Οι πρόσφατες πληθωριστικές πιέσεις που ακολούθησαν την πανδημία διάβρωσαν την αγοραστική αξία των μισθών μειώνοντας το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων (βλ. προηγούμενο In focus). Σύμφωνα με τα δεδομένα της Eurostat, το 8,5% των εργαζομένων στην ΕΕ ζούσε το 2022 σε νοικοκυριά με οικογενειακό εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας. Το ποσοστό εργασιακής φτώχειας ήταν σημαντικά υψηλότερο μεταξύ όσων εργάζονταν με προσωρινές συμβάσεις από ό,τι μεταξύ όσων είχαν μόνιμη απασχόληση (12,2% και 5,2% στην ΕΕ αντιστοίχως).
Το πρόβλημα των χαμηλών αμοιβών είναι σύνθετο. Από τη μια, οφείλεται στη χαμηλή παραγωγικότητα πολλών επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας χαμηλών δεξιοτήτων που δημιουργούν. Από την άλλη συνδέεται με την εξασθένιση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων που κατέχουν αυτές τις θέσεις εργασίας, εξαιτίας της αποδυνάμωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι ο καθορισμός λογικών κατώτατων μισθών μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της θέσης των χαμηλόμισθων χωρίς να οδηγήσει στην απώλεια θέσεων εργασίας. Ο κατώτατος μισθός μπορεί να ορίζεται μονομερώς από την κυβέρνηση, ενδεχομένως μετά από εισήγηση κάποιας επιτροπής ειδικών (όπως γίνεται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια), ή μπορεί να προκύπτει από συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτικών οργανώσεων και εργατικών συνδικάτων.
Ο καθορισμός του κατώτατου μισθού παραμένει αρμοδιότητα των κρατών μελών. Όμως, τον Οκτώβριο του 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε οδηγία σύμφωνα με την οποία τα κράτη-μέλη καλούνται να διασφαλίζουν ότι ο κατώτατος μισθός επιτρέπει στους εργαζομένους να ζουν αξιοπρεπώς. Ταυτόχρονα, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι τουλάχιστον 80%.
Πράγματι, εάν οι εθνικές συλλογικές συμβάσεις καλύπτουν το σύνολο των μισθωτών, ο καθορισμός του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση είναι περιττός. Όμως, αρκετές χώρες απέχουν πολύ από κάτι τέτοιο: στην Ελλάδα, το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων έχει πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια (14,2% το 2017 σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ή 25,8% το 2018 σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας).
Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έχουν θεσπίσει κατώτατο μισθό. Οι εξαιρέσεις αφορούν τις Σκανδιναβικές χώρες (Δανία, Φινλανδία και Σουηδία) και την Αυστρία, όπου το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι υψηλό, και όπου οι κατώτατοι μισθοί προκύπτουν από συλλογικές διαπραγματεύσεις σε εθνικό επίπεδο – καθώς και την Ιταλία, όπου πρόσφατες απόπειρες θεσμοθέτησης κατώτατου μισθού δεν έφεραν αποτέλεσμα. Στη Γερμανία, κατώτατος μισθός εθνικής εμβέλειας θεσπίστηκε μόλις το 2015. Το επίπεδό του κατώτατου μισθού ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα κράτη μέλη, αντανακλώντας διαφορές στο κόστος ζωής, στις εθνικές οικονομίες, καθώς και στους θεσμούς της αγοράς εργασίας.
Η οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθορίζει ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 60% του διάμεσου μισθού (ή στο 50% του μέσου μισθού). Σύμφωνα με το διάγραμμα, το 2021 στην Ευρώπη ο κατώτατος μισθός κυμαινόταν από 42,3% του διάμεσου μισθού στη Λετονία έως 66,2% στην Πορτογαλία. Εκτός από την Πορτογαλία, μόνο σε άλλα δύο κράτη μέλη υπερέβαιναν οι κατώτατοι μισθοί το 60% των διάμεσων μισθών: στη Γαλλία (60,9%) και στη Σλοβενία (60,4%).
Το 2021, η αναλογία των κατωτάτων προς τους διάμεσους μισθούς είχε αυξηθεί σε 11 από τα 19 κράτη μέλη συγκριτικά με το 2011 (για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα). Η σημαντικότερη αύξηση σημειώθηκε στην Πορτογαλία (συν 13,5 ποσοστιαίες μονάδες), στην Ισπανία και στην Πολωνία (συν 10 περίπου ποσοστιαίες μονάδες). Στην Ελλάδα, ο κατώτατος μισθός ως ποσοστό του διάμεσου μισθού ήταν οριακά αυξημένος το 2021 (49,8%) συγκριτικά με το 2011 (48,5%), ενώ βέβαια η αναλογία αυτή είχε μειωθεί πολύ το 2012 (41,0%). Σε άλλα 11 κράτη μέλη ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 50% του διάμεσου μισθού.
Την τελευταία διετία όμως ο κατώτατος ονομαστικός μισθός αυξήθηκε στην Ελλάδα ( όπως και σε άλλα κράτη μέλη). Συγκεκριμένα, από 663 ευρώ τον Ιανουάριο του 2022, ανέβηκε στα 713 ευρώ τον Μάιο του 2022 και στα 780 ευρώ τον Απρίλιο του 2023 (συνολική αύξηση 17,6 τοις εκατό). Τον Απρίλιο του 2023 ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή ήταν αυξημένος κατά 10,9% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2022. Επομένως ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε περισσότερο από τον πληθωρισμό.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι επειδή ο πληθωρισμός οφείλεται κυρίως στην άνοδο των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, πλήττονται κυρίως τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, καθώς δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε βασικά αγαθά. Επίσης, οι αναπροσαρμογές του κατώτατου μισθού είναι περιοδικές, ενώ η αύξηση των τιμών συνεχής με αποτέλεσμα μέχρι την επόμενη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού να υπάρξει περεταίρω απώλεια αγοραστικής δύναμης για τους χαμηλόμισθους.
Η καταπολέμηση της φτώχειας των χαμηλόμισθων εργαζομένων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για να μην τεθεί σε κίνδυνο η προβλεπόμενη μείωση του πληθωρισμού, τόσο οι αυξήσεις μισθών πρέπει να είναι «λελογισμένες», αλλά και τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων -ιδιαίτερα ενεργείας- πρέπει να περιοριστούν (βλ. προηγούμενο Ιn focus). Ένας τρόπος να αποζημιωθούν τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος για την άνοδο των τιμών σε συνθήκες γενικευμένης μισθολογικής συγκράτησης – πέρα από την αύξηση των κατώτατων μισθών- είναι η ύπαρξη και άλλων αντισταθμιστικών πολιτικών. Οι στοχευμένες εισοδηματικές ενισχύσεις προς τα ευάλωτα νοικοκυριά για παράδειγμα, μπορεί να συμβάλουν καθοριστικά στον περιορισμό της κρίσης του κόστους διαβίωσης (βλ. σχετική μελέτη ΕΛΙΑΜΕΠ).
Το In focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 22.06.2023.