Το προσδόκιμο ζωής στην Ευρώπη έχει αυξηθεί σημαντικά. Αυτό είναι φυσικά τεράστιο επίτευγμα, όμως σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα απειλεί την οικονομική βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Με την αναλογία μεταξύ των συνταξιούχων και του ενεργού πληθυσμού να φτάνει σε κρίσιμα επίπεδα, μόνο η αναπροσαρμογή της ηλικίας συνταξιοδότησης μπορεί να αποτρέψει την υπερβολική αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών που θα υποσκάψει την ευημερία των μελλοντικών γενεών.
Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η επιμήκυνση του εργασιακού βίου έχει αναδειχθεί σε ζήτημα κομβικής σημασίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα τις Γαλλίας, που παρά τις μαζικές κινητοποιήσεις και απεργίες των συνδικάτων, και τις αντιδράσεις των κόμματων της αντιπολίτευσης, το Συνταγματικό Συμβούλιο επικύρωσε τα βασικά σημεία του σχεδίου μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, με κύριο στόχο τη σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης.
Η διόγκωση του συνταξιοδοτικού ελλείμματος είναι κάτι που καμία χώρα δεν μπορεί να αντέξει μακροπρόθεσμα. Το πρόβλημα εντείνεται στις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος και υψηλές συνταξιοδοτικές δαπάνες. Παρότι οι μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού ενέχουν πολιτικό κόστος, στις περισσότερες χώρες το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ή πρόκειται να αυξηθεί στο μέλλον. Σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες μάλιστα, η ηλικία συνταξιοδότησης συνδέεται πλέον με το προσδόκιμο ζωής.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για τις συντάξεις του ΟΟΣΑ,το 2020 η «κανονική ηλικία συνταξιοδότησης» (στην οποία μπορεί να συνταξιοδοτηθεί με πλήρη σύνταξη κάποιος που εισήλθε στην αγορά εργασίας στα 22 του έτη) στην ΕΕ ήταν κατά μέσο όρο 64,3 έτη για τους άνδρες και 63,5 έτη για τις γυναίκες. Όμως η «πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης» (η μέση ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας για τους εργαζόμενους άνω των 40 ετών) ήταν σημαντικά χαμηλότερη: 62,6 έτη για τους άνδρες και 61,9 έτη για τις γυναίκες κατά μ.ό. στην ΕΕ. Σε κάποιες χώρες, η «πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης» καταγράφει μεγάλη απόκλιση σε σχέση με την «κανονική» (π.χ. για τους άνδρες στη Γαλλία: 60,4 και 64,5 έτη αντιστοίχως).
Σε 20 κράτη μέλη της ΕΕ για τους άνδρες, και σε 23 για τις γυναίκες, η μέση πραγματική ηλικία αποχώρησης από την αγορά εργασίας το 2020 ήταν κάτω από τα 64 έτη. Σε 6 κράτη μέλη για τους άνδρες και 12 για τις γυναίκες, η μέση πραγματική ηλικία αποχώρησης από την αγορά εργασίας ήταν κάτω από 61.
Οι αποκλίσεις ανάμεσα στα κράτη μέλη ήταν σημαντικές. Η χαμηλότερη πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης για τους άνδρες καταγράφεται στο Λουξεμβούργο (59,2 έτη το 2020), στη Γαλλία (60,2 έτη), και στη Σλοβακία (60,2 έτη), ενώ για τις γυναίκες στην Κροατία (58 έτη), στην Ελλάδα (58,1 έτη) και στην Κύπρο (59,4 έτη). Αντίθετα, στη Σουηδία η μέση πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης ήταν 65,8 έτη για τους άνδρες και 64,9 για τις γυναίκες, η δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ (μετά τη Λετονία και την Εσθονία αντιστοίχως).
Η Ελλάδα, με μέση πραγματική ηλικία αποχώρησης από την αγορά εργασίας από τις χαμηλότερες στην ΕΕ (60,9 έτη για τους άνδρες και 58,1 έτη για τις γυναίκες, έναντι επίσημης ηλικίας συνταξιοδότησης 67 έτη εδώ και μια δεκαετία), είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα απόκλισης μεταξύ του γενικού κανόνα και των μυριάδων εξαιρέσεων για ειδικές κατηγορίες.
Οι κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη αναζητούν τρόπους να παρέχουν συντάξεις που να καλύπτουν τις ανάγκες των συνταξιούχων χωρίς να εντείνουν τις διαγενεακές ανισότητες. Η κοινή γνώμη στέκεται συχνά με καχυποψία απέναντι σε απόπειρες αποκατάστασης της βιωσιμότητας του συστήματος συντάξεων, βλέποντας εχθρικά τόσο την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης όσο και τη μείωση των μελλοντικών συντάξεων. Όμως, σε συνθήκες δημογραφικής γήρανσης και χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, άλλος τρόπος να αποφευχθεί η υπερχρέωση και η υπερβολική επιβάρυνση των επερχόμενων γενεών δεν υπάρχει.
Το In focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 04.05.2023.