Με την ΕΚΤ να ανακοινώνει την αύξηση των επιτοκίων, μετά από μία πολυετή περίοδο σχεδόν μηδενικού κόστους δανεισμού, και τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, η Ευρώπη έρχεται ξανά αντιμέτωπη με το πρόβλημα της αύξησης των λεγόμενων spreads, δηλ. της διαφοράς στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μεταξύ της Γερμανίας και χωρών όπως η Ιταλία (ή η Ελλάδα), όχι επειδή η οικονομία τους εμπνέει ανησυχία αλλά επειδή το χρέος τους είναι υψηλό.
Ήδη το ελληνικό δεκαετές ομόλογο εκτοξεύτηκε στο 4,6% και το ιταλικό στο 4,4%, ενώ επίσης το ισπανικό και πορτογαλικό κινήθηκαν σε επίπεδα άνω του 3%. Η αύξηση των αποδόσεων ανεβάζει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, στενεύοντας τα περιθώρια άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής και στερώντας από τις κυβερνήσεις πόρους για την ανάπτυξη. Με τον τρόπο αυτό, το υψηλό δημόσιο χρέος κατακερματίζει την ευρωπαϊκή αγορά τίτλων, δυσχεραίνει την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, και καθιστά τις περιφερειακές οικονομίες πιο ευάλωτες.
Στην Ελλάδα το υψηλό επίπεδο χρέους αποτελεί χρόνιο πρόβλημα το οποίο, όπως και αλλού, επιτάθηκε λόγω της πανδημίας. Μέσα σε δύο χρόνια, η μείωση του ΑΕΠ λόγω λοκντάουν και τα μέτρα στήριξης της οικονομίας εκτίναξαν το δημόσιο χρέος από 180,7% σε 193,3% του ΑΕΠ.
Η αύξηση του δημόσιου χρέους ήταν κοινή σε όλα τα κράτη μέλη. Η ευρωπαϊκή στρατηγική από την αρχή της κρίσης προέτρεπε σε αύξηση των κρατικών ενισχύσεων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά ώστε να αντέξουν το ισχυρό αλλά πρόσκαιρο σοκ της πανδημίας (βλ. παλαιότερο σημείωμα). Μέρος αυτής της στρατηγικής είναι η απόφαση της ΕΕ για ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ήδη από το 2020 (και η διατήρησή της και για το 2023), ώστε τα κράτη μέλη να έχουν το απαραίτητο δημοσιονομικό περιθώριο για να ανταπεξέλθουν τόσο στη φάση της πανδημίας, όσο και στη φάση της ανάκαμψης. Συνεπώς, όλες οι ευρωπαϊκές οικονομίες ακολούθησαν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική: κατά μέσο όρο στην ΕΕ των 27, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 77,5% στα τέλη του 2019 σε 88,2% στα τέλη του 2021, με πρωταθλήτριες τις χώρες του Νότου: Ισπανία (118,4% του ΑΕΠ), Πορτογαλία (127,4%), Ιταλία (150,8%), Ελλάδα (193,3%).
Το δημοσιονομικό όμως πρόβλημα έχει αλλάξει χαρακτήρα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Το υψηλό επίπεδο χρέους των ευρωπαϊκών οικονομιών δεν θέτει σε κίνδυνο τόσο το αξιόχρεο των κρατών, αλλά δοκιμάζει την ικανότητά τους να αντλούν ρευστότητα από τις διεθνείς αγορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ελληνικό χρέος το οποίο, παρά το ύψος του, θεωρείται ασφαλές: ένα μεγάλο μέρος του είναι “κλειδωμένο” με χαμηλά επιτόκια και μακροπρόθεσμη διάρκεια. Την ίδια στιγμή, οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης που σημειώνουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες, παρά τις πρόσφατες δυσκολίες, συμβάλλουν στη βιώσιμη εξυπηρέτηση του χρέους.
Όμως, οι κίνδυνοι δεν θα πρέπει να υποτιμώνται. Οι νέες συνθήκες θέτουν την ΕΚΤ ενώπιον ενός διλήμματος. Από τη μια, οι πληθωριστικές πιέσεις την υποχρεώνουν να τερματίσει την ποσοτική χαλάρωση και να αυξήσει τα επιτόκια. Από την άλλη, η περιοριστική νομισματική πολιτική απειλεί να υπονομεύσει την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, να επιτείνει τον κατακερματισμό της αγοράς, και να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωζώνης.
Η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο λόγο χρέους/ΑΕΠ στην ΕΕ, άρα ο κίνδυνος για τη χώρα μας είναι μεγαλύτερος. Η πρόσκαιρη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής της ΕΕ δεν δίνει άδεια για σπατάλες, ούτε βέβαια για προεκλογικού τύπου χαριστικές παροχές. Οι νέες συνθήκες απαιτούν συνετή διαχείριση, και μεγιστοποίηση του αναπτυξιακού πολλαπλασιαστή των επενδύσεων που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάπτυξης και το νέο ΕΣΠΑ.
To In Focus στη μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 16.06.2022.