- Οι αντιλήψεις των Ελλήνων πολιτών για την Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζονται από σχετικά υψηλό βαθμό συνοχής και εμφανίζουν περιορισμένες διαφοροποιήσεις.
- Η εθνική ταυτότητα εξακολουθεί να διαμορφώνει και να οριοθετεί τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες αντιλαμβάνονται την ΕΕ, ερμηνεύουν τις δράσεις της και αποτιμούν τον ρόλο της.
- Οι συμμετέχοντες έχουν μια θετική εικόνα για την ΕΕ. Ωστόσο, υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση απογοήτευσης προς μια ΕΕ που «δεν λειτουργεί επί ίσοις όροις για όλους».
- Το ευρύ κοινό στερείται βασικών γνώσεων για την ΕΕ και τις αξίες της, για τους αντίστοιχους ρόλους των οργάνων της και των κρατών μελών, αλλά και για τους τρόπους με τους οποίους οι Ευρωπαίοι και οι εθνικοί αξιωματούχοι ασκούν πολιτική.
- Οι Έλληνες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι απέναντι στην παραπληροφόρηση σχετικά την ΕΕ διότι τα εγχώρια ΜΜΕ δεν παρέχουν συναφή ή/ και αξιόπιστη ενημέρωση.
- Πολλοί κινητοποιημένοι πολίτες νοιώθουν ότι η ενημέρωση που προέρχεται από πηγές της ΕΕ δεν απευθύνεται σε όλους, αλλά μόνο σε αυτούς που διαθέτουν ένα ισχυρό προσωπικό ή / και επαγγελματικό κίνητρο.
- Οι μη κινητοποιημένοι πολίτες εμφανίζονται περισσότερο αποστασιοποιημένοι από την ΕΕ.
- Η έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών τροφοδοτεί την απάθεια και την έλλειψη ενδιαφέροντος προς την ΕΕ από πλευράς των πολιτών της.
- H πιο αποτελεσματική στρατηγική κατά της παραπληροφόρησης είναι η βελτίωση της επικοινωνίας ανάμεσα στην ΕΕ και τους πολίτες της και η καλλιέργεια της εμπιστοσύνης.
Το κείμενο υπογράφει ο Γιώργος Ανδρέου, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Μπορείτε να το διαβάσετε σε μορφή pdf εδώ.
*Το έργο FACTS έχει λάβει χρηματοδότηση από το πρόγραμμα «Ευρώπη για τους πολίτες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση επιχορήγησης αριθ. 615563 και το ακρωνύμιο FACTS. Αυτή η δημοσίευση αντικατοπτρίζει μόνο την άποψη του συγγραφέα και ως εκ τούτου η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Εκτελεστικός Οργανισμός Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού (EACEA) δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε χρήση των πληροφοριών που περιέχει.
Εισαγωγή
Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2021 το ΕΛΙΑΜΠΕΠ διοργάνωσε δύο διαβουλεύσεις πολιτών στην Ελλάδα στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος FACTS – From Alternative Narratives to Citizens True EU Stories. Το πρόγραμμα FACTS αποσκοπεί στον εντοπισμό των λανθασμένων αφηγημάτων και ψευδών ειδήσεων σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση μεταξύ κινητοποιημένων και μη πολιτών, καθώς και στην εξακρίβωση του κατά πόσο οι φήμες αυτές αποτελούν άμεσο εμπόδιο στην ιδέα της διαμόρφωσης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας. Επιχειρεί επίσης να αντιτεθεί στη μονολιθικότητα του παραδοσιακού αφηγήματος της ειρήνης και της ευημερίας, το οποίο εξακολουθεί να αναφέρεται ως το κύριο επίτευγμα της ΕΕ. Θα επιχειρηθεί να εκτιμηθεί σε ποιο βαθμό το εν λόγω αφήγημα έχει αντέξει στην πάροδο του χρόνου του, καθώς και κατά πόσο: α) παραμένει ισχυρός παράγοντας κινητοποίησης, και β) κινητοποιημένοι και μη πολίτες είναι πράγματι σε θέση να σκεφθούν κάποιο διαφορετικό αφήγημα. Στο πλαίσιο του έργου θα γίνει σύγκριση διαφορετικών οπτικών από διάφορα κράτη-μέλη προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν συγκλίσεις ή αποκλίσεις, να ερευνηθούν τα αίτια και η προέλευσή τους και να αξιολογηθεί η σημασία τους.
Κατά τη διάρκεια των δύο προαναφερθεισών εκδηλώσεων, οι ερευνητές του ΕΛΙΑΜΕΠ είχαν την ευκαιρία να ακούσουν τους προβληματισμούς των πολιτών σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Οι συζητήσεις ήταν διαδραστικές, ενθαρρύνοντας τον διάλογο ανάμεσα στους συμμετέχοντες, και δομήθηκαν στη βάση τριών θεματικών αξόνων: α) αντιλήψεις των πολιτών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον ρόλο της, β) απόψεις των πολιτών ως προς την πληροφόρηση και τις ψευδείς ειδήσεις σχετικά με την ΕΕ, και γ) προσδοκίες των πολιτών από τους αξιωματούχους της ΕΕ και τους εθνικούς αξιωματούχους.
Αντιλήψεις των πολιτών για την Ευρωπαϊκή Ένωση
“Η εθνική ταυτότητα εξακολουθεί να διαμορφώνει και να οριοθετεί τον τρόπο με τον οποίο οι συμμετέχοντες εκλαμβάνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση.”
Η εθνική ταυτότητα εξακολουθεί να διαμορφώνει και να οριοθετεί τον τρόπο με τον οποίο οι συμμετέχοντες εκλαμβάνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, ερμηνεύουν τις δράσεις της και αξιολογούν τον ρόλο της. Πρώτον, η νοοτροπία του τύπου «εμείς και αυτοί» κυριαρχεί, καθώς όλοι οι συμμετέχοντες θεωρούν ότι η «Ευρώπη» και η «Ευρωπαϊκή Ένωση» είναι έννοιες διακριτές από την «Ελλάδα» και τους «Έλληνες». Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τις επιδόσεις της ΕΕ σε διαφορετικούς τομείς πολιτικής, οι συμμετέχοντες επικεντρώθηκαν στον ρόλο της ΕΕ σε σχέση με την Ελλάδα και τους Έλληνες – και όχι σε σχέση με τους Ευρωπαίους πολίτες ή σε σχέση με άλλες κοινωνικές ομάδες και οργανώσεις.
“…η ΕΕ δεν είναι μια πραγματική Ένωση διότι δεν υπάρχουν κοινά συμφέροντα, ισότητα, πολυφωνία ή αλληλεγγύη.”
Σε γενικές γραμμές, οι συμμετέχοντες έχουν μια θετική εικόνα για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΕ ως ιδέα αφορά «την αλληλοβοήθεια, την συνεργασία, την στήριξη, της αλληλεγγύη σε εύκολους και δύσκολους καιρούς», «ένα αίσθημα ασφάλειας και ελευθερίας», «έναν δεσμό ανάμεσα σε χώρες που μοιράζονται κοινές αξίες», «μια αίσθηση του να είσαι πολίτης μιας ευρύτερης Ένωσης», αλλά και την «οικονομική υποστήριξη». Ορισμένοι κινητοποιημένοι πολίτες συσχετίζουν επίσης την ΕΕ με τη διασυνοριακή κινητικότητα και τα ταξίδια, τον τουρισμό, το εμπόριο, τις σπουδές, τις πολιτιστικές ανταλλαγές και τις ευκαιρίες απασχόλησης. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η ΕΕ προκαλεί ένα γενικευμένο αίσθημα απογοήτευσης. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες αντιπαρέβαλαν αυθόρμητα την προαναφερθείσα «ιδανική» ή «θεωρητική» εικόνα της ΕΕ με μια πιο πεζή πραγματικότητα η οποία συντίθεται από διάφορες «αποτυχίες». Πολλοί αισθάνονται ότι η ΕΕ δεν λειτουργεί στη βάση της ισότητας και ότι, στην πραγματικότητα, είναι διαιρεμένη ανάμεσα στους ισχυρούς και τους ανίσχυρους (ή τον Βορρά και τον Νότο), ενώ καθοδηγείται από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Ως μεγαλύτερη αποτυχία της ΕΕ εκλαμβάνεται η έλλειψη αλληλεγγύης προς τα ασθενέστερα κράτη μέλη της. Πιο συγκεκριμένα, επισημάνθηκε ότι η ΕΕ ανέχεται ή/και διαιωνίζει τις οικονομικές και πολιτικές ανισότητες ανάμεσα στα κράτη μέλη της. Επίσης έγιναν αναφορές στην Ευρώπη των δύο ή των πολλών ταχυτήτων, όπου η Γερμανία βρίσκεται στον πυρήνα και η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του Νότου στην περιφέρεια. Επιπλέον υποστηρίχθηκε ότι «η ΕΕ δεν είναι μια πραγματική Ένωση διότι δεν υπάρχουν κοινά συμφέροντα, ισότητα, πολυφωνία ή αλληλεγγύη». Το Brexit αναφέρθηκε ως ένα ακόμα δείγμα αποτυχίας της ΕΕ. Παρόλα αυτά, αρκετοί συμμετέχοντες επικαλέστηκαν τις θετικές πτυχές της ΕΕ και της συμμετοχής της Ελλάδας σε αυτήν: τα ανοιχτά σύνορα και οι Ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις έχουν συμβάλει στη βελτίωση του βιωτικού επιπέδου, ενώ οι ελευθερίες που έχουν εμπεδωθεί σε διάφορα επίπεδα (λχ. εμπόριο, ταξίδια, πολιτισμός, περιβάλλον, ανθρώπινα δικαιώματα) αποτελούν θετικά στοιχεία της ΕΕ πάνω στα οποία μπορούμε να χτίσουμε.
“…οι μη κινητοποιημένοι πολίτες εστιάζονται περισσότερο στις αρνητικές πτυχές της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ. […] Οι κινητοποιημένοι πολίτες τείνουν να υιοθετούν μια περισσότερο ισορροπημένη στάση ως προς την αποτίμηση της ΕΕ και να ασκούν περισσότερη αυτοκριτική.”
Οι αντιλήψεις των Ελλήνων πολιτών για την Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζονται από σχετικά υψηλό βαθμό συνοχής και εμφανίζουν μάλλον περιορισμένες διαφοροποιήσεις. Ωστόσο, οι μη κινητοποιημένοι πολίτες εστιάζονται περισσότερο στις αρνητικές πτυχές της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ, και ιδιαίτερα στις αρνητικές επιπτώσεις των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής της προηγούμενης δεκαετίας. Επιπροσθέτως, τείνουν να αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην εθνική ταυτότητα και να θεωρούν τις πολιτισμικές διαφορές ως σημαντικά εμπόδια για την περαιτέρω ολοκλήρωση της Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά, οι κινητοποιημένοι πολίτες τείνουν να υιοθετούν μια περισσότερο ισορροπημένη στάση ως προς την αποτίμηση της ΕΕ και να ασκούν περισσότερη αυτοκριτική. Επίσης, οι πολίτες που ζουν κοντά τα ανατολικά σύνορα της χώρας αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην στάση της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία και στο πρόβλημα της παράτυπης μετανάστευσης, υποστηρίζοντας ότι η ΕΕ δεν παρέχει επαρκή στήριξη στην Ελλάδα σε σχέση με αυτά τα δύο ζητήματα. Τέλος, οι νεότεροι συμμετέχοντες εμφανίζονται περισσότερο αισιόδοξοι και περισσότερο πρόθυμοι να συζητήσουν για τα θετικά στοιχεία της ΕΕ και πώς μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε.
Αντιλήψεις των πολιτών για τις πηγές ενημέρωσης και τις ψευδείς ειδήσεις σχετικά με την ΕΕ
Οι συμμετέχοντες συμμερίζονται την άποψη ότι το ευρύ κοινό στερείται βασικών γνώσεων για την ΕΕ και τις αξίες της, για τους αντίστοιχους ρόλους των οργάνων της και των κρατών μελών, αλλά και για τους τρόπους με τους οποίους οι Ευρωπαίοι και οι εθνικοί αξιωματούχοι ασκούν πολιτική. Πολλοί τόνισαν ότι «η παραπληροφόρηση και οι ψευδείς ειδήσεις κυκλοφορούν παντού γύρω μας, αλλά είναι πολύ δύσκολο να τις εντοπίσουμε». Οι συμμετέχοντες εμφανίστηκαν ιδιαίτερα καχύποπτοι απέναντι στα συμβατικά μέσα ενημέρωσης (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες). Θεωρείται ότι τα ελληνικά ΜΜΕ χειραγωγούν την ενημέρωση και προωθούν την παραπληροφόρηση (λχ. υποστηρίχθηκε ότι δωροδοκούνται από τις κυβερνήσεις προκειμένου να εξωραΐσουν τη δημόσια εικόνα των τελευταίων). Οι περισσότεροι συμμετέχοντες βασίζονται στο ίντερνετ ως πηγή ενημέρωσης και, γι’ αυτό τον σκοπό, αξιοποιούν ολόκληρο το φάσμα των διαθέσιμων ψηφιακών πηγών (λχ. ενημερωτικές αναρτήσεις στο FB, τίτλους εφημερίδων, blogs, ιστότοπους εφημερίδων, σχόλια στο FB, φωτογραφίες). Οι μη κινητοποιημένοι πολίτες τείνουν να αντιμετωπίζουν το ίντερνετ ως μία ανεξάρτητη και πλουραλιστική πηγή κάθε είδους ενημέρωσης -συμπεριλαμβανόμενης της ενημέρωσης για την ΕΕ-, ενώ οι κινητοποιημένοι πολίτες είναι συνήθως περισσότερο επιφυλακτικοί απέναντι στο ίντερνετ και, κατά συνέπεια, επιχειρούν συχνότερα να συνδυάζουν διαφορετικές εγχώριες και διεθνείς πηγές ενημέρωσης (όπως λχ. ελληνικούς ιστότοπους και ξένα μέσα ενημέρωσης). Μάλιστα πολλοί κινητοποιημένοι πολίτες αναγνώρισαν ότι η συμπερίληψη μη ελληνικών μέσων ενημέρωσης είναι το κλειδί για μια λιγότερο μεροληπτική πληροφόρηση.
“…οι Έλληνες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι απέναντι στην παραπληροφόρηση σχετικά την ΕΕ και τα υπόλοιπα κράτη μέλη διότι τα εγχώρια ΜΜΕ σπάνια προβάλλουν συναφείς ειδήσεις.”
Πολλοί συμμετέχοντες υποστήριξαν ότι οι Έλληνες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι απέναντι στην παραπληροφόρηση σχετικά την ΕΕ και τα υπόλοιπα κράτη μέλη διότι τα εγχώρια ΜΜΕ σπάνια προβάλλουν συναφείς ειδήσεις. Επίσης επισημάνθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, τα νέα και η ενημέρωση για την ΕΕ αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά την οικονομική κρίση και τα Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής, γεγονός που τροφοδότησε διάφορες αντιευρωπαϊκές αφηγήσεις. Οι κινητοποιημένοι πολίτες, ιδιαίτερα, υποστήριξαν ότι οι ροές πληροφόρησης για την ΕΕ είναι κατακερματισμένες και «ακτινοειδείς»: το κοινό της κάθε χώρας ενημερώνεται μόνο για εκείνα τα ζητήματα που (θεωρείται ότι) την αφορούν, κυρίως λόγω του «φιλτραρίσματος» που κάνουν τα εθνικά ΜΜΕ λειτουργώντας ως μηχανισμοί προώθησης της ατζέντας του κάθε κράτους μέλους. Ταυτόχρονα, υπάρχει έλλειψη ενημέρωσης για ζητήματα Ευρωπαϊκής εμβέλειας ή/ και για ζητήματα που απασχολούν τους πολιτικούς και τους πολίτες άλλων κρατών μελών. Υπάρχουν διάφοροι Ευρωπαϊκοί ιστότοποι και άλλες πηγές ενημέρωσης, αλλά ο εντοπισμός και η συχνή παρακολούθησή τους είναι μια απαιτητική διαδικασία που απαιτεί πολλή προσπάθεια και αφοσίωση. Κατά συνέπεια, πολλοί κινητοποιημένοι πολίτες έχουν διαμορφώσει την εντύπωση ότι η ενημέρωση που προέρχεται από πηγές της ΕΕ δεν απευθύνεται σε όλους, αλλά μόνο σε αυτούς που διαθέτουν ένα ισχυρό προσωπικό ή / και επαγγελματικό κίνητρο. Τέλος, η ανεπαρκής ενημέρωση μπορεί να είναι το προϊόν του χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης (το φράγμα της γλώσσας επισημάνθηκε ως ένας σημαντικός παράγοντας), των χαμηλών επιπέδων διαβίωσης, της μεγαλύτερης ηλικίας και του τεχνολογικού αναλφαβητισμού των πολιτών. Από την άλλη πλευρά, οι μη κινητοποιημένοι πολίτες εμφανίζονται περισσότερο αποστασιοποιημένοι από την ενημέρωση σχετικά με την ΕΕ. Παρότι αναγνωρίζουν ότι οι καμπάνιες παραπληροφόρησης και η διάδοση ψευδών ειδήσεων είναι σημαντικά ζητήματα, προτιμούν να ενημερώνονται για την πολιτική από το ίντερνετ και από την επικοινωνία τους με φίλους και γνωστούς. Σε πολλές περιπτώσεις δε η αδυναμία επεξεργασίας της ενημέρωσης για την ΕΕ ή/ και ο φόβος της παραπληροφόρησης ωθούν αυτούς τους πολίτες στην απάθεια.
“…η πιο αποτελεσματική στρατηγική κατά της παραπληροφόρησης είναι η βελτίωση της επικοινωνίας ανάμεσα στην ΕΕ και τους πολίτες της και η καλλιέργεια της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την ΕΕ.”
Όταν η συζήτηση στράφηκε στις πιθανές πηγές της παραπληροφόρησης, αρκετοί συμμετέχοντες υποστήριξαν ότι κάποια πολιτικά κόμματα ή κυβερνήσεις ενορχηστρώνουν καμπάνιες παραπληροφόρησης προκειμένου να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη και να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα. Επισημάνθηκε ότι οι ψευδείς ειδήσεις διασπείρονται εύκολα αλλά δεν διαρκούν πολύ. Ωστόσο, οι περισσότεροι τόνισαν ότι η πιο αποτελεσματική στρατηγική κατά της παραπληροφόρησης είναι η βελτίωση της επικοινωνίας ανάμεσα στην ΕΕ και τους πολίτες της και η καλλιέργεια της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, επισημάνθηκε η ανάγκη να αναπτυχθούν επίσημοι και αμφίδρομοι δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στους δημόσιους δρώντες και τους πολίτες. Οι επίσημες πηγές ενημέρωσης της ΕΕ πρέπει να γίνουν περισσότερο άμεσες, κατανοητές και φιλικές προς τους χρήστες. Ο επίσημος ιστότοπος της ΕΕ πρέπει να γίνει πιο προσβάσιμος, να διασυνδεθεί περισσότερο με άλλα μέσα και να περιλαμβάνει περισσότερη ενημέρωση για το τί συμβαίνει σε κάθε κράτος μέλος. Με αυτό το σκεπτικό, ορισμένοι συμμετέχοντες προώθησαν την ιδέα ενός Ευρωπαϊκού δελτίου ειδήσεων σε καθημερινή βάση. Επίσης, όπως υποστήριξαν οι κινητοποιημένοι πολίτες, τα εθνικά γραφεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να δραστηριοποιηθούν περισσότερο, είτε προωθώντας τη ενημέρωση για την ΕΕ σε όλες τις Ευρωπαϊκές γλώσσες, είτε οργανώνοντας μηχανισμούς άμεσης διαβούλευσης ανάμεσα στους Ευρωβουλευτές και τους πολίτες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι θετικές εμπειρίες από την δράση της ΕΕ – λχ. η ελευθερία μετακίνησης, ταξιδιών και εμπορίου, τα εκπαιδευτικά προγράμματα της ΕΕ (όπως το Erasmus), η στήριξη της γεωργίας, οι πρωτοβουλίες για το περιβάλλον και την πράσινη μετάβαση, οι πολιτιστικές ανταλλαγές, τα ευρωπαϊκά (συγ)χρηματοδοτούμενα αναπτυξιακά προγράμματα – είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν προκειμένου να διαμορφωθεί μια πιο θετική εικόνα για την ΕΕ και, κατά συνέπεια, να καλλιεργηθούν περισσότερες θετικές προσδοκίες από πλευράς των Ευρωπαίων πολιτών. Τέλος, διατυπώθηκε η άποψη ότι η ΕΕ οφείλει να προωθήσει πιο συστηματικά τις αξίες και τις δράσεις της μέσω των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων.
Προσδοκίες των πολιτών από τους αξιωματούχους της ΕΕ και τους εθνικούς αξιωματούχους
“…κυριαρχεί η πεποίθηση ότι οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί καθοδηγούνται από ένα «διευθυντήριο» που απαρτίζεται από τα ισχυρότερα κράτη μέλη και διευθύνεται από την Γερμανία.”
Όσον αφορά τον τρόπο που λειτουργεί η ΕΕ, κυριαρχεί η πεποίθηση ότι οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί καθοδηγούνται από ένα «διευθυντήριο» που απαρτίζεται από τα ισχυρότερα κράτη μέλη και διευθύνεται από την Γερμανία. Αντλώντας από την εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας, οι περισσότεροι συμμετέχοντες θεωρούν δεδομένο ότι οι ισχυρότερες χώρες της ΕΕ επιβάλλουν τις προτιμήσεις τους στις ασθενέστερες και ότι, κατά συνέπεια, η πολιτική στην Ελλάδα (και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής «περιφέρειας») υπαγορεύεται από τα συμφέροντα του «διευθυντηρίου των Βρυξελλών», το οποίο και καταπνίγει τις φωνές των αδυνάτων. Οι συμμετέχοντες – και ιδιαίτερα οι μη κινητοποιημένοι πολίτες – δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τον ακριβή ρόλο που διαδραματίζουν οι εθνικοί αντιπρόσωποι στην ΕΕ. Υπάρχει η διάχυτη εντύπωση ότι οι εκπρόσωποι των κρατών μελών «καλοπερνούν στις Βρυξέλλες», ενώ οι περισσότεροι συμμετέχοντες δεν είναι σίγουροι εάν η αποστολή τους είναι να προωθήσουν τα συμφέροντα της χώρας τους ή της ΕΕ συνολικά. Με αυτό το δεδομένο, οι συμμετέχοντες υποστήριξαν ότι χρειάζονται περισσότερη ενημέρωση σχετικά με την εσωτερική λειτουργία της ΕΕ και των οργάνων της. Ταυτόχρονα, εμφανίζονται ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι στους αντιπροσώπους της Ελλάδας στην ΕΕ, επισημαίνοντας ότι θα μπορούσαν να είχαν πετύχει πολύ καλύτερα αποτελέσματα για τη χώρα εάν επιτελούσαν το καθήκον τους με μεγαλύτερη σοβαρότητα και εάν εργάζονταν σκληρότερα. Επιπλέον, οι Έλληνες πολίτες απαιτούν μεγαλύτερη διαφάνεια και σαφήνεια και ζητούν από τους αντιπροσώπους τους να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΕΕ, διασφαλίζοντας ότι α) οι εθνικοί προβληματισμοί λαμβάνονται υπόψη στην Ευρώπη, οι Έλληνες πολίτες ενημερώνονται για τα πεπραγμένα της ΕΕ και γ) οι νέες ιδέες και προτάσεις που αναπτύσσονται στην ΕΕ επικοινωνούνται αποτελεσματικά στο ελληνικό κοινό.
“…υπάρχει ανάγκη για περισσότερη «δημοκρατία στην πράξη» σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω της άμεσης πρόσβασης και συμμετοχής των πολιτών σε διάφορες δραστηριότητες.”
Όταν συζητείται ο ρόλος των αξιωματούχων της ΕΕ, οι κινητοποιημένοι πολίτες υποστηρίζουν ότι, όσο η ΕΕ δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις ανισότητες και τις διαφορές ως προς το επίπεδο διαβίωσης ανάμεσα στα κράτη μέλη, οι πολίτες των πιο αδύναμων κρατών θα παραμένουν απαθείς και αδιάφοροι για τα Ευρωπαϊκά ζητήματα. «Όσο περισσότερες γέφυρες αλληλεγγύης κτιστούν, τόσο περισσότερες ευκαιρίες για τη συμμετοχή των πολιτών θα υπάρξουν». Επιπλέον, υποστηρίχτηκε ότι οι Ευρωβουλευτές δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες εξουσίες και, κατά συνέπεια, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να γίνει πραγματικό Κοινοβούλιο. Επιπροσθέτως, υπάρχει ανάγκη για περισσότερη «δημοκρατία στην πράξη» σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω της άμεσης πρόσβασης και συμμετοχής των πολιτών σε διάφορες δραστηριότητες (λχ. Ευρωεκλογές, δημοψηφίσματα, διαβουλεύσεις), ενώ η ΕΕ θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί περισσότερο στους τομείς της εκπαίδευσης και του πολιτισμού.