Η αύξηση του χαμηλού ποσοστού απασχόλησης των γυναικών αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, τόσο σε ατομικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, και όχι μόνο, το περιθώριο αύξησης της συνολικής απασχόλησης μέσω της κινητοποίησης των μη οικονομικά ενεργών γυναικών είναι σημαντικό. Στην Ελλάδα, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, από 35,8% το 1981 σε 57,8% το πρώτο τρίμηνο του 2024 για την ηλικιακή ομάδα 20-64 ετών. Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις (π.χ. στο οικογενειακό δίκαιο) και οι ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στα τέλη της δεκαετίας του 1980, διευκόλυναν σημαντικά τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Παρόλα αυτά, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) το οποίο ήταν 70,3% το πρώτο τρίμηνο του 2024. Επιπλέον, το χάσμα στο ποσοστό απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων, αν και έχει περιοριστεί σε σχέση με το παρελθόν, παραμένει υψηλό και φτάνει τις 20 ποσοστιαίες μονάδες, έναντι 10 στην ΕΕ.

Η προτεινόμενη έρευνα αντλεί τόσο από την εμπειρία της Νορβηγίας, όπου το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών είναι υψηλό και η « ποινή γονεϊκότητας » σχεδόν ανύπαρκτη, όσο και από τη διεθνή βιβλιογραφία. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να εντοπίσει πολιτικές που μπορούν να μειώσουν τα εμπόδια στην απασχόληση των γυναικών στην Ελλάδα. Η σημασία του ζητήματος είναι τεράστια: η υποαπασχόληση των γυναικών στην Ελλάδα υπονομεύει τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, καθυστερεί τη χειραφέτηση των Ελληνίδων, και ματαιώνει την επιδίωξη της προσωπικής τους ανάπτυξης και ευημερίας.

Eταίρος: Fafo Institute for Labor and Social Research (Fafo)