Αυτό το άρθρο διερευνά την πολιτική ιστορία της Τουρκίας τα τελευταία διακόσια χρόνια σε τρία «resets». Τα reset εδώ εξετάζονται ως εικοσαετείς περίοδοι μειζόνων αναταραχών και μετασχηματισμών κατά τη διάρκεια των οποίων οι φατρίες που ιδιοποιούνται τη διαχείριση του κράτους, κάτω από διαρκείς συνθήκες έκτακτης ανάγκης, εξουδετερώνουν όποια εστία δύναμης περιορίζει την κρατική εξουσία και, καταπνίγουν τα πλουραλιστικά στοιχεία της κοινωνίας, που τελικά επιφέρουν πολιτιστικές αλλαγές. Στα δύο πρώτα reset, δηλαδή εκείνα των 1810-1830 και 1910-1930, η Ελλάδα και η Ρωσία έπαιξαν κεντρικό ρόλο. Οι τρέχουσες τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, της οποίας το τρίτο reset ξεκίνησε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010, κάνουν την ανάλυση «reset» όλο και πιο σχετική.
Το κείμενο υπογράφει ο Χ. Σουκρού Ιλιτζάκ, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών (διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ). Μπορείτε να το διαβάσετε εδώ σε pdf.
Μετάφραση από τα τούρκικα Ιλεάνα Μορώνη.
Μέρος του παρόντος Κειμένου Πολιτικής μπορείτε να δείτε και στο αφιέρωμα της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ εδώ.
Εισαγωγή
“…στην Οθωμανική Αυτοκρατορία/Τουρκία, από τις αρχές του 19ου αιώνα, γίνεται κάθε εκατό χρόνια κι από ένα μεγάλο «reset».
Χρησιμοποιώντας μια έκφραση που τους τελευταίους μήνες είναι στη μόδα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία/Τουρκία, από τις αρχές του 19ου αιώνα, γίνεται κάθε εκατό χρόνια κι από ένα μεγάλο «reset». Σ’ αυτές τις φοβερές περιόδους αναταραχής και μετασχηματισμού, τις οποίες θα εξετάσουμε ως διαδικασίες εικοσαετούς διάρκειας, αλλάζει με τρόπο ουσιαστικό η πολιτική δομή της χώρας· το εκάστοτε παλαιό καθεστώς εξαφανίζεται μαζί με τον πολιτισμό του και γεννιέται με ωδίνες το νέο καθεστώς. Η μερίδα που ιδιοποιείται τη διαχείριση του κράτους, κάτω από διαρκείς συνθήκες έκτακτης ανάγκης, εξουδετερώνοντας όποια εστία δύναμης περιορίζει την κρατική εξουσία και, καταπνίγοντας τα πλουραλιστικά στοιχεία της κοινωνίας, υπονομεύει και τελικά χαράσσει εκ νέου τα όρια του κράτους έναντι της κοινωνίας· εγκαθιδρύεται έτσι ένα ακραία συγκεντρωτικό, προσωποπαγές καθεστώς.
“Το ενδιαφέρον είναι ότι μια παρόμοια διαδικασία εκτυλίσσεται και στης μέρες μας, για τρίτη φορά.[…] παρούσα τεταμένη κατάσταση προκαλεί το ερώτημα: «μήπως η ιστορία κάνει ρίμες»”
Το ενδιαφέρον είναι ότι μια παρόμοια διαδικασία εκτυλίσσεται και στης μέρες μας, για τρίτη φορά. Δεν είναι ακόμα σαφές αν οι Έλληνες –ή η Ελλάδα– και η Ρωσία, που έπαιξαν κεντρικό ρόλο στα reset του 1810–1830 και του 1910–1930, θα παίξουν κάποιον ρόλο και στο τρίτο μεγάλο reset, που ξεκίνησε στη δεκαετία του 2010· ωστόσο, η παρούσα τεταμένη κατάσταση προκαλεί το ερώτημα: «μήπως η ιστορία κάνει ρίμες»;[1]
Το Πρώτο Reset
“Τα επόμενα δέκα χρόνια εκτυλίχθηκε ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος. Ξέσπασαν δεκάδες εξεγέρσεις στις τέσσερις γωνιές της Αυτοκρατορίας.”
Το πρώτο reset ξεκίνησε μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία έληξε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1806–1812. Κατά τα προηγούμενα εκατόν πενήντα χρόνια, το οθωμανικό κράτος είχε καταφέρει να συνεχίσει την ύπαρξή του κάνοντας όλο και μεγαλύτερες παραχωρήσεις στους γενίτσαρους (στο κέντρο) και στους αγιάνηδες (στην επαρχία) – ή, αν το δούμε από την αντίστροφη οπτική, αναγνωρίζοντάς τους πεδία ελευθερίας και συμβιβαζόμενο μ’ αυτές τις δυνάμεις. Από την εποχή του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768-1774 το κράτος ήταν ολότελα στο έλεος των αγιάνηδων για τη συγκέντρωση φόρων και στρατιωτών· σε αδρές γραμμές, οι αγιάνηδες μοιάζουν με τους λόρδους και τους βαρόνους της Αγγλίας: πρόκειται για οικογένειες που έχουν γίνει «οίκοι» και κρατάνε στα χέρια τους τη στρατιωτική, πολιτική, και οικονομική δύναμη της επαρχίας. Τον Φεβρουάριο του 1813, λόγω και των εγγυήσεων του καγκελαρίου της Αυστρίας Μέτερνιχ ότι στη νέα μετα-ναπολεόντεια ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων δεν θα υπάρχουν πια παρεμβάσεις από το εξωτερικό προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς και των έντονων συστάσεών του να ασχοληθεί πια η Υψηλή Πύλη με τις εσωτερικές της υποθέσεις, τέθηκε επισήμως σε εφαρμογή το σχέδιο της εξουδετέρωσης των αγιάνηδων (ayan), με την αντικατάστασή τους με βεζύρηδες που θα εξαρτώνταν από το κεντρικό κράτος. Τα επόμενα δέκα χρόνια εκτυλίχθηκε ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος. Ξέσπασαν δεκάδες εξεγέρσεις στις τέσσερις γωνιές της Αυτοκρατορίας, συγκρούστηκαν στρατοί που αριθμούσαν χιλιάδες στρατιώτες, και οι σταλμένοι απ’ την Υψηλή Πύλη βεζύρηδες μπόρεσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μεγάλες πόλεις όπως το Ντιγιάρμπακιρ, το Χαλέπι, τα Γιάννενα, μόνο ύστερα από πολιορκία μηνών. Οι Έλληνες, που ήθελαν πια να καθορίσουν μόνοι τους το μέλλον τους, ξεκίνησαν τον αγώνα της ανεξαρτησίας τους εν τω μέσω μια τέτοιας εποχής εκ θεμελίων καταστροφής και μετασχηματισμού κατά την οποία το παλιό είχε γκρεμιστεί αλλά δεν είχε ακόμα αντικατασταθεί από το καινούριο. Το 1811, ο αριθμός των αγιάνηδων που κλήθηκαν, μόνο από την Μικρά Ασία, για να συμμετάσχουν στο ρωσικό μέτωπο, έφτανε τους 153, ενώ το 1823 στον στρατό που συγκεντρώθηκε στη Λάρισα για να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση δεν υπήρχε ούτε ένας αγιάνης από την Μικρά Ασία· και μόνο αυτό αρκεί, νομίζω, για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της καταστροφής τους.
“Στη δεκαετία του 1820, οι γενίτσαροι είχαν πια προ πολλού χάσει την ιδιότητα των επίλεκτων πολεμιστών του σουλτάνου.”
Όσο για τους γενίτσαρους, τη δεύτερη εστία δύναμης που περιόριζε σημαντικά την κρατική εξουσία, γι’ αυτούς η αρχή του τέλους υπήρξε η ελληνική επανάσταση. Στη δεκαετία του 1820, οι γενίτσαροι είχαν πια προ πολλού χάσει την ιδιότητα των επίλεκτων πολεμιστών του σουλτάνου. Είχαν ανεξαρτητοποιηθεί, και δεν δέχονταν με τίποτα να επεμβαίνει το κράτος στην αυτονομία τους. Ο θεσμός των γενιτσάρων δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί με τα σημερινά δεδομένα. Συν τω χρόνω, οι γενίτσαροι είχαν αναμειχθεί με τους μικρέμπορους και τους τεχνίτες, καθώς και με τα κατώτερα στρώματα, και είχαν μετατραπεί σε ένα δίκτυο που είχε τα χαρακτηριστικά συνταξιοδοτικού ταμείου, γραφείου ευρέσεως εργασίας, εμποροβιοτεχνικού επιμελητηρίου, τράπεζας, συνδικάτου, θρησκευτικού τάγματος, ενίοτε πολιτοφυλακής, αστυνομίας, μαφίας. Επειδή προστάτευαν τα κατώτερα στρώματα από κρατικές παρεμβάσεις, μπορούσαν εύκολα και να κινητοποιούν κι έτσι να θέτουν όρια στο κράτος, ένα χαρακτηριστικό τους το οποίο ακόμα και σήμερα κάνει τους οπαδούς μιας κρατοκεντρικής οπτικής ιστορικούς να φρίττουν.
“Ο Μαχμούτ Β΄κατάφερε να κόψει τον δεσμό των γενιτσάρων με τα λαϊκά στρώματα μέσα σε κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες αποκαλυπτικές, που είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας της ελληνικής επανάστασης.”
Ο Μαχμούτ Β΄, ο οποίος από την αρχή της βασιλείας του βρισκόταν υπό την κηδεμονία μιας συμμαχίας γενιτσάρων, γραφειοκρατών και ουλεμάδων, κατάφερε να κόψει τον δεσμό των γενιτσάρων με τα λαϊκά στρώματα μέσα σε κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες αποκαλυπτικές, που είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας της ελληνικής επανάστασης. Σ’ ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι, απελπισμένοι, περίμεναν τον Μαχντί[2]*, το κράτος ήταν σε θέση να πει στην κοινωνία ότι τα αιτήματα των γενιτσάρων, που ούτε έστελναν στρατιώτες εναντίον των Ελλήνων επαναστατών ούτε και επέτρεπαν να δημιουργηθεί ένας πειθαρχημένος στρατός που θα γυμναζόταν «φράγκικα», «βοηθούσαν τον εχθρό». Και η κοινωνία, στο ηθικό περιβάλλον που είχε δημιουργήσει η Ελληνική Επανάσταση, δεν αντιδρούσε που το κράτος φίμωνε τους γενίτσαρους. Τον Δεκέμβριο του 1822, ο Μαχμούτ Β΄ προέβη σε εκκαθαρίσεις της κλίκας την οποία θεωρούσε υπεύθυνη για το κατάντημα της χώρας και πήρε στα χέρια του τη διακυβέρνηση του κράτους, σταματώντας να είναι απλώς παρατηρητής και ρυθμιστής. Με άλλα λόγια, η διακυβέρνηση του κράτους πέρασε από την Υψηλή Πύλη στο παλάτι Τοπκαπί[3]. Τα επόμενα χρόνια, η διευθέτηση ακόμα και των πιο απλών υποθέσεων απαιτούσε την έγκριση του σουλτάνου. Όπως το έθετε ο πρέσβης της Αγγλίας Viscount Strangford, «έξω από τα όρια του παλατιού κανείς πια στη διοίκηση δεν έπαιρνε πρωτοβουλία». Οι υπουργοί απέφευγαν ακόμα και να εκφράσουν απόψεις.
“…η κοινωνία, στο ηθικό περιβάλλον που είχε δημιουργήσει η Ελληνική Επανάσταση, δεν αντιδρούσε που το κράτος φίμωνε τους γενίτσαρους.”
Τον Αύγουστο του 1823, το κράτος είχε πια σε μεγάλο βαθμό καταφέρει να «ξεδοντιάσει» το σώμα των γενιτσάρων: ένα μέρος των «ουστάδων», που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του συστήματος των γενιτσάρων, είχε εκτελεστεί, ένα άλλο μέρος τους είχε εξοριστεί από την Κωνσταντινούπολη, και οι υπόλοιποι είχαν αναγκαστεί να σιωπήσουν. Όταν φτάνουμε στο 1826, καθώς από τη μια έχουν αρχίσει να ηχούν οι καμπάνες του πολέμου με τη Ρωσία κι από την άλλη ο σύγχρονος αιγυπτιακός στρατός του Ιμπραήμ πασά, εκπαιδευμένος από Γάλλους αξιωματικούς, έχει ξεκινήσει να καταπνίγει επιτυχημένα την ελληνική εξέγερση, πρέπει πια να μην έχει μείνει καμία αμφιβολία στο μυαλό του Μαχμούτ Β΄ ότι έχει έρθει η ώρα να διαλυθεί το σώμα των γενιτσάρων και να δημιουργηθεί ένας υπάκουος, πειθαρχημένος στρατός που θα πολεμάει με τις σύγχρονες πολεμικές τακτικές.
Στις 26 Μαΐου 1826, το κράτος «πρότεινε» στους γενίτσαρους να κάνουν στρατιωτικά γυμνάσια, κι αυτοί εκόντες άκοντες δέχτηκαν ένας ορισμένος αριθμός γενιτσάρων από κάποια τάγματα να γυμναστούν φορώντας ευρωπαϊκού τύπου στολές. Η υπομονή των γενιτσάρων, που τα γυμνάσιά τους ξεκίνησαν στις 12 Ιουνίου, εξαντλήθηκε σε τρεις μέρες, και στις 15 Ιουνίου ξέσπασε εξέγερση. Ένα πλήθος «από αυτούς που ονομάστηκαν οι πραγματικοί πιστοί», κατά την έκφραση του επιτετραμμένου της γαλλικής πρεσβείας Désages, συσπειρώθηκε γύρω από τη σημαία-κειμήλιο του Μωάμεθ που υψώθηκε ενάντια στους γενίτσαρους κι έτσι καταργήθηκε με μια μεγάλη σφαγή ένας θεσμός σχεδόν πεντακοσίων ετών που είχε γίνει ένα με την κοινωνία.
“Θυμίζουν και σ’ εσάς αυτές οι φράσεις το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016;”
Ας δούμε τη συνέχεια της περιγραφής του Γάλλου επιτετραμμένου: «Βλέποντας την τέλεια συνοχή και το εκπληκτικό σθένος των μέτρων που έβαλε σε εφαρμογή η Πύλη εναντίον των εξεγερμένων, ήδη από το πρωί της 15ης [Ιουνίου], πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται μήπως όλη αυτή η υπόθεση της εξέγερσης δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα της ίδιας της Πύλης ώστε να καθιερώσει πανηγυρικά και δίχως περισσότερη καθυστέρηση το καινούριο της σύστημα. Αν αυτή η εικασία είναι σήμερα πολύ τολμηρή για να τη θεωρήσουμε δεδομένη, μπορούμε πάντως να πιστέψουμε ότι η Πύλη, ενημερωμένη εγκαίρως για τα σχέδια των εξεγερμένων γενιτσάρων, αποφάσισε λοιπόν στη συνέχεια να τελειώνει και να τα παίξει αυτή τη φορά όλα για όλα μαζί τους». Θυμίζουν και σ’ εσάς αυτές οι φράσεις το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016;
“Στα επόμενα είκοσι περίπου χρόνια, ο Μαχμούτ Β΄ ασχολήθηκε να οικοδομήσει γρήγορα το κράτος και τη χώρα που είχε στο μυαλό του, ώστε να σώσει την Αυτοκρατορία.”
Το οθωμανικό παλαιό καθεστώς έληξε με την κατάργηση του σώματος των γενιτσάρων. Στα επόμενα είκοσι περίπου χρόνια, ο Μαχμούτ Β΄ ασχολήθηκε να οικοδομήσει γρήγορα το κράτος και τη χώρα που είχε στο μυαλό του, ώστε να σώσει την Αυτοκρατορία. Παίρνοντας ως παράδειγμα τις ευρωπαϊκές χώρες, εφάρμοσε μια σειρά από στρατιωτικές, γραφειοκρατικές, οικονομικές και νομικές μεταρρυθμίσεις υπό ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης και έθεσε τέρμα στο παλαιό καθεστώς μαζί με τους θεσμούς του και την κουλτούρα του. Το μότο αυτής της περιόδου, που αποτελεί την αρχή του οθωμανο-τουρκικού εκσυγχρονισμού, ήταν, κατά την έκφραση του σεϊχουλισλάμη Γιασιντζιζαντέ, η απόλυτη υπακοή στον σουλτάνο-χαλίφη και το να μην ανακατεύονται οι μάζες στις υποθέσεις του κράτους, τις οποίες έτσι κι αλλιώς δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν. Αφού δεν είχε μείνει πια καμία δύναμη που να μπορεί να εναντιωθεί στο κράτος, αυτό όριζε πια μόνο του τα δικαιώματα, τις ελευθερίες, ακόμα και την ενδυμασία. Τα ευρωπαϊκού στυλ σακάκι και παντελόνι, το φέσι και το κοντό μούσι έγιναν υποχρεωτικά στις κρατικές υπηρεσίες, ενώ οι νέοι που στρατολογούνταν με το ζόρι από την επαρχία για τον σύγχρονο στρατό που είχε αρχίσει να δημιουργείται στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη αλυσοδεμένοι από τα πόδια για να μην το σκάσουν στον δρόμο.
“Ο Μαχμούτ Β΄είχε αποξενωθεί από όλους τους ηγέτες και τα κράτη της Ευρώπης. […]. Το τίμημα ήταν ότι δεν μπορούσε πια να ακολουθεί μια πολιτική εξισορρόπησης της Ρωσίας με την Αγγλία.”
Εντωμεταξύ, στα τέλη του 1825 πέθανε ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος, που είχε από την αρχή εναντιωθεί στην ελληνική ανεξαρτησία για να μη θιγεί η εγκαθιδρυμένη μετά τον Ναπολέοντα συντηρητική ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων, και τον θρόνο ανέλαβε ο αδελφός του, του οποίου η οπτική σ’ αυτό το ζήτημα ήταν τελείως διαφορετική. Ο Μαχμούτ Β΄, ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης είχε χρησιμοποιήσει δεκάδες φορές διάφορες εκδοχές της φράσης «κανείς δεν δικαιούται να αναμειγνύεται στις εσωτερικές μας υποθέσεις», είχε αποξενωθεί από όλους τους ηγέτες και τα κράτη της Ευρώπης, εκτός από την Αυστρία. Το τίμημα ήταν ότι δεν μπορούσε πια να ακολουθεί μια πολιτική εξισορρόπησης της Ρωσίας με την Αγγλία. Ειδικά μετά τη σφαγή του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826, η ηθική διάσταση του ζητήματος είχε περάσει σε πρώτο πλάνο για τους Ευρωπαίους και είχε δημιουργηθεί μια κοινή γνώμη που έντονα ζητούσε να τιμωρηθεί το οθωμανικό κράτος. Η πρώτη δόση αυτής της τιμωρίας υπήρξε η σχεδόν ολοσχερής καταστροφή των στόλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αιγύπτου στο Ναβαρίνο με την κοινή δράση των στόλων της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας.
“Το κράτος […]δεν κατάφερνε να συγκεντρώσει έναν στρατό που να μπορεί να καταπνίξει την ελληνική εξέγερση.”
Η διάλυση του σώματος των γενιτσάρων και οι στρατιωτικές και γραφειοκρατικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν δεν είχαν προλάβει να αποδώσουν καρπούς όταν ξέσπασε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, σε λιγότερο από δύο χρόνια. Το κράτος, καθώς τα τελευταία δέκα χρόνια είχε βγάλει από τη μέση όσους αγιάνηδες μπορούσε, χωρίς όμως να δημιουργήσει στη θέση τους κάτι άλλο αποτελεσματικό, κι είχε προκαλέσει μεγάλη καταστροφή, δεν κατάφερνε να συγκεντρώσει έναν στρατό που να μπορεί να καταπνίξει την ελληνική εξέγερση. Γι’ αυτό από τη μια γελοιοποιήθηκε από τους Αλβανούς πολεμάρχους και μισθοφόρους που δεν είχαν διάθεση να πολεμήσουν εναντίον των Ελλήνων επαναστατών κι από την άλλη ήταν στο έλεος του διοικητή της Αιγύπτου. Ενώ είχαν έτσι τα πράγματα, το να μπει το 1828 το οθωμανικό κράτος σε πόλεμο με τη Ρωσία, που στο Ναβαρίνο απώλεσε τον στόλο του και την υποστήριξη του διοικητή της Αιγύπτου, δεν ήταν παρά αυτοκτονία. Ωστόσο, όπως βλέπουμε στα αυτοκρατορικά διατάγματα που έγραψε με το ίδιο του το χέρι, ο Μαχμούτ Β΄ προτιμούσε έναν πόλεμο με τη Ρωσία από το να παραχωρήσει ανεξαρτησία σε υπηκόους του – κι αυτό ενώ πιθανότατα γνώριζε ότι το τέλος αυτής της ιστορίας θα ήταν πικρό.
“Σήμερα, η συμβολή της Ρωσίας στην ελληνική ανεξαρτησία δεν είναι κάτι που τονίζεται στην κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφία.”
Όσο κι αν οι Έλληνες πάλεψαν με νύχια και με δόντια για την ανεξαρτησία τους, το 1828 η εξέγερση έχει σε μεγάλο βαθμό καταπνιγεί, τα πιο σημαντικά κέντρα αντίστασης –όπως το Μεσολόγγι και η Αθήνα– έχουν περάσει υπό τον έλεγχο των οθωμανικών δυνάμεων, και σε πολλές περιοχές οι εξεγερμένοι είχαν ζητήσει έλεος από το κράτος. Αν το 1828 δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος, και αν τον Αύγουστο του 1829 οι Ρώσοι δεν είχαν καταλάβει την Αδριανούπολη απειλώντας άμεσα τον οθωμανικό θρόνο, ο Μαχμούτ Β΄, ο οποίος είχε αντισταθεί μέχρι τέλους στις υπέρ των Ελλήνων παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν θα αποδεχόταν με τίποτα την ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και οι συγκρούσεις θα είχαν με κάποιον τρόπο συνεχιστεί. Σήμερα, η συμβολή της Ρωσίας στην ελληνική ανεξαρτησία δεν είναι κάτι που τονίζεται στην κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφία. Βέβαια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ακόμα και χωρίς τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, αργά ή γρήγορα οι Έλληνες, όπως και όλα τα άλλα έθνη που αποσχίστηκαν από την Αυτοκρατορία, θα είχαν ιδρύσει το δικό τους έθνος-κράτος, απλώς όχι εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Το Δεύτερο Reset
Το δεύτερο reset ξεκίνησε με την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 και κατέληξε σε μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές και μετασχηματισμούς που έχουν δει ποτέ αυτά τα χώματα. Έπειτα από τρεις μεγάλους πολέμους, μια σειρά από σφαγές, και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, η πολύγλωσση, πολυ-θρησκευτική, πολυ-εθνοτική Οθωμανική Αυτοκρατορία, που βάστηξε πάνω από 600 χρόνια, έγινε παρελθόν, και στα χώματα της Μικράς Ασίας ιδρύθηκε το τουρκικό έθνος-κράτος υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, του «ενός ανδρός» του δεύτερου reset.
“…η ενέργεια των Νεότουρκων, που θεώρησαν ως λύση για την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας το να βάλουν με το ζόρι τη χώρα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολουθώντας τη Γερμανία, ήταν κυριολεκτικά αυτοκτονία.”
Το συνταγματικό καθεστώς, που ξεκίνησε με μεγάλες ελπίδες τον βίο του μετά το 1908, κατέληξε σε αποτυχία, ως αποτέλεσμα της αφροσύνης που έδειξαν όχι μόνο η ηγεσία των Νεότουρκων αλλά και όλων των κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας, των επεμβάσεων των βαλκανικών κρατών –που πρόσφατα είχαν κερδίσει την ανεξαρτησία τους από την Αυτοκρατορία– για να διευρύνουν τα εδάφη τους, και των ιμπεριαλιστικών παιχνιδιών της Αγγλίας. Το οθωμανικό κράτος είχε βγει από τους βαλκανικούς πολέμους σε άθλια κατάσταση· έχοντας με δυσκολία ξανακερδίσει από τους Βούλγαρους την Αδριανούπολη κι έχοντας χάσει το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών εδαφών του, είχε περιοριστεί στην Μικρά Ασία. Ενώ είχαν έτσι τα πράγματα, η ενέργεια των Νεότουρκων, που θεώρησαν ως λύση για την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας το να βάλουν με το ζόρι τη χώρα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολουθώντας τη Γερμανία, ήταν κυριολεκτικά αυτοκτονία. Από την άλλη, ο πόλεμος αυτός εξασφάλισε και τις κατάλληλες συνθήκες για να απαλλαγεί το κράτος από τον χριστιανικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας, την πολυπληθέστερη ομάδα που περιόριζε το πεδίο κυριαρχίας του.
“Οι Νεότουρκοι δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το reset που είχαν ξεκινήσει.”
Οι Νεότουρκοι δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το reset που είχαν ξεκινήσει. Τον Νοέμβριο του 1918 τα υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματός του, του Κομιτάτου Ένωσης και Προόδου, εγκατέλειψαν κακήν κακώς τη χώρα που εξαιτίας τους είχε γίνει ερείπια. Μετά την κατάληψη από τις δυνάμεις της Αντάντ της πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης, και διάφορων περιοχών της Μικράς Ασίας, οι Τούρκοι εθνικιστές ξεκίνησαν στην Μικρά Ασία ένα κίνημα εθνικής απελευθέρωσης. Η Ελλάδα, που κατέλαβε τη Σμύρνη και την περιοχή της, ήταν μόνο ένας από τους εχθρούς, αλλά σ’ αυτόν τον αγώνα, που στην τουρκική ιστοριογραφία ονομάζεται Πόλεμος της Απελευθέρωσης, οι μεγαλύτερες και αποφασιστικότερες μάχες δόθηκαν εναντίον του ελληνικού στρατού.
“Κι ενώ ακριβώς εκατό χρόνια αργότερα Τούρκοι και Έλληνες έρχονταν πάλι αντιμέτωποι σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου, η Ρωσία αυτή τη φορά πήρε το μέρος των Τούρκων.”
Κι ενώ ακριβώς εκατό χρόνια αργότερα Τούρκοι και Έλληνες έρχονταν πάλι αντιμέτωποι σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου, η Ρωσία αυτή τη φορά πήρε το μέρος των Τούρκων. Στη Ρωσία λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν πάρει την εξουσία οι κομμουνιστές, οι οποίοι θεώρησαν και στρατηγικά και ηθικά σωστό να υποστηρίξουν την Τουρκία, που στα μάτια τους βρισκόταν υπό ιμπεριαλιστική κατοχή. Η σοβιετική Ρωσία, η οποία δικαίως έβλεπε την Αγγλία πίσω από τον ελληνικό στρατό που προέλαυνε προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, υποστηρίζοντας τους Τούρκους εθνικιστές κράτησε μακριά από τα νοτιοανατολικά της σύνορα την Αγγλία, αποτρέποντας έτσι το άνοιγμα ενός επιπλέον μετώπου εναντίον της κομμουνιστικής επανάστασης, ενώ ταυτόχρονα έκανε μια χειρονομία για να προσελκύσει στις γραμμές της επανάστασης τους μουσουλμάνους της Ρωσίας που παρακολουθούσαν με ανησυχία τις εξελίξεις στην Τουρκία. Σύμφωνα με τα επίσημα σοβιετικά στοιχεία, κατά τη διάρκεια του πολέμου η Ρωσία δώρισε στο τουρκικό εθνικό κίνημα εκατοντάδες κιλά χρυσό, δεκάδες χιλιάδες τουφέκια, εκατοντάδες πολυβόλα, εκατομμύρια σφαίρες και βλήματα. Πρώτος απ’ όλους ο ηγέτης του κινήματος, ο Μουσταφά Κεμάλ, τόνισε με τα παρακάτω λόγια ότι χωρίς τη ρωσική υποστήριξη ο πόλεμος δεν θα είχε στεφθεί με επιτυχία: «Αν δεν υπήρχε η υποστήριξη της Ρωσίας, η νίκη της νέας Τουρκίας επί των εισβολέων θα είχε μπορέσει να επιτευχθεί μόνο με ασύγκριτα μεγαλύτερες απώλειες ή ίσως και να μην είχε καταστεί δυνατή. Η Ρωσία πρόσφερε στην Τουρκία και ηθική και υλική βοήθεια, και θα είναι έγκλημα να ξεχάσει το έθνος μας αυτή τη βοήθεια.» Δεν μπόρεσα να βρω την πηγή αυτού του αποσπάσματος, που βρίσκεται στην ιστοσελίδα της Πρεσβείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Τουρκία, αλλά το Μνημείο της Δημοκρατίας στην πλατεία Ταξίμ δεν αφήνει κανέναν λόγο να αμφιβάλλουμε για την ακρίβεια αυτών των φράσεων. Το ότι στο μνημείο που τοποθετήθηκε στο Ταξίμ, την πιο κεντρική πλατεία της Κωνσταντινούπολης, το 1928, ενώ ο Ατατούρκ ήταν ακόμα εν ζωή, ακριβώς πίσω από το άγαλμα του Ατατούρκ βρίσκονται τα αγάλματα των μπολσεβίκων στρατηγών Βοροσίλοφ και Φρούνζε που κατά τη διάρκεια του πολέμου έφεραν βοήθεια στην Μικρά Ασία, δεν είναι τίποτα άλλο παρά έκφραση της προσωπικής ευγνωμοσύνης του ηγέτη του εθνικού αγώνα για τη ρωσική υποστήριξη.
Έτσι, Έλληνες και Τούρκοι βιώνουν την ιδιορρυθμία να έχουν διεξαγάγει τους πολέμους απελευθέρωσής τους –δηλαδή τα ιδρυτικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας τους– οι μεν εναντίον των δε και αντιστρόφως, με διαφορά εκατό ετών, και, επιπλέον, και τα δύο αυτά ιδρυτικά γεγονότα να έχουν ευοδωθεί χάρη στην επέμβαση της Ρωσίας.
“…ο Ατατούρκ έκανε όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις, που προκάλεσαν κυριολεκτικά μια αλλαγή πολιτισμού, ξεριζώνοντας το παλιό με τη βία, κι όχι επειδή το ζητούσε η κοινωνική βάση.”
Στα επόμενα δεκαπέντε περίπου χρόνια, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ υλοποίησε μία σειρά από μεταρρυθμίσεις για να δημιουργήσει την Τουρκία που είχε στο μυαλό του, κάτω από διαρκείς συνθήκες έκτακτης ανάγκης και εξοντώνοντας βήμα προς βήμα την εναντίον του αντιπολίτευση. Η οθωμανική δυναστεία εξορίστηκε και εγκαθιδρύθηκε δημοκρατία (republic), ο θεσμός του χαλιφάτου καταργήθηκε, οι γυναίκες μπόρεσαν να συμμετάσχουν σε όλους τους τομείς της ζωής και μάλιστα χωρίς να καλύπτονται όπως επιτάσσει το Ισλάμ, το αραβικό αλφάβητο αντικαταστάθηκε από το λατινικό και το παλιό ημερολόγιο από το γρηγοριανό· ο Ατατούρκ έκανε όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις, που προκάλεσαν κυριολεκτικά μια αλλαγή πολιτισμού, ξεριζώνοντας το παλιό με τη βία, κι όχι επειδή το ζητούσε η κοινωνική βάση.
Οι Τούρκοι που κοιτάζουν προς τη Δύση δεν δέχονται ν’ ακούσουν τίποτα αρνητικό για τον Ατατούρκ. Αποδέχονται την καταπίεση και τις αντιδημοκρατικές πρακτικές της εποχής του ως αναγκαίο τίμημα για την πρόοδο, τον διαφωτισμό, τον εκσυγχρονισμό, την κατάκτηση από το νεαρό τουρκικό έθνος μιας αξιοσέβαστης θέσης στον κόσμο. Ωστόσο και η δική του εξουσία ήταν του «ενός ανδρός» και, για να εφαρμόσει τη δική του πολιτική ατζέντα, κατέπνιξε βίαια κάθε είδους αντιπολίτευση.
Το Τρίτο Reset
“Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση της κατεδάφισης, κατά την οποία, υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης, καταργούνται οι θεσμοί και οι συμβάσεις του παλαιού καθεστώτος.”
Το τρίτο μεγάλο reset ξεκίνησε με την προσπάθεια, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010, του ΑΚΡ (Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), που πήρε την εξουσία με τις εκλογές του 2002, και του ηγέτη του, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να καταργήσουν τη δημοκρατία (republic). Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση της κατεδάφισης, κατά την οποία, υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης, καταργούνται οι θεσμοί και οι συμβάσεις του παλαιού καθεστώτος. Δεν είναι ακόμα σαφές αν το ΑΚΡ θα μπορέσει να τελειώσει το reset που ξεκίνησε ή όχι, και τι είδος Τουρκίας θα έχει διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα αυτού. Αυτή τη στιγμή, το αυταρχικό καθεστώς στο οποίο τα δικαιώματα και οι ελευθερίες ορίζονται κατά το δοκούν από έναν μόνο άνθρωπο σπρώχνει τη χώρα προς ένα δυστοπικό μέλλον. Το ότι ούτε στο κράτος ούτε στην πολιτική υπάρχει μια αξιοσημείωτη δύναμη που να μπορεί να σταματήσει ή να εξισορροπήσει αυτή την πορεία καθιστά δυνατή την εξέλιξη αυτού του καθεστώτος σε ολοκληρωτικό. Το αν το ΑΚΡ θα το καταφέρει τελικά αυτό ή όχι θα το δούμε τα επόμενα χρόνια.
Την απώλεια της αυτοδυναμίας από το ΑΚΡ στις εκλογές του Ιουνίου 2015 ακολούθησε μια περίοδος τρομοκρατίας, με βομβιστικές και ένοπλες επιθέσεις πίσω από τις οποίες διαφαινόταν ο δάκτυλος του ίδιου του ΑΚΡ. Ήταν μια περίοδος «δόγματος του σοκ», που κράτησε ως την εξασφάλιση της αυτοδυναμίας από το ΑΚΡ, και την εμπέδωση της εξουσίας του Ερντογάν, και που είχε ως αποτέλεσμα να εξουδετερωθεί η κοινωνική αντιπολίτευση. Στη συνέχεια, με τα γεγονότα της 15ης – 16ης Ιουλίου 2016, που καλύπτονται ακόμα από ομίχλη, ο Ερντογάν έκανε εκκαθαρίσεις όλες τις βαθμίδες του κράτους από τις εστίες δύναμης που απειλούσαν άμεσα την εξουσία του και κυρίως από τους Γκιουλενιστές. Επιπλέον, με το προεδρικό σύστημα που τέθηκε σε εφαρμογή το 2018, η βουλή κατέστη μη λειτουργική, κι ο Ερντογάν άρχισε να κυβερνάει τη χώρα με διατάγματα, ανεξέλεγκτος και χωρίς να λογοδοτεί πουθενά.
“…μια ομάδα περιορισμένων προσόντων ανδρών […] φέρονται στην ίδια τους τη χώρα σαν να έχουν καταλάβει εχθρικό έδαφος, προσπαθούν να διαχειριστούν τις υποθέσεις της χώρας ανάλογα με τις εκάστοτε συγκυρίες.”
Είναι περιττό εδώ να περιγραφούν αναλυτικά τα πεπραγμένα του ΑΚΡ από το 2015 και μετά. Μπορούμε εν συντομία να πούμε ότι μια ομάδα περιορισμένων προσόντων ανδρών, που η σχέση τους με την πραγματικότητα είναι πολύ χαλαρή και φέρονται στην ίδια τους τη χώρα σαν να έχουν καταλάβει εχθρικό έδαφος, προσπαθούν να διαχειριστούν τις υποθέσεις της χώρας ανάλογα με τις εκάστοτε συγκυρίες. Πρόκειται για ένα καθεστώς «οργανωμένης κακίας» και ηθικής παρακμής, που δεν διστάζει, για να διαιωνίσει την εξουσία του, να ρίξει την ήδη πολωμένη κοινωνία στη φωτιά. Ένα σύστημα χωρίς νόμους, που προσπαθεί να δημιουργήσει μια κοινωνία υποταγής με το να φιμώνει κάθε αντιπολίτευση που δεν το βολεύει κατηγορώντας τη ως εχθρό της θρησκείας και του κράτους, προδότη της πατρίδας και τρομοκράτη. Και μια διακυβέρνηση που στο εξωτερικό, με διαρκώς μεταβαλλόμενες πολιτικές, σπρώχνει τη χώρα μια από εδώ και μια από εκεί, σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς.
“Το συμβολικό γεγονός της αλλαγής πολιτισμικού παραδείγματος που επιβάλλει βήμα βήμα ο Ερντογάν υπήρξε η επαναλειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τζαμιού.”
Το συμβολικό γεγονός της αλλαγής πολιτισμικού παραδείγματος που επιβάλλει βήμα βήμα ο Ερντογάν υπήρξε η επαναλειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τζαμιού. Δεν πρόκειται για κάτι που μπορεί να ερμηνευτεί μόνο ως επίδειξη δύναμης – και κυρίως αδιαφορίας για τις όποιες αντιδράσεις – προς το εξωτερικό, ή κίνηση ικανοποίησης του εσωτερικού ακροατηρίου, ούτε ως προσπάθεια αλλαγής της ατζέντας την ώρα που η πανδημία πιέζει. Μ’ αυτή την επιθετική πρωτοβουλία, ο Ερντογάν θέλησε, ακυρώνοντας την προσωπική απόφαση του Ατατούρκ, δηλαδή του ημίθεου ιδρυτή της Παλιάς Τουρκίας, να μετατρέψει σε σύμβολο, με τον πιο πομπώδη τρόπο, τη ρήξη με το παρελθόν. Κατά παρόμοιο τρόπο, με ένα «Σύνταγμα Επανίδρυσης» στην επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση της Δημοκρατίας, θέλει να κατοχυρώσει αυτή τη ρήξη και να επιβάλει με μια τελική κίνηση το έργο του, το οποίο έχει υλοποιήσει βήμα βήμα. Το αν θα καταφέρει ή όχι να θέσει σε εφαρμογή αυτό το νέο σύνταγμα είναι ένα άλλο θέμα.
“Και οι τρεις αλλαγές πολιτισμικού παραδείγματος έγιναν, γίνονται, όχι λόγω ενός σοβαρού αιτήματος της κοινωνικής βάσης, αλλά από τα πάνω, με την επιβολή από έναν αποφασισμένο άνδρα, βίαια.”
Και οι τρεις αλλαγές πολιτισμικού παραδείγματος έγιναν, γίνονται, όχι λόγω ενός σοβαρού αιτήματος της κοινωνικής βάσης, αλλά από τα πάνω, με την επιβολή από έναν αποφασισμένο άνδρα, βίαια. Η κοινωνία εξαναγκάζεται να ζήσει το όνειρο αυτών των αποφασισμένων ανδρών, αλλά αυτά τα όνειρα γίνονται εφιάλτες για κάποια κομμάτια της κοινωνίας. Το τι μπορεί να γίνει από εδώ και στο εξής εξαρτάται από το τι είδους χώρα είναι η Τουρκία που έχει στο μυαλό του ο Ερντογάν. Και τον ορίζοντά του τον καθορίζουν βέβαια η ιδεολογία του και οι διανοητικές του ικανότητες. Στην επόμενη περίοδο, αν βέβαια τα πράγματα πάνε όπως θέλει ο ίδιος και εφόσον το επιτρέπει η διεθνής συγκυρία, μπορούμε να περιμένουμε εξελίξεις όπως ένα καινούριο σύνταγμα με έμφαση στη θρησκεία, μεταρρύθμιση επί το θρησκευτικότερο διάφορων τομέων του δικαίου, όπως για παράδειγμα το οικογενειακό δίκαιο, σταδιακό κλείσιμο όλων των κομμάτων, μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, επαναφορά και εφαρμογή της θανατικής ποινής, μεταφορά της επίσημης εβδομαδιαίας αργίας στην Παρασκευή κλπ. Κοιτώντας τις ως τώρα εξελίξεις, μπορούμε άνετα να θεωρήσουμε ότι ο Ερντογάν θα τα υλοποιήσει όλα αυτά όταν έρθει η κατάλληλη, σύμφωνα με τον ίδιο, στιγμή.
Το Τρίτο Reset και η Ελλάδα
“Το ότι το ΑΚΡ δεν κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές στην Κωνσταντινούπολη παρ’ όλες τις ανενδοίαστες επεμβάσεις, έδειξε ότι ο Ερντογάν δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από ένα ορισμένο σημείο.”
Διαβάζουμε στα ΜΜΕ ότι και τα πιο μικρά ζητήματα απαιτούν πλέον την έγκριση του Ερντογάν κι ότι οι προς υπογραφή φάκελοι στο γραφείο του φτάνουν στο ύψος δεν ξέρω πόσων ανθρώπων. Είδαμε όμως στις τοπικές εκλογές του 2019 ότι, ακόμα κι έτσι, ο Ερντογάν δεν μπορεί να πει «εγώ είμαι το κράτος». Το ότι το ΑΚΡ δεν κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές στην Κωνσταντινούπολη παρ’ όλες τις ανενδοίαστες επεμβάσεις, έδειξε ότι ο Ερντογάν δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από ένα ορισμένο σημείο.
“Γράφτηκε το καλοκαίρι του 2020 ότι ο Ερντογάν, που στις συνθήκες της πανδημίας πιεζόταν πολύ και η εκλογική του βάση φυλλορροούσε, ήθελε να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια με μια ελεγχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση.”
Γράφτηκε εκτενώς το καλοκαίρι του 2020, από ανθρώπους που παρακολουθούν στενά την τουρκική πολιτική, ότι ο Ερντογάν, που στις συνθήκες της πανδημίας πιεζόταν πολύ και η εκλογική του βάση φυλλορροούσε, ήθελε να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια με μια ελεγχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση κι ότι ακόμα κι ένας πόλεμος μίας ημέρας θα αρκούσε για να εγκαθιδρύσει μια κανονικότατη δικτατορία. Δηλαδή, σύμφωνα μ’ αυτά τα σενάρια, τα δυνητικά (καθώς δεν είναι γνωστό αν υπάρχουν ή όχι, πόσα είναι, πότε θα μπορέσουν να εξαχθούν κι αν συμφέρει οικονομικά να γίνει αυτό) ενεργειακά κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου, το θέμα της υφαλοκρηπίδας ή η Κύπρος δεν θα ήταν ο πραγματικός λόγος μιας πιθανής σύγκρουσης, αλλά μόνο μία πρόφαση.
“Η Τουρκία του Ερντογάν […]ψάχνει τη θέση της σ’ αυτό τον γρήγορα μεταβαλλόμενο κόσμο. Όμως αυτό δεν το κάνει έχοντας από πίσω μια στρατηγική ή μια σοβαρή σκέψη.”
Παρότι αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν δείχνει να ψάχνει στις κουρδικές περιοχές το «Μεγάλο Πρόσχημα» που χρειάζεται, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι θα γίνει από εδώ και στο εξής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αν η Ελλάδα θα παίξει ή όχι ρόλο στο τρίτο reset. Όσο κι αν το να μη διδάσκεται η ανθρωπότητα από την ιστορία είναι ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματά της, η ιστορία δεν είναι θετική επιστήμη. Δηλαδή, το ότι στα τελευταία διακόσια χρόνια περάσαμε από παρόμοιες φάσεις δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι θα γίνει ελληνοτουρκικός πόλεμος. Κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον. Ωστόσο, αν ένα όφελος της ενασχόλησης με την ιστορία είναι το να αντιλαμβάνεσαι τα μοτίβα που κάνουν ρίμες, το να κοιτάξουμε στην ιστορία μπορεί να είναι μια ωφέλιμη άσκηση. Για παράδειγμα, ένα από αυτά τα μοτίβα είναι πως η ανθρωπότητα μπαίνει διαρκώς σε κύκλους αυτοκαταστροφής. Ακριβώς όπως είχε γίνει και πριν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, έχει αρχίσει να συσσωρεύεται υπερβολικά πολλή ενέργεια πάνω στα ρήγματα της παγκόσμιας πολιτικής. Η Μεσόγειος είναι ένα από τα σημαντικά ρήγματα. Οι απογοητεύσεις που γεννά ο καπιταλισμός δίνουν πάλι ώθηση σε ακραίους πολιτικούς και πολιτικές στις τέσσερις γωνιές του κόσμου. Η παγκόσμια πολιτική αλλάζει πιο γρήγορα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας. Η Τουρκία του Ερντογάν, που εν μέσω του τρίτου reset κατάφερε με «πολύ κόπο» να αποξενώσει και τους γείτονές της και ένα σημαντικό μέρος της Δύσης, ψάχνει τη θέση της σ’ αυτό τον γρήγορα μεταβαλλόμενο κόσμο. Όμως αυτό δεν το κάνει έχοντας από πίσω μια στρατηγική ή μια σοβαρή σκέψη· το κάνει ψηλαφιστά και με σπασμωδικές κινήσεις. Πόσες φορές τυφλωμένοι και άφρονες κυβερνήτες δεν έφεραν την Τουρκία στο χείλος της καταστροφής! Το μοτίβο της αυτοκτονίας υπάρχει στην ιστορία αυτού του κράτους· ας ελπίσουμε για το καλό όλων των λαών της περιοχής, ότι δεν θα είναι η μοίρα του.
[1] Παραπέμπω εδώ σ’ ένα μότο που το βρίσκω πολύ εύγλωττο και το οποίο αποδίδεται στον Μάρκ Τουέιν, αν και η προέλευσή του δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα: «Ηistory doesn’t repeat itself, but it often rhymes, δηλαδή η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αλλά κάνει συχνά ρίμες».
[2] Μαχντί λέγεται ο Μεσσίας στην ισλαμική εσχατολογία.
[3] Η Υψηλή Πύλη ήταν η έδρα του μέγα βεζύρη και της γραφειοκρατίας, ενώ το παλάτι Τοπκαπί ήταν η έδρα του σουλτάνου.