Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η Ελλάδα άλλαξε πολύ. Αυξήθηκαν τα εισοδήματα, ενισχύθηκαν οι δημοκρατικοί θεσμοί, δημιουργήθηκαν νέες υποδομές. Σύμφωνα με το σύνθετο δείκτη ανάπτυξης που χρησιμοποιεί ο ΟΗΕ και μετράει βιοτικό επίπεδο, μακροζωϊα και μόρφωση, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 24η θέση παγκοσμίως, με άλλα λόγια στην ομάδα των πλέον προηγμένων χωρών του πλανήτη. Διόλου άσχημη επίδοση, αν μάλιστα αναλογιστούμε από που ξεκίνησε η χώρα μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου.

Εγινε όμως και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό αυτά τα χρόνια. Ανοιξαν τα σύνορα, αφήνοντας έτσι να περάσουν πολύ πιο ελεύθερα από παλιά άνθρωποι, κεφάλαια, αγαθά αλλά και ιδέες. Το άνοιγμα των συνόρων υπήρξε αποτέλεσμα της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς και ευρύτερων αλλαγών και διεργασιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Νέα μεταναστευτικά ρεύματα, παγκοσμιοποιημένες αγορές μεταξύ άλλων.

Μέσα σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, η Ελλάδα έγινε μια χώρα με πολλούς μετανάστες που ήρθαν εδώ σε αναζήτηση καλύτερης ζωής, αλλά και μια χώρα με σημαντική επενδυτική παρουσία εκτός συνόρων. Αλλαξαν βασικά δεδομένα της χώρας και ταυτόχρονα άρχισαν να αλλάζουν κατεστημένες νοοτροπίες και συμπεριφορές λόγω της αυξανόμενης επικοινωνίας και όσμωσης με άτομα και θεσμούς άλλων χωρών.

Σε μια Ευρώπη και έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, η Ελλάδα συνδιαλέγεται συνεχώς με το καινούριο και το διαφορετικό, όχι πάντοτε άκοπα ή ανώδυνα. Το καινούριο πολλές φορές συνυπάρχει με το παλιό σε μεταβατικές περιόδους της ιστορίας, όπως αυτή που ζούμε σήμερα. Αν όμως κάτι χαρακτηρίζει γενικότερα την Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια, αυτό είναι μια ενισχυμένη συλλογική αυτοπεποίθηση σε συνδυασμό με μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση ως προς τις βασικές επιλογές και προτεραιότητες της χώρας. Εξαιρέσεις σίγουρα υπάρχουν, όπως και οι παροδικές και ενίοτε επαναλαμβανόμενες κρίσεις ανασφάλειας. Δεν αλλάζουν όμως την κυρίαρχη τάση.

Με μεγαλύτερες δόσεις αυτοπεποίθησης και συναίνεσης, η Ελλάδα οριοθετεί εκ νέου με αυξημένη νηφαλιότητα τα δικά της συμφέροντα στις σχέσεις με συμμάχους, εταίρους, γείτονες και άλλους. Και η εξωτερική πολιτική της χώρας εξελίσσεται, απελευθερωμένη, εν μέρει τουλάχιστον, από μύθους και παλιές προκαταλήψεις. Ταυτόχρονα, γίνεται ευρύτερα αντιληπτό ότι η προώθηση των εθνικών συμφερόντων προϋποθέτει σωστή ενημέρωση της κοινής γνώμης ως προς τα διεθνή δεδομένα, καθώς και στοιχειώδη κατανόηση της διαφοράς μεταξύ ευκταίου και εφικτού. Και στον τομέα αυτό, χρειάζονται να γίνουν πολλά ακόμη.

Πιστεύουμε ότι το ΕΛΙΑΜΕΠ συνέβαλε με το δικό του τρόπο στην ομαλή διαχείριση αυτής της μεγάλης αλλαγής που συντελέστηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια στη χώρα μας. Το ΕΛΙΑΜΕΠ αποτελεί ένα ελεύθερο βήμα διαλόγου σε έναν τόπο όπου ακόμη μερικοί θεωρούν το διάλογο ως έσχατη υποχώρηση και άλλοι ως ατέρμονη διαδικασία. Ενα βήμα διαλόγου με τεκμηριωμένες απόψεις και όχι συνθήματα, απαλλαγμένο από την ομηρεία του βραχυπρόθεσμου πολιτικού κόστους. Ενα χώρο έρευνας και επιμόρφωσης στραμένο κυρίως προς τη νεότερη γενιά που θα αναλάβει τις τύχες της Ελλάδας του αύριο. Ενα εργαστήρι ιδεών, ανεξάρτητο και πολυφωνικό.

Στο ΕΛΙΑΜΕΠ ξεκινάμε με την απλή και, πιστεύω, εύλογη παραδοχή ότι κανένας δεν διαθέτει το μονοπώλιο της αλήθειας, ούτε και του πατριωτισμού. Και όσοι, λίγοι ευτυχώς ακόμη, πιστεύουν το αντίθετο και διεκδικούν αυτό το μονοπώλιο για τους εαυτούς τους, δεν μας δείχνουν συνήθως υπερβολική συμπάθεια. Θα ανησυχούσαμε ειλικρινά αν δεν προκαλούσαμε αντιδράσεις, θετικές όσο και αρνητικές. Γιατί τότε μάλλον δεν θα είχαμε τίποτε ουσιαστικό να πούμε.

Το ΕΛΙΑΜΕΠ δεν είναι μόνον ένα παράθυρο της Ελλάδας ανοικτό στον έξω κόσμο. Συμμετέχει επίσης ενεργά στο μεγάλο πολιτικό εργαστήρι της Ευρώπης, εκεί όπου κράτη και λαοί με μακρά ιστορία πειραματίζονται καθημερινά αναζητώντας νέες μορφές συνδιαχείρισης και συγκυριαρχίας, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα την ιδιαιτερότητα και την πολυμορφία που τους χαρακτηρίζει.

Στο ιδιότυπο πολιτικό σύστημα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη τα τελευταία πενήντα χρόνια και το οποίο χαρακτηρίζεται από μια διαρκή διαπραγμάτευση σε όλα τα επίπεδα, το ειδικό βάρος όσων εμπλέκονται σε αυτή τη διαπραγμάτευση σίγουρα συνδέεται άμεσα με το πολιτικό και οικονομικό μέγεθος που αντιπροσωπεύουν. Αλλά όχι μόνον. Η διαπραγματευτική τους δύναμη εξαρτάται επίσης σε μεγάλο βαθμό από την όποια αξιοπιστία έχουν κερδίσει στην ευρωπαϊκή τους πορεία, καθώς και από την ποιότητα των επιχειρημάτων και των ιδεών που καταθέτουν καθημερινά στις ευρωπαϊκές επιτροπές και τα συμβούλια. Το θα γίνει έτσι επειδή το λέω εγώ που είμαι ο πιο δυνατός δεν αρκεί. Χρειάζεται και να πείσεις με επιχειρήματα.

Στην Ευρώπη λειτουργεί μια συνεχής αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στον κόσμο των ιδεών και της πολιτικής πράξης, πολύ περισσότερο από το εθνικό επίπεδο. Ισως, γιατί οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, αλλά και οι πολιτικές, είναι λιγότερο παγιωμένοι.

Ζούμε σήμερα το τέλος μιας εποχής με όρους οικονομικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς. Μάθαμε πλέον, πληρώνοντας δίδακτρα πολύ ακριβά, ότι οι αγορές δεν αυτορρυθμίζονται, πόσω μάλλον οι αγορές του χρήματος, ότι η αλήθεια στο σύνθετο κόσμο που ζούμε δεν είναι μονοσήμαντη και ότι σίγουρα δεν αρκεί η μόνη υπερδύναμη για να της δώσει τη δική της αυθεντική ερμηνεία, αλλά και να την επιβάλει.

Αντιλαμβάνονται πλέον όλοι, ακόμη και οι φονταμενταλιστές της αγοράς, ότι μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία χρειάζεται θεσμούς και κανόνες για να λειτουργήσει. Και με τη σειρά τους, αυτοί οι νέοι θεσμοί θα πρέπει να βρίσκονται σε κάποια αντιστοιχία με τη σημερινή πολιτική και οικονομική πραγματικότητα και όχι με μιαν άλλη για την οποία διαβάζουμε στα βιβλία της ιστορίας. Μια σύγχρονη πραγματικότητα στην οποία η ισχύς διαχέεται σε περισσότερους του ενός πόλους στο διεθνές σύστημα. Μια σύγχρονη πραγματικότητα στην οποία το κράτος αναγκάζεται να συνυπάρξει με νέους φορείς, όπως πολυεθνικές επιχειρήσεις και μη κυβερνητικές οργανώσεις διαφόρων μορφών, που διεκδικούν λόγο ως προς την άσκηση της εξουσίας, έστω και αν το κράτος φαίνεται σήμερα να επανακάμπτει δριμύτερο.

Σε περιόδους κρίσης, όπως η σημερινή, μιας κρίσης αξιών και κανόνων σε παγκόσμιο επίπεδο, πρόσωπα και ιδέες κάνουν τη μεγάλη διαφορά. Δεν ζούμε σε εποχή απλής διαχείρισης, αλλά μάλλον σε εποχή ανατροπών. Να θυμηθούμε ότι ο Μαρξ προσέφερε το θεωρητικό και ιδεολογικό υπόβαθρο για την επανάσταση του Λένιν στη Ρωσία, ο Κέινς δημιούργησε τις βάσεις για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ενώ ο Χάγιεκ και ο Φρίντμαν έκαναν το ίδιο για τη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση του Ρέηγκαν και της Θάτσερ, προπομπού της πρόσφατης εκδοχής της παγκοσμιοποίησης.

Δεν γνωρίζουμε ακόμη τί θα προκύψει από τη μάχη ιδεών και ισχύος που αποκτά πλέον μια νέα τροπή μετά τις πρόσφατες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Δεν αποκλείεται στη μάχη αυτή να υπάρξουν και πρωταγωνιστές των οποίων τα ονόματα θα προφέρονται δύσκολα στα στόματα Ευρωπαίων και Αμερικανών. Μπορεί να έφτασε ο καιρός που πρέπει να εξασκηθούμε σε νέους φωνητικούς ήχους, αλλά και να προετοιμαστούμε για μια πιο έντονη αντιπαράθεση στο πεδίο των αξιών.

Το ΕΛΙΑΜΕΠ θα συνεχίσει να διεκδικεί ενεργό ρόλο στη μάχη των ιδεών. Σε μια Ελλάδα που δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί τί συμβαίνει έξω από το σπίτι της. Σε μια Ελλάδα όπου το κράτος και οι θεσμοί δεν ανταποκρίνονται πάντα στους δείκτες ανάπτυξης που καταγράφουν οι διεθνείς οργανισμοί, ενώ η Πολιτική (με κεφαλαίο Π) τείνει να απαξιωθεί με επίκινδυνα γρήγορους ρυθμούς για μια ζωντανή δημοκρατία. Και σε μια Ευρώπη που διαπιστώνει καθημερινά τα όρια της τεχνοκρατικής (αν προτιμάτε, ελιτίστικης) προσέγγισης που υιοθέτησε μέχρι σήμερα στην πορεία της δικής της ενοποίησης, όπως διαπιστώνει καθημερινά και τους περιορισμούς της λεγόμενης ήπιας δύναμης στις διεθνείς σχέσεις.

Το ΕΛΙΑΜΕΠ σας ευχαριστεί όλους θερμά για την παρουσία σας απόψε, μια παρουσία που μας τιμά ιδιαίτερα. Στα είκοσι πρώτα χρόνια της ζωής του, το ΕΛΙΑΜΕΠ στηρίχθηκε σε ένα δίκτυο συνεργατών και φίλων που ολοένα διευρύνεται. Η υποστήριξη και ενεργός συμμετοχή όλων σας αποτελεί το πολυτιμότερο κεφάλαιο του Ιδρύματος. Αλλωστε, η όποια επιτυχία του ΕΛΙΑΜΕΠ υπήρξε προϊόν συλλογικής προσπάθειας, αν θέλετε, μια απόδειξη ότι δεν είναι πάντα μοναχικές οι πορείες των Ελλήνων.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

 

 

 

Δημοσίευση: 24/10/2008
Αναλυτές
Λουκάς Τσούκαλης Πρόεδρος Δ.Σ. ΕΛΙΑΜΕΠ, Καθηγητής, Sciences Po, Παρίσι, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών