Tsakiris ThΠέντε περίπου εβδομάδες μετά τη δεύτερη συμφωνία εκεχειρίας του Μίνσκ με την οποία εφαρμόζεται η συμπεφωνημένη κατάπαυση του πυρός κατά μήκος του παγιωμένου μετώπου της 12η Φεβρουαρίου, η πολιτική διαδικασία που θα κατέληγε στην ευρύτατη αυτονομία των φιλορώσων αποσχιστών δεν έχει σημειώσει ανάλογη πρόοδο. Η αντίδραση των υπερεθνικιστικών κομμάτων στην ουκρανική βουλή (Ράντα) παρακωλύει τη διαδικασία της πολιτικής ομοσπονδοποίησης μέρους της ουκρανικής επικράτειας που επιδιώκει η Μόσχα. Η συμφωνία προβλέπει επίσης την ανάπτυξη διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης μεταξύ των εμπολέμων την ευθύνη της οποίας κανείς δεν έχει έως σήμερα προθυμοποιηθεί να αναλάβει.

Το ρωσικό βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ περιορίζει τα διεθνή νομιμοποιητικά όρια μιας τέτοιας ειρηνευτικής δύναμης. Ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση αυτού προβλήματος και αποτελεί τον πλέον ουδέτερο και ισορροπημένο (λόγω και της συμμετοχής της Ρωσίας) διεθνή οργανισμό που θα μπορούσε να φέρει εις πέρας μια τέτοιου είδους αποστολή. Θα δεχόταν ωστόσο το Κίεβο μια αποστολή του ΟΑΣΕ που θα περιελάμβανε και Ρώσους ειρηνευτές;

Σε διαφορετική περίπτωση η Μόσχα δεν πρόκειται να συναινέσει στην αποστολή του ΟΑΣΕ και στην οποιαδήποτε άλλη αποστολή εκτός και εάν υπάρξει μονομερής απόφαση του ΝΑΤΟ ή της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας (ΕΠΑΑ) να αναπτύξουν δυνάμεις εντός της συμφωνημένης ουδέτερης ζώνης χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Μόσχας. Μολονότι η ιδέα αυτή ενδεχομένως να διέγειρε τη νεοψυχροπολεμική φαντασία (ή φαντασίωση) ορισμένων μελών του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. σε καμία περίπτωση δεν συγκεντρώνει τη συναίνεση της πλειοψηφίας είτε του ενός είτε του άλλου οργανισμού.

Στην καλύτερη περίπτωση για την Ουκρανία, το Κίεβο θα πρέπει να δεχθεί μια συμφωνία ανάλογη με αυτή που δέχθηκε η Γεωργία στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν ηττήθηκε στα πεδία των μαχών από τους αυτονομιστές της Απχαζίας και της Νότιας Οσσετίας. Η εμπλοκή της Ρωσίας σε επίπεδο των ειρηνευτών του ΟΑΣΕ αδρανοποίησε τη διαδικασία διπλωματικής επίλυσης της διένεξης. Πάγωσε δεν έλυσε τη διένεξη γιατί αυτό πολύ απλά δεν συνέφερε τη Μόσχα και τους αντιγεωργιανούς αυτονομιστές και όταν το 2008 οι συνθήκες ήταν επαρκώς ώριμες και η Γεωργία προκάλεσε στρατιωτική διένεξη, η Ρωσία δεν δίστασε να ολοκληρώσει αυτό οι Απχάζιοι και Οσσέτιοι είχαν ξεκινήσει την περίοδο 1992-1994. Αυτό ακριβώς φοβάται -και δικαιολογημένως- η σημερινή ουκρανική ηγεσία.

Παρά το γεγονός ότι οι συγκρούσεις επί τους εδάφους έχουν ουσιαστικά τερματισθεί η συμφωνηθείσα εκεχειρία αποτυπώνει τη στρατιωτική υπεροχή των αυτονομιστών. Για δεύτερη φορά μετα τον Σεπτέμβριο 2014 οι αυτονομιστές κέρδισαν έδαφος αφού πρώτα απέκρουσαν την επίθεση του κυβερνητικού στρατού και θα είχαν προωθηθεί περαιτέρω εάν δεν είχε επέλθει η συμφωνία εκεχειρίας. Το σημαντικότερο ωστόσο που προκύπτει από τη συμφωνία εκεχειρίας δεν είναι απλώς ότι το Κίεβο δέχθηκε ουσιαστικά να παραδώσει το σιδηροδρομικό διαμετακομιστικό κέντρο του Debaltseve στους αυτονομιστές αλλά το γεγονός ότι υποχρεώνει τις ουκρανικές δυνάμεις να αποσυρθούν από τη στρατηγικής σημασίας πόλη της Μαριούπολης που εντάσσεται καταφανώς στην ουδέτερη ζώνη ενώ η γειτονική σε αυτό πόλη του Novoazovsk παραμένει υπό τον έλεγχο των αυτονομιστών.

Η σημασία της Μαριούπολης είναι ιδιαιτέρως σημαντική καθώς αποτελεί την τελευταία ουκρανική πόλη που εμποδίζει την εδαφική συνοχή των αυτονομιστών του Donbas με τη ρωσοκρατούμενη Κριμαϊκή. Ουσιαστικά μόνο η Μαριούπολη απομένει προκειμένου να ολοκληρωθεί η μετατροπή της Αζοφικής σε ρωσική θάλασσα και η γεωπολιτική ενοποίηση της Κριμαίας με τη φιλορωσική Ανατολική Ουκρανία. Ο πειρασμός είναι προφανής για τον κ.Πούτιν ο οποίος και δεν έχει εγκατελείψει το στρατηγικό του όνειρο να αποκόψει εντελώς την Ουκρανία από την πρόσβασή της στη Μαύρη Θάλασσα αν και δεν θα ήθελε να το επιχειρήσει δια των όπλων, προτιμώντας τη διάλυση της Ουκρανίας σε Βόρεια και Νότια με το νοτιοανατολικό κομμάτι της ιστορικής “Νέας Ρωσίας” να μπαίνει τη ρωσική σφαίρα επιρροής υπό έναν φιλορώσο ηγέτη (ενδεχομένως τον αυτοεξορισθέντα κ.Γιανουκόβιτς).

Αυτός είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος του ρώσου ηγέτη αλλά είναι ένας στόχος για την υλοποίηση του οποίου θα πρέπει να περιμένει μια άλλη στρατηγική ευκαιρία. Η ευκαιρία που του δόθηκε λόγω της απομάκρυνσης του Γιανουκόβιτς απελευθέρωσε μια δυναμική που τείνει πλέον να εξαλειφθεί όχι επειδή η Μόσχα φοβάται την εισαγωγή επιθετικών αμερικανικών όπλων και εκπαιδευτών στο ουκρανικό μέτωπο ή επειδή εξετάζεται σοβαρά το ενδεχόμενο ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ή την Ε.Ε. Η Ρωσία είναι το πιθανότερο ότι θα συναινέσει στην εφαρμογή της 2η εκεχειρίας του Μίνσκ, εκτός και εάν το Κίεβο επιτεθεί για τρίτη φορά εναντίον των αυτονομιστών, για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι πολιτικός και ο δεύτερος οικονομικός. Ο πρώτος συνδέεται με το γεγονός ότι ενδεχόμενη περαιτέρω εμπλοκή των ρωσικών δυνάμεων προς τα δυτικότερα στερείται ουσιώδους τοπικής νομιμοποίησης. Οι πληθυσμοί του Donetsk και του Luhansk ήταν πάντοτε μοιρασμένοι σε ποσοστό περίπου 50%-50% μεταξύ εθνοτικών ρώσων και ρωσόφωνων ουκρανών.

Με την εξαίρεση του Χάρκοβο όσο δυτικότερα και νοτιοδυτικότερα κανείς προχωρήσει εντός του ουκρανικού εδάφους συναντά πολύ μικρά ποσοστά εθνοτικά ρώσων πολιτών αν και θα μπορούσε να εντοπίσει σημαντικό αριθμό φιλορώσων ουκρανών που υποστήριζαν μαζικά το Κόμμα των Περιφερειών του κ.Γιανουκόβιτς. Ο πόλεμος στο Donbas τους έχει -τουλάχιστον- αποξενώσει από τη Ρωσία ενώ έχει διαλύσει την πολιτική βάση επιρροής εκείνων που συσπειρώνονταν γύρω από τον τέως ουκρανό πρόεδρο. Οι πληθυσμοί αυτοί αν και σιχαίνονται τους ακραίους εθνικιστές (Μπαντερόφσκι) της δυτικής Ουκρανίας θέλουν την το δυνατόν αμεσότερη λήξη του πολέμου που τους αγγίζει άλλωστε και περισσότερο, έτσι ώστε να επικεντρωθούν στην οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακόμη και ο κ.Πούτιν μπορούσε να καταλάβει την νοτιοανατολική Ουκρανία δια περιπάτου δεν θα μπορούσε να την κυβερνήσει γιατί η παρουσία του, σε διαμετρική αντίθεση με το τί έγινε στην Κριμαϊκή, δεν θα νομιμοποιούτο από τον ιθαγενή πληθυσμό. Ο δεύτερος λόγος είναι οικονομικός και σχετίζεται με την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και δευτερευόντως με την κατάρρευση της ισοτιμίας δολαρίου/ρουβλίου η συνδυαστική επήρεια των οποίων δεν αφίνει πολλά περιθόρια ελιγμών στο ρώσο πρόεδρο. Δεδομένου ότι η Ρωσία χρειάζεται την τιμή του αργού πετρελαίου στα 100-110 $/βαρέλι για να ισοσκελίζει τον προϋπολογισμό της, η κατά περίπου 50% μείωση της τιμής του πετρελαίου που συμπαρασύρει εν πολλοίς και τις τιμές φυσικού αερίου συνεπάγεται την ενός πολύ μεγάλου μέρους των κρατικών εσόδων του προϋπολογισμού. Οι πωλήσεις ρωσικών υδρογονανθράκων αναλογούν κατ’ έτος στο 55% των κρατικών εσόδων για τη Μόσχα.

Η αποστέρηση αυτών των πηγών οικονομικής ισχύος ελλατώνει τον όγκο και τη διαθεσιμότητα των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Ρωσίας που έχει ξοδεύσει σχεδόν $80 δις για να στηρίξει το ρούβλι από την αρχή της κατάρρευσης της ισοτιμίας του η οποία ξεκινάει μετά τα μέσα Σεπεμβρίου όταν ξεκινάει και η κάθετη πτώση των διεθνών τιμών του αργού. Έως τις 15 Σεπτεμβρίου, παρά την επιβολή τριών γύρων ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, παρά την αεροπορική τραγωδία του Ιουλίου, και παρά την ενσωμάτωση της Κριμαϊκής η ισοτιμία του δολαρίου με το ρούβλι είχε αυξηθεί μόνο κατά 5 ρούβλια/1 δολάριο συγκριτικά με την περίοδο πρίν από την εκδίωξη Γιανουκόβιτς (από 33 στα 38 ρούβλια).

Έως τις 16 Δεκεβρίου όταν ο ΟΠΕΚ ξεκαθάρισε ότι δεν θα προχωρήσει σε αλλαγή πολιτικής που θα μείωνε την παραγωγή του, η ισοτιμία είχε εκτιναχθεί στα 69 ρούβλια/1 δολάριο. Στις αρχές Μαρτίου 2015 τα συναλλαγματικά αποθεματικά της Ρωσίας υπολογίζονται από το ΔΝΤ στα $376 δις, $100 δις λιγότερο σχετικά με τις αρχές του 2014. Με δεδομένη την προβλεπόμενη μη ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου για το υπόλοιπο του 2015 (και το πιθανότερο για το 2016) ο ρώσος πρόεδρος γνωρίζει ότι πρέπει να διαλύσει το καθεστώς των κυρώσεων και να ανακτήσει την αξιοπιστία των διεθνών αγορών ώστε να σταθεροποιήσει εκ νέου το ρούβλι. Οι συνθήκες για έναν ουσιαστικό συμβιβασμό έχουν πλέον ωριμάσει. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να μην δεχθεί την αυτόματη ανανέωση του τρίτου γύρου των κυρώσεων τον ερχόμενο Ιούλιο συνδέοντας την εφαρμογή της εκεχειρίας του Μίνσκ με την πλήρη άρση τους έως τα τέλη του 2015 αποτελούν την πρώτη ουσιαστική ένδειξη αποκλιμάκωσης των ευρω-ρωσικών σχέσεων.

Πηγή: energypress.gr