Η οικονομική κρίση που προέκυψε ως αποτέλεσμα της πανδημίας του Covid-19 ώθησε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να προωθήσουν πρωτοφανή πακέτα οικονομικής ενίσχυσης για να αποτρέψουν τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης. Όπως αναδείξαμε σε προηγούμενο άρθρο αυτής της στήλης, το μέγεθος της δημοσιονομικής τόνωσης παρουσίασε μεγάλο βαθμό διαφοροποίησης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Όπως αναδείχθηκε, η διαφοροποίηση μπορεί να εξηγηθεί περισσότερο από τις οικονομικές δυνατότητες των κρατών μελών και λιγότερο από την ένταση της πανδημίας.
Στο παρόν σημείωμα εξετάζουμε κατά πόσο η διαφοροποίηση στα πακέτα πρόσθετης οικονομικής ενίσχυσης μπορεί να αποδοθεί και στη δημοσιονομική κατάσταση, πέρα από το βαθμό οικονομικής ευημερίας της κάθε οικονομίας. Η λογική είναι η εξής: ανεξάρτητα από τον πλούτο μιας οικονομίας, η δυνατότητα μιας κυβέρνησης να την ενισχύσει σε περίοδο κρίσης αναμένεται να είναι συνάρτηση του δημοσιονομικού ισοζυγίου της. Το τελευταίο καθορίζει τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, καθώς και τις δυνατότητες επέκτασής του μέσω δανεισμού, αφού μια εκτίναξη των κρατικών ελλειμμάτων και κατά συνέπεια του δημοσίου χρέους, μπορεί να αποκλείσει την πρόσβαση στις αγορές στο μέλλον. Επιπλέον, σε πολιτικό επίπεδο, παρότι στην ΕΕ συμφωνήθηκε χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων κατά την περίοδο της πανδημίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην έκθεσή της για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο τον περασμένο Νοέμβριο, τονίζει πως στις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος (Βέλγιο, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία), είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψιν η διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας κατά την λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων.
Προκειμένου να αποτυπώσουμε διαγραμματικά την παραπάνω σχέση, ανατρέχουμε στα δεδομένα του Fiscal Monitor του ΔΝΤ και συγκεκριμένα στη βάση δεδομένων των δημοσιονομικών μέτρων για την πανδημία του Covid-19 για την Ευρώπη. Χρησιμοποιούμε τη μεταβλητή «above the line measures», δηλαδή μέτρα που αναφέρονται σε αυξήσεις των δημοσίων δαπανών και μειώσεις των φορολογικών εσόδων που επηρεάζουν άμεσα την οικονομική δραστηριότητα μέσω φορολογικών πολλαπλασιαστών. Η μεταβλητή αυτή αποτυπώνεται στον οριζόντιο άξονα του διαγράμματος (επιπρόσθετη δημοσιονομική ενίσχυση) και αντιπαρατίθεται με το δημοσιονομικό ισοζύγιο των χωρών στον κάθετο άξονα, με το τελευταίο να αντανακλά τη δημοσιονομική κατάσταση της κάθε οικονομίας. Οι κόκκινοι κύκλοι που αντιπροσωπεύουν κάθε χώρα παρουσιάζουν διαφορετικό μέγεθος ανάλογα με την ένταση της πανδημίας, υπολογισμένοι ως ο αριθμός των κρουσμάτων ανά 100,000 κατοίκους με κυλιόμενο μέσο όρο 14 ημερών.
Παρατηρούμε μια θετική συσχέτιση μεταξύ του δημοσιονομικού χώρου όπως μετριέται από το δημοσιονομικό ισοζύγιο και τον δείκτη οικονομικής ενίσχυσης. Με άλλα λόγια, σε γενικές γραμμές, οι κυβερνήσεις με πλεονασματικούς προϋπολογισμούς προέβησαν σε γενναιότερες δημοσιονομικές ενισχύσεις από εκείνες με ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Είναι αξιοσημείωτο πως χώρες με δημοσιονομικά ελλείμματα, οι οποίες κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην βιωσιμότητα του χρέους τους (Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) προέβησαν σε μετριοπαθείς αυξήσεις των δημοσιονομικών δαπανών για την αντιμετώπιση της πανδημίας της τάξεως του 3-5% του ΑΕΠ. Απεναντίας, χώρες με μηδενικά ελλείμματα ή/και πλεονάσματα, όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Σλοβενία, αύξησαν τις δαπάνες τους σημαντικά (8-9%). Ενδιαφέρουσα εξαίρεση αποτελεί η Ελλάδα που παρότι κατατάσσεται στις χώρες με δημοσιονομικές προκλήσεις, λόγω του υψηλού δημοσίου χρέους της, προέβει σε πρόσθετες δαπάνες της τάξεως του 6.5% του ΑΕΠ. Προφανώς, η επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών στόχων και περιορισμών που έχουν τεθεί στη χώρα, επέτρεψαν ένα υψηλότερο επίπεδο δαπανών μέσα στην πανδημία.