Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η επανάληψη της μεταναστευτικής κρίσης του 2015, τα ευρωπαϊκά κράτη στρέφονται όλο και περισσότερο στη σύναψη συμφωνιών με τρίτες χώρες — με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη συμφωνία με την Τυνησία.
Το παρόν κείμενο εξετάζει δύο βασικά ερωτήματα: Πόσο αποτελεσματικές είναι αυτές οι συμφωνίες στην αντιμετώπιση των σύνθετων και επίμονων προκλήσεων της ευρωπαϊκής μετανάστευσης και γιατί οι Ευρωπαίοι ηγέτες εξακολουθούν να υιοθετούν αυτή την πολιτική στρατηγική;
Υποστηρίζεται ότι τα συνεχιζόμενα μεταναστευτικά διλήμματα της Ευρώπης απορρέουν από τον περίπλοκο και πολυδιάστατο χαρακτήρα της κρίσης – μια κρίση που αντιστέκεται στις απλές λύσεις και απαιτεί πολιτικές που υπερβαίνουν τη λογική της βραχυπρόθεσμης αποτροπής.
Το κείμενο αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των συμφωνιών αυτών ως προς την αποτροπή της παράτυπης μετανάστευσης, αναδεικνύει τον ρόλο τους στην ενίσχυση της εργαλειοποίησης της μετανάστευσης και εξετάζει τον κίνδυνο να δημιουργήσουν ένα πολιτικό κόστος υποκρισίας.
Υποστηρίζεται ότι οι συμφωνίες με τρίτες χώρες εξυπηρετούν κυρίως άμεσα πολιτικά συμφέροντα, προσφέροντας την εικόνα ελέγχου και αποφασιστικότητας. Ωστόσο, η τελική τους αποτίμηση εξαρτάται από την οπτική μέσα από την οποία αξιολογούνται: ενώ μπορεί να φαίνονται αποτελεσματικές σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, ελλοχεύει ο κίνδυνος να παγιώσουν μακροπρόθεσμα αδιέξοδα και να επιτείνουν τη δυσκολία διαχείρισης της κρίσης.
Το Κείμενο Εργασίας υπογράφει η Ζωή Ράπτη, Tufts University.
Διαβάστε το εδώ (στα Αγγλικά).