Η μέτρηση του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών μιας οικονομίας συνηθίζεται να εκτιμάται με το ύψος του διαθέσιμου εισοδήματος. Ωστόσο, εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η αποτύπωση του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών και η σύγκριση του μεταξύ διαφορετικών οικονομιών. Ενώ το εισόδημα αποτυπώνει το βιοτικό επίπεδο σήμερα, ο πλούτος μπορεί προδιαγράφει το βιοτικό επίπεδο στο μέλλον, καθώς το νοικοκυριό μπορεί να αντλήσει από αυτόν για να καταναλώσει αφότου αποχωρήσει από την αγορά εργασίας ή σε περίπτωση που περιοριστούν οι εισοδηματικές του εισροές. Παράλληλα, ο πλούτος είναι συνδεδεμένος με οικονομική ισχύ καθώς μπορεί να μεταφραστεί σε κεφάλαιο προς επένδυση αλλά και τη δυνατότητα ενός νοικοκυριού να αποκτήσει κατοικία.
Στο παραπάνω διάγραμμα αποτυπώνεται ο διάμεσος καθαρός πλούτος των νοικοκυριών της Ευρωζώνης, όπως εκτιμάται από τα τρία κύματα της έρευνας Household Financial Consumption Survey της ΕΚΤ για τα έτη 2010, 2013 και 2017. Παρότι τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα δεν περιλαμβάνουν την περίοδο της πανδημίας, μπορούμε να εξάγουμε κάποια πρώιμα συμπεράσματα για τη μεταβολή τους. Ως καθαρός πλούτος ορίζεται η διαφορά μεταξύ όλων των περιουσιακών στοιχείων ενός νοικοκυριού (ακίνητα και χρηματοπιστωτικά) και του συνόλου των δανειακών του υποχρεώσεων.
Οι οικονομίες στις οποίες τα νοικοκυριά σημειώνουν τα μεγαλύτερα μεγέθη διάμεσου καθαρού πλούτου σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα για το 2017 είναι το Λουξεμβούργο (€504.900), η Μάλτα (€236.051 ευρώ) και το Βέλγιο (€212.711). Απεναντίας, οι χώρες με τα χαμηλότερα επίπεδα καθαρού πλούτου είναι η Λετονία (€20.200), η Ουγγαρία (€36.288), και η Λιθουανία (€46.300). Ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών στη χώρα μας εκτιμάται στα 60.100 ευρώ έχοντας υποστεί σημαντική αρνητική μεταβολή από το 2010, όταν και ξεκίνησε η δημοσιονομική κρίση στη χώρα. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως τόσο οι διαφορές μεταξύ των χωρών όσο και οι μεταβολές που παρουσιάζονται επηρεάζονται από μια πληθώρα μεταβλητών όπως οι τιμές των ακινήτων στις οικονομίες, οι καταθέσεις, η παραοικονομία, και για να συγκριθούν επαρκώς συνίσταται να εναρμονιστούν σύμφωνα με την αγοραστική δύναμη κάθε οικονομίας. Ωστόσο, δίνουν μια εικόνα της μεγάλης διαφοράς πλούτου μεταξύ των νοικοκυριών των διάφορων χωρών της Ευρωζώνης.