Στην ετήσια Ειδική Έκδοση “Προβλέψεις για το 2024”, δεκαεννέα αναλυτές και συνεργάτες του ΕΛΙΑΜΕΠ καταθέτουν τις προβλέψεις τους για το 2024, τις κύριες προκλήσεις και τάσεις, τους κινδύνους και τις πιθανές ευκαιρίες του νέου έτους, για την Ελλάδα, την Ευρώπη, τη Μεσόγειο και τον κόσμο.
Περιεχόμενα:
- Ένας κόσμος που αλλάζει; Μαρία Γαβουνέλη
- Νοτιοανατολική Ευρώπη, Ιωάννης Αρμακόλας
- Κρίσιμα Ζητήματα για την Τουρκία το 2024, Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης
- 2024: μια χρονιά προκλήσεων για το άσυλο, αλλά και ευκαιριών για τη νόμιμη μετανάστευση, Αγγελική Δημητριάδη
- Το μέλλον των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας το 2024, Αλέξανδρος Διακόπουλος, Πέτρος Λιάκουρας, Κώστας Υφαντής και Κωνσταντίνος Φίλης
- Κλιματική διπλωματία: από τη διαπραγμάτευση στην εφαρμογή, Εμμανουέλα Δούση
- Σχέσεις Ελλάδας με Ινδία: Προοπτικές, Ιωάννης-Αλέξιος Ζέπος
- Η Μεσόγειος Φλέγεται, Δημήτρης Κούρκουλας
- Τεχνητή νοημοσύνη: Οι προκλήσεις της νέας εποχής έφθασαν; Μιχάλης Κρητικός
- Οι ελληνογερμανικές σχέσεις το 2024: Προς ακόμη καλύτερες ημέρες; Ρόναλντ Μαϊνάρντους
- Η οικονομία το 2024 στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο, Μάνος Ματσαγγάνης
- Ευρωεκλογές 2024: Περιμένοντας τους βαρβάρους», Σπύρος Μπλαβούκος
- ΗΠΑ: Έτος αναμονής και κινδύνων, Κατερίνα Σώκου
- Η Κίνα το 2024, Γιώργος Ν. Τζογόπουλος
- Να ελπίζουμε για το καλύτερο χωρίς να εφησυχάζουμε, Παναγιώτης Τσάκωνας
- Δεν είναι η Ευρώπη στα καλύτερα της, Λουκάς Τσούκαλης
- Το Ισραήλ σε πόλεμο πολλαπλών προκλήσεων, Γαβριήλ Χαρίτος
Διαβάστε το κείμενο εδώ σε μορφή pdf.
Ένας κόσμος που αλλάζει;
Μαρία Γαβουνέλη
Είναι φορές που ο αχός από τις μετακινούμενες τεκτονικές πλάκες της ιστορίας ακούγεται λίγο πιο έντονα. Το 2024 μας βρίσκει με δυο ενεργούς πολέμους, κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο παγωμένες συγκρούσεις, τουλάχιστον 2-3 διαλυμένα κράτη στην γειτονιά μας, ένα τεράστιο κύμα εκλογικών αναμετρήσεων στον κόσμο: στις ΗΠΑ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Ιαπωνία, στην Ινδία, η δημοκρατική νομιμοποίηση των οποίων είναι απολύτως ανάλογη προς την αστάθεια και ασάφεια που προκαλούν. Παλιές συμμαχίες αναπροσαρμόζονται, νέες ομαδοποιήσεις γεννιούνται, ο κόσμος μας αλλάζει. Είμαστε πολύ κοντά για να αντιληφθούμε την κατεύθυνση της αλλαγής αλλά η αίσθηση της κίνησης είναι πολύ ισχυρή.
Είναι εύκολο να διακρίνουμε ορισμένες από τις διαχωριστικές γραμμές που μοιράζουν τον κόσμο μας. Η ευρωπαϊκή μας οικογένεια βρίσκεται ακόμη σε ένα προνομιακό χώρο ειρήνης αλλά εμείς είμαστε στην αιχμή ενός παράλληλου σύμπαντος που σπαράσσεται από πολέμους. Η αγριότητα της σύρραξης στη Γάζα τροφοδοτείται από την πλήρη αδυναμία όλων των εμπλεκομένων να προτείνουν μια βιώσιμη λύση του παλαιστινιακού προβλήματος ενώ στη Συρία, τον Λίβανο και πιο δίπλα στη Λιβύη οι κρατικές δομές παραμένουν καταρρακωμένες. Πίσω από αυτούς υπάρχει ένας κόσμος πλούσιου αυταρχισμού: στο Ιράν και στις χώρες του Κόλπου, στην Κίνα, και εκατομμύρια καταρρακωμένων απέλπιδων από την Υεμένη στην υποσαχάρια Αφρική, που βυθίζονται στον φανατισμό όταν δεν μπορούν να πάρουν τον δρόμο της μετανάστευσης. Η μετακίνηση των πληθυσμών υπήρξε πάντοτε ουσιαστικό στοιχείο της ανθρώπινης ιστορίας. Η τοξικότητα όμως με την οποία αντιμετωπίζονται οι μεταναστευτικές ροές στην πλούσια και σταθερή Ευρώπη καταδεικνύει την ανησυχία όλων ημών που θεωρούμε την οικονομική ευημερία και την κοινωνική συνοχή των τελευταίων τριών γενεών κεκτημένο και παρά ταύτα αντιλαμβανόμαστε ότι οι γερασμένες κοινωνίες μας δεν μπορούν να παραμείνουν βιώσιμες χωρίς να ξεφύγουμε από την δική μας τόσο άνετη ζώνη ασφάλειας.
Οι επιθυμίες, οι προοπτικές, οι αντιλήψεις του παγκόσμιου Νότου, στην πολυφωνική πολυχρωμία του, βρίσκονται πολύ μακρυά από την δική μας πεποίθηση για τον ασφαλή κόσμο μας, δομημένο σε αρχές και κανόνες διεθνούς δικαίου που εμείς φτιάξαμε την επαύριο των καταστροφικών πολέμων του 20ου αιώνα και θεωρούσαμε ακλόνητους. Είναι χαρακτηριστικές άλλωστε οι αντιδράσεις στην συνεχιζόμενη τραγωδία της Ουκρανίας. Η επίθεση της Ρωσίας σε ένα άλλο ανεξάρτητο κράτος συνιστά βάναυση παράβαση της ακρογωνιαίας υποχρέωσης μη χρήσης βίας και επομένως για εμάς συνιστά ευθεία πρόκληση στους κοινούς κανόνες που αποτελούν την βάση του διεθνούς συστήματος. Για τους υπόλοιπους όμως στον πλανήτη, ο πόλεμος αυτός δεν είναι τίποτα άλλο από μια ενδοευρωπαϊκή διένεξη, που θα πρέπει να λήξει το συντομότερο δυνατόν όταν λείψουν οι παιδιάστικες πόζες και από τις δυο μεριές. Και είναι βέβαια απολύτως χαρακτηριστική η πλήρης και εκκωφαντική απουσία του ΟΗΕ και όλων των πολυμερών θεσμών, που παρείχαν μέχρι πρότινος το κοινό σημείο καταγραφής συναινέσεων και περιορισμού της κρατικής εξουσίας, σε μια συνεχή δυναμική στάθμιση της συλλογικότητας και της μονομέρειας.
Και εδώ ίσως βρίσκεται το μυστικό της επόμενης χρονιάς, της επερχόμενης εποχής. Στον προηγούμενο διπολικό κόσμο, τα δυο μέρη ήταν σαφώς καθορισμένα με απόλυτη κάθετη διάκριση στην οικονομία, στην κοινωνία, σε θέματα ασφάλειας – ήταν κανείς είτε με την Δύση είτε με τον σοσιαλιστικό κόσμο με τους ενδιάμεσους να κλείνουν προς την μία ή την άλλη πλευρά. Η σαφήνεια της απόλυτης διάκρισης ενίσχυε την σταθερότητα του συστήματος. Ο δικός μας πολυπολικός κόσμος εμφανίζει επάλληλους οριζόντιους διαχωρισμούς, όπου μια δημοκρατία να μπορεί να στηρίζεται στην αυταρχική Κίνα για την οικονομία αλλά να αναζητεί δυτική κάλυψη για θέματα ασφάλειας. Η εγγενής δομική αστάθεια ενισχύεται από την έλλειψη μονιμότητας των νέων πρόσκαιρων συνεργειών. Η ρευστότητα αντικατοπτρίζεται και στην προσπάθεια συγχρωτισμού σε νέα κοινοτικά μορφώματα, όπως οι BRICS, με εμφανή όμως ακόμη την έλλειψη κέντρου βάρους όσο και κοινών πολιτικών που ενεργούν ως συγκολλητική ουσία. Και όλα αυτά ενώ ο πλανήτης αλλάζει δραματικά ως αποτέλεσμα των άμεσων επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης και το ανθρωπογενές περιβάλλον δοκιμάζεται από τα ίδια τα προϊόντα του, την τεχνητή νοημοσύνη.
Με αυτές τις σκέψεις κατά νου, ζητήσαμε για άλλη μια φορά από τους ερευνητές του ΕΛΙΑΜΕΠ να καταγράψουν την δική τους αντίληψη του κόσμου και τις προοπτικές για το 2024. Αν υπάρχει μια κοινή γραμμή, στα πολλά και διαφορετικά θέματα που ακολουθούν, είναι η βαριά σκιά της αστάθειας που προκαλούν η βαρβαρότητα του πολέμου και η αδιόρατη ανησυχία μιας εποχής σε μετάβαση.
Ο Δημήτρης Κούρκουλας σκιαγραφεί την εικόνα μιας δυστοπικής Μεσογείου ενώ ο Γαβριήλ Χαρίτος καταγράφει τις πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει το Ισραήλ στο κέντρο ενός βάναυσου πολέμου.
Στα μόνα καλά νέα της χρονιάς, ο Αλέξανδρος Διακόπουλος (επικουρούμενος από τον Πέτρο Λιάκουρα, τον Κώστα Υφαντή και τον Κωνσταντίνο Φίλη) προσπαθούν να καταγράψουν το μέλλον των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας το 2024 ενώ ο Παναγιώτης Τσάκωνας μιλά για τις κοινές μας ελπίδες. Ο Γιάννης Γρηγοριάδης συμπληρώνει την εικόνα με την αποτίμηση των προοπτικών της Τουρκίας την επόμενη χρονιά.
Η επόμενη θεματική αναφέρεται στην ευρωπαϊκή μας οικογένεια, που κατά τον Λουκά Τσούκαλη δεν είναι στα καλύτερα της. Ο Σπύρος Μπλαβούκος περιγράφει το διακύβευμα των ευρωπαϊκών εκλογών ενώ η Αγγελική Δημητριάδη και ο Γιάννης Αρμακόλας μελετούν δυο πολύ σημαντικές πολιτικές της Ένωσης: την πολιτική μετανάστευσης και ασύλου, με εσωτερικές και εξωτερικές παραμέτρους, και την εικόνα της υπό διεύρυνση Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αντίστοιχα.
Ο Μάνος Ματσαγγάνης συμπληρώνει την εικόνα με τις προοπτικές της οικονομίας στην Ευρώπη και στον κόσμο ενώ ο Ronald Meinardus μελετά την διαχρονική εξέλιξη των ελληνογερμανικών σχέσεων.
Και το τελευταίο μέρος ασχολείται με την μεγάλη μας γειτονιά και τα κοινά προβλήματα του πλανήτη. Η Κατερίνα Σώκου μιλά για το τεράστιο ερωτηματικό των αμερικανικών εκλογών, ο Γιώργος Τζογόπουλος περιγράφει μια σταθεροποιημένη Κίνα ενώ ο Ι.-Α. Ζέπος προσβλέπει στις προοπτικές της ελληνο-ινδικής συνεργασίας σε έναν διευρυμένο ινδο-ειρηνικό διάδρομο. Η Εμμανουέλα Δούση και ο Μιχάλης Κρητικός κλείνουν με την ενατένιση του μέλλοντος στα τεράστια προβλήματα της κλιματικής κρίσης και τις τεράστιες προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης.
Πέντε, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια αργότερα, όταν οι ισορροπίες θα έχουν κατασταλάξει σε μια άλλη τάξη πραγμάτων, πολύ ή λίγο διαφορετική, θα κοιτάμε πίσω και εύκολα θα αναγνωρίσουμε τα καθοριστικά γεγονότα, που έδωσαν το έναυσμα της νέας εποχής. Ως τότε, ας επιβιώσουμε, ευτυχισμένοι και χαρούμενοι, στο 2024.
Η Μεσόγειος Φλέγεται
Δημήτρης Κούρκουλας
Στις αρχές του 2023 οι προοπτικές για την πολυτάραχη περιοχή της Μεσογείου ήταν ήδη δυσοίωνες. Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει τις ακόμα τραγικότερες εξελίξεις με την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023 και την συνεχιζόμενη πολυαίμακτη πολεμική σύγκρουση και πρωτοφανή ανθρωπιστική καταστροφή στη λωρίδα της Γάζας. Η Μεσόγειος, και ειδικότερα η ανατολική Μεσόγειος, επιβεβαίωσε ότι μπορεί πάντα να μας εκπλήσσει και συνήθως να μας εκπλήσσει αρνητικά καθώς βρίσκεται σήμερα στη δίνη ενός εντεινόμενου χάους.
Η τάση οικονομικής, πολιτιστικής και πολιτικής σύγκλισης της νότιας όχθης της Μεσογείου γύρω από ένα ευρωπαϊκό πρότυπο έχει αρχίσει να αντιστρέφεται εδώ και είκοσι σχεδόν χρόνια. Σήμερα η Μεσόγειος δεν αποτελεί μια θάλασσα που ενώνει αλλά ένα τείχος που χωρίζει δύο κόσμους με τεράστιες ανισότητες.
Η τάση οικονομικής, πολιτιστικής και πολιτικής σύγκλισης της νότιας όχθης της Μεσογείου γύρω από ένα ευρωπαϊκό πρότυπο έχει αρχίσει να αντιστρέφεται εδώ και είκοσι σχεδόν χρόνια. Το όραμα της Ευρω-μεσογειακής συνεργασίας να γίνει η Μεσόγειος μια θάλασσα ειρήνης, σταθερότητας, συνεργασίας και ευημερίας για όλους τους λαούς της περιοχής και κατανόησης μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών με πλήρη σεβασμό του διεθνούς δικαίου έχει πλήρως καταρρεύσει, όπως έχουν καταρρεύσει και οι προσδοκίες για την επίτευξη βιώσιμης λύσης στο παλαιστινιακό. Σήμερα η Μεσόγειος δεν αποτελεί μια θάλασσα που ενώνει αλλά ένα τείχος που χωρίζει δύο κόσμους με τεράστιες ανισότητες.
Την τελευταία δεκαετία οι δύο όχθες της Μεσογείου όχι μόνο δεν πλησίασαν, αλλά αντίθετα απομακρύνθηκαν. Η κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, οι πολιτιστικές και κοινωνικές αξίες, οι τρόποι διακυβέρνησης ή η δημογραφία ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους που ενίσχυσαν την αμηχανία αλλά ακόμα και την εχθρότητα έναντι της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας το κατά κεφαλήν εισόδημα για τους κατοίκους της νότιας πλευράς της Μεσογείου είναι 6 φορές χαμηλότερο από εκείνο της ΕΕ. Ο πληθυσμός της Ευρώπης γερνά γρήγορα, αυτός της νότιας όχθης της Μεσογείου είναι σαφώς πιο νέος: το 31% των ανθρώπων είναι κάτω των 14 χρόνων έναντι 15% στην Ευρώπη. Από το 1990, ο πληθυσμός της ΕΕ έχει αυξηθεί κατά 6,5% ενώ αυτός των δέκα χωρών της ανατολικής γειτονίας μας γνώρισε αύξηση 72%.
Η επιδείνωση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών θα συνεχισθεί και το 2024. Όσο απομακρύνεται ο ορίζοντας για ένα καλύτερο μέλλον για τους πληθυσμούς της περιοχής τόσο θα εντείνεται η απογοήτευση και η απελπισία που δίνουν τροφή σε εξτρεμιστικές ιδεολογίες αυξάνοντας το αντι-δυτικό και αντι-ευρωπαϊκό αίσθημα που υποδαυλίζεται και από δυνάμεις που προσπαθούν να ανακτήσουν επιρροή στην περιοχή όπως η Μόσχα, η Άγκυρα και η Τεχεράνη.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που έπληξαν τις περισσότερες χώρες της νότιας Μεσογείου έχουν δημιουργήσει μια, προς το παρόν, μη ανατρέψιμη αλληλουχία αρνητικών εξελίξεων. Οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες από τη λεγόμενη «αραβική άνοιξη» γρήγορα έδωσαν τη θέση τους στον συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο στη Συρία και στη Λιβύη, στην κατάρρευση του χρεωκοπημένου Λιβάνου, στον αγώνα εξοπλισμών της Αλγερίας και του Μαρόκου, στην διάδοση της ισλαμικής τρομοκρατίας, στην αύξηση των προσφύγων. Η αισιοδοξία αντικαταστάθηκε από την απόγνωση. Οι νέοι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις χώρες τους εξ αιτίας των πολέμων, της έλλειψης ελευθερίας, της έλλειψης δουλειάς και προοπτικής για το μέλλον τους. Και σαν να μην έφταναν όλες αυτές οι πληγές, η κλιματική κρίση άρχισε να πλήττει τη Μεσόγειο περισσότερο απ’ ό,τι άλλες περιοχές του πλανήτη με πολύ αρνητικές επιπτώσεις σε σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες.
Μετά την δύσκολη περίοδο της παγκόσμιας επιδημίας του covid ήρθε το σοκ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, της ανόδου των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων. Οι περισσότερες μη ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου πήραν αποστάσεις από την ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στη Ρωσία και σε πολλές ψηφοφορίες στον ΟΗΕ είτε απείχαν είτε καταψήφισαν τις ευρωπαϊκές προτάσεις. Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δημιούργησε πρόσθετες συνθήκες για να βαθύνει το χάσμα με την Ευρώπη και τη Δύση. Η επιρροή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις χώρες της περιοχής μειώνεται σταθερά και πολλαπλασιάζονται τα φαινόμενα «αυτονόμησης» χωρών που παραδοσιακά ακολουθούσαν τις στρατηγικές επιλογές της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Τουρκία, που δεν ακολουθεί τις δυτικές κυρώσεις έναντι της Μόσχας, αλλά και το Μαρόκο που απέχει από την καταδίκη της ρωσικής εισβολής στις ψηφοφορίες στον ΟΗΕ.
Δεν υπάρχουν, στο ορατό μέλλον, προοπτικές αναβίωσης της ειρηνευτικής διαδικασίας ανάμεσα στο Ισραήλ και στους Παλαιστίνιους ενώ η κατάσταση στην Συρία θα συνεχίζει να εξάγει αστάθεια με τη ροή προσφύγων αλλά και με την εδραίωση της στρατιωτικής παρουσίας της Ρωσίας στα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου, στην Λατάκεια και στην Ταρτούς.
Κάποια αισιοδοξία για υπογραφή συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν, που επικράτησε μετά την ανάληψη της αμερικανικής Προεδρίας από τον Biden, έχει οριστικά εξανεμισθεί μετά την επίθεση προς Χαμάς στο Ισραήλ και την, προς το παρόν, ελεγχόμενη αντιπαράθεση του Ισραήλ με τους Χεζμπολάχ του Λιβάνου, που διαθέτουν στενούς δεσμούς με την Τεχεράνη.
Το 2023 ξεκίνησε με πολύ κακούς οιωνούς για την περιοχή της Μεσογείου. Το 2024 ξεκινά με ακόμα πιο δυσοίωνα σημάδια. Οι δραματικές εξελίξεις στη Γάζα δημιουργούν εκρηκτικές συνθήκες στις σχέσεις της Ευρώπης με λαούς της περιοχής και διαβρώνει ακόμα βαθύτερα την ήδη κλονισμένη σχέση τους. Η συνέχιση των εχθροπραξιών στη Γάζα και η ενδεχόμενη επέκτασή τους στο Λίβανο θα θέσουν σε κίνδυνο την σταθερότητα πολλών αραβικών χωρών και ίσως βαθύνουν το ρήγμα με την Ευρώπη ακόμα και σε διακρατικό επίπεδο.
Το μόνο παρήγορο που θα μπορούσε να προκύψει μέσα από αυτό το μαύρο τοπίο θα ήταν η συνειδητοποίηση από την Ευρώπη ότι απαιτείται μια ολοκληρωμένη πολιτική απέναντι στη νότια γειτονιά μας.
Το μόνο παρήγορο που θα μπορούσε να προκύψει μέσα από αυτό το μαύρο τοπίο θα ήταν η συνειδητοποίηση από την Ευρώπη ότι απαιτείται μια ολοκληρωμένη πολιτική απέναντι στη νότια γειτονιά μας. Ίσως δοθεί η χαριστική βολή στις ψευδαισθήσεις ότι μπορούμε να είμαστε ασφαλείς, όταν η γειτονιά μας μαστίζεται από αστάθεια και συγκρούσεις.
Το Ισραήλ σε πόλεμο πολλαπλών προκλήσεων
Γαβριήλ Χαρίτος
Ο πόλεμος της 7ης Οκτωβρίου άλλαξε άρδην την ισραηλινή πολιτική ατζέντα. Έτσι, το τέλος του 2023 σε τίποτα δεν θυμίζει το Ισραήλ των διαδηλώσεων και της ατέρμονης θεσμικής κρίσης. Η αποτυχία του κρατικού μηχανισμού να προβλέψει όσα τραγικά συνέβησαν, καταρράκωσαν την εμπιστοσύνη του μέσου Ισραηλινού προς το στρατιωτικό κατεστημένο, που μέχρι πρότινος εκλαμβανόταν ως άτρωτο, αδιάφθορο και πανέτοιμο να αντιμετωπίσει κάθε απειλή. Η κοινωνία αναμένει να αποδοθούν ευθύνες στους υπεύθυνους αυτής της μεγάλης ήττας, παρότι κυριαρχεί η πεποίθηση ότι στο πεδίο των μαχών το Ισραήλ θα νικήσει. Όταν ο πόλεμος αυτός τελειώσει, το κατεστημένο -πολιτικό, στρατιωτικό και δικαστικό- γνωρίζει ότι θα κληθεί να λογοδοτήσει. Άγνωστο, ωστόσο, παραμένει εάν η απάντηση στο ερώτημα «τις πταίει» θα δοθεί εντός του 2024, καθότι άγνωστη παραμένει ακόμα η διάρκεια του πολέμου.
Τα μέτωπα του πολέμου
Η ιδιαιτερότητα του πολέμου που άρχισε στις 7 Οκτωβρίου έγκειται στην πολλαπλότητα των ενεργών του μετώπων. Επισήμως, το μέτωπο είναι ένα και βρίσκεται στη Γάζα. Ωστόσο, τα πρόσθετα, ανεπίσημα μέχρι στιγμής, αλλά καθ’ όλα ενεργά μέτωπα σε Νότιο Λίβανο και Ερυθρά Θάλασσα, είναι ικανά να διευρύνουν το πολεμικό σκηνικό.
Η ιδιαιτερότητα του πολέμου που άρχισε στις 7 Οκτωβρίου έγκειται στην πολλαπλότητα των ενεργών του μετώπων. Επισήμως, το μέτωπο είναι ένα και βρίσκεται στη Γάζα. Ωστόσο, τα πρόσθετα, ανεπίσημα μέχρι στιγμής, αλλά καθ’ όλα ενεργά μέτωπα σε Νότιο Λίβανο και Ερυθρά Θάλασσα, είναι ικανά να διευρύνουν το πολεμικό σκηνικό.
Παρότι η κυβέρνηση της Βηρυτού δεν επιθυμεί πρόσθετες περιπέτειες, η Χεζμπολάχ φαίνεται πρόθυμη να αποτελέσει τον ιρανικό Προκρούστη, επαναλαμβάνοντας τον πόλεμο του 2006. Έτσι, το μέτωπο Ισραήλ-Χεζμπολάχ ενεργοποιήθηκε λίγα μόλις εικοσιτετράωρα, με τον ηγέτη της οργάνωσης, Χασάν Νασράλα, να κάνει λόγο για «πόλεμο φθοράς». Το Ισραήλ, ωστόσο, απαιτεί πλέον την άμεση εφαρμογή της απόφασης 1701/2006 του Συμβουλίου Ασφαλείας, που ορίζει την περιέλευση του Νοτίου Λιβάνου υπό τον έλεγχο του τακτικού λιβανικού στρατού, τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ και την απόσυρσή της βορείως του ποταμού Λιτάνι. Εάν οι διπλωματικές προσπάθειες ΗΠΑ, Γαλλίας και Γερμανίας δεν ευδοκιμήσουν, εκτιμάται πως αποτελεί ζήτημα χρόνου το Ισραήλ να κηρύξει έναν παράλληλο πόλεμο κατά της Χεζμπολάχ, αξιοποιώντας την παρούσα ενισχυμένη δυτική στρατιωτική παρουσία, που δρα αποτρεπτικά έναντι του Ιράν. Άλλωστε, η ισραηλινή κοινωνία δείχνει έτοιμη να στηρίξει μια τέτοια εξέλιξη, προκειμένου οι πολίτες να μπορέσουν επιστρέψουν με ασφάλεια στις εστίες τους στην λιβανική μεθόριο – προσδοκία απόλυτα ταυτόσημη για τους πολίτες που εγκατέλειψαν τα κατεστραμμένα σπίτια τους στην μεθόριο με τη Γάζα.
Πρωτοτυπία του πολέμου αποτελεί το νέο μέτωπο, που άνοιξαν κατά του Ισραήλ οι φιλοϊρανοί αντάρτες Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα. Το μέτωπο αυτό ενέχει τον κίνδυνο διεθνοποίησης. Πέραν των ΗΠΑ, της Βρετανίας και πλείστων χωρών που η οικονομία τους πλήττεται από το κλείσιμο του θαλασσίου διαύλου των στενών Μπαμπ-Αλ-Μάνταμπ, η Σαουδική Αραβία κάλλιστα μπορεί να εκλάβει την τρέχουσα κατάσταση ως μια ανεπανάληπτη ευκαιρία να αντιμετωπίσει τον ιρανικό περιφερειακό αναθεωρητισμό, διατηρώντας το φιλοδυτικό momentum για μια μελλοντική εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ.
Τέλος, το Ισραήλ αισθάνεται ότι είναι σε θέση να διαχειριστεί την συνήθη κινητικότητα του μετώπου στην Δυτική Όχθη, έχοντας μάθει να διαχειρίζεται προς το συμφέρον του τις δυνάμεις ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής – κυρίως σε επίπεδο συλλογής πληροφοριών.
Η επόμενη μέρα της Γάζας
Παρά τις διαφωνίες με την διακυβέρνηση Μπάιντεν, οι Ισραηλινοί θα επιμείνουν να θέσουν υπό δικό τους στρατιωτικό έλεγχο την Λωρίδα της Γάζας. Ήδη έχουν προβεί σε τετελεσμένα επί του εδάφους για την επιβολή περιμετρικής ζώνης ασφαλείας 1-2 χλμ. που θα συνοδευτεί με περιορισμένης έκτασης εκκαθαριστικές επιχειρήσεις (ενδεχομένως ενόσω θα εντείνεται η δραστηριότητα στον Νότιο Λίβανο), ενθαρρύνοντας την ιδέα μιας «πολυεθνικής ανθρωπιστικής διοίκησης» με τη συμμετοχή όσων αραβικών χωρών διατηρούν ομαλές σχέσεις μαζί του (Αίγυπτος, Ιορδανία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μαρόκο, Μπαχρέιν) με την προσδοκία μίας πρόσθετης σαουδαραβικής παρουσίας. Εάν ο Λευκός Οίκος αρνηθεί μία τέτοια πρόταση, το Ισραήλ θα επιδιώξει να κερδίσει χρόνο ελπίζοντας στην επιστροφή των Ρεπουμπλικανών στην εξουσία το 2025.
Στον αντίποδα των ισραηλινών επιδιώξεων, εκτιμάται ότι οι ΗΠΑ και ο διεθνής παράγοντας θα προωθήσουν την ανάκτηση του ελέγχου της Γάζας από την Παλαιστινιακή Αρχή. Με τους Αμερικανούς να προωθούν τον εκδημοκρατισμό των παλαιστινιακών θεσμών, θα θελήσουν να προσελκύσουν ισλαμιστικές φωνές, πρόθυμες να ανασκευάσουν πρότερες σχέσεις τους με τη σημερινή Χαμάς. Προς αυτήν την κατεύθυνση αναμένεται να ενθαρρυνθούν αραβικές/μουσουλμανικές κυβερνήσεις. Πέραν του Κατάρ και της Τουρκίας, εκτιμάται ότι χρήσιμος ρόλος ενδέχεται να προταθεί στην Αλγερία, κυρίως λόγω μιας σειράς πρωτοβουλιών «παλαιστινιακής συμφιλίωσης» που ανέλαβε παλαιότερα ο Πρόεδρος της χώρας, Αμπντελματζίντ Τεμπούν. Ωστόσο, το περιβάλλον του Παλαιστινίου Προέδρου Αμπάς και το ‘βαθύ κράτος’ της Φατάχ θα ζυγίσουν προσεκτικά τις ισορροπίες, προτού (και εφόσον) ανταποκριθούν θετικά.
Το μέλλον του Νετανιάχου
Το ξέσπασμα του πολέμου και η συμμετοχή του δημοφιλούς Μπένι Γκαντς στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Νετανιάχου, στην πραγματικότητα παρατείνουν την παραμονή του δευτέρου στην εξουσία, τουλάχιστον μέχρι τη λήξη του πολέμου. Ενώ θεωρείτο κρίσιμο για το πολιτικό του μέλλον η ολοκλήρωση της εκδίκασης των ποινικών του υποθέσεων, η απολογία του αναμένεται τον ερχόμενο Απρίλιο. Ωστόσο, βάσει της (ημιτελούς) δικαστικής μεταρρύθμισης, η πρωθυπουργική του θητεία δεν απειλείται από μία καταδικαστική πρωτόδικη απόφαση. Αντιθέτως, εάν προκύψουν προσωπικές του πολιτικές ευθύνες για όσα (δεν) έγιναν στις 7 Οκτωβρίου, τότε μόνο το πολιτικό του μέλλον ενδέχεται να απειληθεί.
Το μέλλον των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας το 2024
Αλέξανδρος Διακόπουλος, Πέτρος Λιάκουρας, Κώστας Υφαντής και Κωνσταντίνος Φίλης
Η χρονιά που πέρασε ήταν μια από τις πιο ήρεμες χρονιές στα ελληνοτουρκικά και χαρακτηρίστηκε από τη ραγδαία βελτίωση του κλίματος που κορυφώθηκε με το πρόσφατο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας και την υιοθέτηση της «Διακήρυξης των Αθηνών».
Πριν ένα χρόνο, τέτοια εποχή, οι σχέσεις των δύο χωρών διένυαν ήδη τον τρίτο χρόνο έντασης, πηγή της οποίας ήταν η αναθεωρητική πολιτική ισχύος της Άγκυρας. Δεδομένου ότι το 2023 ήταν εκλογική χρονιά και για τις δύο χώρες, ήταν πολλοί αυτοί που θεωρούσαν ότι η κατάσταση θα μπορούσε να εκτροχιαστεί και να οδηγήσει σε μια μείζονα κρίση ή και θερμό επεισόδιο. Στην πράξη, αποδείχθηκε το αντίθετο. Η χρονιά που πέρασε ήταν μια από τις πιο ήρεμες χρονιές στα ελληνοτουρκικά και χαρακτηρίστηκε από τη ραγδαία βελτίωση του κλίματος που κορυφώθηκε με το πρόσφατο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας και την υιοθέτηση της «Διακήρυξης των Αθηνών». Αυτό δείχνει πως σε πολυπαραγοντικές καταστάσεις, όπως είναι οι διεθνείς σχέσεις, είναι αδύνατη η ασφαλής πρόβλεψη.
Σε μεγάλο βαθμό αυτή η μεταστροφή της Τουρκίας οφείλεται στους ακόλουθους τρεις λόγους:
Α) τη συνειδητοποίηση εκ μέρους του Ερντογάν ότι η επιθετική και αναθεωρητική πολιτική στην ανατολική Μεσόγειο δεν απέδωσε ιδιαίτερα οφέλη (εκτός της “ειδικής” περίπτωσης της Λιβύης). Αντιθέτως, γύρισε μπούμερανγκ καθότι δημιούργησε τριβές τόσο με τις χώρες της περιοχής όσο και με τη Δύση. Η συσπείρωση των γειτονικών κρατών έναντι της τουρκικής επιθετικότητας έφερε την Τουρκία στο περιθώριο των εξελίξεων. Ειδικότερα σε ότι αφορά την ένταση με την Ελλάδα, αυτή λειτούργησε αντιπαραγωγικά για την Τουρκία, δεδομένου ότι δεν της απέφερε τίποτα απτό ενώ βρέθηκε στην πρωτοφανή θέση να μη μπορεί να πάρει έγκριση από το Κογκρέσο για τον εκσυγχρονισμό των F16 και να της αρνείται ακόμα και ο Γερμανός Καγκελάριος την πώληση αεροσκαφών Eurofighter,
Β) τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, την αποκήρυξη κάθε αναθεωρητισμού από τους δυτικούς συμμάχους αλλά και της δύσκολης θέσης της Τουρκίας στην Ατλαντική Συμμαχία, λόγω της εκβιαστικής πολιτικής της στο θέμα της ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας αλλά και της αποκλίνουσας συμπεριφοράς της Άγκυρας σε ό,τι αφορά τις κυρώσεις, και
Γ) τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας που επιδεινώθηκαν λόγω του σεισμού και τη συνακόλουθα επιτακτική ανάγκη της Άγκυρας να βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Δύση, με πρωταρχικό στόχο την ανεύρεση πόρων για την ανόρθωση της Οικονομίας και την ανοικοδόμηση των σεισμόπληκτων περιοχών της. Η άμεση ελληνική ανταπόκριση και βοήθεια έπαιξε και αυτή σημαντικό αν και επικουρικό ρόλο.
Οι σχέσεις των δύο χωρών λοιπόν είναι ευμετάβλητες, πολυδιάστατες και στην παρούσα φάση εκτυλίσσονται σε τρία επίπεδα που αλληλοεπιδρούν σε ένα βαθμό. […] η Τουρκία είναι ταυτόχρονα για την Ελλάδα: «σύμμαχος», δυνητικός οικονομικός και εμπορικός εταίρος αλλά και στρατηγικός ανταγωνιστής σε ό,τι αφορά την αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας.
Οι σχέσεις των δύο χωρών λοιπόν είναι ευμετάβλητες, πολυδιάστατες και στην παρούσα φάση εκτυλίσσονται σε τρία επίπεδα που αλληλοεπιδρούν σε ένα βαθμό. Οι δύο χώρες είναι συζευγμένες από τη γεωγραφία, την Ιστορία και την κοινή συμμετοχή τους στην Ατλαντική Συμμαχία. Έτσι η Τουρκία είναι ταυτόχρονα για την Ελλάδα: «σύμμαχος», δυνητικός οικονομικός και εμπορικός εταίρος αλλά και στρατηγικός ανταγωνιστής σε ό,τι αφορά την αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας.
Ως προς τα δύο πρώτα επίπεδα, αυτά προσδιορίζονται και προδιαγράφονται από τα «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» (ΜΟΕ) και τη «θετική ατζέντα». Το τρίτο όμως επίπεδο, στο οποίο εδράζεται ο σκληρός πυρήνας των εντάσεων, είναι πολύ πιο δυσπρόσιτο και επικίνδυνο. Βρισκόμαστε στο πολύ αρχικό στάδιο της διαδικασίας και οι δύο χώρες φαίνεται να μη συμφωνούν αρχικά ούτε στον αριθμό ούτε στο είδος των διαφορών που καλούνται να επιλύσουν. Μένει να φανεί λοιπόν αν οι δύο πρώτες πτυχές λειτουργήσουν επιβοηθητικά ως προς την προσέγγιση της τρίτης ή ως προστατευτικές μπάρες για να μην εκτροχιαστούν οι σχέσεις από τη συστημική αντιπαλότητα.
Στο πλαίσιο των παραπάνω είναι πολλαπλά σημαντική η «Διακήρυξη των Αθηνών», η οποία, αν και όχι νομικά δεσμευτική, παράγει ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη διατήρηση των «ήρεμων νερών» στο εγγύς μέλλον τουλάχιστον. Αυτό δίνει χώρο και χρόνο στην Ελλάδα για να ενισχύσει διάφορες παραμέτρους της ισχύος της, οι οποίες είχαν ατροφήσει είτε λόγω της οικονομικής κρίσης είτε λόγω διαχρονικών παθογενειών. Ταυτόχρονα προσφέρει στις δύο χώρες την απαραίτητη ηρεμία και σταθερότητα δεδομένου ότι γεωγραφικά περιβαλλόμαστε από εστίες αστάθειας και μια ευρύτερη διεθνή αταξία. Επιπλέον η σταθερότητα στην παρούσα φάση είναι σημαντική υπό το φως των εξελίξεων στο διεθνές σύστημα, της αβεβαιότητας του αποτελέσματος των αμερικανικών εκλογών, οι οποίες θα διεξαχθούν εντός του 2024, αλλά και των εγγενών αδυναμιών της ΕΕ.
Εν τούτοις, με την επικράτηση των ήρεμων νερών και την απομάκρυνση του κινδύνου της σύγκρουσης, θα ατονήσει ανάλογα και το διεθνές ενδιαφέρον για την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Η Τουρκία θα μπορεί να διαπραγματευτεί μια νέα τελωνειακή ένωση με την ΕΕ ή την ανανέωση της πολεμικής της αεροπορίας όχι ως χώρα που απειλεί αλλά ως μια χώρα που συνεργάζεται με την Ελλάδα. Η Διακήρυξη των Αθηνών δεσμεύει τις δύο χώρες στην αποφυγή μονομερών ενεργειών και ταυτόχρονα ευνοεί έτσι τη διατήρηση του status quo. Πρόκειται για ένα οιονεί μορατόριουμ που ωφελεί αμοιβαία. Λαμβανομένου υπόψη ότι η προοπτική της εκμετάλλευσης των ορυκτών καυσίμων μειώνεται (ειδικά μετά το COP28) και έτσι απομακρύνεται και η προοπτική εκμετάλλευσης της υφαλοκρηπίδας, η Τουρκία δεν έχει ισχυρό κίνητρο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών – ειδικά από τη στιγμή που το status quo την ευνοεί. Οποιαδήποτε διευθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, ακόμα και η πιο ευνοϊκή για αυτή, θα σημαίνει π.χ. για την Τουρκία μικρότερη έκταση διεθνών υδάτων για επιχειρησιακή εκπαίδευση και αλιεία.
Θα χρειαστεί λοιπόν να εκπονήσουμε ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο, με εμπλοκή της ΕΕ και των στρατηγικών μας εταίρων (όσο και αν η Τουρκία δεν επιθυμεί τις «παρεμβολές» τρίτων στα διμερή) για να πείσουμε/πιέσουμε την Τουρκία να συναινέσει σε επίλυση. Για να το πετύχουμε αυτό θα χρειαστεί πολύ προσπάθεια, δύσκολες αποφάσεις, ρεαλισμός, διακομματική συναίνεση και πολύς χρόνος. Αλλιώς, ο πολιτικός διάλογος και οι διερευνητικές επαφές θα ξαναβρεθούν σε αδιέξοδο.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις λοιπόν, το 2024 θα είναι μια χρονιά ηρεμίας στις διμερείς σχέσεις, αλλά όχι επίλυσης (η οποία ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση αναμένεται να πάρει περισσότερο χρόνο). Το μόνο, εκτός απροόπτου, που θα μπορούσε να διαταράξει αυτή την ηρεμία, θα ήταν μια επιδείνωση στο Κυπριακό που θα προκαλούσε τυχόν υποτροπή των τουρκικών προκλήσεων. Αντιθέτως μια επανεκκίνηση του διαλόγου στην Κύπρο θα ευνοούσε σημαντικά την εμπέδωση και μακροημέρευση του καλού κλίματος.
Να ελπίζουμε για το καλύτερο χωρίς να εφησυχάζουμε
Παναγιώτης Τσάκωνας
Στο αντίστοιχο περσινό αφιέρωμα εκφράσαμε τον προβληματισμό μας για το ενδεχόμενο το 2023 να αποδειχτεί η «δυσκολότερη» χρονιά των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι ανησυχίες μας μας δεν εδράζονταν μόνο στο γεγονός ότι –αν και με σαφώς μικρότερη ή/και ελεγχόμενη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις—τα δύο προηγούμενα χρόνια (2021 & 2022) κάθε άλλο παρά εξασφάλιζαν την επιστροφή της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στην ιδιαίτερη κανονικότητα μιας «συγκρουσιακής ομαλότητας». Αφορούσαν κυρίως τα πρωτοφανή επίπεδα ακραίας ρητορικής («θα έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ») στα οποία είχε επιλέξει να κινηθεί ο τούρκος πρόεδρος αμφισβητώντας παράλληλα όχι μόνον τα κυριαρχικά δικαιώματα αλλά και την ίδια την κυριαρχία της Ελλάδας επί συγκεκριμένων νησιών και νησίδων στο Αιγαίο.
Προβλέπαμε έτσι –λαμβανομένων υπόψη και ορισμένων συστημικών πραγματικοτήτων, όπως η περαιτέρω «αυτονόμηση» της Τουρκίας από τη Δύση (ΗΠΑ και ΕΕ) και η γεωπολιτική της αναβάθμισή της λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία— ότι η πολιτική διατήρησης παράλληλων μετώπων ελεγχόμενης έντασης που ακολουθούσε η Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία ήταν απίθανο να εγκαταλειφθεί το 2023, τη χρονιά συμπλήρωσης εκατό χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης, την οποία ο ιδρυτής της «Νέας Τουρκίας» έχει δηλώσει ότι επιθυμεί διακαώς να αναθεωρήσει.
Όμως μια σειρά από ιδιαίτερης σημασίας γεγονότα κατά τη διάρκεια της χρονιάς που φεύγει (καταστροφικοί σεισμοί στην Τουρκία, δημιουργία ισχυρών κυβερνήσεων σε Τουρκία και Ελλάδα, ξέσπασμα νέου μετώπου σύγκρουσης στο άμεσο περιβάλλον των δύο χωρών (Μέση Ανατολή) και ενώ συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία) υποχρέωσαν τον τούρκο πρόεδρο σε τακτική αναδίπλωση απέναντι στην Ελλάδα και οδήγησαν τις δύο χώρες σε επαναπροσέγγιση. Μάλιστα η επίσημη επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν τον Δεκέμβριο κατέληξε όχι μόνον στην ενίσχυση του «οδικού χάρτη» που είχαν οι δύο χώρες συμφωνήσει να ακολουθήσουν (κυρίως σε σχέση με την διαδικασία των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης καθώς και σε σχέση με την διμερή «θετική ατζέντα», μέσω μάλιστα της προσθήκης θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, όπως η μεταναστευτική πρόκληση, η πολιτική προστασία και η αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών) αλλά και στην υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών «Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας». Η τελευταία είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των θεσμικών αντιβάρων και κυρίως των «αξιακού χαρακτήρα» δεσμεύσεων που ανέλαβε η Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα. Μάλιστα της επίσκεψης είχε προηγηθεί συνέντευξη του κ. Ερντογάν σε ελληνική εφημερίδα όπου αναγνώριζε και αποδεχόταν -αν υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις- την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Μέσα στο διάστημα αυτό το ενδιαφέρον του κ. Ερντογάν θα περιορίζεται βεβαίως στην διατήρηση των σχέσεων με την Ελλάδα στο επίπεδο της σχετικής κανονικότητας και σταθερότητας που βρίσκονται σήμερα και δεν θα αφορά στην επίλυση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις αλλά και η συμφωνία για την δρομολόγηση των επομένων βημάτων στην ελληνοτουρκική προσέγγιση –όπως η βολιδοσκόπηση των θέσεων των δύο πλευρών μέσω του «Πολιτικού Διαλόγου» (των αναβαθμισμένων «Διερευνητικών Επαφών») για τα ζητήματα που αφορούν στις μεγάλες διαφορές τους καθώς και η προγραμματισμένη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία την ερχόμενη άνοιξη— επιτρέπουν σχετικά ασφαλείς προβλέψεις όσον αφορά στην διατήρηση των «ήρεμων νερών» τουλάχιστον για το πρώτο μισό της χρονιάς που έρχεται. Μέσα στο διάστημα αυτό το ενδιαφέρον του κ. Ερντογάν θα περιορίζεται βεβαίως στην διατήρηση των σχέσεων με την Ελλάδα στο επίπεδο της σχετικής κανονικότητας και σταθερότητας που βρίσκονται σήμερα και δεν θα αφορά στην επίλυση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.
Στη νέα χρονιά και ενώ θα μαίνονται οι πολεμικές συγκρούσεις στα μέτωπα της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, η Τουρκία θα συνεχίσει να αποτελεί έναν χρήσιμο αλλά ταυτόχρονα προβληματικό καθώς και απονομιμοποιημένο –λόγω της δυναμικής υποστήριξης της Χαμάς— εταίρο για τη Δύση. Είναι θετικό ότι τόσο η κυβέρνηση Μπάϊντεν όσο και η ΕΕ δείχνουν αποφασισμένοι να θέσουν εκείνοι το πλαίσιο και τα προαπαιτούμενα τόσο της υφιστάμενης όσο και της μελλοντικής σχέσης τους με την Τουρκία, αυξάνοντας έτσι τις πιέσεις και περιορίζοντας τις δυνατότητες του τούρκου προέδρου, κυρίως όσον αφορά την προώθηση όσων μεγαλεπήβολων στόχων του έρχονται σε σύγκρουση εκείνους των ΗΠΑ ή/και της ΕΕ.
Όμως ο ωφέλιμος χρόνος που είχε ανάγκη να αγοράσει ο κ. Ερντογάν μέσω της τακτικής αναδίπλωσής του και της επαναπροσέγγισης με την Ελλάδα μπορεί να αποδειχθεί μη αναγκαίος από το φθινόπωρο της νέας χρόνιας και όσο πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ (αρχές Νοεμβρίου) και αυξάνονται οι πιθανότητες επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Στην ίδια λογική και οι ευρωεκλογές στο τέλος του πρώτου εξαμήνου της νέας χρονιάς μπορεί να συνεπάγονται αλλαγές στους συσχετισμούς δυνάμεων εντός της ΕΕ που δεν θα περιορίζουν τις επιδιώξεις της Τουρκίας, τουλάχιστον στον βαθμό και στην έκταση που το έκαναν μέχρι σήμερα.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αλλαγών σε ΗΠΑ και ΕΕ, η πρόβλεψη του μέλλοντος των ελληνοτουρκικών σχέσεων για το δεύτερο εξάμηνο της νέας χρονιάς καθίσταται μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Για τον λόγο αυτό, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να μην αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους αλλά να φροντίσει με έξυπνες και γενναίες πρωτοβουλίες σε πολυμερές επίπεδο –κυρίως στο πλαίσιο της ΕΕ και μέσω της συνδιαμόρφωσης της ατζέντας των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας— να ενισχύσει όσα έχει ήδη επιτύχει σε διμερές επίπεδο, παρά τις αντιδράσεις των εθνικολαϊκιστών και των «μονίμως ανησυχούντων».
Κρίσιμα Ζητήματα για την Τουρκία το 2024
Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης
Απολογισμός του 2023
Η εδραίωση της ηγεμονίας του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπήρξε η σημαντικότερη πολιτική είδηση του 2023. Ούτε οι οδυνηροί σεισμοί της 6ης Φεβρουαρίου 2023, ούτε η πρωτοφανής κινητοποίηση της αντιπολιτεύσεως άρκεσαν για την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού της Τουρκίας. Παρά την απογοήτευση για την ελλιπή προετοιμασία και την καθυστερημένη κινητοποίηση του τουρκικού κρατικού μηχανισμού μετά τους σεισμούς, η τουρκική κοινή γνώμη επέμεινε να θεωρεί τον Τούρκο πρόεδρο ως τον καταλληλότερο μεταξύ των υποψηφίων να διαχειρισθεί τις κρίσεις αυτές, ακόμη και αν τον θεωρούσε υπεύθυνο για αυτές. Η επέτειος της εκατονταετηρίδος της Δημοκρατίας της Τουρκίας της 29ης Οκτωβρίου 2023 πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, καθώς η τουρκική κυβέρνηση προσπαθούσε να κεφαλαιοποιήσει τα αντιδυτικά αντανακλαστικά της τουρκικής κοινής γνώμης την επαύριον των τραγικών γεγονότων στην και περί την Γάζα.
Εντωμεταξύ οι εξελίξεις στην δίκη απαγόρευσης του φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (Halkların Demokratik Partisi-HDP) οδήγησαν στην απόφαση μεταφοράς των δραστηριοτήτων του κόμματος υπό την στέγη νέου πολιτικού σχηματισμού. Το «Κόμμα Πρασίνων και Αριστερού Μέλλοντος» (Yeşiller ve Sol Gelecek Partisi–Yeşil Sol Parti-YSP) το οποίο μετονομάσθηκε σε Κόμμα της Ισότητας και της Δημοκρατίας των Λαών (Halkların Eşitlik ve Demokrasi Partisi-HEDEP-DEM) επέτρεψε την προστασία των θεσμικών συμφερόντων του κουρδικού πολιτικού κινήματος, καθώς ο νέος πολιτικός σχηματισμός δεν μπορούσε να διωχθεί βάσει των παλαιών δικογραφιών.
Το Στοίχημα των Δημοτικών Εκλογών
Οι δημοτικές εκλογές του Μαρτίου 2024 θα αποτελέσουν ορόσημο για την τουρκική αντιπολίτευση. Η ήττα του συνασπισμού της αντιπολιτεύσεως υπό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου υπήρξε βαρειά. Επιτάθηκε από την μετεκλογική διάλυση του συνασπισμού και την απόφαση του «Καλού Κόμματος» (İyi Parti-İYİP) να συμμετάσχει αυτόνομο στις δημοτικές εκλογές με δικούς του υποψηφίους. Αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι η εκλογή Ιμάμογλου και Γιαβάς στις εκλογές του Μαρτίου 2019 κατέστη εφικτή λόγω της ευρείας συμμαχίας αντιπολιτευομένων δυνάμεων. Η επανάληψη αυτής της επιτυχίας θα είναι πολύ δυσχερέστερη χωρίς αυτήν την συμμαχία. Οι δύο δήμαρχοι θα πρέπει να επιβεβαιώσουν την δημοφιλία τους σε όλο το πολιτικό φάσμα παρά τα πλήγματα τα οποία υπέστη ο συνασπισμός της αντιπολιτεύσεως κατά τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2023. Ιδίως η πιθανή επανεκλογή Ιμάμογλου στον μητροπολιτικό δήμο της Κωνσταντινουπόλεως θα τον εδραιώσει ως τον φυσικό ηγέτη της αντιπολιτεύσεως και θα εδραιώσει το μοντέλο της «διαρχίας» το οποίο φαίνεται να έχει επιλεγεί μετά την πρόσφατη εκλογή του Οζγκιούρ Οζέλ στην ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (Cumhuriyet Halk Partisi-CHP).
Επανεκκίνηση των Σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες
Η πιθανή επανεκλογή του Ντόναλντ Τράμπ θα παρουσιασθεί ως ευκαιρία να αποκατασταθούν πλήρως οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας.
Η επανεκκίνηση των διπλωματικών σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίσθηκε ως μία των προτεραιοτήτων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής μετά την νίκη Ερντογάν στις διπλές εκλογές του Μαίου 2023. Έτσι εξηγείται και η προσπάθεια της Τουρκίας να αποκλιμακώσει την ένταση στις σχέσεις της με την Ελλάδα, το Ισραήλ και άλλους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών. Η κύρωση από την τουρκική βουλή της συμβάσεως για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ σε συνδυασμό με την έγκριση της προμήθειας αεροσκαφών F-16 νέας τεχνολογίας θα αποτελέσει ένα πρώτο βήμα καλής θελήσεως, ωστόσο υπάρχει πληθώρα ζητημάτων προς συζήτησιν με το Ουκρανικό και το Παλαιστινιακό να βρίσκονται στην κορυφή του καταλόγου. Ενδιαφέρον θα έχει και η στάση της Τουρκίας εν όψει των προεδρικών εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πιθανή επανεκλογή του Ντόναλντ Τράμπ θα παρουσιασθεί ως ευκαιρία να αποκατασταθούν πλήρως οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας. Η επιστροφή στο πρόγραμμα συμπαραγωγής αεροσκαφών F-35 θα είναι το κυριότερο αίτημα της Τουρκίας.
Πρωτοβουλία για Ίδρυση Νέων Διεθνών Οργανισμών
Η διεκδίκηση ηγετικού ρόλου μεταξύ των «ανερχομένων δυνάμεων» αποτελεί μία από τις ομολογημένες φιλοδοξίες του προέδρου της Τουρκίας.
Η διεκδίκηση ηγετικού ρόλου μεταξύ των «ανερχομένων δυνάμεων» αποτελεί μία από τις ομολογημένες φιλοδοξίες του προέδρου της Τουρκίας. αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η συστηματική κριτική εναντίον του διεθνούς συστήματος ασφαλείας και οικονομικής αναπτύξεως όπως αυτό έχει ιδρυθεί μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η φράση «ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από τους πέντε» αναφέρεται στην προνομιακή θέση που απολαμβάνουν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και την ανικανότητα του Οργανισμού να υπερβεί το βέτο οιουδήποτε των πέντε μονίμων μελών. Η άσκηση δριμείας κριτικής στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών λόγω της ανικανότητάς του να διαχειρισθεί αποτελεσματικώς μείζονες ανθρωπιστικές κρίσεις όπως αυτήν στην Γάζα είναι πιθανόν να συνοδευθεί και με ένα περαιτέρω βήμα: την πρωτοβουλία για την ίδρυση νέων διεθνών οργανισμών με σκοπό την προαγωγή της διεθνούς ειρήνης και οικονομικής αναπτύξεως στους οποίους οι ανερχόμενες δυνάμεις θα ασκούν αυξημένο ή πλήρη έλεγχο. Η ιδέα συζητείται εδώ και χρόνια, χωρίς, ωστόσο, να υπάρξουν συγκεκριμένα βήματα προς αυτήν κατεύθυνση. Είτε η υποστήριξη της οικονομικής αναπτύξεως είτε η προστασία της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο μιας πρωτοβουλίας η οποία θα απευθυνόταν κυρίως προς την Κίνα, την Ινδία και τα κράτη του Κόλπου. Ακόμη και αν αυτή η πρωτοβουλία συνοδευόταν από διαβεβαιώσεις ότι η Τουρκία θα παρέμενε μέλος και θα τηρούσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι του ΟΗΕ και των άλλων οργανισμών που διέπουν το διεθνές σύστημα, θα αποτελούσε συμβολικώς ακόμη ένα βήμα για την διεκδίκηση της στρατηγικής αυτονομίας της Τουρκίας και την απεξάρτησή της από το δυτικό σύστημα ασφαλείας. Η επιτυχία, ωστόσο, ενός τέτοιου εγχειρήματος προϋποθέτει την συμμετοχή ικανού αριθμού κρατών από την πέραν της Δύσεως παγκόσμια κοινότητα, τα οποία θα ήταν επίσης διατεθειμένα να διαθέσουν σημαντικούς οικονομικούς, διπλωματικούς και στρατιωτικούς πόρους για την επιτυχία του εγχειρήματος, πράγμα καθόλου εύκολο.
Δεν είναι η Ευρώπη στα καλύτερα της
Λουκάς Τσούκαλης
Έγραφα στον περυσινό Καζαμία ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση που προέκυψε στη συνέχεια έριξαν στα αζήτητα τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες για στρατηγική αυτονομία. Η στρατιωτική και ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια σε μια εποχή όπου τα όπλα έχουν τον πρώτο λόγο και οι οικονομικές σχέσεις εργαλειοποιούνται για πολιτικούς στόχους. Στην καλύτερη περίπτωση, η προσαρμογή της Ευρώπης στη νέα πραγματικότητα θα είναι δύσκολη και μακρόχρονη.
Η χρονιά που φεύγει μας έδειξε ότι η Ευρώπη προχωράει. Κάνει πράγματα που μόλις λίγα χρόνια πριν θα θεωρούνταν αδιανόητα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο κόσμος σήμερα προχωράει πολύ πιο γρήγορα. Σαν να τρέχει ολοταχώς προς τον γκρεμό, αλλά προσπαθώ να απωθήσω αυτήν την σκέψη.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται χωρίς προοπτικές για ειρήνευση. Και η ευρωπαϊκή ενότητα γίνεται όλο και πιο εύθραυστη, άρα και πιο δύσκολη η αλληλεγγύη προς την Ουκρανία με όπλα, οικονομική βοήθεια, υποδοχή των προσφύγων και τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Το πράσινο φως που πολύ πρόσφατα δόθηκε στην ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ είναι μια σημαντική κίνηση αλλά με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Και τώρα έχουμε ακόμη έναν πόλεμο στην ευρωπαϊκή γειτονιά μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων (Ισραήλ και Χαμάς, αν προτιμάτε). Η Ευρώπη είναι διχασμένη και ανήμπορη να επηρεάσει ουσιαστικά τις εξελίξεις, με το φόβο πρόσθετων προσφυγικών ροών από την ισοπεδωμένη Γάζα καθώς και την αναζωπύρωση της τρομοκρατίας στις ευρωπαϊκές χώρες. Ολοένα και περισσότεροι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται ότι με την στάση που τηρούν σε αυτόν τον πόλεμο η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα χάνουν συνεχώς αξιοπιστία στο λεγόμενο Παγκόσμιο Νότο, το μουσουλμανικό κόσμο πολύ περισσότερο.
…ούτε η ΕΕ είναι έτοιμη να δεχτεί νέα μέλη ούτε και τα υποψήφια μέλη αναμένεται να πληρούν τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για ένταξη τουλάχιστον στο ορατό μέλλον.
Η περαιτέρω διεύρυνση της ΕΕ με την προοπτική ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων, της Ουκρανίας και της Μολδαβίας επίσης, αποτελεί πλέον άμεση προτεραιότητα. Όλοι όμως γνωρίζουν, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζουν, ότι ούτε η ΕΕ είναι έτοιμη να δεχτεί νέα μέλη ούτε και τα υποψήφια μέλη αναμένεται να πληρούν τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για ένταξη τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Μπήκε λοιπόν στο τραπέζι το θέμα των μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ για να μπορεί να λειτουργήσει στοιχειωδώς με 35 ή και περισσότερα μέλη. Υπάρχει όμως η διάθεση; Για πολλούς, μάλλον όχι. Μέσα στο 2024, ελπίζω να έχουμε μια σαφέστερη εικόνα για το πού και πώς βαδίζουμε. Δεν αποκλείεται διόλου να παίζει η Ένωση καθυστερήσεις, όπως άλλωστε κάνει με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων εδώ και χρόνια.
Οι Ευρωπαίοι άρχισαν να συζητούν ανοιχτά το ενδεχόμενο της επανεκλογής Τραμπ στο Λευκό Οίκο που μπορεί να σημάνει το τέλος της ατλαντικής συμμαχίας, αν όχι και της αμερικανικής δημοκρατίας. Συζητούν χαμηλόφωνα πίσω από κλειστές πόρτες για να μην τους ακούσουν απέξω, με εμφανή αμηχανία και μάλλον αδύναμοι να προετοιμάσουν μια κοινή στρατηγική. Το πιθανότερο είναι ότι, αν συμβεί το απευκταίο, οι Ευρωπαίοι θα ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους: άλλοι θα κολακεύουν τον ηγέτη της υπερδύναμης, άλλοι θα επαμφοτερίζουν, ενώ μερικοί μόνον θα προσπαθούν να φτιάξουν συμμαχίες ικανών και γενναίων για να αντιμετωπίσουν το κακό.
Τον Ιούνιο του 2024 θα έχουμε ευρωεκλογές. Τα προγνωστικά μέχρι σήμερα δείχνουν μείωση της δύναμης των κομμάτων που συνιστούν τη μεγάλη φιλοευρωπαϊκή πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δηλαδή τη χριστιανοδημοκρατική κεντροδεξιά, τους Σοσιαλιστές και κεντροαριστερούς, τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους, με αντίστοιχη αύξηση εθνικιστών και ακροδεξιών. Με λάβαρο το προσφυγικό, όσοι βρίσκονται στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος εκμεταλλεύονται επίσης τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια κοινωνικών στρωμάτων που αισθάνονται ότι οι γρήγορες αλλαγές τούς αφήνουν πίσω ενώ οι κοινωνικές παροχές δεν είναι πια αυτές που ήταν παλιά. Αν η ευρωσκεπτικιστική δεξιά ενισχυθεί πολύ, η ΕΕ θα γίνει ακόμη λιγότερο κυβερνήσιμη. Μετά τις εκλογές, θα επιλεγεί και η νέα ηγεσία των ευρωπαϊκών θεσμών για την επόμενη πενταετία. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα επικρατήσει ο κοντόφθαλμος κυνισμός, όπως συμβαίνει συχνά.
Προβλέπεται ότι το νέο ευρωπαϊκό σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο θα εγκριθεί την άνοιξη του 2024. Αλλά το πρόβλημα θα παραμείνει στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων. Και το πολιτικό πρόβλημα που προκύπτει από τις συνεχιζόμενες προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη θα παραμείνει και αυτό σε μεγάλο βαθμό άλυτο, όσα ευχολόγια και αν ακούγονται. Θα συνεχίζονται έτσι και οι πολιτικές εντάσεις εντός και μεταξύ των χωρών-μελών, ενώ το Σένγκεν θα θυσιάζεται και αυτό στο βωμό του εθνικού ελέγχου … για να μην μπουν κι άλλοι στην (όποια) χώρα.
Το κράτος ξαναγύρισε δυνατό για να προστατεύσει σύνορα, οικονομία, κοινωνία και περιβάλλον. Για την ΕΕ, τα μεγάλα ερωτήματα συνοψίζονται στο αν προχωρήσει ουσιαστικά η ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία, αν η βιομηχανική πολιτική είναι κυρίως εθνική ή ευρωπαϊκή με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εσωτερική αγορά και τη θέση των ευρωπαϊκής οικονομίας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί συμβάλουν ουσιαστικά στην κοινωνική συνοχή, και πόσο γρήγορα θα προχωρήσει η πράσινη μετάβαση τώρα που οι αναγκαίες αλλαγές συνεπάγονται μεγαλύτερο κόστος για όλους. Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν είναι διόλου δεδομένη.
Έχουμε κρίση δημοκρατίας με πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξαιρετικά αδύναμες και τη γαλλο-γερμανική συνεργασία που υπήρξε συχνά στο παρελθόν η κινητήριος δύναμη για την ευρωπαϊκή ενοποίηση να υπολειτουργεί σήμερα.
Έχουμε κρίση δημοκρατίας με πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξαιρετικά αδύναμες και τη γαλλο-γερμανική συνεργασία που υπήρξε συχνά στο παρελθόν η κινητήριος δύναμη για την ευρωπαϊκή ενοποίηση να υπολειτουργεί σήμερα. Ο Μακρόν δεν βγαίνει συχνά μπροστά όπως παλιά, γιατί δεν υπάρχουν πολλοί να τον ακολουθήσουν αλλά και γιατί είναι αρκετά αποδυναμωμένος μέσα στη δική του χώρα. Όσο για το Σολτς, αγωνίζεται να κρατήσει ενωμένη την κυβέρνηση ενός αρκετά παράταιρου συνασπισμού στη Γερμανία με το βλέμμα στραμμένο εντός της χώρας. Δεν είναι η Ευρώπη στα καλύτερα της. Αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Ευρωεκλογές 2024: Περιμένοντας τους βαρβάρους
Σπύρος Μπλαβούκος
…η επέλαση των «βαρβάρων» θα χαρακτηρίσει όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις και το 2024.
Κάθε ζωντανός οργανισμός κινητοποιεί το ανοσοποιητικό του σύστημα αντιδρώντας σε έξωθεν εισβολές και απειλές. Η έλλειψη κινητοποίησης υποδηλώνει ένα σύστημα σε αποδρομή, που οδηγείται στην ολοκλήρωση του έμβιου κύκλου του. Μια δυναμική αντίδραση, ακόμα κι αν δεν επιφέρει την εξυγίανση του συστήματος, τουλάχιστον αποτελεί ένδειξη αφύπνισης και εγρήγορσης. Σε πολιτικούς όρους, η άνοδος λαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη με μια αντι-συστημική και αντι-Ευρωπαϊκή ρητορική είναι μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Βέβαια, κατά τη διάρκεια του 2023, το εκλογικό αποτέλεσμα στην Πολωνία, με την επικράτηση του συνασπισμού υπό τον πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, ανέταξε τις ελπίδες ανάσχεσης της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης στη χώρα αυτή. Ωστόσο, οι πολιτικές εξελίξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή σε Ουγγαρία, Σλοβακία και Ολλανδία αλλά και σε περιφερειακές εκλογές στη Γερμανία καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα είναι διάχυτο και η επέλαση των «βαρβάρων» θα χαρακτηρίσει όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις και το 2024, πρωτίστως των εκλογών για την ανάδειξη των νέων μελών του Ευρωπαϊκοί Κοινοβουλίου, στις αρχές Ιουνίου.
Η ένταση της αντίδρασης είναι ο καλύτερος δείκτης της υγείας του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Οποιαδήποτε πρόβλεψη εκλογικού αποτελέσματος είναι, προφανώς, παρακινδυνευμένη, έξι μήνες πριν τις εκλογές, όταν ακόμα απουσιάζουν βασικά δεδομένα, όπως οι προτεινόμενοι υποψήφιοι για τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής, στον μικρό βαθμό που μπορούν να επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα. Άλλωστε, ο πολιτικός χρόνος και η πυκνότητά του είναι διαβόητα δύσκολο να εκτιμηθούν και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μπορεί να υπάρχουν καταιγιστικές εξελίξεις που ανατρέπουν όλα τα δεδομένα. Στην Ολλανδία, ακόμα και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου, δεν διαφαίνονταν η εμφατική νίκη του Γκερτ Βίλντερς. Σχετικές αστοχίες δημοσκοπικών προβλέψεων να καταγράψουν ανάλογες υποβόσκουσες δυναμικές έχουμε κατ’ επανάληψη δει και στην Ελλάδα. Οι ψηφοφόροι που επιλέγουν αντι-συστημική ψήφο τείνουν να απέχουν από τη συμμετοχή τους σε γκάλοπ και αποφεύγουν να δηλώσουν ανοιχτά τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Άρα, οποιαδήποτε εκτίμηση για την επίδοση των δυνάμεων αυτών στις επερχόμενες Ευρωεκλογές ενέχει τον κίνδυνο να πέσει πολύ έξω. Ωστόσο, η διαφαινόμενη τάση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και λογικά διεγείρει αντανακλαστικά αντίδρασης των δημοκρατικών και φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων. Η ένταση της αντίδρασης είναι ο καλύτερος δείκτης της υγείας του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Τα ευρέως διαχεόμενα οφέλη της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως τα βιώνει η πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού πολιτικού δήμου στην καθημερινότητά του, δεν κινητοποιούν επαρκώς τους πολίτες που τα θεωρούν εν πολλοίς δεδομένα ή δεν τα γνωρίζουν επαρκώς. […] η κινητοποίηση της «μεγάλης σιωπηλής πλειοψηφίας» των Ευρωπαίων πολιτών είναι η μεγάλη πρόκληση που θα καθορίσει το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών.
Στις προηγούμενες Ευρωεκλογές, το 2019, αντίστοιχες ανησυχίες και φόβοι οδήγησαν σε μια μεγάλη κινητοποίηση που οδήγησε στο μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής (λίγο πάνω από 50%) από το 1994 και μετά. Αυτό είναι το κλειδί και για τις επερχόμενες εκλογές του Ιουνίου. Τα ευρέως διαχεόμενα οφέλη της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως τα βιώνει η πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού πολιτικού δήμου στην καθημερινότητά του, δεν κινητοποιούν επαρκώς τους πολίτες που τα θεωρούν εν πολλοίς δεδομένα ή δεν τα γνωρίζουν επαρκώς. Αντίθετα, τα κόστη της ενοποίησης, είτε ως απώλεια κυριαρχίας, ως εξελισσόμενος κοινωνικός μετασχηματισμός, ή ως αμιγώς οικονομική ζημία, δημιουργούν πιο μαχητικές και συσπειρωμένες ομάδες αντίδρασης. Ορισμένες από αυτές αρθρώνουν έναν λόγο -συνήθως ακροδεξιό- πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης ενώ άλλες καταφεύγουν σε απλοϊκές λαϊκιστικές προσεγγίσεις. Σε κάθε περίπτωση, το ακροατήριό τους είναι εν πολλοίς δεδομένο και «αιχμαλωτισμένο». Χωρίς να αγνοηθεί η μερίδα αυτή του πληθυσμού, η κινητοποίηση της «μεγάλης σιωπηλής πλειοψηφίας» των Ευρωπαίων πολιτών είναι η μεγάλη πρόκληση που θα καθορίσει το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών.
Η κινητοποίηση αυτή οφείλει να έχει ως βασική στόχευση την ανάδειξη των βασικών προκλήσεων και των μεγάλων διακυβευμάτων του επόμενου πενταετούς πολιτικού κύκλου. Ραγδαία περιφερειακή αποσταθεροποίηση με εξελισσόμενες και νέες απειλές ασφάλειας, προοπτική διεύρυνσης, θεσμικός μετασχηματισμός, πιθανώς με σχήματα διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης, κλιματική αλλαγή με δημιουργία επιπλέον μεταναστευτικών ροών, ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας και κοινωνίας είναι μερικές μονάχα από τις ραγδαία εξελισσόμενες προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε, ως Ευρωπαϊκή Ένωση, την επόμενη πενταετία. Οι προκλήσεις αυτές αφορούν κατ’ εξοχήν ζητήματα που αντιμετωπίζονται καλύτερα και πιο αποτελεσματικά σε Ευρωπαϊκό παρά σε κρατικό ή περιφερειακό επίπεδο. Ωστόσο, η πλαισίωση και παρουσίαση των θεμάτων αυτών χρειάζεται προσοχή. Η απλή παρουσίαση και παράθεση των επιτευγμάτων της ΕΕ, όσο σημαντική κι αν είναι κι όσο κι αν γίνει με έναν επικοινωνιακά διεισδυτικό τρόπο, δεν αρκεί. Είναι απαραίτητη η διασύνδεσή τους με την καθημερινότητα των πολιτών και η εξατομίκευσή τους για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών. Άρα, προαπαιτούμενο της αναγκαίας κινητοποίησης -και εκεί που θα κριθεί το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών- είναι η ανάδειξη του ενωσιακού εγχειρήματος ως βέλτιστης επιλογής αντιμετώπισης των κρίσιμων αυτών προκλήσεων του μέλλοντος σε βάθος χρόνου. Με άλλα λόγια, η δημιουργία ενός μακροπρόθεσμου οράματος για την επόμενη μέρα της Ευρώπης.
Ανεξαρτήτως, πάντως, της αποτελεσματικότητας της κινητοποίησης και του αποτελέσματος των εκλογών, ο επόμενος πολιτικός κύκλος θα δώσει την ευκαιρία στις μεγάλες πολιτικές οικογένειες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να δώσουν και οι ίδιες διαπιστευτήρια πολιτικής ωριμότητας. Ειδικά με μία ισχυρή παρουσία των αντι-Ευρωπαϊκών δυνάμεων που θα αντιδρά και θα παρακωλύει πρωτοβουλίες ενωσιακής εμβάθυνσης, η συνεργασία και η αποτελεσματική ζύμωση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων που είναι φίλα προσκείμενες στο Ευρωπαϊκό εγχείρημα -ακόμα κι αν έχουν ιδεολογικές διαφορές- θα είναι κρίσιμοι παράγοντες για τη σταθερότητα του συστήματος. Εν τέλει, τα θεσμικά αντίβαρα υπάρχουν. Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσουμε να τα αξιοποιήσουμε, στην απευκταία περίπτωση που τα χρειαστούμε. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση που θα μας απασχολήσει την επαύριο των Ευρωεκλογών.
2024: μια χρονιά προκλήσεων για το άσυλο αλλά και ευκαιριών για τη νόμιμη μετανάστευση
Αγγελική Δημητριάδη
Το 2023 ήταν μια χρονιά σημαντική για τη διαχείριση της μετανάστευσης και του ασύλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο υπολογίζει ότι μέχρι τη λήξη του 2023 τουλάχιστον 1 εκατομμύριο αιτήματα ασύλου θα έχουν κατατεθεί στην ΕΕ, σε μια χρονιά με αυξημένες―συγκριτικά με το 2022― ροές. Στα εξωτερικά σύνορα, η Ιταλία είναι η χώρα που δέχθηκε τη μεγαλύτερη «πίεση» σε αριθμούς, με 152.731 αφίξεις δια θαλάσσης και κύριες χώρες προέλευσης τη Συρία, Τυνησία και Αίγυπτο. Αύξηση, συγκριτικά με το 2022, αλλά κατά πολύ μικρότερη, είχαν η Ελλάδα και η Ισπανία, με 43.370 και 51.342 αφίξεις αντιστοίχως ως τις αρχές Δεκεμβρίου 2023 βάσει διαθέσιμων στοιχείων από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Παρότι η ΕΕ υποδέχθηκε με αρκετή επιτυχία περίπου 4 εκατομμύρια Ουκρανών, που έχουν ενταχθεί στην Οδηγία για την Προσωρινή Προστασία, για τις αφίξεις εκτός Ευρωπαϊκής ηπείρου οι προτάσεις πολιτικής επικεντρώθηκαν στο «κλείσιμο» των συνόρων. Η ευρύτερη ρητορική που κυριάρχησε ήταν ότι η ΕΕ αποτελεί κύριο πόλο προσέλκυσης αιτούντων άσυλο από Αφρική και Μέση Ανατολή.
Τα στοιχεία όμως αναδεικνύουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των προσφύγων, κατά την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, άγγιξε τον Οκτώβριο του 2023 τα 36,4 εκατομμύρια με τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών να λαμβάνουν προστασία εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικά, η πλειοψηφία των Σύρων προσφύγων, 3,4 εκατομμύρια, συνεχίζουν να διαμένουν στη Τουρκία ενώ περίπου 5 εκατομμύρια Αφγανών διαμένουν σε Ιράν και Πακιστάν.
Παρότι η Ευρώπη δεν βρίσκεται στο επίκεντρο της πληθυσμιακής μετακίνησης, εν τούτοις αποτελεί και θα αποτελεί αποδέκτη παράτυπα εισερχόμενων μεταναστευτικών ροών και αιτούντων άσυλο και τη νέα χρονιά. Η πρόκληση της διαχείρισης των ροών με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα θα συνεχίσει να υφίσταται.
Το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, μετά και την πολιτική συμφωνία στις 20 Δεκεμβρίου 2023 μεταξύ Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Κοινοβουλίου, αναμένεται να ψηφιστεί μέχρι τα μέσα του 2024. Οι νομοθετικές προτάσεις έχουν δεχθεί πολλαπλές κριτικές, κυρίως για τις επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, υπάρχει όμως και το πρακτικό σκέλος της υλοποίησης, που θα αποτελέσει μια μεγάλη πρόκληση. Δεν είναι καθόλου δεδομένη η ορθή εφαρμογή των Κανονισμών, ιδιαίτερα σε περίπτωση που κάποια χώρα βιώσει αυξημένη πίεση στα σύνορα.
Η προτεραιοποίηση πολιτικών αποτροπής έναντι της προστασίας θα συνεχίσει και το 2024. Η δυσαρέσκεια των Ευρωπαίων πολιτών αποτυπώνεται στην εκλογή/επιλογή ριζοσπαστικών πολιτικών τις οποίες κόμματα της άκρας δεξιάς στηρίζουν στις πολιτικές τους πλατφόρμες (βλ. Ολλανδία). Τόσο στις Ευρωεκλογές, αλλά και στις εθνικές εκλογές που θα γίνουν μέσα στο 2024 (βλ. Αυστρία και Πορτογαλία) αναμένονται κέρδη των ακροδεξιών κομμάτων που θα ενισχύσουν το δόγμα της αποτροπής, σε μια περίοδο που η έμφαση οφείλει να είναι στην ένταξη των μεταναστών και παροχή νόμιμων οδών προστασίας.
…η έλλειψη μεταξύ των κρατών-μελών ουσιαστικού επιμερισμού και αλληλεγγύης (που δεν διορθώνεται επαρκώς από το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο) σε συνδυασμό με την άνοδο της άκρας δεξιάς, θα στρέψει σταδιακά αρκετά κράτη-μέλη να διερευνήσουν τρόπους εξωτερίκευσης της διαδικασίας παροχής προστασίας στις τρίτες χώρες
Αντιθέτως, το 2024 θα επιχειρηθούν περαιτέρω συμφωνίες με τρίτες χώρες για επιστροφές και αποτροπή ροών. Η ΕΕ θα συνεχίσει να δημιουργεί έναν άνισο επιμερισμό «βαρών» και ευθυνών στην περιφέρειά της, μεταθέτοντας δυσανάλογη ευθύνη στις τρίτες χώρες, που μακροπρόθεσμα δεν είναι εφικτό να ανταποκριθούν. Ταυτόχρονα, είναι πιθανό να πάψει να θεωρείται «ταμπού» η πρόταση για την επεξεργασία αιτημάτων ασύλου σε εδάφη εκτός ΕΕ, που στο παρελθόν είχε κριθεί ανέφικτη αλλά πρωτίστως αντίθετη στις αρχές και αξίες της ΕΕ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το θέμα αυτό τέθηκε πρόσφατα στη Γερμανία, μια χώρα που ήταν αντίθετη σε τέτοιες προτάσεις, η οποία όμως βρέθηκε από το 2015 και μετά να αποτελεί και τον βασικό αποδέκτη των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών στην ΕΕ. Το πολιτικό σκηνικό στις χώρες-μέλη ενισχύει ακραίες προτάσεις που, με τη σειρά τους, αποτελούν και απόρροια της αδυναμίας της ΕΕ να διαμορφώσει έναν ενιαίο χώρο ασύλου. Με άλλα λόγια, η έλλειψη μεταξύ των κρατών-μελών ουσιαστικού επιμερισμού και αλληλεγγύης (που δεν διορθώνεται επαρκώς από το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο) σε συνδυασμό με την άνοδο της άκρας δεξιάς, θα στρέψει σταδιακά αρκετά κράτη-μέλη να διερευνήσουν τρόπους εξωτερίκευσης της διαδικασίας παροχής προστασίας στις τρίτες χώρες.
Από τη μια το 2024 θα είναι μια κρίσιμη χρονιά για τη διατήρηση και προστασία του ασύλου, συγχρόνως όμως θα αποτελέσει και μια ευκαιρία για επένδυση στη νόμιμη μετανάστευση.
Από την άλλη, η ΕΕ χρειάζεται μετανάστες, όχι μόνον υψηλής αλλά κυρίως χαμηλής ειδίκευσης. Η πλειοψηφία αυτών θα αναζητηθεί στις ίδιες χώρες που τώρα καλούνται να λειτουργήσουν ως συνοριοφύλακες της ΕΕ, από την Τυνησία και το Μαρόκο μέχρι την Τουρκία και το Πακιστάν. Η προσέλκυση μεταναστών οδηγεί αναπόφευκτα το 2024 στη διαμόρφωση νόμιμων οδών μετανάστευσης στην Ευρώπη, ακόμα και σε χώρες διστακτικές έως τώρα, όπως η Ελλάδα. Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να γίνουν ελκυστικά, τόσο για τη προσέλκυση όσο και τη διατήρηση των μεταναστών. Θα κληθούν να προσφέρουν όχι μόνο μισθούς, αλλά και δικαιώματα και ουσιαστικά οφέλη στους μετανάστες, συνάπτοντας συμφωνίες συνεργασίας με τις χώρες προέλευσης που να είναι ωφέλιμες και βιώσιμες για τους πολίτες τους. Από τη μια το 2024 θα είναι μια κρίσιμη χρονιά για τη διατήρηση και προστασία του ασύλου, συγχρόνως όμως θα αποτελέσει και μια ευκαιρία για επένδυση στη νόμιμη μετανάστευση.
Νοτιοανατολική Ευρώπη
Iωάννης Αρμακόλας
Τη χρονιά που ολοκληρώνεται συνεχίστηκαν σημαντικές προϋπάρχουσες τάσεις. Μεταξύ αυτών σημειώνονται τα χρόνια κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά προβλήματα, οι αμερικανικές προσπάθειες για απεξάρτηση της περιοχής από την επιρροή Ρωσίας και Κίνας, η αυξανόμενη ανησυχία για προβλήματα ασφάλειας και δυναμικές αποσταθερο-ποίησης, κυρίως στο Κόσοβο και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Αποτελώντας παραδοσιακά τον κύριο μοχλό θετικών αλλαγών στην περιοχή, η πολιτική διεύρυνσης της ΕΕ απέτυχε να προωθήσει πολιτικές μεταρρυθμίσεις ή να εμφυσήσει ενθουσιασμό στις πολιτικές ελίτ και τις κοινωνίες. Αυτό οφείλεται στο ότι, παρά τη ρητορική για μια νέα, γεωπολιτική δυναμική για διεύρυνση, τα κράτη των Βαλκανίων δεν “βλέπουν” την ΕΕ έτοιμη να αλλάξει παλιούς της τρόπους, να τηρήσει τις υποσχέσεις της και, κυρίως, να βοηθήσει την περιοχή στις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες. Αντ’ αυτού, για ένα ακόμη έτος, η “νέα δυναμική” αφορούσε στην ουσία κυρίως την Ουκρανία και τη Μολδαβία, στις οποίες δόθηκε το “πράσινο φως” για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ενώ η Βοσνία-Ερζεγοβίνη μπορεί να πράξει το ίδιο τον Μάρτιο του 2024, εάν καταφέρει να ολοκληρώσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις.
Συνεπώς, το 2024 τα Δυτικά Βαλκάνια αναμένεται να κινηθούν μεταξύ εσωτερικής πολιτικής αστάθειας, προβλημάτων ασφαλείας και μιας αβέβαιης “επανεκκίνησης” της πολιτικής διεύρυνσης.
Συνεπώς, το 2024 τα Δυτικά Βαλκάνια αναμένεται να κινηθούν μεταξύ εσωτερικής πολιτικής αστάθειας, προβλημάτων ασφαλείας και μιας αβέβαιης “επανεκκίνησης” της πολιτικής διεύρυνσης. Το Κόσοβο και οι σχέσεις του με τη Σερβία θα περιστραφούν γύρω από τις συνέπειες του βίαιου επεισοδίου στο μοναστήρι Banjska τον περασμένο Σεπτέμβριο μεταξύ Σέρβων παραστρατιωτικών και αστυνομικών του Κοσόβου, το οποίο άφησε πίσω του τέσσερις νεκρούς. Το περιστατικό έβγαλε την κυβέρνηση του Κοσόβου από τη δύσκολη διπλωματική θέση και έστρεψε εκ νέου τη διεθνή προσοχή στο Βελιγράδι και τη μυστική δραστηριότητα των σερβικών υπηρεσιών ασφαλείας στο κατοικούμενο -κυρίως από Σέρβους- Βόρειο Κόσοβο. Η στρατηγική του Κοσοβάρου πρωθυπουργού Άλμπιν Κούρτι για σταδιακή επέκταση του de facto ελέγχου της κυβέρνησής του στο Βόρειο Κόσοβο αποδίδει καρπούς, υποβοηθούμενη από πολυάριθμες κακοσχεδιασμένες και επικίνδυνες κινήσεις κλιμάκωσης από την πολιτική ηγεσία των Σέρβων του Κοσόβου και το Βελιγράδι. Τους επόμενους μήνες ο Κούρτι πιθανότατα να συνεχίσει την ίδια στρατηγική, ενώ παράλληλα θα αποφεύγει να προχωρήσει στη συγκρότηση της Ένωσης Σερβικών Δήμων, που θεωρείται “φλέγον” ζήτημα, που δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς σοβαρές παραχωρήσεις από το Βελιγράδι προς την κατεύθυνση της de facto αναγνώρισης του Κοσόβου.
Διπλωματικά αποδυναμωμένος μετά το περιστατικό της Banjska, ο Σέρβος πρόεδρος Αλεξάνταρ Βούτσιτς θα συνεχίσει να δέχεται εξωτερικές πιέσεις για έναρξη της υλοποίησης της Συμφωνίας της Οχρίδας, η οποία εμπεριέχει στοιχεία de facto αναγνώρισης. Ο Βούτσιτς πιθανότατα θα επιδιώξει να υποχωρήσει στα λιγότερο επώδυνα σημεία της συμφωνίας, προσπαθώντας παράλληλα να ανακτήσει διπλωματικό πλεονέκτημα. Οι διπλωματικοί του ελιγμοί θα μπορούσαν να διευκολυνθούν από την πρόσφατη άνετη επανεκλογή του κόμματός του ή από την μειωμένη διεθνή προσοχή στο ζήτημα των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Για χρονιά διπλών εκλογών προετοιμάζεται η Βόρεια Μακεδονία που είναι πολύ πιθανό να επαναφέρουν στην εξουσία το δεξιό VMRO-DPMNE, κόμμα που αντιτίθεται σθεναρά στις συμφωνίες με την Ελλάδα και Βουλγαρία. “Θύμα” όχι μόνο των τολμηρών συμβιβασμών στην εξωτερική πολιτική, αλλά ακόμη περισσότερο της αποτυχίας του να επιδιώξει με σθένος τον μετασχηματισμό της χώρας, το κεντροαριστερό SDSM κινδυνεύει να εισέλθει σε βαθιά κρίση, αν απωλέσει την εξουσία μετά από συντριπτική ήττα. Αντίθετα, το αλβανικό DUI, σχεδόν μόνιμος κυβερνητικός εταίρος, θα επιχειρήσει να εκλέξει αρκετούς βουλευτές ώστε να διατηρήσει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης. Την εξέλιξη αυτή θα προσπαθήσει να αποφύγει το VMRO-DPMNE, το οποίο θα βρεθεί σε δύσκολη θέση αν δεν βρει τρόπο να αποδεχθεί έστω απρόθυμα τις συνταγματικές τροποποιήσεις, που αποτελούν βασική προϋπόθεση για να ανοίξει το πρώτο διαπραγματευτικό κεφάλαιο για ένταξη στην ΕΕ. Περαιτέρω καθυστερήσεις σε αυτή τη διαδικασία θα επιφέρουν θανάσιμο “πλήγμα” στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της χώρας και ίσως θέσουν σε κίνδυνο τη διεθνοτική σταθερότητα. Διπλωματικές εντάσεις με την Ελλάδα είναι επίσης πιθανές.
Μια επιτυχημένη χρονιά για την Αλβανία ολοκληρώνεται με πικρή επίγευση λόγω του ότι η Ελλάδα “μπλόκαρε” τα επόμενα βήματα στη διαδικασία ένταξής της στην ΕΕ εξαιτίας του ζητήματος του εκλεγμένου δημάρχου Χιμάρας Φρέντι Μπελέρη. Η Αλβανία σημείωσε καλές επιδόσεις στην προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ολοκλήρωσε με επιτυχία τη διαδικασία του screening ενόψει ανοίγματος των πρώτων διαπραγματευτικών κεφαλαίων, ενώ πραγματοποίησε επιτυχώς την πρώτη Σύνοδο Κορυφής της Διαδικασίας του Βερολίνου που διεξήχθη σε χώρα των Δυτικών Βαλκανίων και συνέχισε αδιάκοπα τις μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου. Ωστόσο, η προβληματική διαχείριση της υπόθεσης Μπελέρη από τις αλβανικές αρχές και η επιμονή της Ελλάδας, ακόμα και ενάντια στις απόψεις των υπόλοιπων κρατών μελών της ΕΕ, ότι αυτό αποτελεί επαρκή λόγο για να αγνοηθούν οι -κατά τα άλλα- εξαιρετικές επιδόσεις σε θέματα κράτους δικαίου, “στέρησε” από τα Τίρανα την απόφαση ανοίγματος διαπραγματευτικών κεφαλαίων. Η Ελλάδα έχει αναγάγει την υπόθεση Μπελέρη σε νέα de facto αιρεσιμότητα. Απομένει να φανεί πώς οι αλβανικές αρχές θα χειριστούν το θέμα και αν η Ελλάδα θα επιμείνει σε μια προσέγγιση, που θυμίζει την πολιτική “βέτο”, που εφάρμοσε έναντι της Βόρειας Μακεδονίας, πριν από τη διευθέτηση της διαφοράς για το όνομα.
Η οικονομία το 2024 στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο
Μάνος Ματσαγγάνης
Οι προβλέψεις για το μέλλον είναι πάντα παρακινδυνευμένες αλλά αυτή τη στιγμή φαίνονται περισσότερο παρακινδυνευμένες παρά ποτέ, με τις προοπτικές της ευρωπαϊκής (και της ελληνικής) οικονομίας το 2024 να εξαρτώνται από την έκβαση συμβάντων που σήμερα είναι ακόμη σε εξέλιξη ή τοποθετούνται στα μέσα και στα τέλη του έτους.
Πολλές είναι οι πηγές της αβεβαιότητας. Καταρχάς, ο πόλεμος στη Γάζα, ο τερματισμός του οποίου φαντάζει μακρινός. Η στρατιωτική αντίδραση στην βάρβαρη επίθεση της Χαμάς (7 Οκτωβρίου 2023) ήταν αναμενόμενη, όμως η ισοπέδωση της Λωρίδας της Γάζας δεν θα αποκαταστήσει τη σταθερότητα στην περιοχή, ούτε θα εξασφαλίσει την ασφάλεια του Ισραήλ. Η Ευρώπη αποδείχθηκε ανήμπορη να αναλάβει πρωτοβουλίες, βαθιά διαιρεμένη καθώς είναι στο εσωτερικό της, και τώρα είναι καταδικασμένη να παίξει το ρόλο του απλού παρατηρητή.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι άλλη μια πηγή αβεβαιότητας. Η συνέχιση του δεν θέτει απλώς σε κίνδυνο την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, υπενθυμίζει επίσης την διαρκή απειλή της ρωσικής επιθετικότητας για την ειρήνη και τη δημοκρατία παντού. Στην πρόσφατη συνάντηση κορυφής της ΕΕ (14-15 Δεκεμβρίου 2023) η Ουγγαρία άσκησε βέτο στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, ενώ η επίσκεψη του Ουκρανού προέδρου Βλαντιμίρ Ζελένσκι στην Ουάσιγκτον (12 Δεκεμβρίου 2023) απέτυχε να πείσει τη ρεπουμπλικανική πλειοψηφία της Βουλής των Αντιπροσώπων να αποδεσμεύσει τα κονδύλια για τη συνέχιση της υποστήριξης των ΗΠΑ στη χώρα του. Όμως, η ομόφωνη απόφαση των ηγετών των 26 κρατών-μελών (χάρη στην αποχή του Ούγγρου προέδρου Βίκτορ Όρμπαν) να δοθεί πράσινο φως στην έναρξη της διαδικασίας ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ αποτελεί στρατηγική ήττα για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Επί πλέον, φέρνει πιο κοντά μια μελλοντική συμφωνία για τον δίκαιο τερματισμό του πολέμου που θα προέβλεπε οδυνηρές εδαφικές απώλειες για την Ουκρανία με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασφάλειας έναντι της Ρωσίας. Η ένταξη στην ΕΕ είναι μια από αυτές τις εγγυήσεις.
Η πιο κρίσιμη αναμέτρηση για το μέλλον της Ευρώπης το ερχόμενο έτος θα είναι οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ (5 Νοεμβρίου 2024).
Η πιο κρίσιμη αναμέτρηση για το μέλλον της Ευρώπης το ερχόμενο έτος θα είναι οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ (5 Νοεμβρίου 2024). Μέχρι τώρα, η ευημερία της (Δυτικής) Ευρώπης στηρίχθηκε στην ομπρέλα του ΝΑΤΟ, και στις αμερικανικές αμυντικές δαπάνες. Η προοπτική μιας ενδεχόμενης νίκης του Ντόναλντ Τραμπ τον ερχόμενο Νοέμβριο δείχνει ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Στο προσεχές μέλλον, η ειρήνη και το απαραβίαστο των συνόρων των ευρωπαϊκών κρατών δεν θα μπορούν παρά να εξασφαλίζονται με τις θυσίες (ας ελπίσουμε μόνο οικονομικές) των Ευρωπαίων. Όσο η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ παραμένει μακρινός στόχος, η δημοκρατία στην Ευρώπη είναι σε κίνδυνο.
Φυσικά οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν έχουν λόγο στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, όμως η ψήφος τους στις ερχόμενες εκλογές (6-9 Ιουνίου 2024) θα κρίνει τη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η σημερινή πλειοψηφία (Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλιστές, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι) απογοητεύει συχνά και βάλλεται πανταχόθεν, όμως οι εναλλακτικές επιλογές φαντάζουν χειρότερες. Η νίκη του δημοκρατικού συνασπισμού υπό τον Ντόναλντ Τουσκ στις πρόσφατες πολωνικές εκλογές (15 Οκτωβρίου 2023) δείχνει ότι η απόπειρα των ακροδεξιών λαϊκιστών, εχθρών της Ευρώπης και φίλων της Ρωσίας (και της Κίνας), να αλλάξουν τους συσχετισμούς στην Ευρώπη δεν είναι καθόλου αναπόφευκτη.
Εάν η γεωπολιτική (ή η πολιτική σκέτη) επηρεάζει έμμεσα την ευρωπαϊκή οικονομία, η οικονομική πολιτική της ΕΕ την επηρεάζει άμεσα. Η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας θα προσδιορίσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται η δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών. Οι μέχρι τώρα ενδείξεις δεν είναι πολύ ενθαρρυντικές: η επιστροφή των άκαμπτων κανόνων (με εξαιρέσεις) δεν παρέχει ουσιαστικά κίνητρα στις εθνικές κυβερνήσεις να συνδυάζουν δημοσιονομική σταθερότητα και αναπτυξιακή πολιτική βασισμένη στις παραγωγικές επενδύσεις. Από την άλλη, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δείχνει προς το παρόν να προσανατολίζεται στη διατήρηση των σημερινών επιτοκίων στην Ευρωζώνη (4,5%). Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (15 Νοεμβρίου 2023), ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 3,5% το 2024 στην ΕΕ (από 6,5% το 2023). Το κόστος των σχετικά υψηλών επιτοκίων είναι η αναιμική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας (1,3% το 2024, από 0,6% φέτος).
Οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία για το 2024 είναι θετικές.
Οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία για το 2024 είναι θετικές: σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ, η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι μεγαλύτερη (2,3%), και ο πληθωρισμός χαμηλότερος (2,8%). Από την άλλη, παρά τη μικρή μείωσή τους, τόσο η ανεργία (10,7%) όσο και το χρέος (151,9% του ΑΕΠ) θα παραμείνουν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Το ίδιο ισχύει και για το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, το οποίο παρά την υποχώρησή του παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ (-6,6% του ΑΕΠ το 2023). Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η Ισπανία όσο και η Πορτογαλία, που όπως η Ελλάδα σημείωσαν υψηλά εξωτερικά ελλείμματα τις παραμονές της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, πλέον καταγράφουν σημαντικά πλεονάσματα (+2,5% και +1,6% του ΑΕΠ αντιστοίχως).
Η πολυπόθητη αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας παραμένει ζητούμενο.
Η επιμονή του εξωτερικού ελλείμματος δείχνει τη δυσκολία της ελληνικής οικονομίας να βγει από την παγίδα της φτηνής ανάπτυξης, την ειδίκευσή της σε δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας, που πληρώνουν χαμηλές αμοιβές, και παράγουν προϊόντα χαμηλής ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές. Η πολυπόθητη αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας παραμένει ζητούμενο.
Οι ελληνογερμανικές σχέσεις το 2024: Προς ακόμη καλύτερες ημέρες;
Ronald Meinardus
Οι κακές ημέρες ανήκουν στο παρελθόν. Βιώνουμε μια νέα, θετική φάση στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Το 2023 ήταν μια καλή χρονιά για τις σχέσεις των δύο χωρών. Και το 2024 αναμένεται να είναι μια ακόμη καλύτερη χρονιά. Αυτός τουλάχιστον είναι ο διακηρυγμένος στόχος των κυβερνήσεων σε Αθήνα και Βερολίνο.
Υπάρχουν διάφοροι δείκτες για τη μέτρηση της ποιότητας των διμερών σχέσεων. Ένας σημαντικός δείκτης είναι οι δηλώσεις των πολιτικών ηγετών. Η κοινή συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ σημαίνει ότι οι ηγέτες των δύο χωρών συναντώνται τακτικά. Με την πάροδο του χρόνου αναπτύσσονται προσωπικές σχέσεις και εξοικείωση, κάτι που μπορούμε να αντιληφθούμε και από το γεγονός ότι οι πολιτικοί ηγέτες απευθύνονται ο ένας στον άλλον με το μικρό τους όνομα και επικοινωνούν στον ενικό.
Τον Ιανουάριο 2023, οι ελληνογερμανικές σχέσεις έφτασαν σε ένα πρώτο αποκορύφωμα με την επίσημη επίσκεψη της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου στο Βερολίνο. Τα μέσα ενημέρωσης έκαναν λόγο για μια “ιδιαίτερα φιλική ατμόσφαιρα”. Ελλάδα και Γερμανία μοιράζονται “ένα κοινό όραμα και κοινές αξίες”, δήλωσε χαρακτηριστικά η Πρόεδρος.
Μια δεύτερη κορυφαία στιγμή αποτέλεσαν οι συνομιλίες που είχε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς στο Βερολίνο στα μέσα Νοεμβρίου. Λόγω της συγκυρίας, τα ΜΜΕ εστίασαν στις θέσεις του Βερολίνου και της Αθήνας για τον πόλεμο στη Γάζα και στην Τουρκία, καθώς λίγο αργότερα αναμενόταν στη γερμανική πρωτεύουσα ο Τούρκος πρόεδρος. Και στα δύο σημεία υπήρξε συμφωνία μεταξύ Σολτς και Μητσοτάκη. Σε αντίθεση με προηγούμενα χρόνια, η συνάντηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως άσκηση αρμονίας σε ανώτατο επίπεδο, χωρίς να διαφανεί ούτε ένα σημείο διαφωνίας. Ενθουσιασμένος ο Γερμανός καγκελάριος μίλησε για μια “νέα εποχή” στις σχέσεις των δυο χωρών με τον Έλληνα πρωθυπουργό να απαντάει: “Ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται και εμείς θα επιδιώξουμε τη στενότερη συνεργασία με την Γερμανία.”
Πράγματι, οι προϋποθέσεις για περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων είναι σήμερα καλύτερες από ό,τι ήταν εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι οι “δομικοί ” παράγοντες που επισκίαζαν τις σχέσεις μέχρι πρόσφατα έχουν καταστεί λιγότερο σημαντικοί. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ιδρύματος Friedrich Ebert, υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι για την αρνητική εικόνα της Γερμανίας στην Ελλάδα: Η συμπεριφορά του Βερολίνου κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, τα εγκλήματα της Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο χειρισμός του αιτήματος για αποζημιώσεις και τέλος η στάση του Βερολίνου στα ελληνοτουρκικά ζητήματα.
Η οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα και η ουσιαστική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχουν ως αποτέλεσμα κανένα από τα δύο ζητήματα να αποτελούν σήμερα “αγκάθια” στις σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου. Οι μέρες που Γερμανοί πολιτικοί ασκούσαν επιρροή στην ελληνική εσωτερική πολιτική ανήκουν στο παρελθόν. Τουναντίον, γερμανικά μέσα ενημέρωσης είναι γεμάτα επαίνους για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών να λέει ότι η Γερμανία θα μπορούσε να διδαχθεί από την Ελλάδα. Οι κατηγορίες ότι το Βερολίνο παίρνει το μέρος της Άγκυρας στη διαμάχη με την Τουρκία έχουν χάσει την βαρύτητά τους, υπό το φως της αποκλιμάκωσης στο Αιγαίο. Τέλος, η παρούσα ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να προβάλλει τα γερμανικά εγκλήματα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, κυρίως το ζήτημα των αποζημιώσεων ως θέμα που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Μητσοτάκη στο Βερολίνο, ο Όλαφ Σολτς διατύπωσε με σαφήνεια τις προσδοκίες της Γερμανίας για το μέλλον των διμερών σχέσεων: “Θέλουμε να συνεργαστούμε στενότερα στους τομείς της οικονομίας, της ενέργειας και της προστασίας του κλίματος. Ο κατάλογος των διμερών μας projects είναι μακρύς και χαίρομαι που συνεχίζουμε να τον προωθούμε από κοινού”.
Θα υπάρξουν πολλές ευκαιρίες για αυτό το 2024. Η Γερμανία εξακολουθεί να είναι ο πλέον σπουδαίος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας και οι γερμανικές εταιρείες συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαντικότερων επενδυτών. Υπάρχουν ενδείξεις οι γερμανικές επενδύσεις θα επεκταθούν το νέο έτος. Μια κορυφαία στιγμή των οικονομικών σχέσεων θα είναι η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), όπου η Γερμανία θα είναι η τιμώμενη χώρα. Ο κ. Μητσοτάκης έχει ήδη προσκαλέσει τον Όλαφ Σολτς στην Ελλάδα για την εκδήλωση αυτή. Σε όλα αυτά, το Ελληνογερμανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, το οποίο το 2024 γιορτάζει τα 100 χρόνια λειτουργίας του, παίζει σημαντικό συντονιστικό ρόλο. Παράλληλα, το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, άλλος ένας πυλώνας των διμερών σχέσεων, θα γιορτάσει τα 150 χρόνια από την ίδρυσή του. Και οι δύο ημερομηνίες αποτελούν υπενθύμιση της μακράς παράδοσης των στενών δεσμών μεταξύ των δύο χωρών.
…παραμένει μια τεράστια απόκλιση μεταξύ της ποιότητας των επίσημων σχέσεων σε όλους τους τομείς (πολιτική, οικονομία, πολιτισμός) και της εικόνας της Γερμανίας στο ευρύτερο κοινό.
Παρ’ όλα αυτά, παραμένει μια τεράστια απόκλιση μεταξύ της ποιότητας των επίσημων σχέσεων σε όλους τους τομείς (πολιτική, οικονομία, πολιτισμός) και της εικόνας της Γερμανίας στο ευρύτερο κοινό. Τα ποσοστά δημοτικότητας της Γερμανίας στην Ελλάδα παραμένουν στο ναδίρ. “Έχουμε δημοτικότητα 14%”, δήλωσε με λύπη ο Γερμανός πρέσβης Andreas Kindl πρόσφατα στο Athens Security Forum. “Στόχος μας είναι να αυξήσουμε το ποσοστό αυτό στο 17%”, πρόσθεσε ο διπλωμάτης.
Πρόκειται για έναν μετριοπαθή στόχο, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Γερμανία απολάμβανε ποσοστό αποδοχής σχεδόν 80% πριν από την οικονομική κρίση και αποτελούσε την πιο δημοφιλή χώρα μεταξύ των Ελλήνων.
ΗΠΑ: Έτος αναμονής και κινδύνων
Κατερίνα Σώκου
Το γνωστό απόφθεγμα ότι είναι δύσκολο να κάνει κανείς προβλέψεις, ιδιαίτερα για το μέλλον, ισχύει ακόμη περισσότερο για το 2024. Αν μπορεί να κάνει κανείς μία πρόβλεψη για το τί θα επιφυλάξει το νέο έτος στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ότι οποιαδήποτε πρόβλεψη είναι επισφαλής.
Οι δύο αντίπαλοι για την προεδρία έχουν βέβαια αναδειχθεί, καθώς ως εν ενεργεία πρόεδρος ο Τζο Μπάιντεν είναι απίθανο να χάσει το χρίσμα των Δημοκρατικών, ενώ και ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προηγείται σχεδόν πενήντα(!) μονάδες στη μάχη για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων. Εφόσον αυτοί είναι οι δύο διεκδικητές, η μεταξύ τους αναμέτρηση προβλέπεται να είναι ντέρμπι, και το πιθανότερο είναι ότι θα κριθεί από κάποιες χιλιάδες ψήφους, όπως έγινε και στις προηγούμενες δύο αναμετρήσεις για την προεδρία.
…η πιθανότητα κάποιου «μαύρου κύκνου», ενός απρόβλεπτου γεγονότος που θα ανατρέψει τα μέχρι σήμερα δεδομένα, ακόμη και τους διεκδικητές της προεδρίας, είναι αυξημένη.
Την ίδια στιγμή όμως, η πιθανότητα κάποιου «μαύρου κύκνου», ενός απρόβλεπτου γεγονότος που θα ανατρέψει τα μέχρι σήμερα δεδομένα, ακόμη και τους διεκδικητές της προεδρίας, είναι αυξημένη. Αυτό μπορεί να είναι ένα θέμα υγείας του προέδρου Μπάιντεν που θα τον αναγκάσει να αποσυρθεί από την αναμέτρηση, ή μία δικαστική καταδίκη του Ντόναλντ Τραμπ. Μάλιστα, ο πρώην κυβερνήτης του Νιου Τζέρσι και μέχρι πρότινος διεκδικητής του χρίσματος Κρις Κρίστι διακινδύνεψε την πρόβλεψη ότι ο πρώην πρόεδρος ίσως να μην μπορέσει να ψηφίσει στις εκλογές καθώς θα είναι στη φυλακή. Ωστόσο, το Σύνταγμα των ΗΠΑ δεν του απαγορεύει να είναι υποψήφιος!
Η πρόβλεψη για την πορεία των δικαστικών υποθέσεων εναντίον του πρώην προέδρου επίσης είναι επισφαλής. Αν και αντιμετωπίζει 91 κατηγορίες, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ θα κρίνει αν μπορεί να δικαστεί για τη σοβαρότερη από αυτές, την παρακίνηση σε εξέγερση. Οι δικαστικές του περιπέτειες μπορεί να έχουν πολιτικές συνέπειες, καθώς 31% των Ρεπουμπλικάνων και 59% των Αμερικανών ανεξαρτήτως πολιτικής προτίμησης, λένε ότι δεν θα ψήφιζαν τον Τραμπ αν καταδικαζόταν. Με δεδομένο όμως ότι η νομική του ομάδα ακολουθεί μία αποτελεσματική τακτική καθυστερήσεων, το πιθανότερο είναι να μην έχουμε δικαστικές αποφάσεις πριν από τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
Σε κάθε περίπτωση, η προεκλογική εκστρατεία θα εστιάσει στις αδυναμίες των δύο διεκδικητών της εξουσίας. Σε μικρότερο βαθμό, οι εκλογές θα κριθούν και από τα θέματα που θα κυριαρχήσουν στην αμερικανική επικαιρότητα. Η αίσθηση ανασφάλειας ευνοεί την αντιπολίτευση, ενώ η στοχοποίηση των αμβλώσεων από τους Ρεπουμπλικάνους ευνοεί την κυβέρνηση Μπάιντεν.
Όσο για την οικονομία, αν η Fed καταφέρει να αποτρέψει την ύφεση, όπως φαίνεται πλέον πιθανό, τότε το θετικό οικονομικό κλίμα θα ευνοήσει την υποψηφιότητα Μπάιντεν. Αντιθέτως, η συνεχιζόμενη μεταναστευτική κρίση στα νότια σύνορα της χώρας την υπονομεύει, και πληθαίνουν τα πολιτικά επιχειρήματα προς τον πρόεδρο να επιχειρήσει ένα συμβιβασμό με τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο για τον έλεγχο της μετανάστευσης, ο οποίος θα απελευθερώσει επίσης την έγκριση της βοήθειας που ζητά για την Ουκρανία.
Αν και είναι πολύ σημαντική για την παγκόσμια ασφάλεια, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ παίζει μικρό ρόλο στις αμερικανικές εκλογές.
Αν και είναι πολύ σημαντική για την παγκόσμια ασφάλεια, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ παίζει μικρό ρόλο στις αμερικανικές εκλογές. Ωστόσο, η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία μπορεί να δώσει επιχειρήματα στον Τραμπ εναντίον της βοήθειας στην χώρα, ενώ όσο συνεχίζεται ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα τόσο θα χρεώνεται ο πρόεδρος Μπάιντεν τη στήριξη στο Ισραήλ από ένα μέρος της βάσης του Δημοκρατικού κόμματος. Οι πιθανότητες είναι μεγάλες και για τα δύο.
Διότι ακόμη και αν δεν υλοποιηθεί, η πιθανότητα να επιστρέψει ο Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία θα επηρεάσει τις εξελίξεις το 2024 πολύ πέρα από τα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών. Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν ήδη εκτιμά ότι η υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία έχει εξασθενίσει και το γεγονός ότι ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι αν επενεκλεγεί θα σταματήσει τη στρατιωτική βοήθεια στην χώρα του δίνει κίνητρο να τραβήξει τον πόλεμο μέχρι τότε.
Αντίστοιχα, μία ενδεχόμενη επανεκλογή Τραμπ δίνει κίνητρο στον πρόεδρο του Ισραήλ Μπένιαμιν Νετανιάχου να αντικρούσει τις πιέσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν για τον περιορισμό του πολέμου στη Γάζα, τον τερματισμό της πολιτικής των βίαιων εποικισμών στη Δυτική Όχθη και την προοπτική δημιουργίας ενός Παλαιστινιακού κράτους. Και αυτό, καθώς ο πρόεδρος Τραμπ ήταν από τους ισχυρότερους υποστηρικτές της πολιτικής Νετανιάχου όσο ήταν στην εξουσία, ενώ το Ρεπουμπλικανικό κόμμα δεν έχει τους ενδοιασμούς που έχει η κυβέρνηση Μπάιντεν σχετικά με τις επιπτώσεις του πολέμου στη Γάζα. Όσο για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα συνεχίζει να παίζει καθυστερήσεις στο ζήτημα της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ γνωρίζοντας πόσο σημαντικό είναι το ζήτημα για τον Λευκό Οίκο περιμένοντας είτε τις εκλογές είτε ένα καλό παζάρι με τον πρόεδρο Μπάιντεν.
Τουλάχιστον στις σινο-αμερικανικές σχέσεις προβλέπεται σχετική ηρεμία το 2024 καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδιώκει την αποκλιμάκωση της έντασης και συμφώνησε την επανεκκίνηση των στρατιωτικών επαφών για την αποφυγή ατυχημάτων. Όσο η οικονομία της Κίνας παραμένει αδύναμη, η κινεζική ηγεσία δεν θα θελήσει να ταράξει τα νερά.
Όσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καλό θα είναι να προετοιμαστεί για μία πιθανή επανεκλογή του Τραμπ, να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά της, για τη στρατιωτική στήριξη της Ουκρανίας, και για την αντιμετώπιση της αστάθειας στη Μέση Ανατολή. Και όπως όλοι οι διεθνείς παίκτες που λειτουργούν με βάση το διεθνές δίκαιο, καλό θα είναι να πάρει πρωτοβουλίες που θα το ενισχύσουν το 2024, όσο υπάρχει ακόμη μία αμερικανική κυβέρνηση που πιστεύει σε αυτό.
Όσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καλό θα είναι να προετοιμαστεί για μία πιθανή επανεκλογή του Τραμπ, να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά της, για τη στρατιωτική στήριξη της Ουκρανίας, και για την αντιμετώπιση της αστάθειας στη Μέση Ανατολή. Και όπως όλοι οι διεθνείς παίκτες που λειτουργούν με βάση το διεθνές δίκαιο, καλό θα είναι να πάρει πρωτοβουλίες που θα το ενισχύσουν το 2024, όσο υπάρχει ακόμη μία αμερικανική κυβέρνηση που πιστεύει σε αυτό.
Η Κίνα το 2024
Γιώργος Ν. Τζογόπουλος
Η αστάθεια στο διεθνές σύστημα έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε μία καινούρια κανονικότητα. Oι συνεχιζόμενοι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή το επιβεβαιώνουν. Στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε εξέλιξη μπορεί να συμβάλει σε μία σχετική ηρεμία σε παγκόσμιο επίπεδο είναι καλοδεχούμενη. Το 2023 τελειώνει με σχετικά καλό τρόπο για τις σινοαμερικανικές σχέσεις, που αποτελούν την κινητήριο δύναμη του διεθνών σχέσεων. Αν και η χρονιά ξεκίνησε άσχημα με την περίεργη ιστορία των μπαλονιών, εξελίχθηκε ορθολογικά. Κορυφαίοι Αμερικανοί υπουργοί, όπως ο Άντονι Μπλίνκεν και η Τζάνετ Γιέλεν, επισκέφθηκαν το Πεκίνο ανοίγοντας των δρόμο για τη συνάντηση των προέδρων Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ στο Σαν Φρανσίσκο τον Νοέμβριο.
Το 2023, επίσης, ήταν μια χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας η Κίνα επέστρεψε στην κανονικότητα μετά την πανδημία COVID-19. Ύστερα από τρία χρόνια αυστηρών περιορισμών, η ζωή έγινε πιο εύκολη όχι μόνο για τους ίδιους τους Κινέζους πολίτες αλλά και για τους επισκέπτες της χώρας. Χωρίς υποχρεωτική καραντίνα τα ταξίδια ξανάρχισαν. Έτσι, τονώθηκε η προσπάθεια κατανόησης της Κίνας από εξωτερικούς παρατηρητές, που είχε μετατραπεί σε εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία το 2020, το 2021 και το 2022 λόγω της μη πραγματοποίησης επαφών δια ζώσης.
Η πορεία της κινεζικής οικονομίας συνδέεται με τις καινούριες συνθήκες που διαμορφώνονται μετά την πανδημία. Υπαρκτά προβλήματα, όπως η διαχείριση της αγοράς ακινήτων και η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης να αποσυνδεθούν τεχνολογικά και επενδυτικά, επηρεάζουν την κατάσταση. Η κινεζική οικονομία, όμως, έχει σταθεροποιηθεί. Η πρόβλεψη της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ανάπτυξη στην Κίνα είναι 5,2% για το 2023 και 4,5% για το 2024. Η αρχική εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας ήταν ελαφρώς χαμηλότερη αλλά αναθεωρήθηκε, καθώς η επίδοση της κινεζικής οικονομίας ήταν καλύτερη του αναμενομένου. Δεν αποκλείεται αυτό να συμβεί ξανά τους επόμενους μήνες. Η κινεζική κυβέρνηση εφαρμόζει ένα μείγμα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που διασφαλίζει την οικονομική πρόοδο. Ο επενδυτικός οίκος Moody’s, πάντως, αμφιβάλλει. Πρόσφατα υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Κίνας λόγω υψηλών χρεών σε τοπικό επίπεδο, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πολύ μικρότερο από αυτό άλλων κρατών.
Η εξωτερική πολιτική της Κίνας το 2024 αναμένεται να χαρακτηριστεί από συνέχεια. Το αποτέλεσμα της συνάντησης Τζο Μπάιντεν-Σι Τζινπίνκ στο Σαν Φρανσίσκο ήταν θετικό και η διατήρηση του σχετικά καλού κλίματος εξυπηρετεί το Πεκίνο. Οι μεγάλες σινοαμερικανικές διαφωνίες θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά ο τρόπος διαχείρισής τους έχει ιδιαίτερη σημασία. Το 2024 είναι, βέβαια, εκλογική χρονιά για τις Ηνωμένες Πολιτείες, και – ως γνωστόν – η Κίνα αποτελεί θέμα στο οποίο οι Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι συμφωνούν. Αν και είναι προς το συμφέρον της κυβέρνησης Μπάιντεν να μην υπάρξει κάποια κρίση με την Κίνα ενόψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, δεν αποκλείεται στο εσωτερικό της Αμερικής να ανέβουν οι τόνοι σχετικά με την μελλοντική κατεύθυνση των σινοαμερικανικών σχέσεων.
Η Κίνα θα εργαστεί, επίσης, το 2024 προς τη βελτίωση της σχέσεών της με την Ευρώπη. Ήδη η σινοευρωπαϊκή σύνοδος του Δεκεμβρίου 2023 έδειξε πως υπάρχει δυνατότητα συνεργασίας παρά τις διαφορές. Για να διευκολύνει τη συνεργασία στο πεδίο του τουρισμού, η κινεζική κυβέρνηση θα εφαρμόσει το 2024 ένα πιλοτικό πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί και Ισπανοί πολίτες θα μπορούν να επισκέπτονται την Κίνα για δύο βδομάδες χωρίς να χρειάζεται να εκδώσουν βίζα. Όπως, βέβαια, συμβαίνει με την Αμερική, το 2024 είναι εκλογική χρονιά για την Ευρώπη, και δεν αποκλείεται να υπάρξει αλλαγή στην ευρωπαϊκή ηγεσία. Ακόμα πιο σημαντικό, φυσικά, θα είναι το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών στον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιλαμβάνεται την Κίνα.
…θα είναι σίγουρα βοηθητικό για τους Έλληνες που επιθυμούν να ταξιδεύσουν την Κίνα το 2024, να ενταχθεί η Ελλάδα στο προαναφερθέν πολιτικό πρόγραμμα παραμονής στην χώρα για δύο βδομάδες χωρίς βίζα.
Η Ελλάδα παρακολουθεί τις εξελίξεις και στο μέτρο των δυνατοτήτων της επιδιώκει να συνεχίσει να συνεργάζεται αρμονικά με την Κίνα. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε την Κίνα τον περασμένο Νοέμβριο με στόχο, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των ελληνικών εξαγωγών και την προσέλκυση περισσότερων Κινέζων τουριστών. Καθώς πλέον υπάρχει απευθείας διασύνδεση Αθήνας-Πεκίνου τρεις φορές τη βδομάδα με την Air China, θα είναι σίγουρα βοηθητικό για τους Έλληνες που επιθυμούν να ταξιδεύσουν την Κίνα το 2024, να ενταχθεί η Ελλάδα στο προαναφερθέν πολιτικό πρόγραμμα παραμονής στην χώρα για δύο βδομάδες χωρίς βίζα. Αυτό αξίζει να το διερευνήσει η ελληνική πλευρά τους επόμενους μήνες.
Σε γενικές γραμμές, οι προϋποθέσεις ώστε το 2024 να είναι μια χρόνια χωρίς απρόοπτα στις σχέσεις της Κίνας με τη Δύση είναι υπαρκτές. Ο ανταγωνισμός και οι εντάσεις αναμένεται να συνεχιστούν αλλά χωρίς αυτοί να οδηγούν σε ρήξη. Τουλάχιστον, αυτή είναι η κληρονομιά του αφήνει το τέλος του 2023 για το 2024, παρόλο που, όπως έχει τονιστεί, η αστάθεια είναι πλέον η νέα κανονικότητα του διεθνούς συστήματος.
Σχέσεις Ελλάδας με Ινδία: Προοπτικές
Ιωάννης-Αλέξιος Ζέπος
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, αντιλαμβανόμαστε ότι σε αντίθεση με άλλες ασιατικές χώρες, για την Ελλάδα, η Ινδία ήταν μια Terra, λιγότερο incognita από άλλες της Ασίας, λόγω του ότι πέραν της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου στην αρχαιότητα, ήδη από τον 18ο αιώνα και κατά την περίοδο της αγγλικής αποικιοκρατίας, αρκετοί Έλληνες προερχόμενοι από τα οθωμανικά εδάφη μετανάστευσαν εκεί και ιδιαίτερα στην περιοχή της Βεγγάλης. Εκεί ανέπτυξαν με την πάροδο του χρόνου αξιόλογη επαγγελματική, οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως για παράδειγμα, η εμπορική εταιρεία “Ralli Brothers” που είχε ιδιαίτερη λάμψη τον 19ο και 20ο αιώνα και εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα και σήμερα, εθνικοποιημένη.
Μετά την Ινδική Ανεξαρτησία του έτους 1947, σταδιακά, αργά μεν αλλά με σταθερά βήματα, αναπτύχθηκαν δεσμοί συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Αθηνών και Νέου Δελχί σε επίπεδο πολιτειακών και πολιτικών ηγεσιών. Αυτοί βασίστηκαν κυρίως, στην εμπλοκή και στήριξη του Κινήματος των Αδεσμεύτων, όπου ανήκε η Ινδία, στο Κυπριακό, στο πλαίσιο του ΟΗΕ αλλά και στη στενή φιλική σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ του Πρωθυπουργού Νεχρού και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Βέβαια, η σχέση αυτή δεν προώθησε αναγκαστικά και τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Ινδίας στον τομέα της οικονομικής συνεργασίας που άργησε να αναπτυχθεί και ακόμη και σήμερα εξελίσσεται.
Θα πρέπει να επισημάνουμε και να συγκρατήσουμε με ενδιαφέρον το γεγονός, ότι από ολόκληρο το χώρο της Νότιας Ασίας, η Ινδία, κυρίως, από την εποχή της ανεξαρτησίας της το 1947, κυβερνήθηκε και κυβερνάται δημοκρατικά παρά το αχανές της χώρας και το πολυάριθμο του πληθυσμού της.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι απαραίτητο να βλέπουμε και να αξιολογούμε την Ινδία μέσα από τις επαρκείς επιδόσεις της και να πιστέψουμε ότι, παρά τις ιδιόρρυθμες ενίοτε για τη δυτική οπτική, εσωτερικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, εν τούτοις η χώρα αυτή κινείται δυναμικά προς ένα σημαντικό μέλλον.
Ανατέμνοντας την ιστορία της, η Ινδία εδώ και αρκετά χρόνια μάχεται για την διεύρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, επιμένοντας ότι οι όροι που επικρατούσαν κατά την εποχή της δημιουργίας του Οργανισμού έχουν μεταβληθεί ριζικά και ότι δεν είναι πλέον δυνατό, χώρες σημασίας, μεγέθους και πληθυσμού όπως της ιδίας καθώς και μερικών άλλων (Βραζιλία, Αργεντινή, Νότια Αφρική, Νιγηρία, Ιαπωνία) ανά τον πλανήτη, να μην είναι μέλη του Συμβουλίου Ασφάλειας.
Η χώρα μας έχει δεχθεί κατ’ αρχήν την Ινδική θέση, αν και το θέμα της διεύρυνσης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, είναι ακόμη και αναμένεται να παραμείνει, για εμφανείς λόγους, για αρκετό χρόνο και για διάφορες αιτίες σε διαπραγμάτευση.
Θυμίζω ότι η Ινδία ανήκει στην ομάδα BRICS (Βραζιλία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), η οποία και διευρύνθηκε πρόσφατα στην Ετήσια Συνέλευσή της και αποβλέπει στην ενίσχυση του ρόλου της ομάδας αυτής διεθνώς με αυξημένο πολιτικό και οικονομικό λόγο.
Ζούμε σε μια δύσκολη εποχή, όπου τα δεδομένα που γνωρίζαμε από τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ισχύουν πλέον στη μορφή που είχαμε συνηθίσει και υπολογίζαμε.
Έτσι, το πλέγμα ασφάλειας που παρείχε ο ΟΗΕ είναι σήμερα αμφισβητούμενο και είναι απόλυτη ανάγκη να αποκατασταθεί η Παγκόσμια Τάξη, ώστε να υπάρξουν και πάλι σαφείς κανόνες και όρια μέσα στα οποία θα μπορούν να κινηθούν τα Κράτη και οι κοινωνίες τους.
Αναφερόμενοι στην Ινδία του σήμερα, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι είναι μια σημαντική, αναδυόμενη χώρα της Ασίας, με υψηλούς οικονομικούς δείκτες ανάπτυξης, που αναμένεται να κατακτήσει την 3η θέση στο διεθνές οικονομικό στερέωμα περί το έτος 2030. Σε έναν πληθυσμό 1,4 δις, υπάρχει ένα αξιόλογο ποσοστό εξαιρετικά εύρωστων οικονομικά Ινδών, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά την Ελλάδα και την ιστορία της, από την υψηλού επιπέδου σχολική τους εκπαίδευση. Ας σημειωθεί ότι στα ινδικά σχολικά εγχειρίδια ο Μ. Αλέξανδρος δεν εμφανίζεται ως κατακτητής αλλά ως θαυμαστής του ινδικού πολιτισμού και της φιλοσοφίας του.
Αυτοί θα πρέπει να αποτελέσουν ένα στοχευμένο κοινό στην οικονομική αλλά και τουριστική μας πολιτική απέναντι στην Ινδία, η οποία σήμερα δυστυχώς βρίσκεται ακόμη «στα σπάργανα» λόγω γενικότερης έλλειψης φαντασίας και γνώσης από μέρους μας περί την σύγχρονη ινδική πραγματικότητα.
Έχοντας υπηρετήσει ως Πρέσβυς της Ελλάδας στην Ινδία για μια περίπου πενταετία στο παρελθόν, θεωρώ ότι η ελληνική πλευρά έχει κάθε συμφέρον να δώσει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην εξέλιξη των συνολικών διμερών της σχέσεων με την Ινδία, κίνηση που θα μπορούσε να φανεί, μακροπρόθεσμα, ίσως δε και μεσοπρόθεσμα, πρόσφορη σε πολλούς τομείς, καλλιεργώντας παράλληλα συνθήκες κατανόησης και σύμπραξης στο διεθνές σκηνικό.
Βέβαια, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι η εικόνα των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ινδίας έχει αρχίσει να μεταβάλλεται. Μέσα στο έτος 2023, η επίσκεψη του Ινδού Πρωθυπουργού στην Αθήνα, αποτέλεσε έναυσμα για την δραστηριοποίηση των Ελληνο-Ινδικών σχέσεων σε πολλούς τομείς, περιλαμβανομένης και της στρατηγικής συνεργασίας που ήταν από χρόνια μια εν δυνάμει θετική προοπτική, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών σε μια εντελώς νέα φάση και εποχή. Αξίζει να αναφερθεί ότι ήδη μια μεγάλη ινδική κατασκευαστική εταιρία η GMR, εξειδικευμένη στα αεροδρόμια, έχει αναλάβει, μαζί με την ελληνική Τέρνα, την κατασκευή του νέου αεροδρομίου στο Καστέλι της Κρήτης.
…η σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών να δοθεί ουσιαστική συνέχεια σε αυτήν την πρώτη σημαντική επαφή επιτρέπει πλέον να κοιτάξουμε το μέλλον των συνολικών Ελληνο-Ινδικών σχέσεων υπό νέο πρίσμα.
Οι συνομιλίες που έλαβαν χώρα στην Αθήνα πρόσφατα μεταξύ των δύο Πρωθυπουργών, κ.κ. Μητσοτάκη και Modi, και η σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών να δοθεί ουσιαστική συνέχεια σε αυτήν την πρώτη σημαντική επαφή επιτρέπει πλέον να κοιτάξουμε το μέλλον των συνολικών Ελληνο-Ινδικών σχέσεων υπό νέο πρίσμα.
Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας η συμφωνία που επιτεύχθηκε φέτος στο Νέο Δελχί, στη συνάντηση των G20, για τη δημιουργία οικονομικού διαδρόμου από τον Ινδικό ωκεανό, μέσω της Μέσης Ανατολής μέχρι τη Μεσόγειο θάλασσα και ειδικότερα από την Ινδία μέσω της διώρυγας του Σουέζ προς τη Μεσόγειο και την Ελλάδα. Αυτός ανοίγει σοβαρές προοπτικές συνεργασίας της χώρας μας με την Ινδία αλλά και με άλλες ενδιάμεσες χώρες της διαδρομής αυτής, στο πλαίσιο και του «Παγκόσμιου Νότου».
Η απόφαση για την δημιουργία αυτού του διαδρόμου έχει ήδη τύχει της ευλογίας σημαντικών διεθνών παικτών, μεταξύ των οποίων οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διαδικασία για την «εγκατάσταση» αυτού του διαδρόμου, δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε γρήγορη. Θα χρειαστούν σοβαρές αποφάσεις και επιλογές, ώστε να καταστεί δυνατή η δημιουργία του κλίματος εκείνου που θα επιτρέψει την υλοποίηση του σχεδίου αυτού, στη διαδρομή του οποίου θα λάβουν μέρος οπωσδήποτε και άλλες χώρες, που θα ενδιαφερθούν να ενταχθούν στο φιλόδοξο αυτό σχέδιο.
Πάντως, στο μεταξύ, οι σχετικοί προβληματισμοί έχουν ήδη απασχολήσει την Αθήνα και το Νέο Δελχί και είναι ένα νέο πεδίο εξαιρετικά ενδιαφέρον που θα βοηθήσει και στην προώθηση των διμερών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών ενώ θα δώσει έναυσμα και στο πεδίο των οικονομικών δυνατοτήτων, προοπτικών και επενδύσεων που μπορούν να αναπτυχθούν στις διμερείς μας σχέσεις με την Ινδία. Στο πεδίο αυτό, υπό την αίρεση της δημιουργίας των καταλλήλων υποδομών από πλευράς μας, θα μπορούσαν να ενταχθούν και λιμένες της Ελλάδας που θα ήσαν τερματικοί για ινδικά εμπορεύματα προοριζόμενα για τον χώρο της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης.
Κλιματική διπλωματία: από τη διαπραγμάτευση στην εφαρμογή
Εμμανουέλα Δούση
Η κλιματική κρίση δοκιμάζει την αντοχή της δημοκρατίας, καθώς και τη συνοχή της κοινωνίας, λόγω των επιπτώσεών της στην επισιτιστική ασφάλεια, τη μετανάστευση, τη λειψυδρία, την απώλεια βιοποικιλότητας, τις φυσικές καταστροφές αλλά και τις κοινωνικές ανισότητες.
Το 2023 ήταν το θερμότερο έτος από τότε που υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία. Η υπερθέρμανση του πλανήτη, την οποία περιμέναμε για το 2040, έχει έρθει πολύ νωρίτερα. Οι παρατεταμένοι καύσωνες, οι καταστροφικές πυρκαγιές και οι βιβλικές πλημμύρες που βιώσαμε το φετινό καλοκαίρι αποδεικνύουν περίτρανα ότι το μονοπάτι της ανθρώπινης εξέλιξης έχει πλέον ξεπεράσει τα όρια. Η κλιματική κρίση δοκιμάζει την αντοχή της δημοκρατίας, καθώς και τη συνοχή της κοινωνίας, λόγω των επιπτώσεών της στην επισιτιστική ασφάλεια, τη μετανάστευση, τη λειψυδρία, την απώλεια βιοποικιλότητας, τις φυσικές καταστροφές αλλά και τις κοινωνικές ανισότητες.
Τρεις δεκαετίες μετά την υπογραφή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, γνωρίζουμε πλέον τί απαιτείται για την αναχαίτισή της: συνεργασία και συντονισμός, γενναία χρηματοδοτική στήριξη, ιδιαίτερα των ευάλωτων στρωμάτων, και άμεση διακοπή του εθισμού στα ορυκτά καύσιμα με ταχύτατη στροφή σε καθαρές μορφές ενέργειας. Ταυτόχρονα, χρειάζεται καλύτερη προετοιμασία για την προσαρμογή στην απορρύθμιση που έχει ήδη προκληθεί, ενίσχυση της ανθεκτικότητας της κοινωνίας, των πόλεων, των υποδομών και των παραγωγικών τομέων της οικονομίας.
Η ετήσια παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα (COP28), η οποία πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες εβδομάδες στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μια κατεξοχήν πετρελαιοπαραγωγό χώρα, δεν κατόρθωσε να συμπεριλάβει στο καταληκτικό κείμενο μια στιβαρή δέσμευση για την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων. Το κείμενο καλεί στη «μετάβαση για την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα με σωστό, εύρυθμο και ισότιμο τρόπο, επιταχύνοντας τη δράση αυτή την κρίσιμη δεκαετία, ώστε να επιτευχθεί η κλιματική ουδετερότητα έως το 2050». Ενισχύει δηλαδή την αργή προσέγγιση (go-slow approach) σε ό,τι αφορά την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, πάγια θέση των χωρών που εξακολουθούν να τα παράγουν. Το κείμενο κάνει ιδιαίτερη μνεία στις τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που θα πρέπει να τριπλασιαστούν έως το 2030, αλλά και στην πυρηνική ενέργεια και το υδρογόνο χαμηλού άνθρακα, προκειμένου να ενισχυθούν οι προσπάθειες προς την υποκατάσταση της ενέργειας που παράγεται από ορυκτά καύσιμα.
Αυτός ο εξασθενημένος συμβιβασμός επιβεβαιώνει τις –απαισιόδοξες– περσινές προβλέψεις μας. Η εμπιστοσύνη στην πολυμερή διπλωματία είχε ήδη διαρραγεί όταν οι πολιτικές προτεραιότητες άλλαξαν, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και αναδύθηκαν αντικρουόμενοι στόχοι ανάμεσα στην ενεργειακή ασφάλεια και τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Ο νέος πόλεμος στη Γάζα ήρθε να διαταράξει ακόμα περισσότερο την ήδη εύθραυστη παγκόσμια διπλωματία, με πολλές χώρες να σπεύδουν να εξασφαλίσουν τα αποθέματά τους σε ορυκτά καύσιμα αντί να απεξαρτηθούν από αυτά. Όμως, αν θέλουμε πραγματικά να περιορίσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης στον 1,5 βαθμό, που είναι και ο βασικός στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχει πλέον χώρος για νέες εξορύξεις ορυκτών καυσίμων.
Η παγκόσμια συνεργασία για το κλίμα υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών είναι μεν σημαντική, δεν αποτελεί όμως πανάκεια ούτε προσφέρει συνολικές και ολιστικές λύσεις για την κλιματική κρίση. Η επίμονη αναζήτηση μιας παγκόσμιας συμφωνίας κατεβάζει τον πήχη στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή.
Η κλιματική διπλωματία θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς, αν επικεντρωνόταν περισσότερο στη δράση και λιγότερο στη θέσπιση στόχων. […] Οι συνασπισμοί των προθύμων μπορούν να δρομολογήσουν αλλαγές. Και οι συνασπισμοί φορέων με επιρροή μπορούν να τις απογειώσουν.
Η κλιματική διπλωματία θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς, αν επικεντρωνόταν περισσότερο στη δράση και λιγότερο στη θέσπιση στόχων. Αν εξετάζαμε σε πρακτικό επίπεδο πώς θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε συγκεκριμένες λύσεις για το μέλλον. Σε καθέναν από τους ρυπογόνους τομείς της οικονομίας, η χρήση ορυκτών καυσίμων θα πρέπει να αντικατασταθεί από καθαρές τεχνολογίες και πρακτικές. Πρόκειται για μια διαδικασία μετάβασης. Νέες τεχνολογίες έχουν ήδη αναπτυχθεί και οι αγορές, οι υποδομές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και οι θέσεις εργασίας αναδιαμορφώνονται για να προσαρμοστούν σε αυτές τις νέες τεχνολογίες. Η συνεργασία σε συγκεκριμένους τομείς και ο συντονισμός στην υποστήριξη των σωστών δράσεων θα μπορούσε να συμβάλει στην περαιτέρω πρόοδο. Για παράδειγμα, η αναβάθμιση των ηλεκτρικών καλωδιώσεων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξάπλωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι συνασπισμοί των προθύμων μπορούν να δρομολογήσουν αλλαγές. Και οι συνασπισμοί φορέων με επιρροή μπορούν να τις απογειώσουν.
Χρειαζόμαστε ένα πιο ισχυρό κράτος, που να αναλάβει υπεύθυνα τον ρόλο του κράτους, δηλαδή να εξυπηρετεί τις ανάγκες των πιο ευάλωτων, να παρέχει τα απαραίτητα δίχτυα ασφαλείας, να σταματήσει να χρηματοδοτεί ό,τι εμποδίζει την ευημερία.
Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει κλιματική μετάβαση χωρίς κοινωνική μετάβαση. Η εφαρμογή ορισμένων πολιτικών εντείνει τις ανισότητες, καθώς το οικονομικό βάρος μετακυλίεται στα πιο αδύναμα στρώματα. Οι λύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν θα πρέπει να περιορίζονται μόνο σε τεχνικά ζητήματα, αλλά χρειάζεται να έχουν και κοινωνικό πρόσημο. Χρειάζεται να ασχοληθούμε σοβαρά με την προστασία των πιο ευάλωτων, και να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητα της κοινωνίας, ώστε να αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα τις αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις. Είναι βέβαιο ότι οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν να επιτευχθούν με το «αόρατο χέρι» της αγοράς. Χρειαζόμαστε ένα πιο ισχυρό κράτος, που να αναλάβει υπεύθυνα τον ρόλο του κράτους, δηλαδή να εξυπηρετεί τις ανάγκες των πιο ευάλωτων, να παρέχει τα απαραίτητα δίχτυα ασφαλείας, να σταματήσει να χρηματοδοτεί ό,τι εμποδίζει την ευημερία. Εάν η ευημερία δεν μοιράζεται και δεν είναι προσιτή και εφικτή για όλους, τότε θα υπάρξει μεγάλη κοινωνική αναστάτωση, η οποία μπορεί να πάρει δυσάρεστες διαστάσεις. Ακόμα χειρότερα, η αναστάτωση περνά μέσα από τη ριζοσπαστικοποίηση και τη στροφή προς τα άκρα. Οι εξελίξεις στην Ευρώπη και αλλού, με την άνοδο του λαϊκισμού, προκαλούν μεγάλη ανησυχία και προβληματισμό, ιδίως τώρα που πλησιάζουν οι Ευρωεκλογές. Μπορούν οι λαϊκιστές να αντιμετωπίσουν τις πραγματικές ανάγκες; Πώς θα αντιμετωπίσουν την κλιματική κρίση, αφού δεν πιστεύουν ότι όντως συμβαίνει;
Τεχνητή Νοημοσύνη: Οι προκλήσεις της νέας εποχής έφθασαν;
Μιχάλης Κρητικός
Όποια πρόβλεψη, είτε ουτοπικού είτε διατοπικού χαρακτήρα, έχει γίνει για μια τόσο εκθετική τεχνολογία, όπως είναι η τεχνητή νοημοσύνη, δεν έχει καταφέρει να επαληθευτεί. Ο δυναμικός της χαρακτήρας και η διαρκής διάχυση καινοτόμων ιδεών και εφαρμογών καθιστούν κάθε τεχνολογική πρόβλεψη παρακινδυνευμένη. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να γίνουν κάποιες πρώτες εκτιμήσεις και κάποιες προκαταρκτικές ‘προγνώσεις’ για την εμφάνιση συγκεκριμένων δυναμικών τάσεων.
Την χρονιά που μας αφήνει, το ChatGPT και άλλα παρόμοια μοντέλα όχι μόνο έφεραν την τεχνολογία αυτή πιο κοντά στον πολίτη αλλά επίσης κατέστησαν ακόμα πιο ρεαλιστικές τις εικονοκλαστικές προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης και περισσότερο επιτακτικό τον ίδιο τον έλεγχο τους. Το 2024 αναμένεται να σημάνει την εμπορική κυριαρχία αυτού του τύπου τεχνητής νοημοσύνης καθώς δεν θα επωφεληθούν μόνο οι τεχνολογικές εταιρείες, που προμηθεύουν τα ίδια τα μοντέλα και την υποδομή που τα ‘εκπαιδεύει΄, αλλά και εταιρείες εκτός του κλάδου της τεχνολογίας, που θα τα υιοθετήσουν με στόχο τη μείωση του κόστους παραγωγής και την ενίσχυση της παραγωγικότητας τους.
Η επερχόμενη σειρά εργαλείων της αποκαλουμένης Generative AI θα είναι όχι μόνο ακόμα πιο προσιτή στον μέσο χρήστη αλλά θα καταστήσει την διάκριση μεταξύ του ανθρωπογενούς και του δημιουργημένου από υπολογιστή ολοένα και πιο δύσκολη, εγείροντας δύσκολα νομικά ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και σοβαρά ηθικά διλλήματα σε σχέση με την ανθρώπινη δημιουργία και την συνύπαρξη της με το πιο ‘δημιουργικό’ κομμάτι της τεχνητής νοημοσύνης.
Η επερχόμενη σειρά εργαλείων της αποκαλουμένης Generative AI θα είναι όχι μόνο ακόμα πιο προσιτή στον μέσο χρήστη αλλά θα καταστήσει την διάκριση μεταξύ του ανθρωπογενούς και του δημιουργημένου από υπολογιστή ολοένα και πιο δύσκολη, εγείροντας δύσκολα νομικά ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και σοβαρά ηθικά διλλήματα σε σχέση με την ανθρώπινη δημιουργία και την συνύπαρξη της με το πιο ‘δημιουργικό’ κομμάτι της τεχνητής νοημοσύνης. Πολλοί ειδικοί επισημαίνουν ότι μέσα στους επόμενους 18 μήνες το 90% του περιεχομένου που θα διακινείται στο διαδίκτυο θα είναι δημιούργημα της τεχνητής νοημοσύνης. Το 2024, η υιοθέτηση των αναλυτικών στοιχείων τεχνητής νοημοσύνης και του Ίντερνετ των Πραγμάτων (IoT) θα επιταχυνθεί μέσω της ευρύτερης χρήσης τεχνολογιών digital-twin, οι οποίες αναλύουν αισθητήρες και λειτουργικά δεδομένα σε πραγματικό χρόνο και δημιουργούν αντίγραφα πολύπλοκων συστημάτων, όπως φυσικών αντικειμένων και προσώπων.
Επομένως, ένα από τα μεγάλα στοιχήματα για τον επόμενο χρόνο είναι να τεθούν στέρεες βάσεις για την υπεύθυνη χρήση αλλά και τον ουσιαστικό έλεγχο της πλέον καλπάζουσας εκδοχής αυτής της τεχνολογίας. Στην Ευρώπη οι βάσεις για ένα τέτοιο πλαίσιο ήδη τέθηκαν θεσμικά με την πρόσφατη υιοθέτηση, μετά από δραματικές, μαραθώνιες συνεδριάσεις, του Γενικού Κανονισμού για την Τεχνητή Νοημοσύνη. Συνεπώς, ο επόμενος χρόνος θα είναι αφιερωμένος στην προετοιμασία των κρατικών διοικήσεων και των εταιρειών για την συμμόρφωση τους με τους νέους κανόνες του παιχνιδιού που στοχεύουν στο να διασφαλίσουν την διαφάνεια στον σχεδιασμό και την χρήση της τεχνολογίας αυτής. Ταυτόχρονα, άλλοι διεθνείς οργανισμοί, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και η UNESCO, αναμένεται να υιοθετήσουν κανόνες για την χρήση της τεχνητής νοημοσύνης με άξονα την ανάγκη προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παράλληλα με τις νομικές απόπειρες χαρτογράφησης και ελέγχου μιας τόσο δυναμικής τεχνολογίας, το 2024 αναμένεται να σημαδευτεί από την αύξηση των αντιδράσεων πολλών φορέων στην εκτεταμένη χρήση του ChatGPT-4, όπως των πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων ή και ανθρώπων των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών, όπως είδαμε στην περίπτωση της μεγάλης απεργίας των σεναριογράφων του Χόλυγουντ.
Εντός αυτού του πλαισίου, αναμένεται να δούμε να διαμορφώνονται 2 βασικές τάσεις: πρώτον, οι ειδικοί σε θέματα νομικής συμμόρφωσης στο πλαίσιο εφαρμογής συγκεκριμένων εφαρμογών υψηλής επικινδυνότητας και οι ειδικοί στην διακρίβωση της αυθεντικότητας κειμένων (watermaking, data curation etc) θα γίνουν περιζήτητοι καθώς τα ηθικά/κανονιστικά πρότυπα θα καταστούν σύντομα απαραίτητα σε πολλούς τομείς ακόμα και σε διεθνές επίπεδο. Ταυτόχρονα αναμένεται να δημιουργηθεί μια νέα αγορά, που θα έχει ως (αποκλειστικό) αντικείμενο την δημιουργία προϊόντων τεχνητής νοημοσύνης, των οποίων το συγκριτικό πλεονέκτημα θα είναι η εξ ορισμού συμμόρφωση τους με συγκεκριμένους κανόνες νομικού ή δεοντολογικού χαρακτήρα.
Το 2024 θα είναι κρίσιμο ως προς την χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και για ένα άλλο λόγο: πρόκειται για την μεγαλύτερη εκλογική χρονιά στην ιστορία των τελευταίων δεκαετιών καθώς θα πραγματοποιηθούν εκλογές στις ΗΠΑ, στην ΕΕ, στην Ινδία, στην Ιαπωνία, στο Μεξικό και σε άλλες πολυπληθείς χώρες. Ο φόβος είναι ότι τα συστήματα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη ή/και συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού -με πρακτικές microtargeting, big data analytics, deep fakes- και να αλλοιώσουν το εκλογικό αποτέλεσμα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι την επόμενη χρονιά τίθεται σε ισχύ ο Eυρωπαϊκός Κανονισμός για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες, που αναμένεται να θέσει τις βάσεις για την προστασία του (ψηφιακού) πολίτη σε 19 μεγάλες τεχνολογικές πλατφόρμες και όχι μόνο.
Με άλλα λόγια, η επόμενη χρονιά θα αποδειχθεί μάλλον καθοριστική τόσο για το εάν οι τεχνολογικές προβλέψεις για κυριαρχία της Generative AI θα επαληθευτούν (κρίσιμο στοιχείο εδώ θα αποτελέσει η τελική διαθεσιμότητα μεγάλων δεξαμενών προσωπικών δεδομένων) όσο και το εάν θα εισακουσθούν οι φωνές εκείνες που ζητούν την προσωρινή απαγόρευση ή την αυστηρή ρύθμιση συγκεκριμένων δημιουργικών εφαρμογών μέχρι να καταφέρουμε να συσσωρεύσουμε την απαραίτητη εμπειρία και τεχνογνωσία ελέγχου ενός εν εξελίξει τεχνολογικού φαινομένου.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι να δούμε εάν η επόμενη χρονιά, με τις προκλήσεις που θέτει, θα ωθήσει το πολιτικό σύστημα να ‘σκύψει’ πάνω από εκείνους που ενδέχεται να γίνουν οι παράλληλες ‘απώλειες’ αυτής της τεχνολογικής επανάστασης.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι να δούμε εάν η επόμενη χρονιά, με τις προκλήσεις που θέτει, θα ωθήσει το πολιτικό σύστημα να ‘σκύψει’ πάνω από εκείνους που ενδέχεται να γίνουν οι παράλληλες ‘απώλειες’ αυτής της τεχνολογικής επανάστασης: τους ηλικιωμένους, που, εν πολλοίς, αδυνατούν να γευτούν τα όποια ωφελήματα της, τα παιδιά τα οποία νομοτελειακά θα εθιστούν ακόμα πιο πολύ σε μια εικονική πραγματικότητα που θα γίνει ακόμα πιο προσωποποιημένη (αρά και πιο ελκυστική) και σε όσους καταστούν ‘αναλώσιμοι’ ή ακόμα και ‘περιττοί’ λόγω της ραγδαίας αυτοματοποίησης των δημιουργικών τους καθηκόντων.