Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει επιφέρει σοβαρές συνέπειες πρωτίστως σε ανθρωπιστικό επίπεδο, και δευτερευόντως σε πολιτικο-οικονομικό. Το άμεσο κόστος από την πληθώρα των οικονομικών κυρώσεων που έχει επιβάλλει η ΕΕ στη Ρωσία, τα επακόλουθα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, η ‘δίχως προηγούμενο’ αύξηση τιμών σε ενέργεια, πρώτες ύλες και αγαθά καθώς και η αυξανόμενη οικονομική αβεβαιότητα αναμφίβολα επιφέρει σημαντική καθυστέρηση της ευρωπαϊκής οικονομίας μετά την πανδημία. Παρά την καθολικότητα του οικονομικού σοκ, οι συνέπειες του επηρεάζουν σε διαφορετικό βαθμό τα κράτη μέλη της ΕΕ ανάλογα με την εμπορική έκθεση και την ενεργειακή εξάρτηση τους από τη Ρωσία.

Σε έρευνα του Hertie School – Jacques Delors Centre, παρουσιάζεται μία ολοκληρωμένη εικόνα για τις εμπορικές σχέσεις και τις ενεργειακές εισαγωγές από τη Ρωσία των κρατών-μελών της ΕΕ. Στο μέτωπο του εμπορίου αγαθών (εκτός καυσίμων) με τη Ρωσία, η Ευρώπη δεν επηρεάζεται άμεσα από τις οικονομικές κυρώσεις, καθώς αυτές αφορούν συγκεκριμένου τύπου αγαθά (π.χ. όπλα, τεχνολογία στρατιωτικής χρήσης, διπλής χρήσης κ.α.), ωστόσο ο αποκλεισμός ρωσικών τραπεζών από το σύστημα πληρωμών SWIFT θα προκαλέσει αύξηση του εμπορικού κόστους και σε τομείς για τους οποίους δεν προβλέπονται κυρώσεις. Εξετάζοντας ολοκληρωμένα το εμπορικό ισοζύγιο των χωρών μελών της ΕΕ σε αγαθά (εκτός καυσίμων) (βλ. γράφημα στα αριστερά) η Ρωσία αποτελεί τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (η Ρωσία είναι ο πρώτος εμπορικός προορισμός για τη Λετονία, με αξία εξαγωγών άνω του 6% του ΑΕΠ, και ο δεύτερος μεγαλύτερος για τη Λιθουανία, με αξία εξαγωγών άνω του 8% του ΑΕΠ). Την ίδια στιγμή, η σημασία των εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία για χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης είναι αμελητέα. Παρά το μειωμένο όγκο εμπορικών συναλλαγών σε αγαθά εκτός καυσίμων, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η σημασία της Ρωσίας ώς σημαντικής εξαγωγικής χώρας για συγκεκριμένα αγαθά, σημαντικά για την ομαλή λειτουργία της ευρωπαϊκής εφοδιαστικής αλυσίδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδιαίτερα σχετικό για την περίπτωση της Ελλάδας είναι τα σιτηρά (η Ρωσία και η Ουκρανία προσφέρουν σχεδόν το ⅓ των εξαγωγών σιταριού παγκοσμίως), ο χάλυβας και ο σίδηρος, παλλάδιο, νικέλιο όπως και η ξυλεία.

Η σημαντικότερη όμως οικονομική συνέπεια αυτού του πολέμου επικεντρώνεται στον ενεργειακό τομέα (βλ. γράφημα στα δεξιά). Η ΕΕ στο σύνολο της εισάγει από τη Ρωσία το 23% του πετρελαίου, το 40% του φυσικού αερίου και το 45% του άνθρακα που χρησιμοποιεί. Ακόμα και στο ενεργειακό μέτωπο όμως οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εξαρτώνται πολύ περισσότερο από τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας. Οι Τσεχία και Λετονία εισάγουν το 100%, ενώ η Ουγγαρία και η Σλοβακία εισάγουν άνω του 75% του φυσικού αερίου τους από τη Ρωσία. Αντίθετα χώρες της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης δεν εξαρτώνται άμεσα από τη ρωσική εξαγωγή ενέργειας. Παρά το γεγονός όμως πως χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία εισάγουν από τη Ρωσία χαμηλότερα ποσοστά φυσικού αερίου (65% και 45% επί των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου, αντίστοιχα) συγκριτικά με χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η αξία των εισαγωγών αυτών είναι κατά πολύ μεγαλύτερη. Η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια ήδη έχει οδηγήσει την ΕΕ σε αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ώστε να διαφοροποιήσει τις πηγές εφοδιασμού της. Η διαδικασία αυτή δεν θα είναι εύκολη βραχυπρόθεσμα, καθώς το ενδεχόμενο κενό που θα αφήσει πίσως της μια διακοπή εισαγωγών είναι μεγάλο και δύσκολα αναπληρώνεται άμεσα.

Η χώρα μας φαίνεται να μην αντιμετωπίζει άμεσες εμπορικές επιπτώσεις, αφού οι εισαγωγές και εξαγωγές αγαθών (εκτός καυσίμων) από και προς τη Ρωσία συνιστούν αμελητέο μέγεθος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η Ελλάδα καθίσταται περισσότερο ευάλωτη  όσον αφορά την ενεργειακή εξάρτηση από τις Ρωσικές εξαγωγές, αφού εισάγει το 40% του φυσικού αερίου και το  26% του πετρελαίου από τη Ρωσια. Τέλος, σημαντική είναι η έμμεση επίπτωση στη χώρα μας από την άνοδο του πληθωρισμού ως αποτέλεσμα των αυξημένων τιμών ενέργειας, η οποία ήδη δείχνει να επηρεάζει έντονα την ελληνική οικονομία.

Ο οικονομικός αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία επηρεάζει ασύμμετρα τα κράτη μέλη της ΕΕ, γεγονός που επιβάλλει την υιοθέτηση πολιτικών διαμοιρασμού του κόστους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ενότητα την οποία έχει επιδείξει η Ευρώπη στη στάση της ενάντια στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία καθώς και στην επιβολή κυρώσεων αποτελεί ισχυρό ανάχωμα απέναντι στη ρωσική στρατηγική και αποφέρει βαθύ οικονομικό πλήγμα στη ρωσική οικονομία. Ο δίκαιος καταμερισμός του κόστους που απορρέει από τον πόλεμο στην Ουκρανία θα ενισχύσει αυτή την ενότητα και θα αναδείξει το συγκριτικό πλεονέκτημα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Το In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 17.03.2022.

Κατηγορίες: Όλες οι δημοσιεύσειςIn Focus
Αναλυτές
Γιώργος Μανάλης Ερευνητής, Παρατηρητήριο Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Ερευνητής, Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου
Μάνος Ματσαγγάνης Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Προγράμματος Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Μιλάνου