Για να παρακολουθήσετε την εκδήλωση πατήστε εδώ.

Δημόσιες συζητήσεις για μια διαφορετική Ελλάδα Ιανουάριος – Ιούνιος 2011

Με την ευγενική υποστήριξη  του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου

Σε μία εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο τόσο για την Ελλάδα, λόγω της σημαντικής οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει, όσο και για το άμεσο εξωτερικό της περιβάλλον (προβληματισμός για το μέλλον της ΕΕ, προσπάθεια της Τουρκίας να αναδειχθεί σε περιφερειακή υπερδύναμη, πολιτική αστάθεια στη Βόρειο Αφρική) το ΕΛΙΑΜΕΠ διοργάνωσε τη δεύτερη «αντιπαράθεση» του με θέμα “Υπάρχει ανάγκη για αναπροσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής;” Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου και ώρα 19.00 στην αίθουσα του Παλαιού Χρηματιστηρίου Αθηνών (Πεσμαζόγλου 1).
Για να εκφράσουν την άποψή τους σε αυτό το θέμα, παίρνοντας θέση υπέρ ή κατά, προσκλήθηκαν οι εξής τέσσερις ομιλητές:
Υπέρ της πρότασης:
1) Χρύσανθος Λαζαρίδης, Οικονομολόγος, Σύμβουλος του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας και
2) Σταύρος Λυγερός, Δημοσιογράφος.
Κατά της πρότασης:
1) Παναγιώτης Ιωακειμίδης, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, Πανεπιστήμιο Αθηνών και
2) Θεόδωρος Σκυλακάκης, Ανεξάρτητος Ευρωβουλευτής, Μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Συντονιστής της συζήτησης ήταν ο Γιάννης Καρτάλης, Σύμβουλος Έκδοσης, “TΟ ΒΗΜΑ”.
Κατά την διάρκεια της συζήτησης τέθηκαν, μεταξύ άλλων, και έγινε προσπάθεια ώστε να απαντηθούν τα εξής ερωτήματα:
• Μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένη η ελληνική εξωτερική πολιτική;
• Είναι ορθές οι αντιλήψεις της Ελλάδας για τον εαυτό της  αλλά και για το εξωτερικό της περιβάλλον ή θα πρέπει να αλλάξουν ;
• Ποιες σταθερές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής πρέπει να διατηρηθούν και τι πρέπει να αλλάξει ως απάντηση στο εξωτερικό περιβάλλον που συνεχώς μεταβάλλεται;
• Ποια είναι η επίδραση  εσωτερικών παραγόντων και μεταβλητών στην άσκηση της ελληνικής εξωτερικής  πολιτικής;
• Μπορούν οι ευρώ-ατλαντικοί θεσμοί να προστατεύσουν την Ελλάδα εναντίον απειλών  κατά της εθνικής της ασφάλειας; Υπάρχουν περιθώρια για άσκηση εξωτερικής πολιτικής εκτός  του ευρώ-ατλαντικού πλαισίου και ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική της Ελλάδας ως προς τις αναδυόμενες δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία);
• Είναι αρκετά πολυδιάστατη (τόσο γεωγραφικά, αλλά και θεματικά) η ελληνική εξωτερική πολιτική;
• Έχει αποδώσει τα αναμενόμενα η  πολιτική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης (από το 1999 έως σήμερα) ως προς την επίλυση των διμερών μας διαφορών με την Τουρκία, ή χρειαζόμαστε ένα εναλλακτικό σχέδιο;
• Τέλος, κινείται προς την σωστή κατεύθυνση η πολιτική της Ελλάδας για την επίλυση του Κυπριακού, ιδιαίτερα μετά από την περίοδο της απόρριψης του Σχεδίου Ανάν από τους Ελληνοκυπρίους;
Ο κ. Λαζαρίδης εκτίμησε πως ο αναπροσανατολισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι αναγκαίος λόγω του συνεχώς μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος. Το κεντρικό σημείο ολόκληρης της ομιλίας του ήταν η ανάδειξη της ανάγκης για εγκατάλειψη των απαρχαιωμένων αντιλήψεων, με τις  οποίες η Ελλάδα αντιμετωπίζει το εξωτερικό της περιβάλλον. Υποστήριξε πως η Ελλάδα χρειάζεται ικανούς ηγέτες με όραμα (στα πρότυπα του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Τάσσου Παπαδόπουλου), οι οποίοι θα είναι διατεθειμένοι να πάρουν υπολογισμένα ρίσκα στην άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Κατά την άποψη του, η Ελλάδα θα πρέπει να εγκαταλείψει την υποχωρητική της στάση απέναντι στην Τουρκία, εξετάζοντας σοβαρά το ενδεχόμενο  κήρυξης  ελληνικής ΑΟΖ. Επίσης, τόνισε πως η Ελλάδα έχει πολλές ανεκμετάλλευτες δυνατότητες, υποστηρίζοντας πως μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει σημαντικότερο ρόλο σε πολλά ζητήματα (π.χ. Βαλκάνια και Μέση Ανατολή). Παρόλα αυτά, ισχυρίστηκε πως πρέπει να διατηρηθούν κάποιες σταθερές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως ο ευρω-ατλαντικός προσανατολισμός της χώρας και η επιδίωξη της ειρήνης και της ασφάλειας στο εγγύς εξωτερικό περιβάλλον της Ελλάδας.
Αντίθετα, ο Καθ. Ιωακειμίδης υποστήριξε πως ο αναπροσανατολισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (υπό την έννοια αλλαγής στόχων, προσανατολισμού και πορείας) δεν είναι ούτε εφικτός, αλλά ούτε και επιθυμητός. Ο αναπροσανατολισμός δεν είναι εφικτός διότι η Ελλάδα ανήκει στους ευρώ-ατλαντικούς θεσμούς (και θα πρέπει να παραμείνει εντός αυτού του πλαισίου), αλλά ούτε και επιθυμητός επειδή, κατά την άποψη του, η ελληνική εξωτερική πολιτική υπήρξε σε γενικές γραμμές επιτυχημένη (π.χ. ένταξη Ελλάδας και Κύπρου στην ΕΕ αλλά και στην ΟΝΕ), διαφυλάσσοντας παράλληλα την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία. Η μείωση της εθνικής κυριαρχίας που υφίσταται αυτή την περίοδο η Ελλάδα, είναι προϊόν εσωτερικών προβλημάτων (πολιτικές που οδήγησαν στην οικονομική κρίση) και όχι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Παρόλα αυτά, υποστήριξε πως κάποιες διορθωτικές αλλαγές είναι αναγκαίες με κυρίαρχη την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται η Ελλάδα τον εαυτό της αλλά και την θέση της στο διεθνές περιβάλλον.  Επιπλέον, πρότεινε τις εξής αλλαγές:
• Αλλαγή της νοοτροπίας που οδηγεί στη διαιώνιση των διμερών διαφορών της Ελλάδας.
• Αλλαγή της νομικίστικης προσέγγισης στην οποία στηρίζεται η ελληνική εξωτερική πολιτική, αγνοώντας έτσι τους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων.
• Απαλλαγή από τον ιστορικισμό.
• Ανάγκη στο να επικεντρωθεί η Ελλάδα (εκτός από τα θέματα της υψηλής εξωτερικής πολιτικής) και στα λεγόμενα θέματα χαμηλής πολιτικής (π.χ. οικονομική διπλωματία και κλιματική αλλαγή) και
• Εγκατάλειψη της νοητικής παγίδας που μας θέλει να περιβαλλόμαστε από εξωτερικές απειλές.
Ο επόμενος ομιλητής, ο κ. Λυγερός, τάχθηκε υπέρ της πρότασης, τονίζοντας πως η ελληνική εξωτερική πολιτική πάσχει από έλλειψη ορθολογισμού και είναι προσκολλημένη σε κάποιες θέσεις, οι οποίες με την πάροδο των ετών μετατρέπονται σε δόγματα. Παρόλα αυτά, συμφώνησε με τον Καθ. Ιωακείμίδη στο ότι η δεινή σημερινή θέση της Ελλάδας οφείλεται σε λάθη της εσωτερικής μας πολιτικής. Κατά την άποψη του, όμως, η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει διαμορφωθεί από εκείνες τις εσωτερικές ελίτ, οι οποίες –προσπαθώντας να διατηρήσουν τα προνόμια τους στο εσωτερικό- έχουν οδηγήσει σε μία φοβική και άτολμη εξωτερική πολιτική. Στην συνέχεια ο κ. Λυγερός έκανε, μεταξύ άλλων, τις εξής επισημάνσεις:
• Η απόλυτη προσκόλληση στον ευρω-ατλαντισμό δεν βοηθά τα εθνικά συμφέροντα. Η Ελλάδα δεν πρέπει να εφησυχάζει λόγω της παρουσίας της στην Ευρώπη, αφού η τελευταία δεν μπορεί να καλύψει της απειλές κατά της εθνικής μας ασφάλειας.
• Η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να γίνει περισσότερο πολυδιάστατη.
• Χρειάζεται αναθεώρηση της πολιτικής της Ελλάδας για την επίλυση του Κυπριακού, αφού οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις βασίζονται –κακώς- στο Σχέδιο Ανάν και
• Ο απολογισμός της ελληνοτουρκικής προσέγγισης δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα για την Ελλάδα. Τόνισε μάλιστα, πως οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις Ελλάδας –Τουρκίας δεν περιλαμβάνουν  –κακώς-  το ζήτημα των γκρίζων ζωνών.  Η Ελλάδα πρέπει, κατά την άποψη του, να αποκλείσει οποιεσδήποτε μελλοντικές διεκδικήσεις της Τουρκίας, επιλύοντας άμεσα το ζήτημα των γκρίζων ζωνών.
Ο τελευταίος ομιλητής, ο κ. Σκυλακάκης, τάχθηκε κατά της άποψης, εκτιμώντας πως τα σημαντικότερα προβλήματα της Ελλάδας οφείλονται σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής (π.χ. οικονομία) και στην έλλειψη εσωτερικής συνοχής, αλληλεγγύης και συνεννόησης. Κατά την άποψη του, η ελληνική εξωτερική πολιτική υπήρξε σε γενικές γραμμές θετική (με μεγαλύτερη εξαίρεση το Μακεδονικό). Για αυτό τον λόγο, οι βασικοί άξονες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (π.χ. υποστήριξη μιας ισχυρότερης Ευρώπης, ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στους ευρώ-ατλαντικούς θεσμούς) πρέπει να διατηρηθούν με συνέπεια. Τέλος, σε ό,τι αφορά στο τι πρέπει να γίνει από εδώ και στο εξής, τόνισε τα παρακάτω:
• Η Ελλάδα πρέπει να εντείνει τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό αλλά και να αναπτύξει ακόμα στενότερες σχέσεις με τις ΗΠΑ.
• Η Ελλάδα βασίστηκε κακώς στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Τώρα είναι ανάγκη να βρεθεί ένα εναλλακτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της Τουρκίας.
• Η Ελλάδα οφείλει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομική της διπλωματία και τέλος
• Είναι ανάγκη να εγκαταλειφθούν οι δογματισμοί της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Μετά την ολοκλήρωση των ομιλιών, ακολούθησε εκτενής συζήτηση μεταξύ των ομιλητών και του κοινού, το οποίο αποτελείτο από ακαδημαϊκούς, διπλωμάτες, δημοσιογράφους,  φοιτητές και πολίτες με ενδιαφέρον για την ελληνική εξωτερική πολιτική.