Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με προσωπικό έως 250 εργαζόμενους, αποτελούν σημαντικό μέρος της οικονομίας και της απασχόλησης στην ΕΕ. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (για το 2022), οι επιχειρήσεις αυτές παρήγαγαν το 52% της συνολικής προστιθέμενης αξίας και απασχολούσαν το 64% του συνόλου των εργαζομένων. Ωστόσο, η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας σε ένα παγκοσμιοποιημένο και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, λόγω ψηφιακής μετάβασης και κλιματικής αλλαγής, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτείται συνεχής εκσυγχρονισμός στην παραγωγή, καινοτόμες υπηρεσίες και προϊόντα, και υιοθέτηση προηγμένων τεχνολογιών.

Απαραίτητο συστατικό για την επίτευξη των παραπάνω είναι η στελέχωση των επιχειρήσεων με εργαζόμενους υψηλών δεξιοτήτων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα. Ωστόσο, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα τόσο στην προσέλκυση όσο και στη διατήρηση εξειδικευμένου προσωπικού από ό,τι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Μάλιστα, σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, οι μικρές επιχειρήσεις υιοθετούν νέες τεχνολογίες με βραδύτερο ρυθμό από τις μεγάλες εταιρείες, καθώς δεν μπορούν να τις ανταγωνιστούν στην προσέλκυση ταλέντων.

Τα πρόσφατα αποτελέσματα του «Ευρωβαρομέτρου» που διεξήχθη το Μάιο του 2023 επιβεβαιώνουν την δυσκολία στελέχωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, στην ΕΕ ως σύνολο, η συντριπτική πλειονότητα αυτών των επιχειρήσεων (78%) αναφέρουν ότι η εύρεση εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες είναι «πολύ δύσκολη» (52%) ή «αρκετά δύσκολη» (26%). Οι χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δυσκολεύονται να βρουν εργαζομένους με τις κατάλληλες δεξιότητες είναι η Αυστρία (88%), η Κροατία (89%), και η Σλοβακία (90%). Ακόμη και στη Δανία, τη χώρα με το μικρότερο ποσοστό, πάνω από τις μισές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (52%) αναφέρουν ότι δυσκολεύονται να βρουν εργαζόμενους με τις κατάλληλες δεξιότητες.

Ποιοι λόγοι συντρέχουν ώστε να δυσκολεύονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να βρουν προσωπικό με τις κατάλληλες δεξιότητες; Μία προφανής αιτία για τα προβλήματα στελέχωσης που αντιμετωπίζουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι ότι συχνά οι υποψήφιοι δεν διαθέτουν τα αναγκαία προσόντα. Τα εκπαιδευτικά συστήματα σε αρκετά κράτη μέλη παράγουν υπεράριθμους πτυχιούχους με δεξιότητες χαμηλής ζήτησης από την αγορά εργασίας, ενώ ταυτόχρονα υστερούν στην παραγωγή των δεξιοτήτων που ζητούν οι δυναμικοί και καινοτόμοι οικονομικοί κλάδοι (το πρόβλημα της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων). Ταυτόχρονα, όπως έχουμε αναλύσει σε προηγούμενο In Focus, οι ίδιες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις υστερούν σημαντικά στην κατάρτιση προσωπικού τους, καθώς συχνά δεν εφαρμόζουν προγράμματα πρακτικής άσκησης για νέους εργαζόμενους, αλλά ούτε και προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης έτσι ώστε το προσωπικό να αποκτήσει τις αναγκαίες εργασιακές δεξιότητες. Επίσης, η στενότητα των πόρων περιορίζει την δυνατότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να εντοπίσουν τους κατάλληλους εργαζομένους: συχνά οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις προσφέρουν χαμηλότερες αποδοχές και λιγότερο ελκυστικές συνθήκες εργασίας από ό,τι οι μεγάλες επιχειρήσεις. Όμως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν δυσκολεύονται μόνο να προσελκύσουν εργαζόμενους με τις κατάλληλες δεξιότητες, δυσκολεύονται επίσης να τους διατηρήσουν. Στο σύνολο της ΕΕ, η πλειονότητα αυτών των επιχειρήσεων (53%) αναφέρουν ότι η διατήρηση εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες είναι «πολύ δύσκολη» (21%) ή «αρκετά δύσκολη» (31%). Στη Σλοβακία (77%) στην Κροατία (67%), καθώς και στην Τσεχία, την Ουγγαρία και την Ιταλία (63%) πάνω από έξι στις δέκα επιχειρήσεις θεωρούν ότι είναι πολύ ή αρκετά δύσκολο να διατηρήσουν το εξειδικευμένο προσωπικό της. Στον αντίποδα, στη Γερμανία (33%), στη Φινλανδία (31%), και στη Δανία ή τη Σουηδία (23%), κάτω από μία στις τρεις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αναφέρουν ότι δυσκολεύονται να κρατήσουν ειδικευμένους εργαζομένους. Στη χώρα μας, 86% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να προσλάβουν εργαζόμενους με τα κατάλληλα προσόντα – το πέμπτο μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη. Αυτό επιβεβαιώνει τα στοιχεία που δείχνουν ότι η Ελλάδα πάσχει στην αντιστοίχηση των δεξιοτήτων, απέχοντας σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (βλ. προηγούμενο Ιn focus). Αντίθετα, μόλις 47% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, λιγότερο από το μέσο όρο της ΕΕ (53%), δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να διατηρήσουν το προσωπικό που χρειάζονται, αφού το υψηλό ποσοστό ανεργίας περιορίζει τις ευκαιρίες εναλλακτικής απασχόλησης των εργαζομένων.

Η πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην ΕΕ θεωρούν ότι οι αρχές (σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, και ευρωπαϊκό επίπεδο) δεν καταβάλλουν αρκετή προσπάθεια για να τις υποστηρίξουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα δυσκολίας στελέχωσης με εργαζόμενους με τα κατάλληλα προσόντα. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος, καθώς μεγάλο ύψος κονδυλίων στην ΕΕ (και στην Ελλάδα) θα κατευθυνθεί σε προγράμματα απόκτησης και αναβάθμισης δεξιοτήτων.

Το στοίχημα για την Ελλάδα και τα άλλα κράτη μέλη είναι η ουσιαστική αξιοποίηση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Τα πρόσφατα αποτελέσματα του «ειδικού Ευρωβαρομέτρου» δείχνουν ότι μόλις 5% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δηλώνουν «πολύ εξοικειωμένες» με τα προγράμματα για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ (π.χ. μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Ταμείου+), ενώ μόλις 3% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αναφέρουν το ίδιο για τις πολιτικές πρωτοβουλίες της ΕΕ αναφορικά με τις δεξιότητες (π.χ.Σύμφωνο για τις Δεξιότητες ). Όμως, χωρίς στενή συνεργασία και ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας μεταξύ ευρωπαϊκών θεσμών, κυβερνήσεων, εργοδοτών, και οργανώσεων των εργαζομένων, δεν μπορούν να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν αποτελεσματικές παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, στην τεχνική κατάρτιση και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς.

To In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 21.09.2023.