Το 2020 η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημείωσε ύφεση της τάξεως του 9,8%, η οποία ήταν η μεγαλύτερη της ιστορίας της. Όπως φαίνεται από το παραπάνω γράφημα, η ισπανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 10,8%, ακολουθούμενη από την ιταλική (-8,9%), την ελληνική (-8,2%), τη γαλλική (-8,2%), την πορτογαλική (-7,6%) και τη γερμανική (-4,9%).
Τον περασμένο Απρίλιο, το World Economic Outlook του ΔΝΤ προέβλεπε υψηλούς ρυθμούς ανάκαμψης βραχυπρόθεσμα, με μεσοπρόθεσμες όμως απώλειες. Οι πρόσφατα διαθέσιμες Εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κυμαίνονται σε παρόμοια επίπεδα προβλέποντας ανάκαμψη της τάξεως του 5% για το σύνολο της ΕΕ το 2021. Ωστόσο, χαρακτηρίζονται από μεγάλη αισιοδοξία για τη διάρκεια της ανάκαμψης. Συγκεκριμένα, για το 2022 η Επιτροπή προβλέπει ανάπτυξη της τάξεως του 6,8% για την Ισπανία (έναντι 4,7% του ΔΝΤ), 4,4% για την Ιταλία (έναντι 3,6% του ΔΝΤ), 6% για την Ελλάδα (έναντι 5% του ΔΝΤ) και 4,1% για τη Γερμανία (έναντι 3,6% του ΔΝΤ).
Η αισιοδοξία για την ταχύτητα της ανάκαμψης οφείλεται ασφαλώς στους ρυθμούς χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων και στη σταδιακή θωράκιση του πληθυσμού από τον Covid-19 μέσω του εμβολιασμού. Ωστόσο, η αυξημένη αισιοδοξία για τη διάρκεια της ανάπτυξης στις εν λόγω προβλέψεις μπορεί να αποδοθεί και στην επικείμενη υλοποίηση των εθνικών σχεδίων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), η οποία έχει ενσωματωθεί στην πρόβλεψη. Σύμφωνα με την Eπιτροπή, oι συνολικές δαπάνες που θα χρηματοδοτηθούν από επιχορηγήσεις των εθνικών σχεδίων ανέρχονται σε 140 δισεκ. ευρώ (ελαφρώς χαμηλότερα από το 1% του ΑΕΠ της ΕΕ), ενώ ο αντίκτυπος των Σχεδίων στις προβλέψεις εκτιμάται σε ένα ποσοστό της τάξεως του 1,2% του ΑΕΠ της ΕΕ.