Διαβλέποντας ήδη το τέλος της πανδημίας, η συζήτηση μετακινείται από τη διαχείριση της πανδημικής κρίσης, στη διαχείριση του τι άφησε πίσω της. Κι αυτό σε παγκόσμιο επίπεδο πρωταρχικώς είναι ένα τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και αναφορικά με τα μακροοικονομικά μεγέθη, μια σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους, την οποία καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν οι ανά τον κόσμο κυβερνήσεις.
Η αύξηση του δημόσιου χρέους ήταν ορθή και αναπόφευκτη. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης το κράτος παρεμβαίνει και μέσω αύξησης των δημοσίων δαπανών και ενισχύσεων προσπαθεί να προστατέψει τον κοινωνικό ιστό και να μειώσει τις συνέπειες του καθολικού οικονομικού σοκ. Η μορφή βέβαια που παίρνουν οι δημόσιες δαπάνες διαφέρει ανάλογα με τη δομή της εκάστοτε οικονομίας, την κατάσταση στην οποία βρίσκει την οικονομία το σοκ και τις ανάγκες οι οποίες προκύπτουν κατά την κρίση. Χονδρικά, το ΔΝΤ αποσκοπώντας στην επισκόπηση της κρατικής παρέμβασης κατά την πανδημική κρίση, κατατάσσει τα δημοσιονομικά μέτρα σε δύο κατηγορίες: 1. “Ενισχυτικά μέτρα” (Above-the-line) και 2. “Εγγυητικά μέτρα” (Below-the-line & Contingent Liabilities). Η αγγλική ονομασία προέρχεται από την ορολογία του μάρκετινγκ. Τα “ενισχυτικά” μέτρα στοχεύουν στο πλήθος των καταναλωτών και αποσκοπούν κυρίως στην αύξηση της ζήτησης, ενώ τα “εγγυητικά” περιλαμβάνουν στοχευμένα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας κυρίως των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται μέτρα όπως αύξηση της δημόσιας δαπάνης στον τομέα της υγείας, επέκταση των επιδομάτων ανεργίας, καταβολή μισθών και στοχευμένες επιδοτήσεις, αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, παρεμβάσεις για μειωμένα ενοίκια κ.α.. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται μέτρα όπως η παροχή δανείων με εγγύηση του Δημοσίου σε επιχειρήσεις, αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου μεγάλων επιχειρήσεων με τη συμμετοχή του Δημοσίου και γενικώς όλες οι κρατικές εγγυήσεις που παρέχονται σε τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Η μεγάλη ωστόσο διαφορά ανάμεσα στις δύο κατηγορίες δημοσιονομικών μέτρων έγκειται στην επίπτωση που έχουν στο ισοζύγιο του προϋπολογισμού. Τα “ενισχυτικά” μέτρα αντικατοπτρίζονται ως άμεση επιβάρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος, διογκώνοντας το δημόσιο χρέος και αυξάνοντας τις δανειακές ανάγκες του κράτους βραχυπρόθεσμα. Αντίθετα, τα “εγγυητικά” μέτρα μεταθέτουν την υποχρέωση πληρωμής σε μελλοντικό χρόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι ωφελούμενοι των κρατικών ενισχύσεων δεν αποπληρώσουν τα χρέη τους στο Δημόσιο.
Από το γράφημα διακρίνεται πως τα κράτη της Ευρώπης προσανατολίστηκαν σε διαφορετικό μείγμα δημοσιονομικών μέτρων και σε διαφορετικό βαθμό (ως ποσοστό επί του ΑΕΠ το 2020). Δεν είναι δόκιμη η σύγκριση ανάμεσα στις χώρες καθώς πολλοί παράγοντες καθορίζουν τη μία ή την άλλη επιλογή. Η περίπτωση της Ελλάδας, όμως, ξεχωρίζει αφού από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2021 (χρονικός ορίζοντας της έρευνας) δαπάνησε 33,1 δισ (σε δολάρια) σε “ενισχυτικά” μέτρα (17,5% επί του ΑΕΠ). Η δημοσιονομική αυτή πολιτική αναμφίβολα στήριξε την οικονομία κατά την πανδημία, γεγονός που αντικατοπτρίζεται κι από τον ισχυρό ρυθμό ανάκαμψης του 2021. Ο αντίκτυπος, όμως, που έχουν τα “ενισχυτικά” μέτρα στην αύξηση του ήδη διογκωμένου δημόσιου χρέους είναι σημαντικός και έρχεται σε μία περίοδο που όπως διαφαίνεται ο φθηνός δανεισμός (λόγω χαμηλών επιτοκίων) δεν θα είναι τόσο εύκολα προσβάσιμος όσο στο παρελθόν.
Υπάρχουν ωστόσο και ευοίωνα σημάδια. Η επανεπένδυση ελληνικών ομολόγων από το Έκτακτο Πρόγραμμα Αγοράς Ομολόγων λόγω Πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Program) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέχρι το 2024, η ενίσχυση των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η προσδοκώμενη διατήρηση των θετικών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια θα συμβάλλουν σημαντικά στην ανθεκτικότητα του δημόσιου χρέους.
Το In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 17.02.2022.