαν και ένας απείχε, αλλά κυρίως έπειτα από τα άσχημα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών (Μάρτιος 2014) και την ανάδειξη του Manuel Valls ως Πρωθυπουργού αμέσως μετά. Η πρώτη προεδρική παρέμβαση για την επιβολή κυρώσεων στους «στασιαστές» ήρθε μόλις το φθινόπωρο του 2014 εις βάρος του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Arnaud Montebourg, και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας, Benoît Hamon, όπου εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση. Ακολούθησε αμέσως και η τρίτη σημαντική «ελέφαντας» της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, Aurélie Filippetti, Υπουργός Πολιτισμού.

Η αποτυχία ελέγχου οφείλεται σε μη παραγωγικές επιλογές προσώπων στην πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματος αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Η διάδοχός του στην ηγεσία του κόμματος, Martine Aubry, πρόσωπο με σημαντική επιρροή μέσα στο κόμμα δεν επιλέχθηκε για την πρωθυπουργία. Αντ’ αυτής, ο Πρόεδρος επέλεξε τον Jean Marc Ayrault, πολιτικό με μικρή εμπειρία και ελάχιστη ισχύ, ενώ ο νέος πρώτος γραμματέας, Harlem Désir, δεν απολάμβανε κανενός σεβασμού στο εσωτερικό του κόμματος. Επιπλέον, οι υποψήφιοι βουλευτές των Σοσιαλιστών είχαν επιλεγεί από προκριματικές εκλογές μεταξύ των μελών, αντανακλώντας τις εσωκομματικές ισορροπίες και όχι εκείνες των προκριματικών για την ανάδειξη του υποψηφίου προέδρου του κόμματος.

Οι «διορθωτικές» κινήσεις του 2014 αποδείχτηκαν εξίσου καταστροφικές. Η τοποθέτηση του Manuel Valls στη θέση του πρωθυπουργού (με μειοψηφικές θέσεις όπως έδειξαν οι προκριματικές του 2017) και του Emmanuel Macron (τεχνοκράτη ανοιχτά σοσιαλφιλελεύθερου) στη θέση του Υπουργού Οικονομικών διεύρυνε το χάσμα με το εκλογικό σώμα του κόμματος. Η μεγαλύτερη απόδειξη της αδυναμίας του ήταν η άρνησή του ήδη από τον Δεκέμβριο του 2016 να υποβάλει υποψηφιότητα για μια δεύτερη θητεία.

Το Σοσιαλιστικό κόμμα βρέθηκε με έναν υποψήφιο ο οποίος ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να υπερασπιστεί τα επιτεύγματα της πενταετίας Hollande.

Μετά την άρνηση Hollande, διεξήχθησαν νέες προκριματικές εκλογές για την ανάδειξη του υποψηφίου του κόμματος, «ανοιχτές στους πολίτες που συμμερίζονται τις αξίες της Δημοκρατίας και της Αριστέρας»[9]. Νικητής βγήκε ο προερχόμενος από την αριστερή τάση και επιφανής στασιαστής, Benoît Hamon[10]. Μετά την νίκη του ο βασικός του αντίπαλος και πρώην πρωθυπουργός, Valls, ανταπέδωσε στηρίζοντας την υποψηφιότητα του Macron. Αντίθετα, πίσω από την υποψηφιότητα των σοσιαλιστών στοιχήθηκε ο νικητής των προκριματικών του κόμματος Europe Écologie – Les Verts και σημερινός τους υποψήφιος, Yannick Jadot. Τελικά, το Σοσιαλιστικό κόμμα βρέθηκε με έναν υποψήφιο ο οποίος ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να υπερασπιστεί τα επιτεύγματα της πενταετίας Hollande.

Το 2017 αποδείχθηκε για τρίτη φορά, όπως το 1993 και το 2002, ότι η άσκηση της εξουσίας δημιουργεί διαλυτικά φαινόμενα στην Αριστερά. Το «πνεύμα του Epinay», η συσπείρωση, δηλαδή, διαφόρων εκφράσεων της Αριστεράς ως δύναμης εξουσίας, δεν επιβιώνει της εκπλήρωσης του στόχου.

Από την οικονομία στις κοινωνιακές ταυτότητες

Παρά την επίθεση που δέχτηκε η προεδρία Hollande για διγλωσσία ή και προδοσία – στο ενδοπαραταξιακό πεδίο – στα οικονομικά ζητήματα και εγκατάλειψη των εκλογικών δεσμεύσεων, οι προεκλογικές θέσεις του Προέδρου Hollande δεν απείχαν ιδιαίτερα από εκείνες του αντιπάλου του.

Παρά την επίθεση που δέχτηκε η προεδρία Hollande για διγλωσσία ή και προδοσία – στο ενδοπαραταξιακό πεδίο – στα οικονομικά ζητήματα και εγκατάλειψη των εκλογικών δεσμεύσεων, οι προεκλογικές θέσεις του Προέδρου Hollande δεν απείχαν ιδιαίτερα από εκείνες του αντιπάλου του[11]. Φυσικά υπήρχαν εμβληματικές τοποθετήσεις όπως η φορολόγηση στο 75% των πολύ υψηλών εισοδημάτων, ωστόσο η εξαγγελία αυτή δεν αφορούσε παρά λίγες χιλιάδες φορολογικά νοικοκυριά. Οι μεταρρυθμίσεις στο Εργατικό Δίκαιο (νόμος El Khromi) προς όφελος των επιχειρήσεων και της τόνωσης της ανταγωνιστικότητας, που νομοθετήθηκαν από την δεύτερη κυβέρνηση Valls χωρίς την ψήφο της βουλής (κάνοντας χρήση της πρόνοιας του άρθρου 49 παρ.3 του Συντάγματος) εξαιτίας των έντονων αντιδράσεων των στασιαστών, εμπέδωσε για πολλούς από τους ψηφοφόρους του κόμματος την πρόσδεσή του στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Αν οι διαφορές μεταξύ των οικονομικών προγραμμάτων Hollande και Sarkozy δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικές, οι θέσεις των Σοσιαλιστών διέφεραν σε ταυτοτικά – κοινωνιακά ζητήματα. Ιδιαίτερα μετά την ήττα του Jospin, το PS για να διακρίνει τη θέση του από εκείνη της δεξιάς, εγκατέλειπε σταδιακά αλλά αυξανόμενα την αντιπαράθεση επί του οικονομικού πεδίου και της αναδιανομής του πλούτου «για ένα νέο μοντέλο… που στηριζόταν στο πρωτείο του να ορίσει και να επιβεβαιώσει μια ταυτότητα, ατομική ή συλλογική, πολιτισμικής φύσης, στο δημόσιο χώρο»[12].

Η μεγάλη δημοσιότητα και η οξύτητα των αντιπαραθέσεων γύρω από την νομοθέτηση του «γάμου για όλους», η αντιμετώπιση του προσφυγικού ρεύματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Γαλλία το 2015-16, καθώς και οι προ πολλού υπαρκτές και κατά τόπους εξαιρετικά πολυπληθείς μεταναστευτικές παροικίες επιβεβαίωσαν μια πραγματικότητα αλλά και μια αίσθηση «πολιτισμικής ανασφάλειας» στις μη προνομιούχες περιοχές αλλά και σε πληθυσμούς με επισφαλή κοινωνική και εργασιακή κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση το κοινωνικό ζήτημα παραμένει παρόν, αλλά χωρίς πειστικές απαντήσεις από την πλευρά της κυβερνώσας Αριστεράς.

Η «στιγμή Μακρόν», η αποστοίχηση του γαλλικού πολιτικού συστήματος

Τη σταθερότητα ανέτρεψε η εμφάνιση και τελικά η εκλογή του Emmanuel Macron στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Το γαλλικό πολιτικό σύστημα υπήρξε από τα πλέον παγιωμένα στη Δυτική Ευρώπη, χάρη και στο πλειοψηφικό σε δύο γύρους εκλογικό σύστημα, που επιτρέπει τη συγκρότηση δύο μεγάλων παρατάξεων/ πόλων κάτω από ένα μεγάλο κυβερνητικό κόμμα: το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Αριστερά και τις διάφορες εκφράσεις των (μετα)γκωλικών στην Δεξιά (RPR υπό τον Σιράκ, το UMP του Σαρκοζί και σήμερα το LR) για την Δεξιά[13]. Τη σταθερότητα αυτή ανέτρεψε η εμφάνιση και τελικά η εκλογή του Emmanuel Macron στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας. Η υποψηφιότητά του και το νεοϊδρυθέν κόμμα του, La République en Marche, κατόρθωσαν να διεμβολίσουν τόσο την Αριστερά, όσο και την Δεξιά, αρχικά σε επίπεδο στελεχών, όσο και ψηφοφόρων. Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 11ης και 18ης Ιουνίου 2017 είναι αποκαλυπτικά. Η προεδρική πλειοψηφία εξέλεξε 351 βουλευτές, 20 περισσότερους από την απερχόμενη πλειοψηφία της Αριστεράς.

Και στις προσεχείς εκλογές η θέση του προέδρου Macron στον δεύτερο γύρο είναι διασφαλισμένη σύμφωνα με όλα τα δημοσκοπικά ευρήματα. Με την μια θέση στον β’ γύρο κατειλημμένη, η μάχη για την δεύτερη φαινόταν ότι θα δοθεί μεταξύ των υποψηφίων της Δεξιάς (Valérie Pécresse) και της άκρας Δεξιάς (Marine Le Pen, Éric  Zemmour). Ωστόσο, η απόσυρση της υποψηφιότητας της πρώην υπουργού Δικαιοσύνης των κυβερνήσεων Hollande, Christiane Taubira, έδωσε νέα πνοή στην υποψηφιότητα του Jean-Luc Mélenchon, υποψηφίου του ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος Ανυπότακτη Γαλλία (La France Insoumise, LFI).

Το ζήτημα της «χρήσιμης ψήφου» και οι άλλοι υποψήφιοι της Αριστεράς

Το απρόσμενο αποτέλεσμα της 21ης Απριλίου 2002, με το αποκλεισμό του Lionel Jospin από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών εξαιτίας της πολυδιάσπασης της ψήφου της αριστεράς, έφερε στο προσκήνιο για πρώτη το επιχείρημα της «χρήσιμης ψήφου» (vote éfficace/ vote utile).

Το απρόσμενο αποτέλεσμα της 21ης Απριλίου 2002, με το αποκλεισμό του Lionel Jospin από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών εξαιτίας της πολυδιάσπασης της ψήφου της αριστεράς, έφερε στο προσκήνιο για πρώτη το επιχείρημα της «χρήσιμης ψήφου» (vote éfficace/ vote utile) [14] . Μέχρι τότε αλλά και στις δύο επόμενες αναμετρήσεις ίσχυε εν πολλοίς η φράση «στον πρώτο γύρο επιλέγουμε, στον δεύτερο αποκλείουμε» (« Au premier tour, on choisit; au second, on élimine »). Οι Γάλλοι ψηφοφόροι είχαν δηλαδή τη δυνατότητα να επιλέξουν στον πρώτο γύρο τον «υποψήφιο της καρδιάς τους», εκείνον ή εκείνη που αισθάνονταν πιο κοντά ιδεολογικά και στον δεύτερο ουσιαστικά να καταψηφίσουν τον υποψήφιο της αντίπαλης παράταξης.

Το επιχείρημα της «χρήσιμης ψήφου» χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς από τους Σοσιαλιστές στις βουλευτικές εκλογές προκειμένου να εξασφαλίσουν αμφισβητούμενες έδρες.

Η διπολιτική συγκρότηση του γαλλικού πολιτικού συστήματος παρείχε στους ψηφοφόρους την ευελιξία να εκφράσουν την κομματική τους ταύτιση χωρίς να αποστερούν από την παράταξη τις πιθανότητες εκλογικής νίκης. Το επιχείρημα της «χρήσιμης ψήφου» χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς από τους Σοσιαλιστές στις βουλευτικές εκλογές προκειμένου να εξασφαλίσουν αμφισβητούμενες έδρες. Ωστόσο, η εκλογική απίσχνανση του κόμματος από το 2017 και μετά φέρνει τους υποψηφίους του στη θέση του «θύματος».

Το 2017 η πίεση που ασκήθηκε στους ψηφοφόρους των Σοσιαλιστών ήταν αμφίπλευρη, τόσο από το κέντρο και την πλευρά του Macron, όσο και από τα αριστερά και την υποψηφιότητα του Mélenchon. Τότε, οι τέσσερις πρώτοι υποψήφιοι (Macron, Le Pen, Fillon, Mélenchon), σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, κινούνταν μεταξύ του 19% έως και 25%, ενώ ο υποψήφιος των Σοσιαλιστών βρισκόταν πολύ πίσω με ποσοστά πέριξ του 8%. Ο κίνδυνος να επαναληφθούν τα αποτελέσματα του 2002 και να βρεθεί η αριστερά χωρίς υποψήφιο στον δεύτερο γύρο πίεσε τα εκλογικά ποσοστά του Benoît Hammon προς τα κάτω, προς όφελος πρωτίστως του Macron και δευτερευόντως του υποψηφίου της Ανυπότακτης Γαλλίας.

Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και σήμερα. Ο Mélenchon, που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις είναι ο μόνος μαζί με τον Macron που κινείται ανοδικά από τα τέλη Φεβρουαρίου, θέτει στους ψηφοφόρους των Σοσιαλιστών, πρώην και νυν, το εξής δίλημμα: θέλετε να υπάρχει εκπροσώπηση της Αριστεράς στον β’ γύρο; Ο πρόεδρος Macron δοκιμάστηκε πιά. «Η υπόθεση της παρουσίας μου στον δεύτερο γύρο αλλάζει το πολιτικό σκηνικό. […] Το συμφέρον της χώρας μας είναι ένας δεύτερος γύρος Macron-Mélenchon.»[15]. Το κρίσιμο ερώτημα για την υποψηφιότητά του είναι αν μπορεί να προσελκύσει μέρη του εκλογικού σώματος που απείχαν, βρίσκονται σε απόσταση από τον πρόεδρο Macron, είναι αντίθετοι στην άκρα δεξιά και επιθυμούν να ακουστεί η φωνή της αριστεράς για το κοινωνικό ζήτημα.

Ωστόσο, η υποψηφιότητά του αντιμετωπίζει μια σειρά από προβλήματα που οφείλονται τόσο στη συγκυρία του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, όσο και στα ποιοτικά στοιχεία του εκλογικού σώματος. Έχει, μαζί με τον υποψήφιο του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος, Fabien Roussel, στα πλαίσια της Αριστεράς, τις λιγότερο σκληρές θέσεις για την αντιμετώπιση της ρωσικής επίθεσης. Επιπλέον, η αριστερά συνολικά στερείται εφεδρειών. Παρότι η αποχώρηση από την κούρσα της Christiane Taubira ενίσχυσε δημοσκοπικά την υποψηφιότητά του, δεν υπάρχει άλλη δυνητική δεξαμενή υποψηφίων[16]. Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό στοιχείο αδυναμίας είναι η υψηλή αβεβαιότητα που δείχνουν οι πιθανοί ψηφοφόροι του ως προς την τελική τους ψήφο.

Μια δεύτερη υποψηφιότητα που δυνητικά θα μπορούσε να πιέσει ακόμη περισσότερο τους Σοσιαλιστές είναι αυτή του Πράσινου Jadot. Και επωφελήθηκε και αυτή από την αποχώρηση της Taubira. Εκφράζει, όπως και η υποψήφια των Σοσιαλιστών, σκληρές θέσεις απέναντι στην ρωσική επίθεση στην Ουκρανία και επιπλέον, έχει σημαντικές εισροές (πάνω από το 1/4) από πρώην ψηφοφόρους του Hamon το 2017[17]. Ωστόσο, με δεδομένη την δημοσκοπική  απόστασή του από την δεύτερη θέση, η ψήφος υπέρ των Πρασίνων δεν φαίνεται να εμπίπτει στην λογική της χρήσιμης ψήφου.

Η υποψηφιότητα της Anne Hidalgo. Υπάρχει πιθανότητα ανάκαμψης;

Τελικά, ποια είναι η υποψηφιότητα του Σοσιαλιστικού κόμματος; Γιατί καταγράφει στις δημοσκοπήσεις αρνητικά ρεκόρ; Και ποιες είναι η πιθανότητες ανάκαμψης του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος;

Στις 10 Απριλίου το PS δίνει μια μάχη πολιτικής, αλλά και οικονομικής επιβίωσης.

Στις 10 Απριλίου το PS δίνει μια μάχη πολιτικής επιβίωσης αλλά και οικονομικής. Γι’ αυτό επέλεξε το βαρύτερο χαρτί του, την δήμαρχο του Παρισιού Anne Hidalgo. Το σημαντικότερο στέλεχος εθνικής εμβέλειας που διαθέτει, το οποίο δεν είχε συμμετάσχει στον εσωκομματικό ανταγωνισμό την περίοδο 2012-2017. Επιπλέον, κατόρθωσε να διατηρήσει τον Δήμο στα χέρια της Αριστεράς, έστω και με μειωμένες δυνάμεις.

Επιπλέον το κόμμα αντιμετωπίζει το φάσμα της οικονομικής καταστροφής. Οι κύριοι πυλώνες χρηματοδότησης (τα μέλη) και «αναπαραγωγής» του πολιτικού προσωπικού, οι έμμισθες θέσεις στην ή γύρω από την τοπική αυτοδιοίκηση και την βουλή έχουν περιοριστεί. Η υποψήφιά του κινδυνεύει να μην ξεπεράσει το κατώφλι του 5% των ψήφων, ποσοστό απαραίτητο για να αποζημιωθούν οι προεκλογικές δαπάνες. Άλλωστε ήδη από το 2018 αναγκάστηκε να πουλήσει την επί 38 χρόνια έδρα του στην Rue Solférino στο 7ο διαμέρισμα του Παρισιού έναντι 45 εκατ. ευρώ για να αντιμετωπίσει την οικονομική του δυσπραγία[18].

Αν θα έπρεπε να υπογραμμίσουμε τους δύο βασικούς λόγους της χαμηλής πτήσης των Σοσιαλιστών, θα σημειώναμε αφενός την πίεση της «χρήσιμης ψήφου» και αφετέρου την αδυναμία της υποψηφιότητας να συσπειρώσει ταυτοτικές ψήφους.

Το κεντρικό πολιτικό παιχνίδι παίζεται χωρίς την Αριστερά.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο, πολλοί φίλοι του κόμματος αντιλαμβάνονται ότι τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, το κεντρικό πολιτικό παιχνίδι παίζεται χωρίς την Αριστερά. Δύο σημεία είναι ιδιαίτερα κρίσιμα, αφενός δεν είναι ορατή η παρουσία υποψηφίου της Αριστεράς στον β’ γύρο και αφετέρου η ανάγκη να υπάρχει οπωσδήποτε σε αυτόν ένας συστημικός υποψήφιος που εγγυάται την ομαλή λειτουργία των θεσμών και την θέση της Γαλλίας στον κόσμο. Έτσι η υποψηφιότητα του PS βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος, καθώς πολλοί θέλουν να αποφύγουν να βρεθούν στον δεύτερο γύρο στην ανάγκη να επιλέξουν μεταξύ της Σκύλλας ή της Χάρυβδης.

Η κοσμοπολίτικη υποψηφιότητα Hidalgo έχει να ανταγωνιστεί εξίσου κοσμοπολίτικες υποψηφιότητες όπως του Macron, […] αλλά και του Jadot.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο επιχείρημα, μια κοσμοπολίτικη υποψηφιότητα όπως αυτή της Hidalgo, σε μια περίοδο οργανωτικής αδυναμίας και αποστασιοποίησης των ψηφοφόρων, έχει να ανταγωνιστεί εξίσου κοσμοπολίτικες υποψηφιότητες όπως του Macron, ο οποίος ψηφίστηκε από τους μισούς συμπαθούντες και τους μισούς ψηφοφόρους του Hollande το 2012, αλλά και του Jadot, ο οποίος είχε ως προίκα την δυναμική της συμμετοχής 120.000 Γάλλων στις προκριματικές των EE-LV καθώς και των θετικών αποτελεσμάτων στις δημοτικές εκλογές του 2020 και είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητα Hamon το 2017. Από την άλλη πλευρά, αδυνατεί να επανακτήσει περισσότερο παραδοσιακά τμήματα ψηφοφόρων της Αριστεράς που προτιμούν τον Mélenchon.

Υπάρχει λοιπόν, πιθανότητα ανάκαμψης;

Σε μια περίοδο που τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα φαίνεται να ανακάμπτουν και να επιστρέφουν στην εξουσία, το γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα βρίσκεται ακόμη στην προηγούμενη φάση της εκλογικής αποσάθρωσης. Είναι προφανής η αναλογία με το  ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 2010 αλλά και με το ολλανδικό Εργατικό Κόμμα, που έπαψαν να είναι μεγάλα κυβερνητικά κόμματα.

Για το Σοσιαλιστικό κόμμα φαίνεται όμως ότι έχει κλείσει ο κύκλος, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ξεκίνησε το 1969, με μια βαριά εκλογική ήττα. Ίσως θα έπρεπε να είχε κλείσει νωρίτερα, αλλά υπήρχαν ακόμη ισχυρές δυνάμεις κυρίως στην αυτοδιοίκηση που το κράτησαν ζωντανό. Με ποσοστά κάτω από το 5% δύσκολα θα επιβιώσει την επόμενη ημέρα.

Το γαλλικό εκλογικό σύστημα του πλειοψηφικού σε δύο γύρους επιβάλλει ευρύτερες συνεργασίες για την εξασφάλιση εδρών, επί ποινή εξαφάνισης. Αυτό θεωρητικά θα επέτρεπε στους καλά εδραιωμένους υποψήφιους των σοσιαλιστών να πιάσουν το όριο του 12,5% των ψήφων, και να επωφεληθούν σε ένα τριγωνικό β’ γύρο. Παρόλα αυτά, στην «διαπραγμάτευση» με τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς θα πάει ως ο μικρός εταίρος.

Υπάρχει περίπτωση η θέση των κομμάτων απέναντι στην ρωσική εισβολή να παίξει ρόλο; Να δούμε, δηλαδή, κατά τόπους συμμαχίες – παραχωρήσεις του κόμματος Macron προς Σοσιαλιστές και Πρασίνους; Μια τέτοια πρόβλεψη είναι μάλλον παρακινδυνευμένη, διότι αφενός συνδέεται στενά με την εξέλιξη των επιχειρήσεων στην Ουκρανία και αφετέρου θα παραχωρούσε την Αριστερά στις ριζοσπαστικές δυνάμεις της Ανυπότακτης Γαλλίας και του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Για την γαλλική Αριστερά ένα νέο Épinay είναι απαραίτητο αν θέλει να ανασυγκροτηθεί ως οιονεί κυβερνητική δύναμη και όχι ως δύναμη διαμαρτυρίας. Χρειάζεται, δηλαδή, μια (επαν)ενοποίηση τάσεων και προσωπικοτήτων σε έναν οργανισμό/ συμμαχία που θα έχει εκφράζεται με έναν υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές και θα φροντίζει να διεκδικεί υπό ενιαία σημαία έδρες στις βουλευτικές.

Ποια θα είναι η συγκολλητική ουσία; Η προστασία των ρεπουμπλικανικών αρχών της γαλλικής δημοκρατίας αλλά και μια πειστική, επίκαιρη και μετρημένη απάντηση στο σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα. Πώς θα επιτευχθεί; Αν μετατοπίσει τη συζήτηση και την πολιτική αντιπαράθεση από τα ζητήματα των (μερικών) ταυτοτήτων σε μείζονα κοινωνικά προβλήματα, όπως: οι πολιτικές για τις πόλεις, η έκρηξη των ανισοτήτων από την κληρονομιά, οι συνθήκες εργασίας και αντιπροσώπευσης σημαντικών κλάδων της gig οικονομίας, την ανεπάρκεια των παροχών των δημόσιων αγαθών, το ξεπάγωμα του κοινωνικού ασανσέρ που προσέφερε η παιδεία, η διδασκαλία της laïcité στα σχολεία κ.ο.κ..

[1] Bergounioux, A. et Grunberg, G., (1992). Les long remords du pouvoir : le Parti socialiste français (1905-1992), Paris : Fayard, p. 292. Επίσης, βλέπε Bachelot C., (2012). «« Un gouvernement des pairs ? » De la collegialite au sommet des  partis : le cas du parti socialiste», Revue francaise de science politique, Vol. 62 (3), p. 383-407.

[2] Βλέπε μεταξύ άλλων Sawicki, F. (1997), Les reseaux du Parti socialiste. Sociologie d’un milieu partisan, Paris : Belin· και Lefebvre, R., Sawicki, F. (2006). La société des socialistes. Le PS aujourd’hui, Bellecombe-en-Bauges : Ed. du Croquant (Savoir-agir) Bachelot, C., (2007), « La culture d’organisation au Parti Socialiste », ζην  Haegel, F. (dir.) Partis politiques et système partisan en France, Paris : Presses de Science Po, ζει. 143-181.

[3] Weber, H., (2003), « Rénovation du PS : dépasser l’incantation », La Revue socialiste, vol. 13, p. 87.

[4] Τζήμος, Ν. (2017). Γιατί και πώς τα κόμματα αλλάζουν., όπως παραπάνω, σελ. 151.

[5] Μετά τις δημοτικές εκλογές του 2014 η Αριστερά δεν διοικούσε το παρά το 37,3% των δήμων έναντι του 53,5% το 2008. Παρατίθεται στο Lévêque, S. et Taiclet, A.-F. (2018), « Introduction », στο  Lévêque, S. et Taiclet, A.-F. (dir.). A la conquête des villes. Sociologie politique des élections municipales de 2014 en France, Villeneuve d’Ascq : Presses Universitaire du Septentrion, p. 15.

[6] https://www.lemonde.fr/societe/article/2005/06/04/laurent-fabius-et-ses-partisans-exclus-de-la-direction-du-ps_658533_3224.html

[7] https://www.lemonde.fr/societe/article/2005/11/25/reelu-francois-hollande-doit-composer-sa-direction-en-recompensant-chacun_714222_3224.html

[8] Βλέπε Davet, G. et Lhomm, F. (2017), Un président ne devrait pas dire ça… Les secrets d’un quinquennat, Paris : Points, p. 430.

[9] Άρθρο 5.3.1 του καταστατικού του Parti Socialiste όπως προέκυψε μετά το συνέδριο της Toulouse το 2012.

[10] Οι εκλογές ήταν ανοιχτές και στα μέλη μικρότερων κομμάτων της Αριστεράς (το κόμμα των Ευρώπη Οικολογία – Πράσινοι είχε διοργανώσει ξεχωριστές εκλογές). Στον πρώτο γύρο που έλαβε χώρα στις 22 Ιανουαρίου 2017, εκτέθηκαν επτά υποψήφιοι, με εκλογική σειρά, οι Benoît Hamon (36,51%), Manuel Valls (31,90%), Arnaud Montebourg (17,75%), Vincent Peillon (6,90%), François de Rugy (3,88%), Sylvia Pinel (2,02%) και Jean-Luc Bennahmias (1,03%) και συμμετείχαν 1.655.919 ψηφοφόροι. Στον δεύτερο γύρο μια εβδομάδα αρχόγτερα, συμμετείχαν 2.045.343 πολίτες.

[11] Για μια σύντομη αλλά περιεκτική σύγκριση βλέπε Sawicki, F. (2017). « L’épreuve du pouvoir est-elle vouée à être fatale au Parti Socialiste ? », Pouvoirs, vol.163, p. 27-41, κυρίως σελ. 31-35.

[12] Bouvet, Laurent, (2015). L’insécurité culturelle. Sortir du malaise identitaire français, Paris : Fayard, p. 52-53.

[13] Bouillaud, C., & Escalona, F., (2015). « La France », in Brack, N., De Waele, J.-M., & Pilet, J.-B., (dir.), Les Democraties europeennes, Paris: Armand Colin, p. 165-176.

[14] Allisson, F. & Brisset, N. (2014). Une approche stratégique du vote: À propos de « Vote par approbation, vote par note ». Revue économique, 65, 681-686. https://doi.org/10.3917/reco.653.068.

[15] Συνέντευξη τύπου του προέδρου της Ανυπότακτης Γαλλίας στην έδρα του κινήματος, την 9η Μαρτίου 2022.

[16] Ενδεικτικά βλέπε https://www.lemonde.fr/election-presidentielle-2022/article/2022/ 03/ 05/election-presidentielle-2022-forces-et-faiblesses-de-la-dynamique-melenchon_ 6116257_ 605 90 10.html.

[17] Βλέπε δημοσκόπηση της IPSOS Vague 6 / 6bis, 24-27 Φεβρουαρίου και 2-3 Μαρτίου 2022, διαθέσιμη στο https://www.jean-jaures.org/wp-content/uploads/2022/03/Vague-6-6bis-Panel-e%C  C%81lectoral.pdf

[18] Μεταξύ άλλων βλέπε https://www.leparisien.fr/politique/financement-public-le-ps-va-subir-un-choc-financier-considerable-17-07-2017-7138479.php.