Mr. Francois Lafond with Dr. Thanos DokosΈνα χρόνο μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ, μπαίνουμε σε μια νέα εποχή των διατλαντικών σχέσεων. Το ερώτημα βέβαια παραμένει στο πόσο εφικτή είναι αυτή η αλλαγή που έχει φέρει η καινούρια διακυβέρνηση και πώς αυτή εκλαμβάνεται από την Ευρώπη. Με αυτήν την αφορμή το ΕΛΙΑΜΕΠ διοργάνωσε συζήτηση στρογγυλής τράπεζας, την Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010, με τον κ. Francois Lafond, Διευθυντή του Γραφείου στο Παρίσι του German Marshall Fund of the United States (GMFUS), με θέμα Διατλαντικές Σχέσεις: μια άποψη από τη Γαλλία.

Η άποψη της Ευρώπης: η ιδέα του «σχετικού συσχετισμού δυνάμεων» και το φαινόμενο Ομπάμα. Αναγνωρίζοντας ότι η παγκόσμια πολιτική διεξάγεται σε ένα πολυπολικό πλαίσιο, ο Πρόεδρος Σαρκοζί, έχει αρχίσει να υιοθετεί το δόγμα του «σχετικού συσχετισμού δυνάμεων», μέσω του οποίου η Γαλλία προσπαθεί να καθιερώσει ειδικές σχέσεις με αριθμό κρατών-κλειδιά, όπως η Βραζιλία, η Ινδία και το Καζακστάν, καθώς και να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Παρομοίως ο Πρόεδρος Ομπάμα, μετά την εκλογή του, έχει επίσης υιοθετήσει μια πιο εκτενή προσέγγιση, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν περισσότεροι από ένας παίκτες στην παγκόσμια πολιτική, αναβαθμίζοντας έτσι το ρόλο της Αμερικής στα Ηνωμένα Έθνη.

Η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα είχε μεγάλη επίδραση στις διατλαντικές σχέσεις, καθώς ο Πρόεδρος απολαμβάνει μεγάλα ποσοστά δημοφιλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι ενδιαφέρον όμως ότι αυτά τα ποσοστά είναι σαφώς μικρότερα στα νέα κράτη-μέλη της πρώην Ανατολικής Ευρώπης. Ως εκ τούτου, οι δημοσκοπήσεις στην Ευρώπη δείχνουν ότι οι Ευρωπαίοι είναι διατεθειμένοι να καθιερώσουν στενές σχέσεις με τις «νέες» ΗΠΑ.

Η άποψη της Αμερικής: δείκτες αλλαγής

Ο διορισμός νέου, εξειδικευμένου προσωπικού σε θέσεις-κλειδιά, που ασχολούνται με τις διατλαντικές σχέσεις, ο μεγάλος αριθμός ταξιδιών του Αμερικανού Προέδρου στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης θεωρούνται ως τυπικοί δείκτες αλλαγής. Σύμφωνα με τον κ. Lafond, παρότι αυτές οι πράξεις είναι κατ’ ουσία μικρές δείχνουν την αλλαγή από την προηγούμενη διακυβέρνηση Μπους και στο συμβολικό επίπεδο δείχνουν μια μεγαλύτερη δέσμευση της Αμερικής στην Ευρώπη.

Το δεύτερο σημάδι αλλαγής παρατηρείται στη νοοτροπία και στον τρόπο επικοινωνίας συμπεριλαμβανομένου και της ρητορικής του Προέδρου Ομπάμα. Φράσεις όπως «ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» σπανίως χρησιμοποιούνται και ο Αμερικανός Πρόεδρος, όπως και ο Νικολά Σαρκοζί, προωθεί την ιδέα του «πολιτικού ακτιβισμού» που «μπορεί να κάνει την διαφορά».

Εκτός από τη ρητορική, υπάρχει και ουσιαστική αλλαγή στην Αμερικανική εξωτερική πολιτική. Το Αφγανιστάν πλέον απεικονίζεται ως «ο πόλεμος που είναι αναγκαίος» σε αντίθεση με το Ιράκ που χαρακτηρίζεται ως «ο από επιλογή πόλεμος». Έτσι, γίνονται προσπάθειες να αυξηθεί η συμμαχική παρουσία στο Αφγανιστάν και να αποσυρθεί από το Ιράκ. Ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει επίσης υιοθετήσει πιο ήπια πολιτική προς το Ιράν και έχει πάρει μέτρα προς την ιδεαλιστική επιδίωξη ενός κόσμου χωρίς πυρηνικά. Παράλληλα, προσπάθησε να αντιμετωπίσει το Παλαιστινιακό πολύ νωρίς στην προεδρία και τέλος υιοθέτησε πολιτική επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία. Όλες αυτές οι πρακτικές έχουν συνεισφέρει θετικά στην επαναπροσέγγιση των δύο πλευρών, καθώς είναι κοντά στις παραδοσιακές αξίες και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι προκλήσεις

Ωστόσο, παρόλες τις καλές προθέσεις του Αμερικανού Προέδρου, τα αποτελέσματα της αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής δεν είναι ορατά στο εσωτερικό, όπου ο Ομπάμα δέχεται ισχυρή αντιπολίτευση από τα μέσα ενημέρωσης και τους συναδέλφους πολιτικούς. Αντίστοιχα, η Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη παραμένει δύσπιστη ως προς την αναγκαιότητα αύξησης της ευρωπαϊκής στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν ή τις καλές προθέσεις της Αμερικής να επιλύσει το χρόνιο πρόβλημα της Μέσης Ανατολής. Στο Ιράν ο Αμερικανός Πρόεδρος συνάντησε αντιδράσεις στην άρνηση της χώρας να εισάγει ουράνιο από τη Δύση, στη Μέση Ανατολή η κυβέρνηση του Ισραήλ αποδεικνύεται δύσκολος συνεργάτης στην εξεύρεση λύσης και η Παλαιστινιακή Αρχή αποδεικνύεται αδύναμη να ελέγξει τη Χαμάς. Το άνοιγμα της Αμερικής στη Ρωσία συνάντησε σοβαρό εμπόδιο την κρίση στη Γεωργία, δοκιμάζοντας έτσι τις σχέσεις Ρωσίας-ΝΑΤΟ.

Το μέλλον και η ταυτότητα του ΝΑΤΟ αποτελεί πρόκληση για την κυβέρνηση Ομπάμα, όπου το κεντρικό ερώτημα είναι να προσδιορίσει αν η διατλαντική συμμαχία είναι πολιτική ή στρατιωτική και τι ρόλο μπορεί να παίξει στο νέο διεθνές περιβάλλον.

Ένα χρόνο μετά δεν ξέρουμε ακόμα τι είδους προεδρία θα έχει η Αμερική και τι είδους ισορροπίες θα υπάρξουν ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ενώ ο Ομπάμα φαίνεται να είναι πιο «Ευρωπαίος» στις αξίες και την πολιτική, το γεγονός παραμένει ότι είναι Πρόεδρος των ΗΠΑ, ένα στοιχείο που συχνά ξεχνιέται στη Ευρώπη.

Θα μπορέσει ο Πρόεδρος Ομπάμα να αποδώσει; Είναι το ερώτημα που χρειάζεται απάντηση.