- Η πολιτική διαφάνειας εμφανίστηκε ως μια «εκ των άνω» πολιτική πρωτοβουλία στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ως μορφή εκδημοκρατισμού και ενδυνάμωσης των πολιτών.
- Το επίκεντρο της εγχώριας ατζέντας πολιτικής διαφάνειας μετατοπίστηκε με την πάροδο του χρόνου και περιέλαβε ένα ευρύ φάσμα τόσο συμβολικών όσο και πραγματικών πρωτοβουλιών.
- Η έμφαση της πολιτικής διαφάνειας σταδιακά πέρασε από την ενδυνάμωση των πολιτών στον έλεγχο της δημόσιας διοίκησης, στην καταπολέμηση της διαφθοράς, τα ανοικτά δεδομένα και την ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα.
- Ο όρος “διαφάνεια” φαίνεται να έχει συμπεριλάβει διαχρονικά ένα ευρύ φάσμα προτεραιοτήτων, στόχων, διαδικασιών και θεσμών.
- Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει ενιαίο πλαίσιο πολιτικής για τη διαφάνεια, αλλά συνήθως αποτελεί συστατικό στοιχείο πολιτικών όπως η καταπολέμηση της διαφθοράς, η ανοικτή διακυβέρνηση και η ψηφιακή πληροφόρηση.
- Ο κατακερματισμός του νομοθετικού πλαισίου και των αρμόδιων θεσμικών οργάνων έχει αποτελέσει σταθερό χαρακτηριστικό των εγχώριων πολιτικών διαφάνειας, το οποίο έχει παρεμποδίσει τη συνοχή και τον συντονισμό των ασκούμενων πολιτικών.
- Η διαδικασία διαμόρφωσης, εφαρμογής και παρακολούθησης της πολιτικής διαφάνειας εμπλέκει πολλαπλούς φορείς της κεντρικής κυβέρνησης σε συνδυασμό με την αυξανόμενη επιρροή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων.
- Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών παραμένει περιορισμένος και η συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική διαφάνειας είναι αδύναμη.
- Επί του παρόντος καταβάλλεται προσπάθεια για τη συγκέντρωση των μηχανισμών ελέγχου και τη διασύνδεση των υφιστάμενων ψηφιακών πλατφορμών προκειμένου να εξορθολογιστεί το θεσμικό πλαίσιο για τη διαφάνεια.
- Παράλληλα με τις θεσμικές και τεχνικές βελτιώσεις, ο ρόλος της διαφάνειας για τη δημοκρατία και τη λογοδοσία παραμένει κρίσιμο διακύβευμα και είναι σκόπιμο να επανέλθει στο δημόσιο διάλογο.
Το παρόν κείμενο εργασίας μελετά την πολιτική διαφάνειας στην Ελλάδα με επίκεντρο τη δημόσια διοίκηση. Διερευνώνται και αναλύονται κριτικά οι συνθήκες ανάδυσης και διαμόρφωσης της ατζέντας για την πολιτική διαφάνειας, διακρίνοντας τα επιμέρους στοιχεία της: ανοικτή κυβέρνηση, πρόσβαση σε έγγραφα και ψηφιακή πληροφόρηση, εσωτερικός έλεγχος και άσκηση δραστηριοτήτων επιρροής. Ο κύριος στόχος του κειμένου είναι να αποτυπωθούν (i) ο τρόπος ενσωμάτωσης της πολιτικής διαφάνειας στην εγχώρια ατζέντα διοικητικής μεταρρύθμισης και (ii) οι διαδικασίες διαμόρφωσης και υλοποίησης της πολιτικής διαφάνειας στις τρέχουσες συνθήκες.
Τα ευρήματα της ανάλυσης αναδεικνύουν τις πολλαπλές διαστάσεις και αναφορές των πολιτικών διαφάνειας, οι οποίες προσλαμβάνουν συμβολικό και πρακτικό χαρακτήρα και εγγράφονται στην κυβερνητική ατζέντα ως συμμετοχή και ενδυνάμωση του πολίτη (δεκαετία 1980), έλεγχος της δημόσιας διοίκησης (δεκαετία 1990), ανοικτή/ ψηφιακή διακυβέρνηση και ανοικτά δεδομένα (δεκαετία 2000), καταπολέμηση της διαφθοράς (δεκαετία 2010) και ψηφιακή μετάβαση του δημόσιου τομέα (δεκαετία 2020). Αντίστοιχα, ο όρος «διαφάνεια» τείνει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα διαφορετικών θεωρήσεων, προτεραιοτήτων, διαδικασιών και θεσμικών διακανονισμών.
Όπως σε άλλα πεδία δημόσιας πολιτικής, ο κατακερματισμός του ρυθμιστικού πλαισίου και των αρμόδιων θεσμών αποτελεί ένα από τα κύρια γνωρίσματα των εγχώριων πολιτικών διαφάνειας διαχρονικά και δημιουργεί προβλήματα συνοχής και συντονισμού. Συναφείς αδυναμίες εμφανίζονται λόγω του πλήθους των δρώντων που εμπλέκονται στη διαμόρφωση, την εφαρμογή και την παρακολούθηση των πολιτικών διαφάνειας, δεδομένης επίσης της επίδρασης δρώντων από το διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες. Η παρουσία της κοινωνίας των πολιτών και η κοινωνική συμμετοχή σε αυτές τις διαδικασίες είναι μάλλον αδύναμη. Με στόχο την άμβλυνση των παρατηρούμενων προβλημάτων, πρόσφατα επιχειρήθηκε η συγκέντρωση των μηχανισμών ελέγχου και η διασύνδεση των υφιστάμενων τεχνικών εργαλείων προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού του υφιστάμενου πλαισίου. Ωστόσο, παράλληλα με τις θεσμικές και τεχνικές βελτιώσεις, ζητούμενο παραμένει ο ρόλος της πολιτικής διαφάνειας για τη δημοκρατία και τη λογοδοσία, ο οποίος είναι σκόπιμο να επανέλθει στο δημόσιο διάλογο.
Το Κείμενο Εργασίας υπογράφουν η Καλλιόπη Σπανού, Ειδική Σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ, Καθηγήτρια, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην Συνήγορος του Πολίτη και η Μαντώ Λαμπροπούλου, Ερευνήτρια του ΕΛΙΑΜΕΠ, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Διαβάστε το εδώ (στα Αγγλικά).