Την Πέμπτη 16 Μαΐου 2013, πραγματοποιήθηκε η 8η κατά σειρά συζήτηση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με θέμα, «Γιατί δυσλειτουργεί η δικαιοσύνη;», του κύκλου υπό τον γενικό τίτλο: «Ελλάδα: Μεταρρυθμίσεις, Ρήξεις, Τομές». Την εκδήλωση διοργάνωσαν η Κίνηση Πολιτών, η Διεθνής Διαφάνεια-Ελλάς, το ΙΟΒΕ, το ΕΛΙΑΜΕΠ και η Kantor, σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο του προγράμματος Megaron Plus.

Στη συζήτηση συμμετείχαν οι κύριοι: Παναγιώτης Πικραμμένος, Πρόεδρος ΣτΕ ε.τ., πρ. Πρωθυπουργός, Βασίλειος Σκουρής, Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Θεόδωρος Φορτσάκης, Πρόεδρος Νομικής Σχολής Αθηνών και Χριστόφορος Δ. Αργυρόπουλος, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων. Τη συζήτηση συντόνισε ο κ. Νίκος Φραγκάκης, Δικηγόρος, Πρόεδρος ΕΚΕΜΕ και Αντιπρόεδρος της Κίνησης Πολιτών. Μπορείτε να παρακολουθήσετε την εκδήλωση σε μαγνητοσκόπηση εδώ.

Ο κ. Παναγιώτης Πικραμμένος, σημείωσε ότι το πρόβλημα της δυσλειτουργίας της Δικαιοσύνης στη χώρα μας αντιμετωπίζεται μεμονωμένα, τη στιγμή που η καλή ή κακή λειτουργία των άλλων δύο λειτουργιών – και ιδιαίτερα της εκτελεστικής – επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ο κ. Πικραμμένος τόνισε ότι χρειάζεται μία ριζική αλλαγή του συστήματος σε τρεις άξονες : 1. Άνοιγμα της Δικαιοσύνης στην κοινωνία, όπου οι Δικαστές δεν θα είναι απομονωμένοι στο λειτούργημά τους αλλά θα μπορούν να  μεταπηδούν στη Δημόσια Διοίκηση ή ακόμα και στην ελεύθερη αγορά για να μεταφέρουν την εμπειρία τους, ενώ αντίστροφα, θα μπορούν να θητεύουν στην Δικαιοσύνη καθηγητές Πανεπιστημίου και διακεκριμένοι δικηγόροι, προκειμένου να εισφέρουν τις δικές τους γνώσεις. 2. Ενασχόληση της Δικαιοσύνης μόνο με τις σοβαρές υποθέσεις με την παράλληλη δημιουργία ειδικών δικαστηρίων για την επίλυση συγκεκριμένων διαφορών, ώστε να μπορεί να επιτευχθεί γρήγορη και αποτελεσματική επίλυση της διαφοράς και 3. Βελτίωση του επιπέδου των δικαστικών λειτουργών, με αναβάθμιση της παρεχόμενης από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών εκπαίδευση που πρέπει να είναι μεταπτυχιακού επιπέδου. Ο κ. Πικραμμένος αναφέρθηκε επίσης στην οικονομική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και στην ανάγκη κατάρτισης και διαχείρισης ενός προϋπολογισμού για τη Δικαιοσύνη  από ένα ανεξάρτητο όργανο. Στο κλείσιμο της ομιλίας του ο κ. Πικραμμένος τόνισε ότι όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προκύψουν μέσα από συνεννόηση και συνεργασία με τις άλλες δύο εξουσίες, με τη συνδρομή ενδεχομένως ενός θεσμικού οργάνου που θα μελετήσει και θα εισηγηθεί ένα νέο εθνικό σχεδιασμό για τις μέλλουσες και μείζονες αλλαγές στον χώρο της Δικαιοσύνης.

Ο κ. Βασίλης Σκουρής, έθεσε το ερώτημα αν είμαστε έτοιμοι να θέσουμε υπό αμφισβήτηση καθιερωμένες δομές στον χώρο της Δικαιοσύνης, εντοπίζοντας στην ανάλυσή του δύο ζητήματα: Τις εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών και την αναθεώρηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Η ανάθεση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δικαστικών καθηκόντων σε άλλες κατηγορίες νομικών και η ευχέρεια άσκησης διοικητικών καθηκόντων από δικαστικούς λειτουργούς θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών της δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, η ίδρυση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου με μη ισόβια μέλη και αποστολή την άσκηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των τυπικών νόμων θα συμβάλλει στον αποτελεσματικό έλεγχο της συνταγματικότητας, χωρίς να αλλοιώσει και να αποδυναμώσει το ισχύον καθεστώς ελέγχου.

Στην εισήγησή του, ο κ. Θεόδωρος Φορτσάκης(δείτε εδώ την παρουσίαση) εξέτασε την ταχύτητα και την ποιότητα κατά την απονομή της Δικαιοσύνης, παραθέτοντας παραδείγματα από την ελληνική πραγματικότητα και παρουσίασε μια σειρά από άμεσα εφαρμόσιμα μέτρα για τη βελτίωση της σημερινής κατάστασης στον χώρο της Δικαιοσύνης, τα οποία αφορούν στη λειτουργία (π.χ. εισαγωγή μηχανογράφησης και ηλεκτρονικών διαδικασιών) και στη χωροταξική ανακατανομή των Δικαστηρίων με συνένωση ή κατάργηση μικρών επαρχιακών Ειρηνοδικείων –  Πρωτοδικείων, σε αλλαγές στους Κώδικες Πολιτικής Δικονομίας (π.χ. άμεση επίδοση αγωγής, αποκλεισμός υποθέσεων λόγω ποσού, κατάργηση μικροδιαφορών, επίλυση μόνο με διαμεσολάβηση – διαιτησία) και Ποινικής Δικονομίας (π.χ. απαγόρευση δεύτερης αναβολής), σε αλλαγές στη Διοικητική Δίκη (π.χ. θέσπιση σε ευρύτερη κλίμακα διαδικασιών εν συμβουλίω), στην αφαίρεση ύλης από τα δικαστήρια (π.χ. κληρονομητήρια, πιστοποιητικά κ.α.), στην κωδικοποίηση διατάξεων και τη βελτίωση της νομοθετικής διαδικασίας, στην αύξηση του κόστους προσφυγής στη Δικαιοσύνη, στην παροχή κινήτρων ενθάρρυνσης της διαμεσολάβησης, στην εντατικοποίηση της επιθεώρησης των δικαστών και στον έλεγχο απόδοσής τους και στην δραστική μείωση του αριθμού των δικαστών.

Ο κ. Χριστόφορος Δ. Αργυρόπουλος, πριν να επικεντρώσει την εισήγησή του στις εναλλακτικές μορφές απονομής δικαιοσύνης, αναφέρθηκε στην ανάγκη ύπαρξης ενός δικαιοδοτικού συστήματος που να εγγυάται τη δίκαιη και αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων, σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ωστόσο η ελληνική πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από το εθνικό «σύμπτωμα» της χωρίς φειδώ προσφυγής στις δικαστικές αρχές για κάθε είδους διαφορά, ουσιαστικά ακυρώνει το δικαίωμα αυτό. Η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος, όμως, απαιτεί ειλικρινή βούληση τόσο από την εξουσία όσο και από όλους τους ενδιαφερομένους καθώς και καλλιέργεια μιας άλλης παιδείας για τη διευθέτηση των δυσλειτουργιών της κοινωνικής συμβίωσης. Ο κ. Αργυρόπουλος, σημείωσε ότι το πρόβλημα της έγκαιρης απονομής δικαιοσύνης μπορεί να αντιμετωπισθεί με την ευρεία εφαρμογή υποκατάστατων μορφών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, όπως τη διαμεσολάβηση, την ποινική διαμεσολάβηση και άλλες μορφές. Η εκούσια ρύθμιση των διαφορών συμβάλλει στην καλλιέργεια νοοτροπίας στους πολίτες για συμμόρφωση στον νόμο, χωρίς διακρίσεις και προϋποθέσεις, καθώς και στην ανάπτυξη πνεύματος αμοιβαιότητας και συνευθύνης, διασφαλίζοντας την ειρηνική κοινωνική συμβίωση.

Συνοψίζοντας τη συζήτηση, ο κ. Νίκος Φραγκάκης, αφού σημείωσε ότι τα προβλήματα δυσλειτουργίας της Ελληνικής Δικαιοσύνης είναι διαχρονικά σε σημείο που να θεωρούνται ανεπίλυτα, διαπίστωσε ότι από τις θέσεις των εισηγητών αναδύεται σύγκλιση απόψεων ως προς το ότι οι μέχρι σήμερα προσπάθειες θεραπείας ήταν αποσπασματικές, ενώ αυτό που χρειάζεται είναι η ριζική επανεξέταση της οργάνωσης και του τρόπου απονομής της Δικαιοσύνης, στη βάση προηγούμενης αναγκαίας συνεννόησης με τη νομοθετική και τη διοικητική λειτουργία για το σχεδιασμό και την άμεση εφαρμογή ριζοσπαστικών μέτρων, όπως το άνοιγμα της Δικαιοσύνης στην κοινωνία, όπου οι Δικαστές θα μπορούν να μεταπηδούν στη Δημόσια Διοίκηση ή ακόμα και στην ελεύθερη αγορά για να μεταφέρουν την εμπειρία τους, ενώ αντίστροφα, θα μπορούν να θητεύουν στην Δικαιοσύνη καθηγητές Πανεπιστημίου και διακεκριμένοι δικηγόροι. Το ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, είναι η έγκαιρη, με ποιότητα επίλυση των διαφορών, η οποία δεν είναι ανάγκη να προέρχεται πάντα από το δικαστικό σύστημα όπως είναι σήμερα διαρθρωμένο, αφού αυτό ασφυκτιά από τον υπερβολικό αριθμό συσσωρευμένων υποθέσεων, ενώ γενική είναι η αντίληψη ότι, πάντως, δεν χρειάζονται περισσότεροι δικαστές. Πρέπει η επίλυση των διαφορών να αναζητηθεί και σε νέες μορφές αντιμετώπισής τους, κατά παράκαμψη της δικαστικής οδού, όπως με τη διαιτησία και τη διαμεσολάβηση. Πέρα, όμως, από τις αναγκαίες αλλαγές στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης, προέχει η (δια της παιδείας) καλλιέργεια στους πολίτες μιας διαφορετικής αντίληψης για την αναζήτηση λύσεων με διαπραγμάτευση και συμβιβαστική προσέγγιση μεταξύ των αντιδικούντων.