Σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΚΤ, τα επιτόκια δανείων για αγορά κατοικίας στην Ευρωζώνη μειώθηκαν την τελευταία δεκαετία από 3,9% κατά μέσο όρο τον Αύγουστο 2011 σε 1,3% τον Αύγουστο 2021. Τα χαμηλά επιτόκια επέτρεψαν σε περισσότερα νοικοκυριά να αγοράσουν σπίτι με δάνειο, αν και συνέβαλαν στην αύξηση των τιμών των ακινήτων. Τώρα, η άνοδος των επιτοκίων με στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων.
Ωστόσο, η αύξηση των επιτοκίων περνά αυτόματα στη δόση του δανείου μόνο εάν το δάνειο έχει εκδοθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Όσοι έχουν αγοράσει σπίτι με στεγαστικό δάνειο κυμαινομένου επιτοκίου αντιμετωπίζουν άμεση αύξηση της δόσης του δανείου και συνεπώς μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Αντίθετα, όσοι έχουν δάνειο σταθερού επιτοκίου είναι πιο ασφαλείς στις διακυμάνσεις των επιτοκίων, τουλάχιστον για κάποια περίοδο. Πράγματι, η προστασία που παρέχει το σταθερό επιτόκιο δεν είναι πλήρης: το σταθερό επιτόκιο μπορεί να αφορά μόνο τα πρώτα χρόνια της αποπληρωμής του δανείου. Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων οδηγεί τις τράπεζες να αναπροσαρμόσουν τα σταθερά επιτόκια των δανείων που θα εκδοθούν από τώρα και στο εξής.
Συνεπώς, η αναλογία στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο και σταθερό επιτόκιο είναι σημαντική παράμετρος για την κατανόηση των συνεπειών της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και των άλλων κεντρικών τραπεζών στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Το 2021, πάνω από 95% των νέων στεγαστικών δανείων στην Κύπρο, τη Λετονία,τη Λιθουανία, και τη Φινλανδία αφορούσε κυμαινόμενα επιτόκια. Αντίθετα, στη Γαλλία και στη Σλοβακία κυμαινόμενο επιτόκιο είχαν κάτω από 3% των νέων στεγαστικών δανείων. Στην Ελλάδα, το 2021 το μερίδιο των νέων στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο ήταν 57%. Με άλλα λόγια, οι επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ δεν θα είναι ίδιες για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης.
Οι επιπτώσεις της αύξησης των επιτοκίων διαφοροποιούνται επίσης στο εσωτερικό κάθε χώρας. Ακόμη και οι δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο δεν θα πληγούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Για να μειώσουν τις επιπτώσεις μελλοντικών αυξομειώσεων στο ύψος του επιτοκίου, και να κρατήσουν σταθερή τη μηνιαία δόση του δανείου, η αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε το μερίδιο των τόκων μειώνεται σταδιακά, ενώ αντίστοιχα αυξάνεται το μερίδιο του λεγόμενου «χρεωλυσίου» (δηλ. της αποπληρωμής του κεφαλαίου). Κατά συνέπεια, η άνοδος των επιτοκίων πλήττει περισσότερο όσους πήραν δάνειο σχετικά πρόσφατα (οι οποίοι τείνουν να είναι νεότεροι) από ό,τι τους παλιότερους (και μεγαλύτερης ηλικίας) δανειολήπτες.
Επίσης, η άνοδος των επιτοκίων σε συνθήκες πληθωρισμού και υψηλού κόστους ενέργειας απειλεί να αυξήσει τον αριθμό όσων δεν είναι σε θέση να εξυπηρετούν το δάνειό τους, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο ένα από τα χαρακτηριστικότερα φαινόμενα της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας.
Ο σχεδιασμός δημόσιων πολιτικών που παρέχουν δίχτυ ασφαλείας στα νοικοκυριά που πιέζονται, χωρίς όμως να προσφέρουν ευκαιρίες σε «στρατηγικούς κακοπληρωτές», θα είναι το ζητούμενο της νέας περιόδου που ανοίγεται μπροστά μας.
Το In focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 27.10.2022.