Η ερευνητική ομάδα για την μετανάστευση του ΕΛΙΑΜΕΠ οργάνωσε στις 10 Ιουνίου ένα σεμινάριο με τίτλο «LEAVE YOUR MYTH IN GREECE» Δίκτυα και Διαδρομές Επτά Σημαντικών Μεταναστευτικών Ομάδων στην Ελλάδα. Το σεμινάριο αυτό οργανώθηκε υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος IDEA απευθυνόταν ειδικά σε δημοσιογράφους που ειδικεύονται σε θέματα μετανάστευσης, θεσμικούς φορείς (τόσο κρατικούς όσο και της κοινωνίας των πολιτών) και βέβαια σε ερευνητές.

Στο σεμινάριο παρουσιάστηκαν πέντε πρωτότυπες έρευνες που αφορούσαν επτά μεταναστευτικούς πληθυσμούς που ζουν στην Ελλάδα. Οι τρείς πρώτες ομάδες που συζητήθηκαν ήταν οι Πολωνοί, Βούλγαροι και Ρουμάνοι πολίτες που ζουν στη χώρα – οι τρεις κοινότητες δηλαδή που είναι πλέον Ευρωπαίοι πολίτες και όχι πια, τυπικά τουλάχιστον, οικονομικοί μετανάστες. Η επιλογή των ομάδων αυτών έγινε με γνώμονα τόσο το μέγεθος τους (για τους Βούλγαρους και τους Ρουμάνους) όσο και την παλαιότητα της εγκατάστασης τους στην Ελλάδα (όσον αφορά στους Πολωνούς).

Τα ευρήματα της έρευνας κατέδειξαν αρκετά κοινά σημεία και ορισμένες διαφορές. Και οι τρεις αυτοί πληθυσμοί σημειώνουν ότι το καθεστώς του Ευρωπαίου πολίτη έκανε τη ζωή τους στην Ελλάδα ευκολότερη γιατί τους απελευθέρωσε από την αγωνία και τη γραφειοκρατία των αδειών διαμονής. Παρόλα αυτά πολλοί από τους νέους Ευρωπαίους πολίτες δεν γνωρίζουν καλά ούτε τα δικαιώματα ούτε τις υποχρεώσεις τους σαν πολίτες της ΕΕ που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος.

Αντίστοιχα σημειώνεται ότι η ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη δεν άλλαξε τίποτα στο καθεστώς εργασίας τους και στα επαγγέλματα που είναι «διαθέσιμα» γι’αυτούς. Οι γυναίκες εργαζόμενες παραμένουν εγκλωβισμένες στον τομέα καθαρισμού και προσωπικής φροντίδας ενώ οι άνδρες αν και σε βάθος χρόνου βελτίωσαν τη θέση τους και απόκτησαν σταθερές δουλειές με ασφάλιση και επιδόματα, παραμένουν στο χώρο της οικοδομής και άλλων υπηρεσιών χαμηλής εξειδίκευσης. Ιδιαίτερα δυναμική παρουσιάζεται βέβαια η απασχόληση τους στην εστίαση και τον τουρισμό ιδιαίτερα στην επαρχία. Σημειώνεται μάλιστα ότι η απόκτηση της ιδιότητας του Ευρωπαίου πολίτη ενδυνάμωσε την ελαστικότητα των συνθηκών εργασίας τους: οι ίδιοι οι άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι στην προσπάθεια να αποκτήσουν ή να κρατήσουν μια θέση εργασίας προσφέρονταν να δουλέψουν χωρίς ένσημα αφού πλέον δεν τα έχουν ανάγκη για την ανανέωση της άδειας παραμονής τους.

Η είσοδος στην ΕΕ άλλαξε το χαρακτήρα όμως των συλλόγων και ενώσεων των Ρουμάνων και Βούλγαρων μεταναστών καθώς και των σχετικών γραφείων υπηρεσιών που τους εξυπηρετούν. Ενώ τα γραφεία αυτά διάνθισαν τις προσφερόμενες υπηρεσίες περνώντας από την βοήθεια για τα «χαρτιά» παραμονής σε διάφορες νομικές πράξεις και οικονομικές δραστηριότητες (αγορές, πωλήσεις, επενδύσεις, κληρονομιές κ.ά.), οι σύλλογοι και οι ενώσεις περνούν μια περίοδο κρίσης. Είτε έχουν ατονήσει όπως οι Πολωνικοί σύλλογοι, είτε γίνονται περισσότερο πολιτιστικοί στο χαρακτήρα. Κάποιοι δε σύλλογοι, όπως και πριν, προσομοιάζουν περισσότερο με «γραφεία μεσαζόντων» για την εύρεση εργασίας, με το αζημίωτο.

Τίθεται δηλαδή συνολικά ένα ζήτημα πολιτικής αδράνειας και κοινωνικής απάθειας των τριών αυτών πληθυσμών που δεν φαίνεται να επηρεάζεται θετικά από την είσοδο τους στην ΕΕ και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή. Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο η έλλειψη ενδιαφέροντος στα κοινά και η έλλειψη πίστης στην συλλογική οργάνωση και κινητοποίηση είναι ακόμα κατάλοιπο του κομμουνιστικού παρελθόντος ή οφείλεται στην μέχρι τώρα διαδρομή τους στην Ελλάδα. Πράγματι αν η πρώτη εξήγηση ήταν πειστική για την δεκαετία του 1990, ακούγεται λιγότερο ικανοποιητική τώρα, αφού μεγάλο μέρος των Βουλγάρων, Ρουμάνων και Πολωνών πολιτών που ζουν σήμερα και εργάζονται στη χώρα, ήταν μικρά παιδιά ή το πολύ έφηβοι το 1989.

Σημαντικό είναι το ζήτημα της ενημέρωσης των Ευρωπαίων πολιτών που κατοικούν στην Ελλάδα όχι μόνο στα ελληνικά αλλά και στη μητρική τους γλώσσα, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους καθώς και για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης τους προς τους κρατικούς θεσμούς αλλά και τις συλλογικότητες (κόμματα, συνδικάτα, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών).

Μια τέτοια ενημέρωση θα ισχυροποιήσει και την θέση τους στην αγορά εργασίας επιτρέποντας τους να διεκδικούν τα κατοχυρωμένα από το νόμο δικαιώματα τους. Κρίσιμος εμφανίζεται εδώ ό ρόλος των Επιθεωρήσεων Εργασίας που μπορούν να συμβάλλουν στην εφαρμογή της νομοθεσίας στην πράξη. Μένει επίσης να διερευνηθεί γιατί σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΚΑ, οι αμοιβές των Βουλγάρων, Ρουμάνων και Πολωνών εργαζομένων αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 60-70% των αντίστοιχων αμοιβών των ελλήνων εργαζόμενων. Πρόκειται δηλαδή για πρακτικές εθνικής διάκρισης των εργοδοτών ή για εκμετάλλευση της ευάλωτης κοινωνικά και οικονομικά θέσης τους;

Τίθενται επίσης ορισμένα καυτά ζητήματα που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση των ομάδων αυτών. Αφενός το ζήτημα της μεταφοράς των ασφαλιστικών δικαιωμάτων ειδικά των Βούλγαρων εργαζομένων από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα. Πρόκειται για κεκτημένο μεν δικαίωμα που απορρέει από την ιδιότητα τους ως Ευρωπαίοι πολίτες, υπάρχουν όμως πρακτικά προβλήματα στην εφαρμογή του που αφορούν την βιωσιμότητα της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των Βούλγαρων εργαζομένων στην Ελλάδα, όταν αυτοί έχουν εργαστεί στην Ελλάδα για περιορισμένο χρονικό διάστημα και επιλέγουν να λάβουν την σύνταξη τους στη χώρα.

Επιπλέον παρατηρείται μια περιορισμένη χρήση των υπηρεσιών υγείας από τους μετανάστες εργαζόμενους και τις οικογένειες τους η οποία συνδέεται τόσο με το νεαρό της ηλικίας τους όσο και με προβλήματα πρόσβασης στις υπηρεσίες αυτές. Αυτά τα προβλήματα πρέπει να διερευνηθούν και να διευθετηθούν κατά το δυνατόν άμεσα.

Το δεύτερο μέρος του σεμιναρίου επικεντρώθηκε στην διερεύνηση των τεσσάρων μεγαλύτερων μεταναστευτικών πληθυσμών στην Ελλάδα (μετά τους Αλβανούς) από χώρες εκτός ΕΕ. Καταρχήν συζητήθηκαν οι περιπτώσεις των Ουκρανών και Γεωργιανών πολιτών. [λινκ στο κείμενο πολιτικής]

Ο ουκρανικός πληθυσμός συντίθεται κυρίως από γυναίκες και δείχνει ένα αυξημένο ποσοστό διατήρησης της νόμιμης παραμονής τους καθώς και μια τάση ομαλοποίησης των ροών. Με άλλα λόγια, ο ουκρανικός πληθυσμός δεν τείνει να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια σε αντίθεση με τον γεωργιανό ο οποίος παρουσιάζει αυξητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με την σε μεγάλο βαθμό μη νόμιμη παραμονή των γεωργιανών στην Ελλάδα, αφού πολλοί ήρθαν μετά το 2004 οπότε και έγινε το τελευταίο πρόγραμμα νομιμοποίησης. Επίσης ο πόλεμος μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας το 2007 συνέβαλλε στην αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος προς την Ελλάδα. Παρατηρείται επίσης μια συγκέντρωση του πληθυσμού στις βόρειες περιοχές της χώρας.

Οι δύο αυτοί πληθυσμοί απασχολούνται στους ίδιους τομείς όπως οι Βούλγαροι και Ρουμάνοι, συγκεκριμένα οι γυναίκες στον καθαρισμό και την προσωπική φροντίδα, στην εστίαση και τον τουρισμό, οι δε άνδρες στις οικοδομές, και σε άλλες χειρωνακτικές εργασίες. αλλά και στις υπηρεσίες εστίασης και τουρισμού. Αντιμετωπίζουν δε αντίστοιχα προβλήματα εκμετάλλευσης και ελαστικοποίησης των σχέσεων εργασίας. Αν και οι πληθυσμοί αυτοί έχουν ανάγκη τα ένσημα για να ανανεώνουν τις άδειες διαμονής τους, καταλήγουν πολλές φορές να πληρώνουν τα ένσημα αυτά από την τσέπη τους. Σημειώνεται εδώ ο θετικός χαρακτήρας της δυνατότητας αυτασφάλισης με ελάχιστη καταβολή στο ΙΚΑ των εργαζόμενων σε υπηρεσίες οικιακής φροντίδας και κατασκευών λόγω έλλειψης σταθερού εργοδότη και σύμβασης εργασίας που τουλάχιστον απελευθερώνει τους εργαζόμενους στους κλάδους αυτούς από την παρανομία, παρόλο που τελικα τους αναγκάζει πολλές φορές να πληρώσουν όλα ή μέρος από τα ένσημα τους από την τσέπη τους. Τίθεται εδώ λοιπόν το θέμα κατά πόσον η υπερβολική ακαμψία της ελληνικής αγοράς εργασίας που προστατεύει σχεδόν υπέρμετρα μια μερίδα εργαζομένων (τους νόμιμους), συμβάλλει παράδοξα στην ελαστικοποίηση των σχέσεων στην αγορά εργασίας. Με άλλα λόγια, η μεγάλη προστασία που παρέχεται στους νόμιμα εργαζόμενους αποτελεί έμμεσα κίνητρο για τους εργοδότες να προσλάβουν εργαζόμενους παράτυπα για να μην δεσμεύονται από την εργατική νομοθεσία. Ένα χαμηλότερο επίπεδο προστασίας για όλους θα αύξανε τον ανταγωνισμό και την κινητικότητα στην αγορά εργασίας για όλους, αλλά αντίστοιχα θα μείωνε και την ασυδοσία ορισμένων εργοδοτών προς τις πιο ευάλωτες μερίδες εργαζομένων και συγκεκριμένα τους/τις μετανάστες/τριες.

Χρήζει εδώ ιδιαίτερης προσοχής το ζήτημα της οικόσιτης εργασίας, των γυναικών δηλαδή που διαμένουν στα σπίτια των εργοδοτών τους. Ο χώρος και το είδος της οικιακής οικόσιτης εργασίας στις καλές περιπτώσεις είναι συμφέρον και επιθυμητός και για τα δύο μέρη, στις κακές όμως περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε περιτπώσεις ακραίας εκμετάλλευσης και καταπάτησης στοιχειωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων γυναικών καθώς δε και σεξουαλικής παρενόχλησης. Η αυτό-οργάνωση των ίδιων των γυναικών εργαζομένων και η διεκδίκηση των συνθηκών εργασία τους καθώς και ο ρολος των κυβερνήσεων των χωρών προέλευσης εμφανίζονται σαν σημαντικοί παράγοντες για τη διαχείριση της ιδιαίτερης αυτής κατηγορίας εργαζόμενων.

Περνώντας τέλος σε δύο μικρότερους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, τους Πακιστανούς και τους Μπαγκλαντεσιανούς πολίτες που ζουν στην Ελλάδα [λινκ στο κείμενο πολιτικής], τέθηκαν κάποια καινούρια ζητήματα που είναι μάλιστα ιδιαίτερα στην επικαιρότητα τις τελευταίες εβδομάδες. Καταρχήν διαπιστώθηκε η δυσκολία διάκρισης μεταξύ μετανάστη και πρόσφυγα για τους πληθυσμούς αυτούς δεδομένου ότι αρκετές περιφέρειες στις χώρες αυτές μαστίζονται από καθεστώς πολιτικής ανασφάλειας και εμφύλιας αναταραχής. Επίσης είναι δύσκολο να διαπιστωθεί πόσοι και ποιοι από τους Πακιστανούς και Μπαγκλαντεσιανούς που ζουν σήμερα στην Ελλάδα είναι μετανάστες σε διέλευση (transit) και πόσοι σκοπεύουν να μείνουν στη χώρα. Είναι σαφές ότι υφίστανται διακρίσεις και εκμετάλλευση τόσο από ημεδαπούς εργοδότες και δίκτυα όσο και από δίκτυα συμπατριωτών τους. Διαπιστώνεται μια αλυσίδα εκμετάλλευσης που ξεκινά από τις χώρες προέλευσης τους με την δράση των παράνομων δικτύων διακίνησης και ολοκληρώνεται στην Ελλάδα με την συνενοχή τόσο κάποιων διεφθαρμένων κρατικών υπαλλήλων όσο και δικτύων εργοδοτών σε συγκεκριμένους κλάδους όπως βιοτεχνίες ρούχων αλλά και κυκλώματα που προωθούν την πώληση λουλουδιών και άλλων μικρών αντικείμενων στα φανάρια.

Το ζήτημα των κυκλωμάτων απασχόλησης είναι ένα κρίσιμο ερώτημα που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης ιδιαίτερα δε αν παρατηρήσει κανείς την τομεακή συγκέντρωση ορισμένων εθνικοτήτων σε ορισμένες εργασίες (π.χ. Μπαγκλαντεσιανοί στις βιοτεχνίες ρούχων και σε εστιατόρια του κέντρου της Αθήνας, Πακιστανοί και Σύροι σε βενζινάδικα και πλυντήρια αυτοκινήτων). Παρατηρείται δε η αδυναμία ελέγχου της αγοράς εργασίας και προστασίας των εργαζομένων με μόνη τη δράση των Επιθεωρήσεων Εργασίας διότι οι μετανάστες εργαζόμενοι φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους ακόμα και αν πάρουν τις υπερωρίες ή τα επιδόματα που τους αρμόζουν. Τίθεται δηλαδή ζήτημα ανταγωνισμού μεταξύ μεταναστών εργαζομένων, όπου αυτοί που είναι χωρίς δουλειά ειναί διατεθειμένοι να δουλέψουν για «ένα πίατο φαϊ» που λέει ο λόγος αποδυναμώνοντας έμμεσα έτσι την όποια προσπάθεια διεκδίκησης των εργασιακών τους δικαιωμάτων.

Το ζήτημα της οικογενειακής επανένωσης είναι ένα κρίσιμο θέμα για όλες τις ομάδες (Ουκρανούς, Γεωργιανούς, Πακιστανούς Μπαγκλαντεσιανούς) που μελετήσαμε. Η απαίτηση αρκετά υψηλού εισοδήματος για την έλευση της/του συζύγου και των παιδιών καθιστά ανέφικτη την οικογενειακή επανένωση για τους περισσότερους μετανάστες που διαβιούν στη χώρα. Τίθεται δε και το ερώτημα κατά πόσον αυτή είναι μια συνειδητή πολιτική του ελληνικού κράτους που παραβιάζει έμμεσα έτσι το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή με σκοπό να εμποδίσει την αύξηση της πολιτισμικής ετερότητας των κατοίκων της Ελλάδας.

Συμπερασματικά τονίζεται ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Επιθεωρήσεων Εργασίας, των Συνδικάτων και εργασιακών ενώσεων, για την ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και αγορά εργασίας υπό ανθρώπινους όρους. Αναζητείται μια νέα μεταναστευτική πολιτική με όραμα και κατευθύνσεις για την προστασία των μεταναστών εργαζομένων και όχι μόνο με εισπρακτική (παράβολα και ένσημα) και εργαλειακή λογική. Το ζήτημα της νομιμότητας και της λεγόμενης απονομιμοποίησης (μετάβασης από νόμιμη σε μη νόμιμη διαμονή ή εργασία) παραμένει καυτό ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης όπου η πίεση των εργοδοτών για εργασία χωρίς ασφάλιση και ο ανταγωνισμός για λιγότερες θέσεις εργασίας γίνονται οξείς. Η αποσύνδεση της άδειας διαμονής από την απόδειξη εργασίας (μέσω των ενσήμων) γίνεται πλέον αναγκαία για τους μετανάστες που διαμένουν στην Ελλάδα νόμιμα τουλάχιστον 5 χρονία. Επίσης γίνεται απαραίτητη η ελαστικοποίηση κάποιων ρυθμίσεων που αφορούν την αγορά εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση με στόχο την πιο ευέλικτη και αποτελεσματική προστασία των εργαζόμενων και την αποτροπή των εργοδοτών από την μη νόμιμη απασχόληση.

Για τον κατάλογο συμμετεχόντων πιέστε εδώ

Για περισσότερες πληροφορίες για τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών δείτε εδώ ή επικοινωνήστε με την Δρ. Άννα Τριανταφυλλίδου ([email protected] ) και τον Δρ. Θάνο Μαρούκη ([email protected] )