Η περίοδος που προηγήθηκε της πανδημίας του Covid-19, χαρακτηρίστηκε από ενίσχυση της δυναμικής της αγοράς εργασίας. Έπειτα από τη βαθιά οικονομική κρίση δεκαετούς διάρκειας, η Ελλάδα παρουσίασε αυξητικές τάσεις στην απασχόληση και μείωση του ποσοστού ανεργίας, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες σημείωσαν ασθενή βελτίωση. Καθώς οι μεταβολές στην αγορά εργασίας οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην μετακίνηση εργαζομένων σε νέες θέσεις εργασίας, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τη διάρθρωση των θέσεων αυτών, τόσο μισθολογικά όσο και ανά κλάδο.
Στο παραπάνω γράφημα αντλούμε δεδομένα από το European Jobs Monitor (EJM). Το EJM παρακολουθεί τις διαρθρωτικές μεταβολές στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας και μας βοηθάει να αξιολογήσουμε ποιοτικά τις μεταβολές αυτές με τη χρήση αντιπροσωπευτικών δεικτών. Καλύπτει το σύνολο των κρατών μελών της ΕΕ και βασίζεται σε δεδομένα που προέρχονται από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το γράφημα παρουσιάζει τη διάρθρωση των νέων θέσεων εργασίας στην Ελλάδα (αριστερό πάνελ) και την Ευρωπαϊκή Ένωση (δεξί πάνελ) όπως εκτιμώνται από τις μετακινήσεις εργαζομένων. Στον κάθετο άξονα παρουσιάζεται η καθαρή μεταβολή των μετακινήσεων των εργαζομένων (σε χιλιάδες) ανά πεμπτημόριο μισθολογικών απολαβών, η οποία στη συνέχεια επιμερίζεται ανάλογα με τον κλάδο στον οποίο εμπίπτουν οι μετακινήσεις. Η περίοδος των μεταβολών ξεκινάει το 2016 και φτάνει μέχρι το 2018.
Παρατηρώντας το γράφημα και συγκρίνοντας τις μεταβολές στις θέσεις εργασίας στην Ελλάδα και στην ΕΕ, κανείς μπορεί να προβεί σε τρεις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.
Πρώτον, υπήρξε αύξηση του καθαρού αριθμού των εργαζομένων που μετακινήθηκαν σε νέες θέσεις εργασίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ. Ωστόσο, ενώ η αύξηση των θέσεων στην ΕΕ μεγαλώνει ανά πεμπτημόριο μισθολογικών αμοιβών, στην Ελλάδα η πλειονότητα των μετακινήσεων συγκεντρώνεται στη μεσαία προς υψηλή μισθολογική κλίμακα (τρίτο και τέταρτο πεμπτημόριο). Απεναντίας, η αύξηση στο τελευταίο πεμπτημόριο στην Ελλάδα είναι η χαμηλότερη από όλα τα υπόλοιπα, υποδηλώνοντας σημαντική υστέρηση στις ποιοτικές θέσεις εργασίας υψηλών απολαβών σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ.
Δεύτερον, η πλειονότητα των μετακινήσεων σε νέες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα και την ΕΕ αφορούν τον κλάδο των υπηρεσιών, με εκείνους της βιομηχανίας και της μεταποίησης να έπονται σημαντικά. Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι ενώ στην ΕΕ οι υψηλά αμοιβόμενες νέες θέσεις εργασίας αφορούν ως επί τω πλείστον τον τομέα των υπηρεσιών, οι υψηλά αμειβόμενες νέες θέσεις στην Ελλάδα κυριαρχούνται από το δευτερογενή τομέα. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την υστέρηση της Ελλάδας σε νέες θέσεις εργασίας στις υπηρεσίες υψηλής παραγωγικότητας.
Τρίτον, ενώ ο πρωτογενής τομέας στην ΕΕ, όπως αντανακλάται από τις νέες θέσεις εργασίας, χάνει έδαφος σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους, στην Ελλάδα φαίνεται να επανέρχεται, τουλάχιστον όσον αφορά τις χαμηλά αμοιβόμενες θέσεις. Το χαρακτηριστικό αυτό εν μέρει υποδηλώνει την επανεκκίνηση του πρωτογενούς τομέα μετά την κρίση. Δεδομένου όμως ότι πλειονότητα των θέσεων σε αυτόν τον τομέα παραμένει σε χαμηλά πεμπτημόρια μισθολογικών αμοιβών, αναδεικνύεται η ανάγκη τόσο της αναδιάρθρωσης του τόσο σημαντικού αυτού τομέα για την Ελλάδα, με στόχο την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, όσο και της δημιουργίας θέσεων εργασίας σε άλλους τομείς με υψηλότερη παραγωγικότητα.