H ύφεση που επέφερε η πανδημία του Covid-19 επηρέασε με πρωτοφανή τρόπο την κατανάλωση των νοικοκυριών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κατανάλωση είναι κρίσιμη μεταβλητή για την έξοδο από την ύφεση καθώς απορροφά περίπου το 60% του συνολικού παραγόμενου προϊόντος στις αναπτυγμένες οικονομίες και επομένως η συμπεριφορά της θα επηρεάσει σημαντικά την ταχύτητα της ανάκαμψης.
To παραπάνω γράφημα παρουσιάζει την ποσοστιαία μεταβολή στην κατανάλωση μεταξύ 2019 και 2020. Παρατηρούμε πως τα νοικοκυριά στις ευρωπαϊκές οικονομίες μείωσαν την κατανάλωση τους σε όλες τις χώρες, ενώ η μέση μεταβολή κυμάνθηκε στο -6,2%. Παρουσιάζεται, ωστόσο, μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των οικονομιών. Οι χώρες που σημείωσαν τη μεγαλύτερη πτώση ήταν η Ιταλία και η Ισπανία, με μειώσεις της τάξεως του 12,3% και του 10,7% αντίστοιχα. Αυτές οι δύο χώρες σημείωσαν και τη μεγαλύτερη ύφεση στην Ευρώπη. Απεναντίας, χώρες όπως η Σλοβακία και η Λιθουανία σημείωσαν την ασθενέστερη πτώση στην κατανάλωση των νοικοκυριών (1% και 1,5% αντίστοιχα). Η Ελλάδα βρίσκεται ελαφρώς κάτω από το μέσο όρο με -5,9%, παρά το γεγονός πως σημείωσε την τρίτη βαθύτερη ύφεση στην Ευρώπη.
Η πτώση της κατανάλωσης ήταν αναμενόμενη, αφενός εξαιτίας του ισχυρού πλήγματος που δέχτηκε η οικονομία από τα περιοριστικά μέτρα στον τουρισμό, στην εστίαση και στο λιανεμπόριο, αλλά και αφετέρου, εξαιτίας της μεγάλης αβεβαιότητας που σχετίζεται με την πανδημία. Παρά τις αρνητικές επιπτώσεις από τη μείωση της κατανάλωσης, το γεγονός ότι οι πόροι που δεν καταναλώθηκαν έχουν αποταμιευτεί και επομένως μπορούν να τροφοδοτήσουν μελλοντική κατανάλωση ή επένδυση με τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, αφήνει ένα περιθώριο αισιοδοξίας.
Ο βαθμός της αισιοδοξίας αυτής, εξαρτάται από το μέγεθος και τη φύση της πτώσης της κατανάλωσης σε κάθε οικονομία. Η πτώση μπορεί να σχετίζεται με την ένταση των μέτρων και το βάθος της ύφεσης, αλλά και με το περιθώριο που έχουν τα νοικοκυριά να μειώσουν την κατανάλωση. Για παράδειγμα, σε ασθενέστερες οικονομίες, όπου μεγάλο πλήθος νοικοκυριών δαπανούν μεγάλο μερίδιο του εισοδημάτος τους σε αναγκαία προϊόντα όπως τρόφιμα και λογαριασμοί, η κατανάλωση είναι σχετικά ανελαστική. Απεναντίας, σε πλουσιότερες χώρες όπου τα νοικοκυριά δαπανούν μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματος τους σε είδη πολυτελείας, η κατανάλωση είναι περισσότερο ελαστική και προσαρμόζεται ευκολότερα σε κρίσεις όπως αυτή της πανδημίας. Η διαφοροποίηση της ελαστικότητας ανάλογα με το εισόδημα, λοιπόν, μπορεί να δικαιολογήσει μερικώς την προσαρμογή της κατανάλωσης στην κρίση του Covid-19.
Συνοψίζοντας, παρότι η μεγάλη πτώση της κατανάλωσης θεωρείται σε πρώτη ανάγνωση κακός οιωνός, στο βαθμό που οφείλεται σε υψηλή ελαστικότητα της ζήτησης, μπορεί να μεταφραστεί σε ταχύτερη ανάκαμψη με το πέρας της πανδημίας, τουλάχιστον για κάποιες οικονομίες.