Η αύξηση των τιμών της ενέργειας έχει οδηγήσει σε γενική άνοδο του πληθωρισμού, που με τη σειρά της έχει πυροδοτήσει διεκδικήσεις για αναπροσαρμογή των μισθών έτσι ώστε να διατηρήσουν την αγοραστική τους αξία. Προς το παρόν, όμως, η (ονομαστική) αύξηση των μέσων μισθών είναι κατά κανόνα χαμηλότερη από την αύξηση των τιμών.
Για παράδειγμα, στην Ελλάδα ο μέσος ονομαστικός μισθός ήταν αυξημένος κατά 3,3% το τελευταίο τρίμηνο του 2022 σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Όμως, στο ίδιο διάστημα ο πληθωρισμός έτρεχε με 8,6%. Συνεπώς, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 4,9%.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της Eurostat, το ίδιο συνέβη σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ. Με εξαίρεση τη Βουλγαρία, όπου ο μέσος πραγματικός μισθός αυξήθηκε ελαφρώς (+1,8), και την Σλοβενία όπου έμεινε σχεδόν σταθερός (0,8%), στα υπόλοιπα 25 κράτη μέλη η αύξηση του μέσου ονομαστικού ωρομισθίου υπολειπόταν της αύξησης των τιμών. Στο σύνολο της ΕΕ, η μείωση του πραγματικού μέσου μισθού το τέταρτο τρίμηνο του 2022 (σε ετήσια βάση) ήταν 5%. Στις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης η μείωση ήταν 6,4% στην Ιταλία, 5,3% στη Γερμανία, 2,3%, στην Ισπανία και 1,4% στη Γαλλία.
Διάφοροι λόγοι εξηγούν γιατί σε κάποιες χώρες οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν λιγότερο από ότι αλλού: τα διαφορετικά επίπεδα πληθωρισμού σε κάθε χώρα, το ποσοστό μισθωτών που εργάζονται σε εξαγωγικές εταιρίες (αφού η έκθεση στον διεθνή ανταγωνισμό δεν επιτρέπει μεγάλες αυξήσεις μισθών), η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων (που εξαρτάται από το ύψος της ανεργίας, αλλά και από την επιρροή των εργατικών συνδικάτων, δηλαδή από τον αριθμό των μελών τους, και από το ποσοστό όσων καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας) κ.ά. Επίσης, σημαντικό ρόλο παίζουν οι επιλογές των κυβερνήσεων όσον αφορά π.χ. την αύξηση του κατώτατου μισθού (στις χώρες όπου αυτός ορίζεται από την κυβέρνηση και όχι μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων).
Παρά τις διαφοροποιήσεις, η τάση της μείωσης των πραγματικών μισθών δείχνει να αφορά όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Σε πρόσφατη έκθεση του, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας εκτιμά ότι στις ανεπτυγμένες χώρες της G20 ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 2,2% το πρώτο εξάμηνο του 2022. Η έκθεση επισημαίνει ότι μειώνεται η αγοραστική δύναμη της μεσαίας τάξης και πλήττονται κυρίως τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, οδηγώντας σε αύξηση της ανισότητας και της φτώχειας.
Μέχρι στιγμής, οι περισσότεροι αναλυτές έχουν επιμείνει στην ανάγκη να αποφευχθεί το ιστορικό προηγούμενο των δεκαετιών του ’70 και του ’80, με το ανοδικό σπιράλ μισθών-τιμών που βάθυνε την οικονομική κρίση εκείνης της εποχής. Για παράδειγμα, ο Luis de Guindos, αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξη ότι, εάν τα συνδικάτα διεκδικήσουν υπερβολικές αυξήσεις μισθών με βάση τον πληθωρισμό του 2022, θα θέσουν σε κίνδυνο την προβλεπόμενη μείωση του πληθωρισμού το 2023.
Η ανάγκη για αποφυγή του σπιράλ μισθών-τιμών δεν αμφισβητείται. Όπως αναφέρεται σε πρόσφατο κείμενο εργασίας του ΕΛΙΑΜΕΠ, η διεκδίκηση μεγάλων μισθολογικών αυξήσεων στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 οδήγησε τελικά σε ήττα των συνδικάτων και κατάργηση ή αποδυνάμωση των μηχανισμών αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών που είχαν θεσμοθετηθεί προηγουμένως. Το ερώτημα που παραμένει εκκρεμές είναι πώς θα αποζημιωθούν οι εργαζόμενοι και τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος για την άνοδο των τιμών σε συνθήκες μισθολογικής συγκράτησης.
Επί πλέον, μέχρι πρόσφατα απουσίαζε από τη συζήτηση η ευθύνη των επιχειρήσεων, τα κέρδη των οποίων είναι ιδιαίτερα αυξημένα. Αυτό φαίνεται να αλλάζει: στην ανακοίνωση της τελευταίας αύξησης των επιτοκίων, η πρόεδρος της ΕΚΤ ανέφερε ότι «υψηλότερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις μισθών, όπως και περιθωρίων κέρδους, αποτελούν παράγοντες που θα μπορούσαν να ωθήσουν τον πληθωρισμό υψηλότερα». Η επίπτωση της επιδίωξης μεγαλύτερης κερδοφορίας στην άνοδο του πληθωρισμού θα είναι το θέμα του επόμενου Ιnfocus.
Το In Focus στη μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 27.03.2023.