Σε αυτή την ειδική έκδοση του ΕΛΙΑΜΕΠ, που κυκλοφορεί αποκλειστικά στην εφημερίδα Τα Νέα, οι Κύριοι Ερευνητές του Ιδρύματος διατυπώνουν τις προβλέψεις τους για το 2021. Μετά από μία σύντομη ματιά στο 2020 αναλύουν τις κυρίαρχες προκλήσεις της νέας χρονιάς, τους κινδύνους, τις ευκαιρίες, τα σημεία καμπής και όσα πρέπει να προσέξουμε το 2021.

Περιεχόμενα:

  • Εισαγωγή (Γιώργος Παγουλάτος)
  • Ελληνική ασφάλεια το 2021. Προκλήσεις, διλήμματα και ευκαιρίες (Παναγιώτης Τσάκωνας
  • Προοπτικές για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (Ιωάννης Αρμακόλας)
  • Κρίσιμα Ζητήματα για την Τουρκία το 2021 (Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης)
  • Η Μετανάστευση το 2021 (Αγγελική Δημητριάδη)
  • Η Ευρωπαϊκή Ένωση το 2021 (Λουκάς Τσούκαλης)
  • Οι ΗΠΑ και οι διατλαντικές σχέσεις το 2021 (Γιώργος Παγουλάτος)
  • Η Οικονομία το 2021 στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον Κόσμο (Δημήτρης Κατσίκας)
  • Κλιματική αλλαγή και πανδημία: δύο όψεις του ίδιου νομίσματος (Εμμανουέλα Δούση)

Διαβάστε τις προβλέψεις του ΕΛΙΑΜΕΠ για το 2021, εδώ.


Εισαγωγή

Γιώργος Παγουλάτος

Με την εκπνοή του 2020, ο κόσμος αποχαιρέτησε μια ιστορική χρονιά, την οποία σίγουρα θα θέλαμε να είχαμε αποφύγει. Ήρθε μετά από μια σειρά απρόβλεπτων γεγονότων, που ήδη συνιστούσαν «μαύρους κύκνους». Το 2020, ο κόσμος γνώρισε τη χειρότερη πανδημία των τελευταίων 100 ετών, η οποία με τη σειρά της παρήγαγε τη χειρότερη παγκόσμια ύφεση από το 1945. Αυτό ήρθε λίγο πάνω από μια δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οποία ήταν ήδη η πιο σοβαρή κρίση μετά το κραχ του 1929.

“Η συνεχής διαχείριση κρίσεων ίσως συνιστά τη νέα κανονικότητα στην εποχή των παγκόσμιων απειλών, της ασύμμετρης αλληλεξάρτησης και του ανεπαρκούς συντονισμού σε διεθνές επίπεδο.”

Το φάσμα του Covid-19 εισήλθε στο καθημερινό λεξιλόγιό μας όταν η Ευρώπη ανέκαμπτε από την «πολυκρίση» της δεκαετίας του 2010, η οποία συνδύαζε μια υπαρξιακή κρίση χρέους της Ευρωζώνης (οδυνηρά επικεντρωμένη στην Ελλάδα), την πρόκληση της μετανάστευσης, το Brexit, την προεδρία Trump και την άνοδο του λαϊκισμού. Η επιστροφή στην ομαλότητα αποδείχθηκε βραχύβια. Η συνεχής διαχείριση κρίσεων ίσως συνιστά τη νέα κανονικότητα στην εποχή των παγκόσμιων απειλών, της ασύμμετρης αλληλεξάρτησης και του ανεπαρκούς συντονισμού σε διεθνές επίπεδο.

Ο βαρύς ανθρώπινος φόρος της πανδημίας δεν μπορεί να παραβλεφθεί – ο κοινωνικοοικονομικός αντίκτυπος με όρους ευημερίας, θέσεων εργασίας και χαμένων εισοδημάτων είναι πραγματικός όσο ποτέ. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, η κρίση αποδείχθηκε μεγάλος επιταχυντής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσαρμόστηκε με αξιοσημείωτη ταχύτητα για τα δεδομένα της, υιοθετώντας ένα πρωτοφανές πακέτο Ανάκαμψης και πραγματοποιώντας ένα σημαντικό άλμα προς την υπό εξέλιξη δημοσιονομική ενοποίηση. Η οικονομική και κοινωνική ζωή έχουν περάσει σε μια νέα ισορροπία δημόσιων περιορισμών, κοινωνικής αποστασιοποίησης και διαδικτυακής επικοινωνίας, πτυχές της οποίας μοιάζουν βγαλμένες από σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ έδωσαν τέλος σε ένα τετραετές δράμα, όχι όμως πριν ο απερχόμενος Πρόεδρος παραβιάσει επανειλημμένως την ακεραιότητα της δημοκρατικής διαδικασίας με αδιανόητους (ακόμα και για τα δεδομένα του) τρόπους. Η επάρκεια κι η ανθεκτικότητα έγιναν έννοιες των οποίων η αξία εκτιμήθηκε βαθιά το 2020.

 “Τι κληρονομιά αφήνει αυτό το καταστροφικά δημιουργικό annus horribilis; Ποιες είναι οι προοπτικές για το 2021;”

Τι κληρονομιά αφήνει αυτό το καταστροφικά δημιουργικό annus horribilis; Ποιες είναι οι προοπτικές για το 2021;

Στην ειδική αυτή έκδοση  «Προβλέψεις 2021», η ομάδα εμπειρογνωμόνων του ΕΛΙΑΜΕΠ αναπτύσσει τις βασικές προβλέψεις της για το νέο έτος. Μετά από μια σύντομη ματιά στην περασμένη χρονιά, επιδιώκει να εντοπίσει τις κύριες προκλήσεις του 2021, με τους κινδύνους, τις ευκαιρίες, τα σημεία καμπής που πρέπει να προσέξουμε.

Ξεκινώντας με την ελληνική εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, ο Παναγιώτης Τσάκωνας καταγράφει ένα έτος εξαιρετικά τεταμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων. Εκτιμά ως προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής το 2021 τη διαχείριση της πρόκλησης ασφάλειας που δημιουργεί η Τουρκία, με την δέσμευση της τελευταίας σε ένα επαρκώς περιοριστικό ευρωπαϊκό και διατλαντικό πλαίσιο.

Κοιτάζοντας τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ο Ιωάννης Αρμακόλας αναμένει τις αρνητικές επιπτώσεις από την αποτυχία της ΕΕ να ξεκινήσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας, την πολιτική πόλωση στην Αλβανία, το αδιέξοδο στο ζήτημα του καθεστώτος του Κοσσυφοπεδίου και τη διευρυνόμενη απόσταση μεταξύ Σερβίας και Ευρώπης.

Στην Τουρκία, ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης εκτιμά ότι τα εσωτερικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, καθώς και οι δυσκολίες στην εξωτερική πολιτική, θα οδηγήσουν τον Ερντογάν να αναζητήσει διέξοδο σε πρόωρες εκλογές το 2021. Η αναβαθμονόμηση των σχέσεων με τη νέα κυβέρνηση στη Ουάσιγκτον θα παραμείνει μια σημαντική πρόκληση για την τουρκική κυβέρνηση.

Στην πρόβλεψή της για την μετανάστευση, η Αγγελική Δημητριάδη καταγράφει μια σκληρή χρονιά για τους μετανάστες λόγω Covid-19, δηλώνει ότι είναι απίθανο η Ευρώπη να δει μεγάλης κλίμακας μεταναστευτικές ροές, αν και αναμένει να συνεχιστεί η πίεση στην περιφέρεια, και ξεχωρίζει το Αφγανιστάν ως χώρα που θα πρέπει να παρακολουθήσουμε το 2021.

Ανατρέχοντας στην κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Λουκάς Τσούκαλης υπογραμμίζει την ιστορική σημασία του πακέτου ανάκαμψης του 2020 και θεωρεί την απορρόφηση των πόρων από τις κυβερνήσεις της ΕΕ ως την κύρια πρόκληση για το 2021. Η πολιτική της ΕΕ θα καθοριστεί από την αποχώρηση της Μέρκελ και τις προετοιμασίες του Μακρόν για τις προεδρικές εκλογές του 2022, οι οποίες θα μπορούσαν μαζί ή μεμονωμένα να οδηγήσουν σε αναβολή σημαντικών πρωτοβουλιών της ΕΕ.

Kοιτώντας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, ο Γιώργος Παγουλάτος αναμένει από τη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν να ξεκινήσει την αποκατάσταση του ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ στο παγκόσμιο πολυμερές θεσμικό σύστημα, επιστρέφοντας σε στενή συνεργασία με την Ευρώπη και ξεχωρίζοντας το Βερολίνο (και λιγότερο το Παρίσι) ως τον πλησιέστερο συνομιλητή της στην ΕΕ. Ωστόσο, η αναβίωση του ευρωατλαντισμού δεν σημαίνει ότι οι διατλαντικές εντάσεις στα ζητήματα εμπορίου, φορολόγησης των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας και σχέσεων της ΕΕ με την Κίνα θα εκλείψουν.

Κοιτάζοντας την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία το 2021, ο Δημήτρης Κατσίκας συνδέει την ισχύ της ανάκαμψης το 2021 με την πρόοδο στους εμβολιασμούς και αναμένει την συνέχεια των επεκτατικών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών. Περιγράφει ως επικείμενες κύριες προκλήσεις τον πρόωρο τερματισμό των πολιτικών στήριξης της εργασίας, την διόγκωση του χρέους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και τον κίνδυνο μιας ακανόνιστης και άνισης ανάκαμψης.

Στον απολογισμό της για το κλίμα και την αειφόρο ανάπτυξη το 2021, η Εμμανουέλα Δούση καταγράφει το 2020 ως ένα ακόμη annus horribilis για το κλίμα, παρόλο που η ΕΕ έχει επιτύχει σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και δεσμεύτηκε περαιτέρω για τολμηρές περικοπές εκπομπών έως το 2030. Η επιστροφή των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού υπόσχεται σημαντική ώθηση, αλλά το Κογκρέσο των ΗΠΑ θα μπορούσε να περιορίσει σημαντικά όσα επιδιώκει να επιτύχει η κυβέρνηση Μπάιντεν.

Ελληνική ασφάλεια το 2021. Προκλήσεις, διλήμματα και ευκαιρίες

 Παναγιώτης Τσάκωνας

Επιβαρυμένη από την κρίση της πανδημίας του COVID-19 η Ελλάδα καλείται στη χρονιά που έρχεται “να ξεπεράσει τον εαυτό της” καθώς πρέπει με περιορισμένα μέσα και δυνατότητες να αντιμετωπίσει τις απειλές, τις προκλήσεις και τους κινδύνους ασφάλειας που προέρχονται από ένα όλο και συνθετότερο και συνεχώς μεταβαλλόμενο –ακόμα και ρευστοποιούμενο– μεσογειακό περιβάλλον ασφάλειας.

“…η Τουρκία θα παραμείνει και στη νέα χρονιά η σημαντικότερη απειλή και η βασική αιτία πίσω από τις αποφάσεις που θα λάβει ή/και τις πρωτοβουλίες που θα δρομολογήσει η χώρα μας στο πεδίο της εξωτερικής και αμυντικής της πολιτικής.

Ήδη από τις αρχές του 2020 η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με την ανάγκη παράλληλης διαχείρισης δύο πρωτόγνωρων κρίσεων· της πανδημίας που αφορούσε στη ζωή και την υγεία των πολιτών της και της “υβριδικού χαρακτήρα” πίεσης που αφορούσε στην προστασία των συνόρων της (και “συνόρων της Ευρώπης”) από την –μεθοδικά οργανωμένη και χειραγωγούμενη– “παραδοσιακή” απειλή που συνιστά η γειτονική Τουρκία. Υπάρχει πράγματι σήμερα πληθώρα τρόπων σύνδεσης της αναθεωρητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας με άλλες δυνητικές απειλές ή/και νέες “τρωτότητες” για την ασφάλεια της Ελλάδας, όπως το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, η διεθνής τρομοκρατία, η ανεξέλεγκτη, μαζική παράτυπη μετανάστευση, οι κυβερνο-απειλές ή/και τα περιβαλλοντικά προβλήματα ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής.

Στο τέλος του 2020 είναι σαφές ότι για το εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον της Μεσογείου –και ειδικότερα για αυτό της Ανατολικής Μεσογείου– οι “πολυ-κρίσεις”, δηλαδή η ταυτόχρονη ανάπτυξη παραδοσιακών και σύγχρονων απειλών και προκλήσεων, αποτελούν τη νέα κανονικότητα που με τη σειρά της επιβάλλει στην Ελλάδα την υποχρέωση να προχωρήσει το συντομότερο δυνατόν στην προώθηση των κατάλληλων θεσμικών μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν την μετεξέλιξή της σε ένα “Σύγχρονο Κράτος Εθνικής Ασφάλειας”.

Βεβαίως η Τουρκία θα παραμείνει και στη νέα χρονιά η σημαντικότερη απειλή και η βασική αιτία πίσω από τις αποφάσεις που θα λάβει ή/και τις πρωτοβουλίες που θα δρομολογήσει η χώρα μας στο πεδίο της εξωτερικής και αμυντικής της πολιτικής. Κατά συνέπεια πολλά από όσα μπορούν “να πάνε στραβά” το 2021 –200 χρόνια από την επανάσταση των ελλήνων για απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό(!)– θα εξαρτηθούν από τις στρατηγικές επιλογές και την εξωτερική συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα.

Μετά από μια περίοδο σοβαρών τριγμών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις –χωρίς περαιτέρω κλιμάκωση που θα μπορούσε να καταλήξει σε “θερμό επεισόδιο”– το περισσότερο που μπορούμε να αναμένουμε –αλλά και πιθανό να συμβεί– είναι η σταδιακή επιστροφή της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στην ιδιαίτερη κανονικότητα μιας “συγκρουσιακής ομαλότητας”. Βασική βεβαίως προϋπόθεση για αυτή την εξέλιξη η υιοθέτηση μιας προσεκτικότερης στάσης –αν όχι αναδίπλωσης– του προέδρου Ερντογάν, η οποία δεν πρέπει να αποκλείεται ειδικά όσο αυξάνεται η πίεση των διεθνών παραγόντων (είτε με την μορφή απειλών για κυρώσεις από την ΕΕ, είτε με πραγματικές κυρώσεις από τις ΗΠΑ) και ενισχύεται η εξισορροπητική προσπάθεια της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας τόσο στο εσωτερικό, μέσω της ενίσχυσης των αμυντικών μέσων και δυνατοτήτων της όσο και στο εξωτερικό, μέσω της σύμπηξης στρατηγικών συμμαχιών με κράτη κομβικής σημασίας για την ασφάλεια και σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου (Ισραήλ, Αίγυπτος) καθώς και με συγκεκριμένα φιλοδυτικά αραβικά κράτη (Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα).

“…η αποσύνδεση του Κυπριακού προβλήματος από την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση επιτρέπει στην ελληνική κυβέρνηση να προωθήσει την έναρξη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους ανεξαρτήτως της επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος.

Το Κυπριακό πρόβλημα θα συνεχίσει, όπως συμβαίνει για αρκετές δεκαετίες να επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ σε αυτό οφείλεται και η πιο πρόσφατη “γεωγραφική διεύρυνση” της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης πέραν του χώρου του Αιγαίου σε εκείνον της Ανατολικής Μεσογείου. Ειδικά μετά την εκλογή ως προέδρου της τουρκοκυπριακής κοινότητας του εκλεκτού του κ. Ερντογάν και θερμού υποστηρικτή της “λύσης των δύο κρατών” καθώς και των προκλητικών ενεργειών του τουρκικού  στρατού στα Βαρώσια οι προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, κυρίως στη βάση μιας “δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας” απομακρύνονται. Παρά ταύτα –αν και όχι επίσημα διακηρυγμένη– η αποσύνδεση του Κυπριακού προβλήματος από την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση επιτρέπει στην ελληνική κυβέρνηση να προωθήσει την έναρξη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους ανεξαρτήτως της επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος αλλά υπό την προϋπόθεση της αποδοχής από την Τουρκία των κανόνων του διεθνούς δικαίου καθώς και την προηγούμενη αποχή της από μονομερείς και προκλητικές ενέργειες εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου.

Αν όμως η Ελλάδα επιθυμεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ένταξης της Τουρκίας σε ένα όσο το δυνατόν δεσμευτικότερο πλαίσιο κανόνων επιβάλλεται να επιδιώξει πολύ περισσότερα από την απλή επιστροφή των δύσκολων σχέσεων της με την Τουρκία σε μια κατάσταση “συγκρουσιακής ομαλότητας”. Συνακόλουθα η ακόμα πρωτόλεια πρόταση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την διενέργεια πολυμερούς διάσκεψης για τη Μεσόγειο με αντικείμενο την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών πρέπει –αντί να ξορκίζεται από τους “μονίμως ανησυχούντες” ως παγίδα– να αντιμετωπιστεί από την χώρα μας ως μια ευκαιρία που θα καταστήσει την Ελλάδα συν-διαμορφωτή της ατζέντας και των όρων της διάσκεψης και κυρίως της ελλείπουσας ευρωπαϊκής στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία.

Προοπτικές για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη

 Ιωάννης Αρμακόλας

Η κυβέρνηση Μπάιντεν αναμένεται να συνεργαστεί με την ΕΕ για την πρόσδεση των Βαλκανίων στη Δύση και την απομάκρυνση της ρωσικής και κινεζικής επιρροής.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν αναμένεται να συνεργαστεί με την ΕΕ για την πρόσδεση των Βαλκανίων στη Δύση και την απομάκρυνση της ρωσικής και κινεζικής επιρροής. Ωστόσο, οι προσδοκίες για μια πιο δυναμική πολιτική στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο ίσως αποδειχθούν μη ρεαλιστικές και οι Αμερικανοί πιθανότατα θα αφήσουν στους Ευρωπαϊους τον πρώτο λόγο.

Η αποτυχία της Γερμανίας να εξασφαλίσει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ιδίως της Βόρειας Μακεδονίας, θα έχει επιπτώσεις στις σχέσεις της ΕΕ με την περιοχή. Θα αυξηθεί η πίεση στις Προεδρίες της Πορτογαλίας και της Σλοβενίας για εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα και θα πρέπει επίσης να αναμένεται ότι το Βερολίνο να συνεχίσει τη σθεναρή υποστήριξή του στη διαδικασία αλλά και να δείχνει τη δυσαρέσκειά του για τη στάση της Βουλγαρίας απέναντι στη Βόρεια Μακεδονία και το μπλοκάρισμα των ενταξιακών της  διαπραγματεύσεων.

Δεν υπάρχουν πολλά που μπορεί να κάνει η Βόρεια Μακεδονία για να ικανοποιήσει τη Σόφια. Επιπλέον, οι βουλγαρικές πολιτικές δυνάμεις έχουν ανεβάσει τον πήχη τόσο ψηλά, ώστε να είναι δύσκολο να αναμένει κανείς περισσότερη επιείκεια από τη Σόφια πριν τις επερχόμενες εκλογές το Μάρτιο. Ο πρωθυπουργός Μπορίσοφ φαίνεται να έχει πρόσφατα ανακτήσει μέρος της δημοφιλίας που έχασε μετά από μήνες λαϊκών κινητοποιήσεων ενάντια στο τεράστιο πρόβλημα της διαφθοράς στη χώρα, γεγονός που πιθανόν οφείλεται και στη σκληρή στάση της κυβέρνησής του απέναντι στη Βόρεια Μακεδονία.

“Μία ακόμη χρονιά χωρίς έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσων για τη Βόρεια Μακεδονία ενδέχεται να επιφέρει θανάσιμο πλήγμα στην μεταρρυθμιστική κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ.”

Ο ίδιος ο Μπορίσοφ πιθανότητα επιθυμεί ένα συμβιβασμό με τη Βόρεια Μακεδονία, ωστόσο το αν θα μπορέσει να το επιτύχει εξαρτάται από το αν το κόμμα του GERB θα κερδίσει τις εκλογές ή αν θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς τους υπερεθνικιστές Ενωμένους Πατριώτες. Οι προγραμματισμένες για το φθινόπωρο του 2021 προεδρικές εκλογές μπορούν επίσης να περιπλέξουν τα πράγματα, καθώς η βουλγαρική κοινή γνώμη τάσσεται υπέρ μιας σκληρής στάσης απέναντι στη Βόρεια Μακεδονία. Αλλά μία ακόμη χρονιά χωρίς έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσων για τη Βόρεια Μακεδονία ενδέχεται να επιφέρει θανάσιμο πλήγμα στην μεταρρυθμιστική κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ και να θέσει υπό αμφισβήτηση ολόκληρη την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων.

Στην Αλβανία, κυβέρνηση και αντιπολίτευση συνεχίζουν να ερίζουν. Οι επερχόμενες εκλογές του Απριλίου πιθανότατα θα αυξήσουν την πόλωση. Μια προβληματική εκλογική διαδικασία και η αμφισβήτηση του αποτελέσματος, μαζί με τo γεγονός της σφοδρής αμφισβήτησης των μεταρρυθμίσεων στο κράτος δικαίου, πιθανότατα θα οδηγήσουν σε νέες αναβολές της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την Αλβανία. Τα Τίρανα έλαβαν υπό όρους πράσινο φως τον Μάρτιο του 2020, αλλά η πρώτη διακυβερνητική διάσκεψη, που θα ξεκινήσει τις ενταξιακές συνομιλίες, δεν φαίνεται ακόμα στον ορίζοντα.

Το ζήτημα του καθεστώτος του Κοσόβου θα παραμείνει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Η εκλογή Μπάιντεν σηματοδοτεί την οριστική απόρριψη κάθε πρότασης για ανταλλαγή εδαφών. Ομοίως, η αμφιλεγόμενη Συμφωνία της Ουάσιγκτον του Σεπτεμβρίου 2020 μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Οι συνομιλίες για μια συνολική συμφωνία μεταξύ της Σερβίας και Κοσόβου θα συνεχιστούν υπό την εποπτεία της ΕΕ και με την υποστήριξη των ΗΠΑ. Δυστυχώς, όμως, δεν φαίνεται να έχουν τον απαιτούμενο δυναμισμό για την επίτευξη συμβιβασμού. Δεν είναι δε σαφές ποια κίνητρα θα μπορούσαν να πείσουν τη Σερβία να αποδεχθεί την κρατική υπόσταση του Κοσόβου ή τι θα μπορούσε να κάνει την Πρίστινα να αποδεχθεί μια συμφωνία η οποία δεν θα περιελάμβανε αναγνώριση από το Βελιγράδι. Επιπλέον, η κυβέρνηση του Κοσόβου είναι ιδιαίτερα αδύναμη, οι πρόωρες εκλογές είναι εξαιρετικά πιθανές και εφόσον διεξαχθούν πιθανότατα να επαναφέρουν στην εξουσία το Vetevendosje, ένα κόμμα που ανθίσταται στις πιέσεις της Δύσης και δεν είναι πρόθυμο για παραχωρήσεις προς το Βελιγράδι.

Στη Σερβία, η πλήρης πολιτική κυριαρχία του SNS του Προέδρου Βούτσιτς δέχεται την αυξανόμενη κριτική της ΕΕ. Η αντιπολίτευση απείχε από τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου με αποτέλεσμα στο Κοινοβούλιο της Σερβίας να μην υπάρχει πλέον ουσιαστική αντιπολίτευση. Η ΕΕ αποδοκίμασε την εξέλιξη αυτή και δεν άνοιξε κανένα νέο κεφάλαιο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Σερβίας. Η πίεση, τόσο από το εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, για την επιστροφή στην πολιτική ομαλότητα στη Σερβία πιθανότατα να αυξηθεί.

 “…τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων αναμένεται να συνεχίσουν την προώθηση της Κοινής Περιφερειακής Αγοράς και άλλων πρωτοβουλιών για περιφερειακή ολοκλήρωσης, καθώς αυτή η επιλογή τυγχάνει και της πλήρους υποστήριξης ΕΕ και ΗΠΑ.

Η Άνγκελα Μέρκελ παρέμεινε σταθερή υποστηρικτής της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων, παρά το αυξανόμενο ρεύμα κατά της διεύρυνσης σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ. Στο τελευταίο πλέον έτος της θητείας της, ίσως θελήσει να εδραιώσει τη «φιλο-βαλκανική» κληρονομιά της μέσω της ανανέωσης της επιτυχημένης πρωτοβουλίας της Διαδικασίας του Βερολίνου. Η προεδρία της τελευταίας επιστρέφει στη Γερμανία και αυτό θα αποτελέσει μια ευκαιρία επανεξέτασης και πιθανά επανίδρυσης της πρωτοβουλίας. Στο ίδιο πλαίσιο, τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων αναμένεται να συνεχίσουν την προώθηση της Κοινής Περιφερειακής Αγοράς και άλλων πρωτοβουλιών για περιφερειακή ολοκλήρωσης, καθώς αυτή η επιλογή τυχγάνει και της πλήρους υποστήριξης ΕΕ και ΗΠΑ.

Κρίσιμα Ζητήματα για την Τουρκία το 2021

Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης

Η Τουρκία εισέρχεται στο 2021 αντιμετωπίζοντας πολλές ασάφειες. Από την μια είναι ενισχυμένη από επιτυχίες σε περιφερειακές συγκρούσεις στις οποίες ενεπλάκη. Από την άλλη αντιμετωπίζει αυξανόμενα οικονομικά προβλήματα, τα οποία υπήρχαν ήδη και προ της πανδημίας του CoViD-19. Η διαχείριση των συνεπειών της πανδημίας θα αποτελέσει την βασική έγνοια της κυβερνήσεως Ερντογάν. Μια επιλογή κρισίμων ζητημάτων για το νέο έτος ακολουθούν:

Σχέσεις Ερντογάν με το ΜΗΡ

H απόφαση του προέδρου Ερντογάν να συμπήξει συμμαχία με το ΜΗΡ το 2015 είχε ιστορικές συνέπειες για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Η επιρροή του ΜΗΡ στις επιλογές και το στυλ της κυβερνήσεως Ερντογάν υπήρξε καίρια και περιόρισε την ηγεμονική παρουσία του κ. Ερντογάν στην τουρκική πολιτική σκηνή, ιδιαιτέρως μετά την αποχώρηση του γαμπρού του Μπεράτ Αλμπαϊράκ. Πολλοί θα ανέμεναν μια προσπάθεια αποκαταστάσεως της απολύτου εξουσίας του κ. Ερντογάν εντός του 2021. Η κατάσταση της υγείας του ηγέτη του ΜΗΡ Ντεβλέτ Μπαχτσελί θα μπορούσε να οδηγήσει σε κρίση διαδοχής εντός του ΜΗΡ, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αναμόρφωση του χάρτη των τουρκικών πολιτικών κομμάτων.

Πρόωρες Εκλογές

“…ο πρόεδρος της Τουρκίας θα μπορούσε να προσφύγει σε πρόωρες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί για άλλη μια φορά το προσωπικό του χάρισμα και δημοφιλία.”

Οι πρόωρες εκλογές αποτελούν ένα από τα ισχυρότερα πολιτικά εργαλεία στα χέρια κάθε κυβερνήσεως. Δεδομένων των αυξανομένων εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων και ότι κανένα από τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως δεν έχει μέχρι στιγμής πετύχει να προσελκύσει τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους, ο πρόεδρος της Τουρκίας θα μπορούσε να προσφύγει σε πρόωρες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί για άλλη μια φορά το προσωπικό του χάρισμα και δημοφιλία. Η κρίση στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή/και την Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρόφαση για μια τέτοια κίνηση.

Οικονομική Κρίση

“Η ικανότητα της τουρκικής κυβερνήσεως να προσφύγει σε μη συμβατικές μεθόδους, για να αντιμετωπίσει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και να υπερασπισθεί την ισοτιμία της τουρκικής λίρας, θα δοκιμασθούν εκ νέου το 2021.”

Ενώ η φράση «η τουρκική οικονομία σε κρίση» δεν έχει λείψει από τα πρωτοσέλιδα εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων ενημερώσεως κατά τα τελευταία χρόνια, η ικανότητα της τουρκικής κυβερνήσεως να διαχειρίζεται την κατάσταση αποδείχθηκε αξιοσημείωτη. Ωστόσο, τα περιθώρια ελιγμών πιθανόν να περιορισθούν σύντομα. Η παραίτηση του Μπεράτ Αλμπαϊράκ ανέδειξε μια διογκούμενη κρίση διακυβερνήσεως συνδεδεμένη με το προσφάτως υιοθετηθέν προεδρικό σύστημα και ένα εντόνως προσωποπαγές σύστημα διακυβερνήσεως. Η ικανότητα της τουρκικής κυβερνήσεως να προσφύγει σε μη συμβατικές μεθόδους, για να αντιμετωπίσει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και να υπερασπισθεί την ισοτιμία της τουρκικής λίρας, θα δοκιμασθούν εκ νέου το 2021. Η προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), μια επιλογή την οποία ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει επανειλημμένως απορρίψει, καθώς η επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος του ΔΝΤ και η αποπληρωμή του τουρκικού χρέους προς το ΔΝΤ υπήρξαν επιτυχίες μείζονος συμβολισμού των πρώτων ετών της κυβερνήσεώς του, ίσως αποβεί αναπόφευκτη.

Η Επιλογή του Χαλιφάτου

“Εν όψει των αυξανομένων εσωτερικών και διεθνών προβλημάτων, η προσφυγή σε κινήσεις υψηλού θρησκευτικού συμβολισμού θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιτυχής κίνηση τακτικής.”

Η μετατροπή του μουσείου της Αγίας Σοφίας σε τέμενος υπήρξε μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες αποφάσεις της τουρκικής κυβερνήσεως η οποία και την εξέθεσε σε αυστηρή διεθνή κριτική, αλλά ενθουσίασε το ισλαμιστικό και εθνικιστικό τμήμα της εκλογικής πελατείας του προέδρου Ερντογάν. Εν όψει των αυξανομένων εσωτερικών και διεθνών προβλημάτων, η προσφυγή σε κινήσεις υψηλού θρησκευτικού συμβολισμού θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιτυχής κίνηση τακτικής. Μετά την κατάργηση του Σουλτανάτου και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Τουρκίας την 29η Οκτωβρίου 1923, το Χαλιφάτο καταργήθηκε δια νόμου την 3η Μαρτίου 1924. Η κατάργηση του νόμου αυτού θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανασύσταση του Χαλιφάτου, μια κίνηση που θα μπορούσε να συσπειρώσει τους Τούρκους ισλαμιστές και εθνικιστές, και πιθανόν διεθνή συμπαράσταση από την φίλα διακείμενη στην τουρκική κυβέρνηση Ισλαμική Αδελφότητα. Η πανίσχυρη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων με τον εδραιωμένο της μηχανισμό εντός Τουρκίας και ένα ισχυρό δίκτυο διεθνών δεσμών και επιχειρήσεων, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως το θεσμικό υπόβαθρο ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Επαναπροσδιορίζοντας τις Σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες

“Ενώ η αντιαμερικανική ρητορεία της κυβερνήσεως Ερντογάν μπορεί να ενταθεί λόγω εσωτερικών υπολογισμών, η εγκαθίδρυση μιας σχέσεως συνεργασίας με την κυβέρνηση Μπάιντεν αποτελεί ζωτική  προτεραιότητα για την Τουρκία.”

Ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες  θα αποτελέσει αναπόφευκτη προτεραιότητα της κυβερνήσεως Ερντογάν, ιδιαιτέρως λόγω της επιρροής πού έχουν οι σχέσεις αυτές στις προοπτικές της τουρκικής οικονομίας. Η αποχώρηση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ και η ανάληψη καθηκόντων από την κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην Τουρκία για μια σειρά ζητημάτων όπως η εφαρμογή των κυρώσεων CAATSA, η δίκη εναντίον της τουρκικής τράπεζας Halkbank και η θέση της Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ, δεδομένων και των συστηματικών ανοιγμάτων της Τουρκίας προς την Κίνα και την Ρωσία και την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου εντός Τουρκίας. Ενώ η αντιαμερικανική ρητορεία της κυβερνήσεως Ερντογάν μπορεί να ενταθεί λόγω εσωτερικών υπολογισμών, η εγκαθίδρυση μιας σχέσεως συνεργασίας με την κυβέρνηση Μπάιντεν αποτελεί ζωτική  προτεραιότητα για την Τουρκία. Οι προοπτικές, ωστόσο, δεν είναι ευοίωνες απούσης μιας ριζικής αναθεωρήσεως των σχέσεων της Τουρκίας με την Ρωσία.

Η Μετανάστευση το 2021 

Αγγελική Δημητριάδη 

Το έτος της πανδημίας

Σε διεθνές επίπεδο, οι μετανάστες έχουν πληγεί βαθιά το 2020, κυρίως λόγω της  πανδημίας  COVID-19 και των επιπτώσεων στην παγκόσμια οικονομία. Το κλείσιμο των συνόρων και οι περιορισμοί στη μετακίνηση, επηρέασαν την πρόσβαση στην απασχόληση με αποτέλεσμα τη μείωση των εμβασμάτων, μια σανίδα σωτηρίας για πολλές τοπικές κοινότητες στις χώρες προέλευσης. Αρκετές χώρες υποδοχής έδωσαν παράταση στις άδειες παραμονής, αμνηστία ή/και προσωρινή νομιμοποίηση για να διασφαλιστεί η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, αλλά και για την αντιμετώπιση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού, όπως στις αγροτικές καλλιέργειες και τον κατασκευαστικό κλάδο. Επομένως το 2020 ανέδειξε και την εξαιρετικά σημαντική συμβολή των μεταναστών στις κοινωνίες που τους υποδέχονται.

Η πανδημία επηρέασε άμεσα και τους αιτούντες άσυλο. Ένας ήδη ευάλωτος πληθυσμός, βρέθηκε αντιμέτωπος με κλείσιμο συνόρων ή/και πρακτικές απαγόρευσης που εμπόδισαν πολλούς να φτάσουν με ασφάλεια (π.χ. Μάλτα, Ιταλία, Ελλάδα) στην Ευρώπη.

Τάσεις μετανάστευσης το 2021

“Το 2021 η Ευρώπη δεν θα γίνει αποδέκτης πληθυσμιακών μετακινήσεων μεγάλης κλίμακας, καθώς η παράτυπη μετανάστευση και οι αιτήσεις ασύλου έχουν ήδη επιστρέψει στα επίπεδα πριν από το 2015.”

Το 2021 η Ευρώπη δεν θα γίνει αποδέκτης πληθυσμιακών μετακινήσεων μεγάλης κλίμακας, καθώς η παράτυπη μετανάστευση και οι αιτήσεις ασύλου έχουν ήδη επιστρέψει στα επίπεδα πριν από το 2015.

Η Βόρεια Ευρώπη θα συνεχίσει να δέχεται δευτερογενή μετακίνηση προσφύγων που εγκαταλείπουν την Ελλάδα, ενώ θα αυξηθούν και οι μετακινήσεις αιτούντων άσυλο που  έχουν εγκλωβιστεί σε διάφορες Βαλκανικές χώρες (π.χ. Βοσνία).

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι και η πίεση στην περιφέρεια της ΕΕ θα συνεχιστεί.

Η μείωση στα εμβάσματα, – κατά 20% σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα το 2020-, πιθανότατα θα συνεχιστεί επηρεάζοντας ιδιαίτερα χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Υποσαχάριας Αφρικής. Η κλιματική αλλαγή και η αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων (πλημμύρες, ξηρασία) επίσης επηρεάζουν τις χώρες προέλευσης και διέλευσης. Όσοι έχουν διαθέσιμο κεφάλαιο, πιθανότατα θα προσπαθήσουν να μετακινηθούν στο  εσωτερικό αλλά και μεταξύ χωρών. Παράλληλα αρκετές συγκρούσεις στην περιφέρεια της ΕΕ (π.χ. Λιβύη) δεν έχουν επιλυθεί ενώ προστίθενται νέες διενέξεις (π.χ.  Αιθιοπία).

Τι πρέπει να αναμένει η Ελλάδα 

“Η Ελλάδα οφείλει να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν το 2021.”

Η Ελλάδα οφείλει να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν το 2021. Καθώς η οικονομική αλλά και κοινωνικοπολιτική ανασφάλεια επιδεινώνονται, και τα αμερικανικά στρατεύματα αποσύρονται, σε συνδυασμό με την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία μέσω κυβέρνησης συνασπισμού, οι Αφγανοί αναζητούν καταφύγιο για άλλη μια φορά. Η Ευρώπη παραμένει η ελπίδα τους για καλύτερο μέλλον και ο δρόμος οδηγεί μέσω της Ελλάδας.

Παρότι εκκρεμεί πολιτική συμφωνία για το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, οι χώρες στα εξωτερικά σύνορα θα συνεχίσουν να φέρουν την κύρια ευθύνη για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο. Η ΕΕ δεν θα δημιουργήσει έναν μόνιμο μηχανισμό ανακατανομής αλλά θα επιλέξει ad-hoc μετεγκατάσταση μικρού αριθμού προσφύγων σε εθελοντική βάση.

“Μια νέα εκδοχή της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις αρχές του 2021. Εφόσον προχωρήσει, το πιθανότερο είναι να περιέχει έναν νέο μηχανισμό επιστροφών που θα περιλαμβάνει την ελληνική ηπειρωτική χώρα.”

Μια νέα εκδοχή της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις αρχές του 2021. Εφόσον προχωρήσει, το πιθανότερο είναι να περιέχει έναν νέο μηχανισμό επιστροφών που θα περιλαμβάνει την ελληνική ηπειρωτική χώρα. Η Τουρκία είναι απίθανο να εφαρμόσει πλήρως τη Δήλωση, ιδίως όσον αφορά στην αποδοχή όλων των επαναπατριζόμενων. Η συμφωνία θα ενισχύσει την εξάρτηση της ΕΕ από την Τουρκία και κυρίως τον ρόλο της Ελλάδας ως ‘ασπίδα’ της Ευρώπης.

Κύριες προκλήσεις και ευκαιρίες

Μια κοινή πρόκληση για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι η προστασία των μεταναστών. Ο αντίκτυπος της πανδημίας στην αγορά εργασίας πιθανότατα θα αυξήσει τις διακρίσεις εις βάρος των μεταναστών και των παιδιών τους, γεγονός που με τη σειρά του θα επηρεάσει την ένταξή τους.

 “Η εφαρμογή μιας κοινής πολιτικής για τη μετανάστευση και το άσυλο θα παραμείνει βασική πρόκληση, ιδίως καθώς πολλά κράτη μέλη γίνονται όλο και πιο εχθρικά προς την υποδοχή των αιτούντων άσυλο.”

Η εφαρμογή μιας κοινής πολιτικής για τη μετανάστευση και το άσυλο θα παραμείνει βασική πρόκληση, ιδίως καθώς πολλά κράτη μέλη γίνονται όλο και πιο εχθρικά προς την υποδοχή των αιτούντων άσυλο, στην παροχή διεθνούς προστασίας και κοινωνικών παροχών σε αυτούς.

Οι συνθήκες στα ελληνικά κέντρα υποδοχής είναι απίθανο να βελτιωθούν σημαντικά το 2021. Ήδη τα στοιχεία από το νέο προσωρινό χώρο διαμονής στη Λέσβο είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά παρεμποδίζοντας την ένταξη όσων θα λάβουν προσφυγικό καθεστώς. Η ένταξη αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση αλλά και ευκαιρία για την Ελλάδα. Χρειάζεται μια ολιστική προσέγγιση, σε συνεργασία με δήμους και περιφέρειες. Οι μετανάστες κατοικούν κυρίως στα αστικά κέντρα. Οι πόλεις και οι περιφέρειες χρειάζονται πρόσβαση σε χρηματοδότηση και σχεδιασμό κοινωνικής στέγασης, προγραμμάτων κατάρτισης και καταγραφή τοπικών αναγκών στον τομέα της απασχόλησης σε τομείς  που μπορούν να καλυφθούν από εκείνους, που θα παραμείνουν στη χώρα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση το 2021 

Λουκάς Τσούκαλης

Η Ευρώπη μπαίνει στον καινούριο χρόνο υπό τη συνεχή απειλή της πανδημίας αλλά και με την ελπίδα ότι το εμβόλιο θα βάλει επί τέλους τέρμα σε αυτήν τη μεγάλη δοκιμασία, πιθανόν πριν το καλοκαίρι του 2021. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να δανείζονται μεγάλα ποσά για να σώσουν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας. Άλλωστε τα οικονομικά μεγέθη δεν αναμένεται να επανέλθουν στα επίπεδα του 2019 πριν τα τέλη του 2022.

Η Ε.Ε. πήρε μια ιστορική απόφαση με το χρηματοδοτικό πακέτο των 750 δις που θα στηρίξει κυρίως τις πλέον αδύναμες οικονομίες και αυτές που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. Τα δύο τρίτα των συνολικών πόρων προορίζονται για την πράσινη και την ψηφιακή οικονομία. Το κρίσιμο τεστ για τους επόμενους μήνες και χρόνια θα είναι πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα χρήματα και με ποιο αποτέλεσμα. Αυτό άλλωστε θα κρίνει αν θα υπάρξει συνέχεια και στο μέλλον.

“Το 2021 θα είναι η χρονιά που η Άνγκελα Μέρκελ θα εγκαταλείψει την πολιτική μετά από 16 ολόκληρα χρόνια[…]Αν λάβουμε επίσης υπόψη ότι ο Μακρόν θα ετοιμάζεται για τις γαλλικές προεδρικές εκλογές την άνοιξη του 2022, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η Ευρώπη για αρκετό καιρό θα αποφεύγει, όσο μπορεί, τις δύσκολες αποφάσεις.”

Το 2021 θα είναι η χρονιά που η Άνγκελα Μέρκελ θα εγκαταλείψει την πολιτική μετά από 16 ολόκληρα χρόνια σε ρόλο πρωταγωνιστή στη Γερμανία και την Ευρώπη γενικότερα. Δεν γνωρίζουμε ακόμη ποιος θα είναι ο υποψήφιος της κεντροδεξιάς παράταξης (CDU-CSU), που θα είναι πιθανότατα και ο νέος καγκελάριος μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Μια κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ της κεντροδεξιάς και των Πράσινων αποτελεί ρεαλιστικό σενάριο, με τους σοσιαλδημοκράτες στην αντιπολίτευση. Αλλά ο σχηματισμός κυβερνήσεων συνασπισμού παίρνει συνήθως αρκετό χρόνο. Και η Μέρκελ δεν θα είναι πλέον εκεί για να εξασφαλίσει τη συνέχεια. Αν λάβουμε επίσης υπόψη ότι ο Μακρόν θα ετοιμάζεται για τις γαλλικές προεδρικές εκλογές την άνοιξη του 2022, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η Ευρώπη για αρκετό καιρό θα αποφεύγει, όσο μπορεί, τις δύσκολες αποφάσεις.

“Όταν η προεδρία του Συμβουλίου είναι στα χέρια μικρότερων χωρών, ανακτά συνήθως η Επιτροπή τον κεντρικό της ρόλο.”

Την 1η Ιανουαρίου περνάει η σκυτάλη της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από τη Γερμανία στην Πορτογαλία. Με σοσιαλιστή πρωθυπουργό, η Πορτογαλική προεδρία θα οργανώσει σύνοδο κορυφής το Μάιο με θέμα την κοινωνική Ευρώπη. Θα ακολουθήσει η Σλοβενία την 1η Ιουλίου με μάλλον διαφορετική ατζέντα. Όταν η προεδρία του Συμβουλίου είναι στα χέρια μικρότερων χωρών, ανακτά συνήθως η Επιτροπή τον κεντρικό της ρόλο. Αναμένεται επίσης να ξεκινήσει σύντομα η σύνοδος για το μέλλον της Ευρώπης, πιθανόν με μια πρώην πρωθυπουργό της Δανίας στην προεδρική καρέκλα. Η σύνοδος, που έχει ήδη περάσει από σαράντα κύματα πριν καν ξεκινήσει, καλείται να προτείνει αλλαγές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα χωρίς όμως να αλλάξει η Συνθήκη. Άλλη μια ευρωπαϊκή προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου;

Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες μετρούν τις μέρες μέχρι να αποχαιρετήσουν τον απερχόμενο πρόεδρο Τραμπ. Με εξαίρεση βεβαίως μερικούς λαϊκιστές της ακροδεξιάς που τον αγαπούσαν πολύ – αυτοί δυστυχώς θα μείνουν. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ υπήρξε ανέκαθεν ένθερμος υποστηρικτής της Ατλαντικής συμμαχίας και της διεθνούς συνεργασίας. Με άλλα λόγια, προβλέπεται να είναι πολύ διαφορετικός από τον προκάτοχό του. Αλλά στο πολωμένο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ διαφαίνεται μια ευρεία διακομματική συναίνεση που μάλλον θα οδηγήσει σε σκληρότερη στάση έναντι της Κίνας και της Ρωσίας. Μια ενδεχόμενη επιστροφή στον Ψυχρό Πόλεμο σε δύο μέτωπα πλέον δεν θα ήταν διόλου καλοδεχούμενη σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Αναμένονται λοιπόν πιέσεις και τριβές.

“Η μεγάλη αστάθεια στη γειτονιά της Ευρώπης θα συνεχίσει με αρκετά ανοικτά μέτωπα στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. […] αυτό συνεπάγεται μια συνεχιζόμενη μεταναστευτική πίεση προς την Ευρώπη.”

Η μεγάλη αστάθεια στη γειτονιά της Ευρώπης θα συνεχίσει με αρκετά ανοικτά μέτωπα στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Μεταξύ άλλων, αυτό συνεπάγεται μια συνεχιζόμενη μεταναστευτική πίεση προς την Ευρώπη. Το στρατηγικό κενό που άφησαν στις περιοχές αυτές η μερική αποχώρηση των ΗΠΑ, μαζί και η ευρωπαϊκή αδράνεια, ήρθαν να καλύψουν τα τελευταία χρόνια η Ρωσία και η Τουρκία. Και οι δύο αυτές χώρες φέρνουν την Ευρώπη αντιμέτωπη με δύσκολες επιλογές.

“Όσο για την Τουρκία του Ερντογάν[…]  θα πρέπει κάποτε η Ευρώπη να τραβήξει τις δικές της κόκκινες γραμμές και να τις υπερασπιστεί.”

Στην περίπτωση της Ρωσίας, η Ευρώπη αναζητεί την χρυσή τομή ανάμεσα σε κοινά συμφέροντα που εδράζονται στην οικονομική και ενεργειακή αλληλεξάρτηση και τους φόβους πολλών ευρωπαϊκών χωρών που αισθάνονται ότι απειλούνται από τη Ρωσία. Όσο για την Τουρκία του Ερντογάν, είναι πολλοί στην Ευρώπη που θα ήθελαν να αποφύγουν μια μεγάλη ρήξη. Όμως, θα πρέπει κάποτε η Ευρώπη να τραβήξει τις δικές της κόκκινες γραμμές και να τις υπερασπιστεί. Είναι θέμα αξιοπιστίας για μια Ευρώπη που προσπαθεί, όχι συχνά με επιτυχία, να παίξει σταθεροποιητικό ρόλο στη γειτονιά της.

Πολλές χώρες της Αφρικής θα ξεπεράσουν πολύ δύσκολα την κρίση που έφερε η πανδημία. Η Ευρώπη θα χρειαστεί να βοηθήσει για λόγους αλληλεγγύης αλλά και για τα δικά της καλώς νοούμενα συμφέροντα. Τα αιτήματα για οικονομική βοήθεια θα έρχονται από πολλές πλευρές.

Αυτές είναι μερικές από τις μεγάλες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Ευρώπη το 2021. Τα γεγονότα όμως έχουν μια δική τους απρόβλεπτη λογική. Έτσι υπάρχει χώρος και για τους αστρολόγους­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­.

Οι ΗΠΑ και οι διατλαντικές σχέσεις το 2021

 Γιώργος Παγουλάτος

Στο ξεκίνημα της θητείας του, ο Πρόεδρος Μπάιντεν θα διαθέτει ήδη την μεγαλύτερη εμπειρία εξωτερικής πολιτικής από οποιονδήποτε προκάτοχό του μετά τον πατέρα Τζορτζ Μπους. Ο υποψήφιος υπουργός Εξωτερικών Μπλίνκεν είναι φιλοευρωπαίος, ευρωατλαντιστής και γαλλόφωνος. Ωστόσο, ο Τραμπισμός είναι παρών κι η αμερικανική κοινωνία πολωμένη, ενδοστρεφής και αντίθετη σε διεθνείς στρατιωτικές εμπλοκές. Προτεραιότητα της διοίκησης Μπάιντεν θα είναι η οικονομία κι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

Τούτων λεχθέντων, η προεδρία Μπάιντεν αλλάζει σημαντικά τα δεδομένα από την διακυβέρνηση Τραμπ. Ξεκινά η επίπονη διαδικασία ανοικοδόμησης της αμερικανικής ηγεσίας στους διεθνείς πολυμερείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΠΟΕ, ΠΟΥ) και τις διεθνείς συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων Συνθήκης του Παρισιού για το Κλίμα, συμφωνιών για τον αφοπλισμό και πυρηνικής συμφωνίας του Ιράν. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα επιστρέψει στη στενή συνεργασία με την ΕΕ, εστιάζοντας στις κοινές αξίες και στην προώθηση μιας διεθνούς συμμαχίας των δημοκρατιών. Η αποκατάσταση του ρόλου της διπλωματίας, αντίθετα με την επιθετική αλαζονεία του “America First”, θα επιδιώξει την ανοικοδόμηση της «ήπιας ισχύος» που εξανεμίστηκε στην περίοδο Τραμπ. Θα επιδιώξει επίσης να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των συμμάχων και να τους πείσει ότι το 2016-20 ήταν μια παρέκκλιση, αντιμετωπίζοντας τις εύλογες ανησυχίες για μια επιστροφή του Τραμπισμού το 2024.

“Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα ξεχωρίσει το Βερολίνο (και όχι το Παρίσι) ως τον στενότερο εταίρο της στην ΕΕ –παρά τη διάσταση απόψεων σε ό,τι αφορά Ρωσία (Nord Stream II) και Κίνα.”

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα ξεχωρίσει το Βερολίνο (και όχι το Παρίσι) ως τον στενότερο εταίρο της στην ΕΕ –παρά τη διάσταση απόψεων σε ό,τι αφορά Ρωσία (Nord Stream II) και Κίνα. Η εκλογή Μπάιντεν αναβιώνει ήδη τον παραδοσιακό ευρωατλαντισμό του γερμανικού πολιτικού κατεστημένου. Σε ό,τι αφορά την Τουρκία και την Ανατολική Μεσόγειο, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα επιδιώξει να συντονίσει τις ενέργειές της με τους ευρωπαίους εταίρους της. Περιμένουμε επομένως μια αναδιάταξη της γαλλογερμανικής ισορροπίας υπέρ του Βερολίνου, που με τη σειρά της θα κινητοποιήσει το Παρίσι σε αναζήτηση συγκλίσεων με τη Ουάσιγκτον για την προώθηση των γαλλικών συμφερόντων, ιδίως στη Μεσόγειο. Αναμένουμε επίσης μία υπερατλαντική ώθηση στη γερμανική προσέγγιση της “δέσμευσης” (engagement) της Τουρκίας (σε αντίθεση με την πιο επιθετική γαλλική προσέγγιση της «αναχαίτισης» -containment) στην οποία η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο φαίνεται να συμφωνούν. Ο Μπάιντεν θα ενισχύσει επίσης το NATO, ασκώντας πίεση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αυξήσουν τις εισφορές τους και ενδυναμώνοντας τους δεσμούς με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης εναντίον της Ρωσίας.

“Όμως, ούτε οι αποκλίσεις συμφερόντων ΗΠΑ-ΕΕ πρέπει να αγνοηθούν, ούτε το μέγεθος της αλλαγής που μπορεί να επιφέρει η διοίκηση Μπάιντεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί.”

Όμως, ούτε οι αποκλίσεις συμφερόντων ΗΠΑ-ΕΕ πρέπει να αγνοηθούν, ούτε το μέγεθος της αλλαγής που μπορεί να επιφέρει η διοίκηση Μπάιντεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί. Πράγματι, στην εξωτερική πολιτική ο Πρόεδρος απολαμβάνει εκτεταμένες εξουσίες. Ωστόσο, θα πρέπει να συνεργαστεί με την Γερουσία. Κρίσιμες εδώ είναι οι επαναληπτικές εκλογές στην Τζόρτζια για τη Γερουσία, στις 5 Ιανουαρίου 2021. Εάν οι Δημοκρατικοί κερδίσουν και τις δύο έδρες, το Κογκρέσο θα τεθεί υπό τον έλεγχό τους, χάρη στην καθοριστική επί ισοψηφίας ψήφο της Αντιπροέδρου Harris στην Γερουσία. Αυτό θα καθορίσει την ικανότητα της εκτελεστικής εξουσίας να προωθήσει την πολιτική της σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του κλίματος.

“Το εμπόριο θα παραμείνει επίσης ένα πεδίο ευρωατλαντικής έντασης, καθώς οι ευρωπαϊκές αρχές θα επιδιώξουν να εντάξουν τις ευρωπαϊκές εταιρείες στα μεγάλης κλίμακας πράσινα επενδυτικά σχέδια Μπάιντεν.”

Το σχέδιο “Αγοράστε Αμερικανικά” του Μπάιντεν θα δημιουργήσει ευρωπαϊκές ανησυχίες για ένα νέο κύμα προστατευτισμού. Το εμπόριο θα παραμείνει επίσης ένα πεδίο ευρωατλαντικής έντασης, καθώς οι ευρωπαϊκές αρχές θα επιδιώξουν να εντάξουν τις ευρωπαϊκές εταιρείες στα μεγάλης κλίμακας πράσινα επενδυτικά σχέδια Μπάιντεν. Παρόμοιες εντάσεις θα προκαλέσει η μεταχείριση των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών (GAFA) όσον αφορά προστασία του ανταγωνισμού και φορολογία, όπου η ΕΕ επιδιώκει μια αυστηρότερη στάση.

Ο ατλαντισμός του Μπάιντεν δεν αναμένεται να αντιστρέψει τη φθίνουσα σημασία της Ευρώπης για τις ΗΠΑ. Άλλωστε, ο Ομπάμα ήταν που έστρεψε τις ΗΠΑ στην Ασία (Asia pivot).

“Η αντιμετώπιση της Κίνας θα παραμείνει κύρια πρόκληση εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, με ευρεία διακομματική στήριξη του Κογκρέσου.”

Η αντιμετώπιση της Κίνας θα παραμείνει κύρια πρόκληση εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, με ευρεία διακομματική στήριξη του Κογκρέσου. Η ΕΕ θα προσεγγίσει την κυβέρνηση Μπάιντεν, επιδιώκοντας παράλληλα να μετριάσει τη σκληρή αντικινεζική πολιτική της. Η ψυχροπολεμική αντιμετώπιση του καθεστώτος Πούτιν (η οποία χρεώνεται επίσης τον κυβερνοπόλεμο υπέρ του Τραμπ) θα εντείνει την αντιπαλότητα με τη Ρωσία, επηρεάζοντας τη στάση των ΗΠΑ στα μέτωπα όπου η Ρωσία επιδιώκει να ασκήσει επιρροή.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν είναι πιθανό να αντιστρέψει δραματικά την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή, η οποία είχε επιταχυνθεί υπό τον Τραμπ. Η αποχώρηση αυτή διευκολύνεται από την αυξανόμενη ενεργειακή αυτάρκεια των ΗΠΑ και τη βελτίωση των σχέσεων του Ισραήλ με αυξανόμενο αριθμό αραβικών κρατών. Ωστόσο, η καταπολέμηση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας θα παραμείνει προτεραιότητα και αντικείμενο στενής συνεργασίας με την Ευρώπη.

Η πολιτική Μπάιντεν προς την Τουρκία θα είναι αυστηρότερη και συνεπέστερη, σε σύγκριση με την αλλοπρόσαλλη συναλλακτική σχέση Τραμπ με τον Ερντογάν. Ωστόσο, η Τουρκία εξακολουθεί να θεωρείται χώρα στρατηγικής βαρύτητας για τις ΗΠΑ, μια περιφερειακή δύναμη απαραίτητη για την αντιστάθμιση της ρωσικής επιρροής, ένα μέλος του ΝΑΤΟ που η Δύση δεν επιτρέπεται να χάσει έναντι της Ρωσίας ή της Κίνας, και αυτό θα πιέζει τη Δύση για μεγαλύτερη ανοχή στις παρασπονδίες της Τουρκίας. Η Realpolitik είναι συνεπώς πιθανό να υπερισχύσει έναντι της αντιπάθειας του Μπάιντεν προς τις αυταρχικές μεθόδους του Ερντογάν.

Ταυτόχρονα, η διοίκηση Μπάιντεν θα εμβαθύνει περαιτέρω τη σχέση με την Ελλάδα που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια, σε μια σειρά τομέων από την ενέργεια και την άμυνα έως τις αμερικανικές επενδύσεις και την αναχαίτιση της επέκτασης των κινεζικών επενδύσεων. Η στρατηγική σημασία της Ελλάδας έχει αυξηθεί παράλληλα με τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του καθεστώτος Ερντογάν, μεταξύ άλλων και ως εφεδρική επιλογή για τις αμερικανικές βάσεις σε περίπτωση που οι σχέσεις με την Τουρκία εκτροχιαστούν. Οι ΗΠΑ, σε συντονισμό με την ΕΕ, θα ήταν έτοιμες να αναλάβουν μεσολαβητικό ρόλο σε περίπτωση κλιμάκωσης μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας.

Τελευταίο ζήτημα είναι το μέλλον των αμερικανικών στρατευμάτων στη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και άλλα σημεία συγκρούσεων. Ο Πρόεδρος Τραμπ επιχείρησε να επαναπατρίσει τον μέγιστο αριθμό στρατιωτών, αποβλέποντας σε εγχώρια πολιτικά κέρδη. Τόσο η Ευρώπη όσο και οι λιγότερο φιλικές οντότητες (από τον ISIS και τη Ρωσία έως την Τουρκία και την Κίνα) θα αναζητούν σημάδια στρατιωτικής απεμπλοκής των ΗΠΑ, έτοιμα να καλύψουν το κενό.

Η Οικονομία το 2021 στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον Κόσμο

 Δημήτρης Χ. Κατσίκας

Η πανδημία επηρέασε καταλυτικά την πορεία της οικονομίας το 2020. Η επιβολή μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης με στόχο τον περιορισμό της διασποράς του ιού, περιόρισε δραματικά την οικονομική δραστηριότητα, βυθίζοντας την παγκόσμια οικονομία στη χειρότερη οικονομική κρίση από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης.

Μετά το πέρας του πρώτου κύματος της πανδημίας και ένα δραματικό δεύτερο τρίμηνο, υπήρξε αισιοδοξία καθώς παρατηρήθηκε ανάκαμψη στις περισσότερες οικονομίες. Ωστόσο, οι προοπτικές έχουν επιδεινωθεί εκ νέου, καθώς τους τελευταίους μήνες το δεύτερο κύμα της πανδημίας βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προβλέψεις του ΟΟΣΑ, η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 4,2% το 2020, με τις ΗΠΑ να καταγράφουν ελαφρώς χαμηλότερη ύφεση (-3,7%), ενώ η Κίνα, έχοντας ξεπεράσει το αρχικό σοκ, αναμένεται να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης (1,8%). Στην Ευρώπη, η ύφεση αναμένεται να είναι βαθύτερη· σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οικονομία της ευρωζώνης θα συρρικνωθεί κατά 7,8%, ενώ στην Ελλάδα, ο αναθεωρημένος προϋπολογισμός προβλέπει συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 10,5%.

“Η σημαντική, πλέον, πιθανότητα αυξημένης εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού το πρώτο εξάμηνο του 2021, προοιωνίζει τη σταδιακή επάνοδο της οικονομίας σε καθεστώς πλήρους λειτουργίας.”

Παρά τις δυσμενείς προβλέψεις για το τρέχον έτος, η αισιοδοξία για το νέο έτος έχει ενισχυθεί τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς η πρόοδος στο μέτωπο των εμβολίων έχει υπερβεί τις αρχικές προσδοκίες. Η σημαντική, πλέον, πιθανότητα αυξημένης εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού το πρώτο εξάμηνο του 2021, προοιωνίζει τη σταδιακή επάνοδο της οικονομίας σε καθεστώς πλήρους λειτουργίας. Οι ελπίδες για ισχυρή ανάκαμψη ενισχύονται περαιτέρω από τις προσδοκίες για νέες κυβερνητικές παρεμβάσεις, καθώς στις ΗΠΑ συμφωνήθηκε νέο πακέτο μέτρων τόνωσης της οικονομίας, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η συμφωνία με Πολωνία και Ουγγαρία για το κράτος δικαίου, άνοιξε το δρόμο για την εκταμίευση των 750 δισεκ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης. Το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης θα έχει τη μορφή επιχορηγήσεων και η Ελλάδα θα είναι από τα πλέον ωφελημένα κράτη-μέλη. Τέλος, η προσδοκώμενη αλλαγή στάσης των ΗΠΑ στη διεθνή πολιτική σκηνή από τη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν, αναμένεται να λειτουργήσει επικουρικά, αμβλύνοντας τις εμπορικές διενέξεις.

“Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 4,2%, με πρωτοπόρους την Κίνα και την Ινδία, οι οποίες αναμένεται να συνεχίσουν το φρενήρη ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης που είχαν και πριν από την κρίση.”

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2021 είναι θετικές. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 4,2%, με πρωτοπόρους την Κίνα και την Ινδία, οι οποίες αναμένεται να συνεχίσουν το φρενήρη ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (κοντά στο 8%) που είχαν και πριν από την κρίση. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα αναπτυχθούν με βραδύτερο ρυθμό, οποίος θα διαμορφωθεί στο 3,2% στις ΗΠΑ και 4,2% στη ζώνη του ευρώ. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση αναμένει αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,8%.

“…ο κίνδυνος ενός τρίτου κύματος […] δεν είναι αμελητέος. Τυχόν καθυστερήσεις στο μέτωπο των εμβολίων θα μπορούσαν να κάνουν τα πράγματα χειρότερα.”

Οι προβλέψεις αυτές φέρουν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι που απειλούν να εκτροχιάσουν την οικονομική ανάκαμψη. Πρώτα απ’ όλα, η εξέλιξη της ίδιας της πανδημίας. Ο χειμώνας είναι ακόμα μπροστά μας και ο κίνδυνος ενός τρίτου κύματος -υπό την προϋπόθεση ότι το δεύτερο θα τεθεί σύντομα υπό έλεγχο- δεν είναι αμελητέος. Τυχόν καθυστερήσεις στο μέτωπο των εμβολίων θα μπορούσαν να κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Έχουν ήδη προκύψει προβλήματα που έχουν οδηγήσει ακόμα και στην εγκατάλειψη κάποιων προγραμμάτων ανάπτυξης εμβολίων, ενώ έχουν καταγραφεί και καθυστερήσεις στην παραγωγή του εμβολίου των Pfizer/BioNTech.

Πέρα από τις υγειονομικές, υπάρχουν και σημαντικές οικονομικές προκλήσεις, οι οποίες σχετίζονται με τη μετάβαση στην οικονομία της επόμενης ημέρας. Η κατάργηση μέτρων στήριξης της εργασίας και η απόσυρση χρηματοδοτικών εργαλείων, εάν εφαρμοστούν πρόωρα ή χωρίς επαρκή σχεδιασμό, μπορούν να υπονομεύσουν την ανάκαμψη. Οι αλλαγές που επέφερε η πανδημία σε ορισμένους τομείς θα καταστούν μόνιμες, ενώ κράτη και ιδιωτικοί φορείς θα πρέπει να διαχειριστούν τα αυξημένα επίπεδα χρέους. Ο κίνδυνος μιας ελλειμματικής και άνισης ανάκαμψης είναι σημαντικός, ιδίως για τις φτωχότερες χώρες, αλλά και εντός της ΕΕ, για τις οικονομίες που φέρουν βάρη από την προηγούμενη κρίση. Τέλος, ένας ακόμα παράγοντας που ενισχύει την αβεβαιότητα στην ΕΕ, είναι η εμπορική της σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία παραμένει ακόμη απροσδιόριστη σε μεγάλο βαθμό, παρά την εμπορική συμφωνία που τελικά επιτεύχθηκε στο παρά πέντε.

“Είναι επιτακτική ανάγκη η έξοδος από την κρίση να μην υπονομευθεί από νέα βάρη που θα αυξήσουν περαιτέρω τις οικονομικές ανισότητες τόσο στο εσωτερικό των χωρών, όσο και μεταξύ τους.”

Εν κατακλείδι, το 2021 αναμένεται να αποκατασταθεί σημαντικό μέρος της ζημίας που άφησε πίσω της η πανδημία. Ωστόσο, η πλήρης ανάκαμψη στα προ κρίσης επίπεδα θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο. Εφόσον οι εξελίξεις στο υγειονομικό πεδίο είναι ικανοποιητικές, ο χειρισμός της μεταβατικής φάσης για την αποφυγή σημαντικών διαταραχών στην οικονομία θα είναι ζωτικής σημασίας. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν τις παρεμβάσεις τους στην οικονομία, αξιοποιώντας τα πολύ χαμηλά επιτόκια και την έλλειψη πληθωριστικών πιέσεων. Είναι επιτακτική ανάγκη η έξοδος από την κρίση να μην υπονομευθεί από νέα βάρη που θα αυξήσουν περαιτέρω τις οικονομικές ανισότητες τόσο στο εσωτερικό των χωρών, όσο και μεταξύ τους.

Κλιματική αλλαγή και πανδημία: δύο όψεις του ίδιου νομίσματος

Εμμανουέλα Δούση

 Το 2020 ήταν μια από τις θερμότερες χρονιές που έχουν καταγραφεί στην ιστορία. Η απότομη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας δεν ήταν παρά ένα βραχυπρόθεσμο διάλειμμα που είχε μηδαμινή επίδραση στην αδυσώπητη πορεία της κλιματικής αλλαγής. Οδεύουμε ολοταχώς σε αύξηση της θερμοκρασίας στους 3 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα, μακριά από το στόχο της Συμφωνίας των Παρισίων που είναι να συγκρατηθεί η μέση θερμοκρασία της Γης τουλάχιστον στους 2 βαθμούς. Η εικοστή έκτη σύνοδος των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στη Γλασκόβη τον Δεκέμβριο, αναβλήθηκε για το 2021. Η σύνοδος αυτή ήταν κρίσιμη διότι τα κράτη θα κατέθεταν ενισχυμένα σχέδια κλιματικής δράσης και θα συζητούσαν το σύστημα διακυβέρνησης των αγορών άνθρακα που θα βοηθήσει στη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών.

Η ΕΕ είναι η μόνη που μείωσε τις εκπομπές της και έθεσε νέους στόχους μείωσης κατά 55% έως το 2030. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία είναι ο νέος οδικός χάρτης για τη βιωσιμότητα στην Ευρώπη, με στόχο να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050. Αυτό θα συμβεί μέσα από την αναζωογόνηση της οικονομίας, τη στροφή προς πράσινες τεχνολογίες και την αναθεώρηση όλων των πολιτικών με την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων για την κυκλική οικονομία, την ενεργειακή αποδοτικότητα, τη βιοποικιλότητα και τη γεωργία. Οι αλλαγές θα πρέπει να γίνουν με δίκαιο τρόπο, ιδίως για εκείνους που θα επηρεαστούν περισσότερο, δηλαδή τους εργαζόμενους και τις τοπικές κοινωνίες που είχαν εγκλωβιστεί σε ρυπογόνες οικονομικές δραστηριότητες και τώρα πρέπει να στραφούν σε βιώσιμες εναλλακτικές. Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ένας ειδικός μηχανισμός χρηματοδότησης.

Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να σταματήσει τη λειτουργία όλων των λιγνιτικών μονάδων έως το 2028 έχει μεγάλη σημασία για τη βελτίωση των κλιματικών επιδόσεων της χώρας. Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί μεγάλες προκλήσεις για το μέλλον των εργαζομένων και των τοπικών κοινωνιών στις λιγνιτικές περιοχές, δηλαδή τη Δυτική Μακεδονία και την Αρκαδία. Ήδη έχει ανακοινωθεί ένα Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης το οποίο προβλέπει μια σειρά από εμβληματικές επενδύσεις για τη μεταλιγνιτική περίοδο, ενώ αναμένεται η διαμόρφωση ειδικών εδαφικών σχεδίων που θα προσδιορίζουν τα προβλήματα και τις ανάγκες των εν λόγω περιοχών.

“Οι κυβερνήσεις μπορούν να προωθήσουν την ατζέντα της βιώσιμης ανάπτυξης από τη στιγμή που η βιομηχανία, οι επιχειρήσεις και οι πολίτες αναζητούν κρατική βοήθεια.”

 Το 2021 θα είναι μια πολύ κρίσιμη χρονιά για την κλιματική δράση. Τα σχέδια ανάκαμψης των εθνικών οικονομιών από την πανδημία προσφέρουν μια ευκαιρία για πράσινες επενδύσεις σε μέτρα και τεχνολογίες που απαιτούνται για να αποκτήσουμε κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050. Οι κυβερνήσεις μπορούν να προωθήσουν την ατζέντα της βιώσιμης ανάπτυξης από τη στιγμή που η βιομηχανία, οι επιχειρήσεις και οι πολίτες αναζητούν κρατική βοήθεια. Η κλιματική αλλαγή δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ζήτημα χαμηλότερης προτεραιότητας από την πανδημία αλλά ως η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Όσο πιο γρήγορα αντιδράσουμε, τόσο πιθανότερο είναι να επιβιώσουμε.

“Η ΕΕ δεσμεύτηκε […] ότι τουλάχιστον 30% των δαπανών από το νέο προϋπολογισμό θα διατεθεί στη δράση για το κλίμα. Ένας κλιματικός νόμος θα μετατρέψει το νέο στόχο σε νομική υποχρέωση.”

Η ΕΕ δεσμεύτηκε προς αυτή την κατεύθυνση και αποφάσισε ότι τουλάχιστον 30% των δαπανών από το νέο προϋπολογισμό θα διατεθεί στη δράση για το κλίμα. Ένας κλιματικός νόμος θα μετατρέψει το νέο στόχο σε νομική υποχρέωση και μια αναθεωρημένη στρατηγική για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή αναμένεται μέχρι την άνοιξη.

Η φιλοδοξία της ΕΕ είναι σημαντική αλλά όχι αρκετή για να αποτρέψει την επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής. Κι άλλες χώρες πρέπει να δεσμευτούν για μηδενικές εκπομπές άνθρακα. Ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των ΗΠΑ υποσχέθηκε ότι η χώρα του θα είναι κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2050 και η κλιματική δράση έχει κεντρικό ρόλο στα σχέδιά του για την οικονομία. Η Κίνα δεσμεύτηκε ότι θα το πράξει πριν το 2060. Οι δεσμεύσεις αυτές στέλνουν ένα μήνυμα προς τους επενδυτές, τους παραγωγούς και τους καταναλωτές ότι η πορεία προς την καθαρή ενέργεια έχει ξεκινήσει. Θα πρέπει ωστόσο γρήγορα να αποτυπωθούν σε συγκεκριμένες πολιτικές και χρονοδιαγράμματα εφαρμογής.

“Παρ’ ότι ο Μπάιντεν δεσμεύτηκε ότι θα επαναφέρει τις ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισίων, η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα ζήτημα που εξακολουθεί να διχάζει το Κογκρέσσο και αυτό περιορίζει τις επιλογές.”

Ο δρόμος για τη Γλασκόβη δεν είναι στρωμένος με ρόδα. Παρ’ ότι ο Μπάιντεν δεσμεύτηκε ότι θα επαναφέρει τις ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισίων, η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα ζήτημα που εξακολουθεί να διχάζει το Κογκρέσσο και αυτό περιορίζει τις επιλογές. Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις για το κλίμα θα έχει θετικά αποτελέσματα καθώς θα παρακινήσει άλλες διστακτικές χώρες να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους για τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής. Η γρήγορη επανένταξη των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις είναι καίριας σημασίας και η ΕΕ μπορεί να διευκολύνει τη διαδικασία κινητοποιώντας τα εταιρικά της δίκτυα και τη διπλωματική της δεξιοτεχνία.