Οι επενδύσεις στην έρευνα και στην τεχνολογική ανάπτυξη (το γνωστό R&D), δημόσιες και ιδιωτικές, είναι θεμελιώδεις για τη λειτουργία ενός συστήματος καινοτομίας, για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αλλά και για την αντιμετώπιση σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων όπως είναι η κλιματική αλλαγή. Ειδικά στην Ευρώπη, η υποστήριξη ενός υψηλού επιπέδου έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης είναι κλειδί στην προσπάθεια της ΕΕ να ανακτήσει την στρατηγική αυτονομία της και να παραμείνει ανταγωνιστική στην παγκόσμια οικονομία. Κατά συνέπεια, η έρευνα και η καινοτομία συνδέονται άρρηκτα με όλες τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση.

Το 2022 οι δημόσιες επενδύσεις για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη  στην ΕΕ ανήλθαν σε 117,3 δις ευρώ (0,74% του συνολικού ΑΕΠ). Το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής δαπάνης για R&D (35,5% του συνολικού ποσού) αφορούσε κρατικά κονδύλια που λαμβάνουν δημόσια ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για την υποστήριξη των δραστηριοτήτων τους. Επιπλέον, 16,5% της συνολικής δαπάνης κατευθύνθηκε σε άλλους φορείς που προάγουν τη γνώση, 10,2% επενδύθηκε στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής και τεχνολογίας, 8,3% στον τομέα της υγείας, και 5,9% στην εξερεύνηση και την εκμετάλλευση του διαστήματος. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι επενδύσεις για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη στον τομέα της άμυνας αυξήθηκαν σημαντικά συγκριτικά με το προηγούμενο έτος (από 2,6% των συνολικών δαπανών το  έτος 2021  σε 4,2% το 2022.)

Σε απόλυτα μεγέθη οι χώρες με την υψηλότερη δημόσια δαπάνη για έρευνα και ανάπτυξη 2022 ήταν η Γερμανία (43 δις ευρώ), η Γαλλία (17,8 δις) και η Ιταλία (12,6 δις). Ως ποσοστό του ΑΕΠ η Γερμανία βρισκόταν και πάλι στην πρώτη θέση με 1,1%, ενώ ακολουθούσε η Φινλανδία (0,9%), η Αυστρία (0,87%) και η Δανία (0,83% του ΑΕΠ). Στο τέλος της κατάταξης ήταν η Ρουμανία (0,12% του ΑΕΠ) και η Ιρλανδία (0,20%), ενώ στη Βουλγαρία και στη Μάλτα η δημόσια δαπάνη για R&D ανερχόταν σε 0,22% του ΑΕΠ.

Σε σύγκριση με το 2012,οι δημόσιες επενδύσεις για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη στην ΕΕ αυξήθηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 0,69% του ΑΕΠ το 2012 σε 0,74% του ΑΕΠ το 2022). Ωστόσο, την ίδια περίοδο καταγράφονται μειώσεις σε 14 κράτη μέλη. Συγκριμένα, η μεγαλύτερη μείωση στη δημόσια δαπάνη για R&D ως ποσοστό του ΑΕΠ καταγράφεται στην Ιρλανδία (από 0,43% του ΑΕΠ το 2012 σε 0,20% το 2022), αν και στη χώρα αυτή το σχετικό μέγεθος επηρεάζεται από την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του ΑΕΠ. Επίσης, στη Δανία και στη Φινλανδία η δαπάνη μειώθηκε σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 1% και 1,03% του ΑΕΠ το 2012 σε 0,83% και 0,9% το 2022 αντιστοίχως), αν και οι χώρες αυτές εξακολουθούν να δαπανούν για R&D περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντιθέτως οι μεγαλύτερες αυξήσεις στις δαπάνες για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη ως ποσοστό του ΑΕΠ καταγράφονται στην Ιταλία (από 0,54% σε 0,66% ΑΕΠ), στη Γερμανία (από 0,88% σε 1,1% του ΑΕΠ), καθώς και στην Ελλάδα (από 0,39% το 2012 σε 0,76% ΑΕΠ το 2022).

Πράγματι, το 2022 η Ελλάδα βρισκότανστην 6η θέση της κατάταξης στην ΕΕ με βάση τη δημόσια δαπάνη για R&D ως ποσοστό του ΑΕΠ, και στη 16η θέση με βάση τα απόλυτα μεγέθη (1,6 δις). Η δημόσια δαπάνη για R&D (διαχρονικά πολύ χαμηλή στη χώρα μας) είναι πλέον λίγο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Να σημειωθεί ότι η δαπάνη για R&D στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες χρηματοδοτείται τόσο από τον τακτικό προϋπολογισμό όσο και από τους πόρους του ΕΣΠΑ και των διαρθρωτικών ταμείων. Στα σχετικά κονδύλια προστίθεται πλέον και η χρηματοδότηση για την ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.

Όμως η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί ως προς την ιδιωτική δαπάνη για R&D. Ενώ στην ΕΕ ως σύνολο το 58% της συνολικής δαπάνης για R&D προέρχεται από τις επιχειρήσεις, το μερίδιο των ελληνικών επιχειρήσεων δεν υπερβαίνει το 40% της συνολικής δαπάνης για έρευνα και τεχνολογία. Για αυτό το λόγο, οι συνολικές δαπάνες για R&D στη χώρα μας (ιδιωτικές και δημόσιες) εξακολουθούν να υπολείπονται σημαντικά του Ευρωπαϊκού μέσου όρου (1,45% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι 2,26% στην ΕΕ).

Το νέο φορολογικό πλαίσιο παρέχει κίνητρα ενίσχυσης της επιχειρηματικής δαπάνης για R&D στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, με το νόμο 4712/2020 εκπίπτει από τη φορολογητέα ύλη το σύνολο της δαπάνης των επιχειρήσεων για έρευνα και ανάπτυξη (έναντι μόνο του 30% πριν το 2020).

Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι παρά τη σημαντική αύξηση της δημόσιας δαπάνης για R&D, η εμπορική αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων παραμένει χαμηλή. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, ένας σημαντικός λόγος για αυτό είναι η μη συστηματική διασύνδεση και συνεργασία των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων με τη βιομηχανία και με τον επιχειρηματικό τομέα.

Η διατήρηση της δημόσιας χρηματοδότησης για έρευνα και τεχνολογία σε υψηλά επίπεδα, και η γενναία αύξηση της ιδιωτικής, είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Όμως, από μόνη της δεν αρκεί: θα πρέπει να συνοδεύεται από την υιοθέτηση καλών πρακτικών από χώρες που πρωτοπορούν  (π.χ. πλατφόρμες τεχνολογίας που συνδέουν πανεπιστήμια και επιχειρήσεις, θερμοκοιτίδες επιχειρήσεων στα Πανεπιστήμια), αλλά και από την επίλυση χρόνιων γραφειοκρατικών αγκυλώσεων (π.χ. απλοποιημένες αλλά διαφανείς διαδικασίες για τη χρηματοδότηση ερευνητικών και επενδυτικών προτάσεων).

To In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 31.08.2023.