Εάν θέσουμε το ερώτημα «πόση πρόοδος έχει σημειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες στο θέμα της εξάλειψης των οικονομικών ανισοτήτων ανά τον κόσμο;», η απάντηση δεν θα είναι καλή. Από το 1945 μέχρι περίπου το 1980, ο κόσμος βίωσε τη συμπόρευση μιας γενικευμένης οικονομικής ευμάρειας με την ταυτόχρονη μείωση των ανισοτήτων σε πολλές χώρες παγκοσμίως. Σήμερα, το φτωχότερο 50% των κατοίκων ανά τον κόσμο, με εξαίρεση την Ευρώπη, κατέχει λιγότερο του 15% του συνολικού εισοδήματος, ενώ το πλουσιότερο 10% κατέχει το 40% και σε ορισμένες περιοχές το ποσοστό φτάνει το 60%.
Η Ευρώπη αποτελεί εξαίρεση της παγκόσμιας αυτής τάσης, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, οι οποίες και οδηγούν την εξέλιξη του φαινομένου. Κυρίως λόγω των πολιτικών κοινωνικής πρόνοιας και πιο αναδιανεμητικής φορολογίας, η Ευρώπη κατάφερε την δωδεκαετία 2007-2019 να κρατήσει το δείκτη ανισότητας Gini στο 30 (κλίμακα από 1 έως 100), σχετικά χαμηλά συγκριτικά με τα διεθνή δεδομένα (γράφημα στα αριστερά). Επί πλέον, σε 13 ευρωπαϊκά κράτη ο δείκτης ανισότητας μειώθηκε από το 2007 έως το 2019, παρότι η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε τόσο από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, όσο κι από την οικονομική ύφεση. Χαρακτηριστικό είναι ότι μέσα σε αυτά τα 12 χρόνια οι εισοδηματικές ανισότητες υποχώρησαν τόσο στη χώρα μας (που επλήγη βαρύτατα από την οικονομική κρίση) όσο και στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία (που επίσης κατέφυγαν σε συμφωνίες διάσωσης από τους Ευρωπαϊκούς μηχανισμούς).
Μήπως αυτό οφείλεται στο ότι χρησιμοποιούμε λάθος μέτρο για την εισοδηματική ανισότητα; Είναι αλήθεια πως ο δείκτης ανισότητας Gini δίνει περισσότερο βάρος στο μέσο της κατανομής ενώ δεν είναι πολύ ευαίσθητος σε αλλαγές στα άκρα της. Το γράφημα στα δεξιά όμως αποδεικνύει ότι δεν είναι αυτή η αιτία. Ακόμα κι αν εξετάσουμε το λόγο του εισοδήματος πλουσιότερου 20% του πληθυσμού δια το εισόδημα του φτωχότερου 20%, η τάση μείωσης των ανισοτήτων στις χώρες που έφεραν το βάρος της κρίσης (Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία) παραμένει.
Γιατί η οικονομική κρίση οδήγησε σε μείωση των ανισοτήτων; Αφενός, έπληξε ετεροβαρώς τα υψηλά εισοδήματα, μειώνοντας έτσι την απόσταση μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Αφετέρου, επέτεινε την επέκταση και εμβάθυνση πολιτικών κοινωνικής προστασίας (χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί ούτως ή άλλως την Ευρώπη από άλλες περιοχές του κόσμου με αυξημένες ανισότητες), που με το πέρας της κρίσης έφερε μειωμένες ανισότητες στις πληγείσες οικονομίες.
Η απάντηση στο τι ξεχωρίζει την Ευρώπη από τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου και στο πεδίο των εισοδηματικών ανισοτήτων είναι καίριας σημασίας. Όπως φαίνεται η γηραιά ήπειρος έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα το οποίο πρέπει να αναγνωρίσει και να ενισχύσει εάν θέλει να παραμείνει εξαίρεση του κανόνα των αυξημένων ανισοτήτων παγκοσμίως.
Το In focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 16.12.2021.