Η υποαπασχόληση των  γυναικών και των νέων αποτελεί σημαντικό μειονέκτημα για την Ελλάδα. Η ένταξη τους στον κόσμο της εργασίας συμβάλλει στην ευημερία τους, προάγει την κοινωνική και διαγενεακή συνοχή και προσθέτει πολύτιμους πόρους στην οικονομία, αυξάνοντας την παραγωγική της ικανότητα και το αναπτυξιακό της δυναμικό.

Δεδομένων των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης της δεκαετίας του 2010 και, πιο πρόσφατα, της πανδημίας, η ισχυρή οικονομική ανάκαμψη προς μια βιώσιμη πορεία αποτελεί πρόκληση ύψιστης σημασίας και επείγοντος χαρακτήρα για την Ελλάδα. Για τον σκοπό αυτό, η κινητοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου πρέπει να αποτελέσει κορυφαία προτεραιότητα πολιτικής.

Σε αυτό το πλαίσιο, η παρούσα μελέτη εστιάζει στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέοι τόσο κατά την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, όσο και κατά την πραγματοποίηση των πρώτων επαγγελματικών τους βημάτων μόλις προσληφθούν. Η έρευνα δίνει έμφαση στη διάσταση του φύλου, διερευνώντας λεπτομερέστερα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέες γυναίκες. Η μελέτη αξιοποιεί επίσης την εμπειρογνωμοσύνη του Fafo όσον αφορά τους θεσμούς και τη δυναμική της αγοράς εργασίας στις σκανδιναβικές χώρες.

Κύρια ευρήματα

Υπάρχουν τρεις διαρθρωτικές τάσεις που επηρέασαν την ένταξη των νέων στην ελληνική αγορά εργασίας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες:

  • Ο πληθυσμός των νέων στην Ελλάδα έχει μειωθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια, λόγω των δυσμενών δημογραφικών τάσεων και του κύματος μετανάστευσης που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των νέων στο ελληνικό εργατικό δυναμικό έχει μειωθεί δραματικά. Η μείωση του ποσοστού συμμετοχής ήταν πιο ήπια και επικεντρώθηκε στις νεότερες ηλικιακές ομάδες (15-24), οι οποίες παραμένουν στην εκπαίδευση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και, ως εκ τούτου, εισέρχονται στην αγορά εργασίας αργότερα στη ζωή τους.
  • Αν και λιγότεροι, οι νέοι είναι σαφώς καλύτερα καταρτισμένοι σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές. Το μερίδιο των συμμετεχόντων στην αγορά εργασίας οι οποίοι είναι απόφοιτοι υποχρεωτικής, ή και χαμηλότερων βαθμίδων, εκπαίδευσης, έχει μειωθεί, ενώ το μερίδιο των οικονομικά ενεργών αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει αυξηθεί σημαντικά. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2010, τόσο οι προοπτικές απασχόλησης όσο και ο βαθμός προστασίας απέναντι στην ανεργία βελτιώθηκαν για τους καλύτερα μορφωμένους νέους.
  • Ενώ οι νέες γυναίκες εξακολουθούν να είναι λιγότερο οικονομικά ενεργές από τους άνδρες, το μερίδιό τους στο εργατικό δυναμικό έχει αυξηθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Δύο παράγοντες μπορούν να στηρίξουν αυτή την τάση και στο μέλλον: (α) οι νέες γυναίκες έχουν περισσότερα εκπαιδευτικά προσόντα από τους νέους άνδρες, καθώς αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% των πρόσφατων αποφοίτων μεταδευτεροβάθμιας επαγγελματικής και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και (β) οι αυξημένες ευκαιρίες για ευέλικτη απασχόληση μετά την κρίση θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης των γυναικών, καθώς οι γυναίκες τείνουν να εργάζονται περισσότερο σε θέσεις μερικής απασχόλησης.

Πέρα από αυτές τις διαρθρωτικές τάσεις και τον αντίκτυπο της κρίσης της δεκαετίας του 2010, ένα σημαντικό διαρθρωτικό χαρακτηριστικό, το οποίο επηρεάζει επίσης τη θέση των νέων στην αγορά εργασίας, είναι η αναντιστοιχία μεταξύ των εκπαιδευτικών προσόντων και δεξιοτήτων τους και εκείνων που απαιτούνται από την οικονομία. Το πρόβλημα αυτό σχετίζεται με δύο άλλους παράγοντες:

  • Την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να απορροφήσει περισσότερους νέους με υψηλά προσόντα. Η απασχόληση των νέων συγκεντρώνεται σε τομείς χαμηλής έντασης γνώσης, ενώ η απασχόληση σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, η μεταποίηση, ο προγραμματισμός ηλεκτρονικών υπολογιστών και η μηχανική παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
  • Η αποτυχία σύνδεσης του εκπαιδευτικού συστήματος με την οικονομία. Οι νέοι προβαίνουν σε αναποτελεσματικές εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές υπέρ τομέων με περιορισμένες επαγγελματικές προοπτικές. Επιπλέον, ο σχεδιασμός των προγραμμάτων σπουδών δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας τόσο στην τριτοβάθμια, όσο και στην επαγγελματική εκπαίδευση.

Όσον αφορά στη θέση των νέων γυναικών στην αγορά εργασίας, παρά την τάση σύγκλισης που περιγράφεται παραπάνω, εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής και απασχόλησης και υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, μακροχρόνιας ανεργίας και ΝΕΕΤ σε σχέση με τους νέους άνδρες. Υπάρχουν δύο λόγοι για τη διαφοροποίηση μεταξύ των δύο φύλων, η οποία εμφανίζεται μετά την ηλικία των 25 ετών. Πρώτον, ορισμένες γυναίκες εγκαταλείπουν την αγορά εργασίας λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων. Δεύτερον, η ζήτηση για γυναικείο εργατικό δυναμικό είναι χαμηλότερη από εκείνη για ανδρικό εργατικό δυναμικό σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες.

Όσον αφορά στις ενδοεργασιακές διαφορές, το μη προσαρμοσμένο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων είναι περίπου 10%.  Όταν λαμβάνονται υπόψη η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο και ο τομέας απασχόλησης, αλλά χωρίς διόρθωση για αυτοεπιλογή, το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 7%. Φαίνεται επίσης ότι το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων είναι μικρότερο για τα πιο πρόσφατα δείγματα. Επίσης, οι γυναίκες δυσκολεύονται περισσότερο από τους άνδρες να φτάσουν στα υψηλότερα κλιμάκια της επαγγελματικής ιεραρχίας. Τέλος, οι εργαζόμενες γυναίκες αξιολογούν όλα τα είδη διακρίσεων ως σημαντικότερα εμπόδια για την επαγγελματική τους ανέλιξη από ό,τι οι άνδρες. Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι οι γυναίκες βιώνουν πιο έντονα όλους τους τύπους διακρίσεων.

Όπως τεκμηριώνεται από την έρευνα η κατάσταση αυτή αφήνει στους νέους την εντύπωση ότι υφίστανται διακρίσεις λόγω της ηλικίας τους και συμβάλλει στα προβλήματα παρατεταμένης ανεργίας και εξόδου από την αγορά εργασίας. Συμβάλλει επίσης στην αποδοχή θέσεων εργασίας με χαμηλότερα προσόντα ή που δεν σχετίζονται με τις σπουδές τους, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί ορισμένους από αυτούς σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής επαγγελματικής ικανοποίησης, έλλειψης προσπάθειας και μη ικανοποιητικής επαγγελματικής προόδου. Υπό αυτές τις συνθήκες, για ένα μεγάλο μέρος των νέων της Ελλάδας η επίτευξη της βασικής προτεραιότητάς τους, της ισορροπίας μεταξύ εργασίας και οικογενειακής ζωής, φαίνεται σχεδόν αδύνατη. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη η διαπίστωση ότι σχεδόν ένας στους τρεις σκέφτεται να εγκαταλείψει τη χώρα τα επόμενα χρόνια.

Η επιτυχία των σκανδιναβικών χωρών στην ενσωμάτωση των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας περιλαμβάνει: (α) μια ολιστική στρατηγική σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομίας και τις κοινωνικές προτεραιότητες και (β) μια σειρά από εργαλεία πολιτικής που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ενεργές πολιτικές για την αγορά εργασίας για την ταχεία μετάβαση από το σχολείο στην εργασία (STW), ένα καλά εδραιωμένο σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, τοπικές και στοχευμένες πολιτικές για τους νέους NEET, ένα καλά ανεπτυγμένο σύστημα παιδικής μέριμνας, γενναιόδωρη γονική άδεια με ποσοστώσεις για τους πατέρες για την ενθάρρυνση μιας πιο ισορροπημένης κατανομής της γονικής άδειας μεταξύ ανδρών και γυναικών, καθώς και την ανάθεση δραστηριοτήτων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ των φύλων, και την υποχρέωση απολογισμού για αυτές, στο κράτος, τους κοινωνικούς εταίρους και, κυρίως, τους εργοδότες.

Η έλλειψη μιας ολιστικής στρατηγικής, η οποία θα περιλαμβάνει μια δομημένη και σημαντική συμβολή των κοινωνικών εταίρων, ξεχωρίζει ως σημαντική διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και των σκανδιναβικών χωρών, όπου οι κοινωνικοί εταίροι θεωρούν την πλήρη απασχόληση ως μέρος των αρμοδιοτήτων τους.

Στο πλαίσιο αυτό, οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις σε διάφορες πτυχές του εκπαιδευτικού συστήματος και των θεσμών της αγοράς εργασίας, αν και θετικές συνολικά, φαίνονται ασύνδετες και είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ένταξη των νέων ανδρών και γυναικών στην ελληνική αγορά εργασίας.

Η μελέτη «Ένταξη των νέων και ισότητα των φύλων στην ελληνική αγορά εργασίας: Τάσεις, προκλήσεις και διδάγματα από τις σκανδιναβικές χώρες» είναι το αποτέλεσμα του ερευνητικού έργου «Απασχόληση των Νέων και Ισότητα των Φύλων: Κινητοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου για βιώσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα». Το έργο χρηματοδοτήθηκε από τα EEA Grants και εφαρμόστηκε από το ΕΛΙΑΜΕΠ, σε συνεργασία με το Norwegian Institute for Labour and Social Research (Fafo). Το έργο υλοποιήθηκε από τους: Δημήτρη Κατσίκα, Κύριο Ερευνητή, ΕΛΙΑΜΕΠ, και Επίκουρο Καθηγητή, Εθνικό και ΚαποδιστριακόΠανεπιστήμιο Αθηνών, Βαρβάρα (Μπέρρυ) Λαλιώτη, Ερευνήτρια, Αλεξία ΜητσικώσταProject Manager, ΕΛΙΑΜΕΠ, Δάφνη Νικολίτσα, Επίκουρη Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Κρήτης; Γιώργο Παγουλάτο, Γενικό Διευθυντή ΕΛΙΑΜΕΠ, και Καθηγητή, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Απόστολο Φασιανό, Μεταδιδακτορικό Ερευνητή, Υπότροφο Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη 2020-21, ΕΛΙΑΜΕΠ, Κυριάκο Φιλίνη, Ερευνητή, Χαράλαμπο Χρυσομαλλίδη, Ερευνητή, Tone Fløtten, Διευθύντρια, Fafo, Ragnhild Steen Jensen, Ερευνήτρια, Fafo, και Anne Hege Strand, Ερευνήτρια, Fafo.

Μπορείτε να βρείτε το πλήρες κείμενο της μελέτης εδώ (στα Αγγλικά).

DOI: https://doi.org/10.53831/61dd574927080