• Η ΕΕ πρέπει να απαντήσει στον αμερικανικό και κινεζικό προστατευτισμό. Η αμερικανική νομοθεσία συνιστά απειλή αποβιομηχάνισης για την Ευρώπη.
  • Η ΕΕ χρειάζεται ένα σχέδιο στήριξης της πράσινης, βιομηχανικής και τεχνολογικής ανταγωνιστικότητάς της, προστατεύοντας παράλληλα την ευρωπαϊκή συνοχή και την Ενιαία Αγορά και προωθώντας την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αυτονομία.
  • Η χαλάρωση των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις είναι αναγκαία και αναπόφευκτη. Θα ωφελήσει ωστόσο κυρίως τις ισχυρότερες οικονομίες Γερμανίας και Γαλλίας, υπονομεύοντας τη συνοχή της ΕΕ και ακεραιότητα της Ενιαίας Αγοράς.
  • Έτσι, η απάντηση της ΕΕ πρέπει να περιλαμβάνει το Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας, με μέγεθος ανάλογο της πρόκλησης.
  • Το νέο Ταμείο πρέπει να στηρίξει κλάδους αλυσίδων αξίας, στους οποίους περιλαμβάνονται όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ.
  • Το SURE πρέπει να επεκταθεί για να συμπεριλάβει την ενεργειακή κρίση και την Πράσινη Μετάβαση, να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του μείγματος, καθώς κι η προώθηση τεχνολογικών δεξιοτήτων και επανακατάρτιση για Clean Tech Economy.
  • Η χρηματοδότηση των σχετικών επενδύσεων πρέπει να θέσει ως στόχο την καθετοποίηση της παραγωγής, συμπεριλαμβάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας. Πρέπει να συμβάλει στην επιστροφή αλυσίδων εφοδιασμού και παραγωγικών μονάδων από τρίτες χώρες στην ΕΕ και να επιδιώξει να συμπεριλάβει τις ασθενέστερες οικονομίες της ΕΕ.
  • Οι επιδοτήσεις θα πρέπει να αυξάνονται εάν η επένδυση έχει διασυνοριακή υπόσταση και να πριμοδοτούνται εάν πραγματοποιείται σε περιοχή της ΕΕ με χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
  • Η χρηματοδότηση θα μπορούσε, επίσης, να προωθήσει την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία με συμπερίληψη διασυνοριακών συμπράξεων κρατών μελών της ΕΕ στη Βιομηχανία Αμυντικής Τεχνολογίας.
  • Πρέπει να ενέχει νέα χρηματοδότηση και να αποφευχθεί η αξιοποίηση μη εκταμιευθέντων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Το Κείμενο Πολιτικής υπογράφουν ο Αλέκος Κρητικός, Ειδικός Σύμβουλος ΕΛΙΑΜΕΠ, Πρώην ανώτερο στέλεχος, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρώην Γενικός Γραμματέας, Υπουργείο Εσωτερικών και ο Γιώργος Παγουλάτος, Γενικός Διευθυντής ΕΛΙΑΜΕΠ, Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Διαβάστε το εδώ σε μορφή pdf.


Εισαγωγή

Η πρόσφατη νομοθεσία της κυβέρνησης Μπάιντεν των ΗΠΑ για την υποστήριξη της απανθρακοποίησης της αμερικανικής παραγωγής, την κινητροδότηση των πράσινων επενδύσεων και την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού (και προστατευτισμού) της Κίνας συνιστά ένα ιστορικό βήμα σύγκλισης των ΗΠΑ με τις αξίες και προτεραιότητες της Ευρώπης σε ό,τι αφορά την πράσινη μετάβαση και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Συνιστά όμως παράλληλα και μια τεράστια απειλή για την παραγωγική βάση και βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιφυλάσσοντας εξαιρετικά ευνοϊκή μεταχείριση σε επιχειρήσεις που θα μεταφέρουν τις επενδύσεις τους στις ΗΠΑ. Το φάσμα της αποεπένδυσης και αποβιομηχάνισης για την Ευρώπη είναι άμεσο. Οι διοικήσεις μεγάλων ευρωπαϊκών βιομηχανικών ομίλων έχουν γνωστοποιήσει στις κυβερνήσεις τους ότι μέσα στους επόμενους 2-6 μήνες πρόκειται να λάβουν τις κρίσιμες αποφάσεις για το αν θα μετακινηθούν στις ΗΠΑ, προκειμένου να εκμεταλλευθούν τα ισχυρά κίνητρα της νέας αμερικανικής νομοθεσίας. Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ επεξεργάζονται με όρους επείγοντος διάφορες προσεγγίσεις προκειμένου, κατά τις επόμενες εβδομάδες, να διαμορφώσουν μια ενιαία απάντηση της ΕΕ στο ζήτημα αυτό.

Στο Κείμενο που ακολουθεί σκιαγραφούμε το πρόβλημα και τα κύρια χαρακτηριστικά που θεωρούμε ότι πρέπει να διέπουν μια κοινή ευρωπαϊκή βιομηχανική “Made in Europe” πολιτική.

O νόμος των ΗΠΑ για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act – IRA)

O IRA περιλαμβάνει μέτρα ύψους 369 δισεκατομμυρίων δολαρίων για ενίσχυση επενδύσεων που αφορούν το κλίμα και την πράσινη ενέργεια. […] Το συνολικό πραγματικό ποσό για την πράσινη ενέργεια μπορεί να αγγίξει τα 560 δισ. δολάρια.

O (ευφημιστικά ονομαζόμενος) Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού (IRA) που υπογράφτηκε από τον Πρόεδρο Μπάιντεν τον Αύγουστο 2022, είναι, μαζί με το Bipartisan Infrastructure Law (BIL, Νοέμβριος 2021), οι βασικοί πυλώνες της πολιτικής για την απανθρακοποίηση της αμερικανικής οικονομίας. O IRA περιλαμβάνει μέτρα ύψους 369 δισεκατομμυρίων δολαρίων για ενίσχυση επενδύσεων που αφορούν το κλίμα και την πράσινη ενέργεια και ο BIL προβλέπει χρηματοδότηση υποδομών ενεργειακής μετάβασης ύψους 80 δισ. δολαρίων. Το συνολικό πραγματικό ποσό για την πράσινη ενέργεια (λόγω μόχλευσης και καθώς τα tax credits δεν έχουν πλαφόν) μπορεί να αγγίξει τα 560 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας.[1]

Ο πρώτος άξονας προβλέπει ότι η απανθρακοποίηση πρέπει να επιτευχθεί με κίνητρα και όχι με αντικίνητρα.[…] Ο δεύτερος άξονας είναι το reshoring, δηλαδή να προσελκυσθούν αλυσίδες παραγωγής να επιστρέψουν στη χώρα.

Το νομοθετικό πακέτο Μπάιντεν είναι πολύ ισχυρό και η ΕΕ έχει πολλά να μάθει από αυτό. Η φιλοσοφία του BIL και του IRA περιστρέφεται γύρω από δύο κύριους άξονες. Ο πρώτος άξονας προβλέπει ότι η απανθρακοποίηση πρέπει να επιτευχθεί με κίνητρα και όχι με αντικίνητρα. Πρέπει, δηλαδή, να δοθούν στις επιχειρήσεις κίνητρα για να επενδύσουν σε τεχνολογίες χαμηλών ρύπων και όχι αντικίνητρα (φορολόγηση κ.λπ.). Ας σημειωθεί ότι αλλεπάλληλες προσπάθειες για θέσπιση ανθρακικού φόρου (carbon tax) έχουν αποτύχει στις ΗΠΑ.

Ο δεύτερος άξονας είναι το reshoring, δηλαδή να προσελκυσθούν αλυσίδες παραγωγής να επιστρέψουν στη χώρα. Η Αμερική είναι πρωτοπόρος στην έρευνα και την καινοτομία. Όταν όμως οι τεχνολογίες τυποποιούνται και ωριμάζουν, «μεταναστεύουν» στην Κίνα, η οποία με τον τρόπο αυτό καταλήγει να κυριαρχεί σε αλυσίδες παραγωγής όπως τα φωτοβολταϊκά και οι μπαταρίες.[2] Διαδοχικές προσπάθειες αμερικανικών κυβερνήσεων να αναχαιτίσουν αυτή την μετανάστευση της παραγωγής (όπως με δάνεια για εγχώρια παραγωγή ή δασμούς σε κινεζικά προϊόντα, κτλ.) δεν έχουν αποβεί αποτελεσματικές. Το διπλό νομοθετικό πακέτο Μπάιντεν καταλήγει σε μια πολύπλευρη στήριξη πολλών κατηγοριών τεχνολογίας χαμηλών ρύπων. Δεν περιορίζεται μόνο στην επιδότηση παραγωγής «πράσινων» προϊόντων αλλά αυξάνει αυτή την επιδότηση αν η παραγωγή γίνεται με χαμηλούς ρύπους, ενισχύει την μετατροπή συμβατικών βιομηχανιών σε «πράσινες» και επιδοτεί την κατασκευή των μηχανών παραγωγής «πράσινων» προϊόντων. Ακόμη, σημαντικό χαρακτηριστικό του IRA είναι ότι το ύψος των κινήτρων διαμορφώνεται με βάση και διάφορους άλλους παράγοντες, όπως ο τόπος παραγωγής (π.χ. ευάλωτη περιοχή), οι εργασιακές συνθήκες που προσφέρει η επιχείρηση στους εργαζομένους της ή η χρήση υλικών που παράγονται στις ΗΠΑ.

Ο IRA ενισχύει μέσω χρηματοδοτήσεων ή/και φορολογικών κινήτρων που καλύπτουν υψηλό ποσοστό του κόστους πολλές κατηγορίες και συνδυασμούς «πράσινων» επενδύσεων, όπως η ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, διάφορες μορφές ΑΠΕ, η αποθήκευση ενέργειας, η παραγωγή και αξιοποίηση καθαρού υδρογόνου, η πράσινη μεταποίηση, η αγορά «καθαρών» αυτοκινήτων, κλπ. Αρκετά δε από αυτά τα κίνητρα καλύπτουν όλη τη Βόρεια Αμερική (δηλαδή και Καναδά και Μεξικό).

H νομοθεσία Μπάιντεν έχει τεράστια πλεονεκτήματα για την αμερικανική οικονομία (και Δημοκρατία), εξυπηρετεί αποτελεσματικά τον στόχο επαναπατρισμού επενδύσεων και καλών βιομηχανικών θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ, και σηματοδοτεί μια ιστορικής σημασίας στροφή της Αμερικής στην απανθρακοποίηση και την πράσινη μετάβαση.

Το αναμενόμενο αποτέλεσμα είναι μια έκρηξη επενδύσεων στις ΗΠΑ (και δευτερευόντως στον Καναδά και στο Μεξικό) σε όλη την αλυσίδα παραγωγής. H νομοθεσία Μπάιντεν έχει τεράστια πλεονεκτήματα για την αμερικανική οικονομία (και Δημοκρατία), εξυπηρετεί αποτελεσματικά τον στόχο επαναπατρισμού επενδύσεων και καλών βιομηχανικών θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ, και σηματοδοτεί μια ιστορικής σημασίας στροφή της Αμερικής στην απανθρακοποίηση και την πράσινη μετάβαση. Σε όλα αυτά η Ευρώπη έχει κάθε λόγο να εύχεται να επιτύχει η πολιτική Μπάιντεν.

Όμως, ενώ αρχικός στόχος της αμερικανικής νομοθεσίας είναι η αντιμετώπιση της Κίνας (η οποία συστηματικά εφαρμόζει πολιτικές κρατικών ενισχύσεων προς τις στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες της), η Ευρώπη κινδυνεύει να είναι η κυριότερη παράπλευρη απώλεια του IRA. Ο IRA μάλιστα βρίσκει την Ευρώπη σε μια συγκυρία ήδη μειονεκτικής ανταγωνιστικής θέσης, λόγω χαμηλότερου ενεργειακού κόστους των ΗΠΑ καθώς και έλλειψης οποιουδήποτε κόστους στις ΗΠΑ για τους ρύπους διοξειδίου του άνθρακα. Είναι δε σαφές ότι ο IRA παραβιάζει κατάφωρα τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), συνεχίζοντας και κλιμακώνοντας μια πολιτική περιθωριοποίησης του ΠΟΕ που είχε ξεκινήσει επί προεδρίας Τραμπ. 

Η μέχρι σήμερα αντιμετώπιση του IRA από την Ευρωπαϊκή Ένωση

Οι επιπτώσεις από την έναρξη εφαρμογής του IRA στις ΗΠΑ έγιναν αμέσως αισθητές στην Ευρώπη. Μεγάλες επιχειρήσεις, με πρώτες αυτές της κατασκευής μπαταριών, όπως η σουηδική Northvolt ή η μονάδα PowerCo της Volkswagen, επικαλούμενες τα αυξανόμενα κόστη στην Ευρώπη αλλά και τα γενναία κίνητρα που παρέχονται στην Αμερική, ετοιμάζουν για το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα επενδύσεις στη Βόρεια Αμερική, ακυρώνοντας (η Northvolt) αντίστοιχο επενδυτικό σχέδιο στη Γερμανία[3].

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνειδητοποίησε μάλλον έγκαιρα ότι ο αμερικανικός νόμος, πέραν των στρεβλώσεων που θα επιφέρει στον ανταγωνισμό μεταξύ ευρωπαϊκών και αμερικανικών επιχειρήσεων, αν δεν υπάρξει αντίδραση θα γίνει πρόξενος μαζικής «μετανάστευσης» επιχειρήσεων της ΕΕ στις ΗΠΑ.

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνειδητοποίησε μάλλον έγκαιρα ότι ο αμερικανικός νόμος, πέραν των στρεβλώσεων που θα επιφέρει στον ανταγωνισμό μεταξύ ευρωπαϊκών και αμερικανικών επιχειρήσεων, αν δεν υπάρξει αντίδραση θα γίνει πρόξενος μαζικής «μετανάστευσης» επιχειρήσεων της ΕΕ στις ΗΠΑ. Μια από τις πρώτες αντιδράσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  ήταν να ζητήσει στα τέλη Οκτωβρίου 2022 αντιμετώπιση ανάλογη με αυτή του Καναδά και του Μεξικού[4], χωρίς όμως να βρει θετική ανταπόκριση από τις ΗΠΑ.

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε μια προσπάθεια να «ξαναζεσταθεί» ο γαλλογερμανικός άξονας με τους υπουργούς Οικονομικών των δύο χωρών να συναντώνται στις 22 Νοεμβρίου[5] και σε κοινή δήλωσή τους να ανακοινώνουν την πρόθεση Γαλλίας και Γερμανίας να ενδυναμώσουν τη συνεργασία τους σε θέματα βιομηχανικής πολιτικής σε στρατηγικούς τομείς και σε projects Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος και να υποστηρίξουν μια ισχυρή ευρωπαϊκή απάντηση στον αμερικανικό νόμο.

Τη σκυτάλη πήρε ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν ο οποίος την 1η Δεκεμβρίου επισκέφθηκε τον πρόεδρο Μπάιντεν σε μια προσπάθεια να τον μεταπείσει και να διασφαλίσει για τα προϊόντα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων μεταχείριση ανάλογη με τα καναδικά και τα μεξικανικά[6]. Τα αποτελέσματα όπως της παρέμβασης Μακρόν, παρά την εκατέρωθεν ανταλλαγή ευγενικών λόγων, απείχαν πολύ από τις επιδιώξεις του.

H Πρόεδρος της Επιτροπής δήλωσε ότι πρέπει να τροποποιηθούν οι κανόνες της ΕΕ που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις προκειμένου να υπάρξει μια ευρωπαϊκή απάντηση στο IRA.

Από τη στιγμή εκείνη οι Ευρωπαίοι άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι έπρεπε να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση με δικά τους μέσα και ότι μια «Buy European Act» άρχιζε να φαίνεται αναγκαία. Έτσι, η Πρόεδρος της Επιτροπής σε ομιλία της στο Κολλέγιο της Ευρώπης[7] στις αρχές Δεκεμβρίου 2022 δήλωσε ότι πρέπει να τροποποιηθούν οι κανόνες της ΕΕ που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις προκειμένου να υπάρξει μια ευρωπαϊκή απάντηση στο IRA. Πρόσθεσε δε ότι EE πρέπει να πάρει «αντισταθμιστικά» μέτρα προκειμένου να αμβλυνθούν οι στρεβλώσεις ανταγωνισμού που θα προκληθούν από αυτές τις ενισχύσεις, ανοίγοντας και το θέμα μιας νέας πρόσθετης χρηματοδότησης, της δημιουργίας ενός «Ταμείου Κυριαρχίας» σε επίπεδο ΕΕ. Το Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας (European Sovereignty Fund) είχε ήδη εξαγγελθεί στην ομιλία της Προέδρου για την Κατάσταση της Ένωσης, το Σεπτέμβριο 2022.

Στο ίδιο πνεύμα, ο Eπίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν επέμεινε σε συνέντευξή του[8] ότι η ΕΕ «πρέπει να προχωρήσει στον σχεδιασμό ενός μαζικού σχεδίου στήριξης της βιομηχανίας». Προχωρώντας δε περισσότερο, πρότεινε να υπάρξει μια νέα ανάληψη κοινού χρέους από την ΕΕ προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι άνισες δυνατότητες των κρατών-μελών να υποστηρίξουν εξ ιδίων την εθνική τους βιομηχανία. Προσδιόρισε δε στα 350 δισεκατομμύρια ευρώ το ποσό που θα απαιτηθεί, δηλαδή περίπου ισοδύναμο με το πακέτο των ΗΠΑ.

Ως φυσική συνέχεια αυτών των εξελίξεων, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2022[9] κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις που θα έχουν ως στόχο να καταστήσουν την Ε.Ε. ικανή να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της και να απαντήσει στον εμφανή κίνδυνο μετανάστευσης των ευρωπαϊκών επενδύσεων στις ΗΠΑ. Οι προτάσεις της Επιτροπής αναμένεται να υποβληθούν εντός του Ιανουαρίου 2023 και να συζητηθούν στο έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Φεβρουαρίου 2023.

Με την έναρξη όμως του 2023, η Γαλλία, η οποία είχε πρωτοστατήσει στην ανάδειξη της ανάγκης για άμεση ευρωπαϊκή απάντηση στον νόμο των ΗΠΑ, ανακοίνωσε δια του υπουργού Οικονομικών της ότι ενδιαμέσως θα προωθήσει το δικό της εθνικό σχήμα, με ένα ευρύ φάσμα κινήτρων που θα ενθαρρύνουν τις «πράσινες» βιομηχανίες να μείνουν ή να επιστρέψουν στη Γαλλία[10]. Από πολλούς εκλήφθηκε ότι η γαλλική κίνηση, της οποίας, ας σημειωθεί, είχε προηγηθεί η απόφαση της Γερμανίας για παροχή κρατικών ενισχύσεων ύψους 200 δισεκατομμυρίων ευρώ, ήταν περισσότερο – ή παράλληλα – ένας τακτικός ελιγμός που αποσκοπούσε στην επιτάχυνση της λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Λίγες ημέρες μετά, είδε το φως η επίσημη πρόταση με την οποία η Γαλλία καλεί την Ε.Ε. να θέσει νέους παραγωγικούς στόχους, να χαλαρώσει τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων σε συγκεκριμένους κλάδους, να δημιουργήσει ένα Tαμείο Kυριαρχίας επείγουσας ανάγκης (τροφοδοτούμενο όμως από αδιάθετους υφιστάμενους πόρους και όχι από «φρέσκο χρήμα») και να εστιάσει την εμπορική στρατηγική της στην περιφρούρηση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς[11].

Σχεδόν ταυτόχρονα, ήλθε η είδηση[12] ότι η κοινοβουλευτική ομάδα του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (SPD) ζητεί από την Ε.Ε., ως απάντηση στον IRA, να χαλαρώσει τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων και να υπάρξει μια νέα χρηματοδότηση για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Ο Καγκελάριος Σολτς, έχοντας υπόψη του την αρνητική αντίδραση του κυβερνητικού του εταίρου Κρίστιαν Λίντνερ, κρατά μέχρι στιγμής μέσω εκπροσώπων του αποστάσεις από την πρόταση αυτή[13]. Η πρόταση, που το ακριβές περιεχόμενό της δεν έχει προς το παρόν δημοσιευθεί, φέρεται να περιλαμβάνει χρήση υφιστάμενων χρηματοδοτικών εργαλείων (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ κ.λπ.), αξιοποίηση δανείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – αλλά ίσως και εμπλουτισμό της με νέα χρηματοδοτικά εργαλεία –  και «εποικοδομητική εξέταση» νέων κοινών χρηματοδοτικών εργαλείων.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη σειρά της ανακοίνωσε τον Ιανουάριο 2023 μέσω της Προέδρου της στο Νταβός[14] ότι θα προτείνει ένα Net-Zero Industry Act που θα συμπεριλάβει μια σειρά από clean tech στόχους για το 2030, μέτρα απλοποίησης αδειοδοτήσεων και λειτουργίας (όπως ευελιξία και καλύτερη προσβασιμότητα στα Important Projects of Common European Interest), φοροαπαλλαγές και στοχευμένες κρατικές ενισχύσεις για πράσινες επενδύσεις. Παράλληλα, θα ετοιμάσει ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Κυριαρχίας ως τμήμα της μεσοπρόθεσμης αναθεώρησης του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027.

Με τις δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της Ε.Ε. αλλά και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συγκλίνουν ως προς τους τρόπους ευρωπαϊκής απάντησης στις νέες συνθήκες που δημιουργεί ο IRA, φαίνεται ότι οι εξελίξεις επιταχύνονται αισθητά.

Με τις δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της Ε.Ε. αλλά και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συγκλίνουν ως προς τους τρόπους ευρωπαϊκής απάντησης στις νέες συνθήκες που δημιουργεί ο IRA, φαίνεται ότι οι εξελίξεις επιταχύνονται αισθητά.

Ανταγωνιστικότητα και συνοχή: σκιαγραφώντας την ευρωπαϊκή απάντηση

Ενώ φαίνεται να είναι κοινός τόπος σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. η ανάγκη άμεσης και αποτελεσματικής απάντησης στον IRA, δεν είναι ακόμη αποσαφηνισμένα η μορφή, το περιεχόμενο και η έκταση αυτής της απάντησης.

Όλοι βεβαίως συμφωνούν ότι απαιτούνται αλλαγές στους κανόνες κρατικών ενισχύσεων, με τους μεν να τις θέλουν ως χαλάρωση και με άλλους –μαζί με την Επιτροπή – να επεκτείνονται σε ριζικότερη «προσαρμογή» τους. Μια πρόγευση προσαρμογής δίνει η γαλλική πρόταση με την οποία επιζητείται θέσπιση νέων παραγωγικών στόχων κατά το πρότυπο της πολιτικής ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και ανθεκτικότητας της ΕΕ στην τεχνολογία των ημιαγωγών (European Chips Act) και κρατικές ενισχύσεις στοχευμένες σε συγκεκριμένους κλάδους.

Είναι προφανές ότι η χαλάρωση/προσαρμογή των κανόνων κρατικών ενισχύσεων θα ευνοεί κατεξοχήν τις επιχειρήσεις των οικονομικά ισχυρών χωρών και ιδίως της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι οποίες –πρέπει να—συναποτελούν την ατμομηχανή της Ευρώπης στην αντιμετώπιση των κινδύνων που εγκυμονεί η εφαρμογή του αμερικανικού νόμου, αλλά και οι γενικότερες γεωοικονομικές αναδιατάξεις. Ως εκ τούτου, μια τέτοια κίνηση μπορεί και πρέπει να έχει την υποστήριξη όλων των χωρών της E.E. Είναι όμως επίσης προφανές ότι η υλοποίηση μιας τέτοιας απόφασης θα προκαλέσει ενδοευρωπαϊκή στρέβλωση ανταγωνισμού και δημιουργεί αυτόματα την ανάγκη ενίσχυσης των επιχειρήσεων και οικονομιών των λιγότερο ισχυρών χωρών, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι αναπόφευκτες δυσμενείς επιπτώσεις αυτής της στρέβλωσης. Η ανάγκη αυτή δείχνει να γίνεται κατανοητή από τη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά και από την Επιτροπή, οι οποίες συγκλίνουν στο ότι η εν λόγω ενίσχυση πρέπει να πάρει τη μορφή ενός νέου ταμείου, που η Επιτροπή ονομάζει Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας. Όπως είναι φυσικό, η ίδια άποψη υποστηρίζεται από τις χώρες του Νότου, οι οποίες όμως μέχρι στιγμής δεν έχουν ακόμα βγει στο προσκήνιο της σαφούς διεκδίκησής της.

Το πνεύμα αυτό διέπει και την επιστολή (13/1/2023) της αρμόδιας για τον Ανταγωνισμό αντιπροέδρου της Επιτροπής Μαργκρέτε Βεστάγκερ προς τους 27 υπουργούς, με την οποία εξαγγέλλει την έναρξη διαβούλευσης για ένα Προσωρινό Πλαίσιο Κρίσης και Μετάβασης, αναγνωρίζει την ανάγκη υποστήριξης  των ασθενέστερων χωρών για να μπορέσουν να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους και ανακοινώνει ότι για τον σκοπό αυτό θα ενισχυθεί το πρόγραμμα RePowerEU και θα δημιουργηθεί ένα «Συλλογικό Ευρωπαϊκό Ταμείο». Σημειωτέον ότι, όπως αναγνωρίζει η επιστολή Βεστάγκερ, μόνο από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή (υπό το Temporary Crisis Framework) κρατικές ενισχύσεις συνολικού ύψους 672 δισ. ευρώ, το 77% των οποίων αφορούν τη Γερμανία και τη Γαλλία. Είναι σαφές ότι η περαιτέρω επέκταση της χαλάρωσης του καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων θα διευρύνει το χάσμα των δυο αυτών οικονομιών από τις υπόλοιπες χώρες σε βαθμό τέτοιο που να απειλεί να καταλύσει την ίδια τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

H απάντηση της Ε.Ε. στις νέες συνθήκες που δημιουργεί ο IRA – και όχι μόνον – θα πρέπει να έχει δύο άρρηκτα συνδεδεμένες βασικές συνιστώσες: τη χαλάρωση/ προσαρμογή των κανόνων κρατικών ενισχύσεων και τη δημιουργία ενός νέου χρηματοδοτικού εργαλείου αντίστοιχου μεγέθους που να αντισταθμίζει τη στρέβλωση προστατεύοντας την ενιαία αγορά και τις πιο αδύναμες οικονομίες. 

Επομένως η απάντηση της Ε.Ε. στις νέες συνθήκες που δημιουργεί ο IRA – και όχι μόνον – θα πρέπει να έχει δύο άρρηκτα συνδεδεμένες βασικές συνιστώσες: τη χαλάρωση/ προσαρμογή των κανόνων κρατικών ενισχύσεων και τη δημιουργία ενός νέου χρηματοδοτικού εργαλείου αντίστοιχου μεγέθους που να αντισταθμίζει τη στρέβλωση προστατεύοντας την ενιαία αγορά και τις πιο αδύναμες οικονομίες. Η προσέγγιση δε αυτή πρέπει να έχει την καθολική στήριξη των κρατών-μελών της Ε.Ε.

Μένει προς εξέταση το περιεχόμενο των δύο συνιστωσών. Πρέπει δε να είναι σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η επίτευξη συμφωνίας επί των κρατικών ενισχύσεων προϋποθέτει τη συμφωνία επί του νέου Ταμείου και ιδίως ως προς το ύψος του προϋπολογισμού του, το γεωγραφικό πεδίο που θα καλύπτει, τα κριτήρια κατανομής των πόρων του και το είδος των ενισχύσεων που θα χρηματοδοτεί ενώ το μεγάλο και δυσκολότερο προς διαπραγμάτευση θέμα είναι η προέλευση των πόρων του. Από τα χαρακτηριστικά αυτά του νέου Ταμείου θα εξαρτηθεί και η αποτελεσματικότητά του, όχι δε μόνον για μια κατηγορία κρατών-μελών αλλά για το σύνολο της ΕΕ.

Σε ό,τι αφορά το ύψος του προϋπολογισμού του νέου Ταμείου, μπορούμε να αρκεσθούμε ενδεικτικά στις εκτιμήσεις του Επιτρόπου Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν που το κοστολογεί στα 350 δισεκατομμύρια ευρώ, ύψος τουλάχιστον συγκρίσιμο με αυτό του IRA.

Σε ό,τι αφορά το ύψος του προϋπολογισμού του νέου Ταμείου, μπορούμε να αρκεσθούμε ενδεικτικά στις εκτιμήσεις του Επιτρόπου Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν που το κοστολογεί στα 350 δισεκατομμύρια ευρώ, ύψος τουλάχιστον συγκρίσιμο με αυτό του IRA. Είναι προφανές ότι ακριβείς εκτιμήσεις δεν μπορούν να υπάρξουν αν δεν προηγηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη, κάτι που ο χρόνος δεν επιτρέπει αλλά προτείνεται από τη σουηδική προεδρία.

Ως προς το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του νέου ταμείου, πρέπει να ακολουθηθεί το μοντέλο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, δηλαδή να καλύπτει χωρίς επί μέρους διακρίσεις το σύνολο του εδάφους της Ε.Ε. Το αναγκαίο γεωγραφικό εύρος του Ταμείου σημαίνει ότι πρέπει να ενισχύει κατηγορίες αλυσίδων αξίας που θα αφορούν και θα ενσωματώνουν όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ.  

Ως προς τα κριτήρια κατανομής των πόρων του ταμείου, ασφαλέστερο είναι να ακολουθηθούν τα κριτήρια που εφαρμόσθηκαν στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Είναι λογικό βεβαίως να αντιμετωπισθεί και μια στάθμιση των κριτηρίων αυτών συναρτώμενη με τους τομείς/ κλάδους/ αλυσίδες αξίας που θα έχουν προτεραιότητα για ενίσχυση. Εκείνο που πρέπει να είναι σαφές είναι το ότι το ταμείο αυτό πρέπει να έχει, εκτός από την αναπτυξιακή, και λειτουργία διασφάλισης της συνοχής της ΕΕ και ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς. Αυτό μάλιστα πρέπει να έχει έναν βαθμό προτεραιότητας ανάλογο της στρέβλωσης που θα προκαλούσε η εκτεταμένη χαλάρωση των κανόνων κρατικών ενισχύσεων προς όφελος των οικονομικών ισχυρότερων χωρών. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που αποτελεί το πρότυπο, είχε λειτουργία ταυτόχρονα αναπτυξιακή, σταθεροποιητική και αναδιανεμητική. Αντίστοιχη πρέπει να είναι η επιθυμητή λειτουργία του νέου Ταμείου.

Αυτό σημαίνει ότι η λειτουργία των ενισχύσεων που παρέχει το νέο Ταμείο θα πρέπει να διέπεται από επαρκή περιφερειακή διάσταση. Η περιφερειακή διάσταση είναι αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά είναι επίσης μέρος και της λογικής του αμερικανικού IRA. Το IRA προτεραιοποιεί την στόχευση επενδύσεων σε περιφέρειες λιγότερες ανεπτυγμένες, παρέχοντας ισχυρότερα κίνητρα εάν οι επενδύσεις κατευθύνονται στις περιοχές αυτές. Το Ευρωπαϊκό εργαλείο πρέπει να έχει μια παρόμοια λογική.

Σημαντική είναι η διάσταση της αλληλεγγύης και συνοχής στο μείγμα εργαλείων που θα προταχθεί. Η απανθρακοποίηση και πράσινη μετάβαση συνιστά μια ευρείας κλίμακας μεταβολή της παραγωγικής βάσης των ευρωπαϊκών οικονομιών, που έχει και χαμένους –κλάδους, επιχειρήσεις και εργαζομένους στην οικονομία των ανθρακικών εκπομπών. Η κρίση του Covid-19 οδήγησε την ΕΕ στην εισαγωγή του SURE (Support to mitigate Unemployment Risks in an Emergency), σημαντικό εργαλείο επιμερισμού κινδύνων (risk-sharing) που χρηματοδοτείται με κοινό δανεισμό και λειτουργεί ως πολιτική ασφάλισης της απασχόλησης (job insurance scheme) σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.[15] Η επέκταση του SURE και στο πλαίσιο της ενεργειακής κρίσης και προσαρμογής πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος του μείγματος, και είναι ενθαρρυντικό ότι συμπεριλαμβάνεται στις προτάσεις του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σάρλ Μισέλ.[16] Επίσης θετική η αναφορά της Προέδρου φον ντερ Λάιεν στην καλλιέργεια τεχνολογικών δεξιοτήτων και την επανακατάρτιση (reskilling) ως αναπόσπαστο μέρος της όλης “Clean Tech Economy” στρατηγικής. Να σημειώσουμε ότι η απώλεια θέσεων εργασίας στην αποβιομηχάνιση δεν αφορά μόνο τη βιομηχανία αλλά και όλο το φάσμα υποστηρικτικών υπηρεσιών, και άρα τη μείωση ευκαιριών απασχόλησης για τους νέους, με ευρύτερες επιπτώσεις (δημοσιονομικές, αναπτυξιακές, ασφαλιστικές, κοινωνικές).

Μεγάλης σημασίας είναι να προσεγγισθεί προσεκτικά το αντικείμενο των ενισχύσεων. Καταρχάς, ένα κύριο κριτήριο των ενισχύσεων πρέπει να είναι η συμβολή τους στην καθετοποίηση της παραγωγής (vertical integration), περιλαμβάνοντας δηλαδή όσο το δυνατόν περισσότερα στάδια της αλυσίδας αξίας. Έτσι εξυπηρετείται καλύτερα ο στόχος του να κρατηθεί η παραγωγή στην Ευρώπη να προσελκυστούν περισσότερα στάδια της αλυσίδας αξίας, και να ενισχυθεί και η αποδοτικότητα και η ασφάλεια των ευρωπαϊκών αλυσίδων αξίας. Στο ίδιο πνεύμα η πρόεδρος της Επιτροπής μίλησε στο Νταβός για ανάγκη εστίασης σε επενδύσεις στρατηγικής σημασίας που θα καλύπτουν το σύνολο της αλυσίδας αξίας.

Ενώ συμφωνούμε όλοι ότι θα πρέπει να στηριχθούν οι επιχειρήσεις των οικονομικά ισχυρών χωρών και ιδίως της Γερμανίας και της Γαλλίας, ως “ατμομηχανή” της Ευρώπης, μια “made in Europe” απάντηση θα πρέπει να συμβάλλει στην επιστροφή συγκεκριμένων αλυσίδων αξίας ή/και μονάδων παραγωγής από τις τρίτες χώρες στην ΕΕ, συμπεριλαμβάνοντας στοχευμένα τις πιο αδύναμες οικονομίες της.

Με άλλα λόγια, ενώ συμφωνούμε όλοι ότι θα πρέπει να στηριχθούν οι επιχειρήσεις των οικονομικά ισχυρών χωρών και ιδίως της Γερμανίας και της Γαλλίας, ως “ατμομηχανή” της Ευρώπης, μια “made in Europe” απάντηση θα πρέπει να συμβάλλει στην επιστροφή συγκεκριμένων αλυσίδων αξίας ή/και μονάδων παραγωγής από τις τρίτες χώρες στην ΕΕ, συμπεριλαμβάνοντας στοχευμένα τις πιο αδύναμες οικονομίες της. Για παράδειγμα, εάν, προκειμένου να υπάρξει κρατική ενίσχυση για μεγάλες βιομηχανίες (πχ της Γαλλίας ή της Γερμανίας) υπήρχε η «υποχρέωση» συνεργασίας/ προμηθειών/ εξοπλισμού/ κλπ με άλλες ευρωπαϊκές χώρες/ επιχειρήσεις, το αναπτυξιακό αποτέλεσμα θα ήταν πιο σημαντικό. Θα υπήρχε χώρος για κινητροδότηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ειδικά του reshoring, πχ με ειδικά κίνητρα για reshoring σε χώρες συνοχής. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να συνδυαστεί η παροχή επενδυτικών κινήτρων με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πχ. μεγαλύτερες επιδοτήσεις αν η επένδυση έχει διασυνοριακό χαρακτήρα και προσαύξηση αν η επένδυση γίνει σε περιφέρεια της ΕΕ με χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ, ώστε να μπαίνει και η λογική της συνοχής στην εξίσωση. Και όλο αυτό, υπό το πρίσμα της καθετοποίησης (vertical integration) που στοχεύει στον επαναπατρισμό πολλαπλών σταδίων της αλυσίδας αξίας στην ΕΕ.

Ως προς το αντικείμενο των ενισχύσεων, η τελευταία  γαλλική πρόταση δίνει ένα ικανοποιητικό περίγραμμα, προτείνοντας να τεθούν νέοι παραγωγικοί στόχοι που θα μειώνουν τις εξαρτήσεις σε ευαίσθητους τομείς στη βάση τoυ υπό συζήτηση στη Ε.Ε. European Chips Act και θεωρώντας ως τέτοιους τομείς/αλυσίδες αξίας τα φωτοβολταϊκά, τις μπαταρίες, το υδρογόνο και τις κρίσιμες πρώτες ύλες. Ας σημειωθεί ότι η Ε.Ε. δεν έχει ανοιχθεί σε dirty industries. Οι συγκυρίες όμως φέρνουν στο προσκήνιο το ζήτημα της εξόρυξης και επεξεργασίας κρίσιμων πρώτων υλών. Διαχρονικά, η βασική ένσταση αφορούσε τις περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις επί ευρωπαϊκού εδάφους, ωστόσο η στρατηγική του friendshoring είναι αυτή, που θα μπορούσε να άρει τέτοιες επιφυλάξεις. Συμπληρωματικά δε, όπως συμβαίνει και με τον IRA, θα μπορούσαν να προβλεφθούν μεγαλύτερες ενισχύσεις αν τα κρίσιμα ορυκτά προέρχονται από συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, ενισχύοντας έτσι και άλλες προτεραιότητες της ΕΕ, όπως η πολιτική Νότιας Γειτονίας.

Κατά συναφή λογική, στα κριτήρια ενισχύσεων που παρέχονται από ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Κυριαρχίας θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται η συμβολή τους στην προαγωγή της Ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Η ενίσχυση συμπράξεων μεταξύ κρατών-μελών για την προαγωγή μιας Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και ενοποίησης στον τομέα της κοινής παραγωγής και προμήθειας είναι ένα παράδειγμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Είναι σαφές ότι ο επιθυμητός στόχος είναι η νέα χρηματοδότηση και όχι η απλή ανακύκλωση πόρων με μετακινήσεις τους από άλλα προγράμματα.

Αντικείμενο δύσκολης διελκυστίνδας αναμένεται να αποτελέσει η προέλευση των πόρων του νέου ταμείου. Όπως έχει προαναφερθεί, οι τελευταίες – και προς το παρόν ανεπίσημες και αδημοσίευτες – προτάσεις από τη Γερμανία και τη Γαλλία περιορίζονται στη χρήση υφιστάμενων πόρων χωρίς «φρέσκο χρήμα». Ούτε η Επιτροπή έχει τολμήσει να πάει παραπέρα. Όπως προαναφέρθηκε, στην ομιλία της στο Νταβός (17.1.2023) η Πρόεδρος φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε ότι η Επιτροπή θα ετοιμάσει ένα Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας ως τμήμα της μεσοπρόθεσμης αναθεώρησης του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027, χωρίς όμως να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Από την αναφορά αυτή δεν προκύπτει επί του παρόντος εάν θα πρόκειται για πρόσθετη χρηματοδότηση (με μορφή απ’ ευθείας χρηματοδότησης ή εξυπηρέτησης νέου δανεισμού;) ή για αναδιάταξη των υφισταμένων δαπανών. Η γερμανική πρόταση προχωρεί λίγο περισσότερο προτείνοντας δειλά «εποικοδομητική εξέταση» νέων κοινών χρηματοδοτικών εργαλείων, χωρίς όμως να αγγίζει το ταμπού ενός νέου κοινού δανεισμού. Στην δε γαλλική πρόταση[17] o κοινός δανεισμός υπονοείται μόνο κατ’ αναλογία προς το πρόγραμμα SURE της περιόδου της πανδημίας, χωρίς όμως και να αποκλείεται. Είναι σαφές ότι ο επιθυμητός στόχος είναι η νέα χρηματοδότηση και όχι η απλή ανακύκλωση πόρων με μετακινήσεις τους από άλλα προγράμματα.

Οι Γάλλοι προτείνουν ένα (νέο) Ταμείο Eυρωπαϊκής Κυριαρχίας σε δύο φάσεις. Η πρώτη «emergency» φάση θα χρηματοδοτηθεί από μη εκταμιευμένους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, του RePowerEU και άλλων εργαλείων (InvestEU, Ιnnovation Fund, Just Transition Fund, Horizon Europe) και από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EΤΕπ). Οι συντάκτες της μάλιστα προσδιορίζουν επακριβώς το ύψος των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που προτείνουν να διατεθούν στην πρώτη φάση του νέου ταμείου και καλούν τα κράτη-μέλη να προβούν σε αναθεώρηση των εθνικών τους σχεδίων ανάκαμψης. Δημιουργούνται όμως εύλογα ερωτήματα με τους προτεινόμενους αριθμούς: Για ένα μέρος από τα προτεινόμενα να μεταφερθούν 365 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και 221 δισ. δανείων έχουν γίνει προκηρύξεις, έχουν αναληφθεί δεσμεύσεις ή έχουν υπογραφεί και συμβάσεις χωρίς να έχει γίνει μέχρι στιγμής εκταμίευση. Αν δε στην ήδη προβλεπόμενη αναθεώρηση των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης λόγω RePowerEU προστεθεί και η προτεινόμενη, είναι βέβαιο ότι αποκλείεται να τηρηθούν οι προθεσμίες υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, τροφοδοτώντας έτσι τις αιτιάσεις όσων θέλουν να αποκλείσουν τυχόν επανάληψη του Ταμείου Ανάκαμψης. Επί πλέον, το πρόγραμμα σε κάθε κράτος-μέλος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη χωρίς μάλιστα να έχουν παρέλθει κάποιες προθεσμίες υλοποίησής του και, το κυριότερο, χωρίς να έχουν εκλείψει οι ανάγκες που υπαγόρευσαν την ιστορική απόφαση θέσπισης του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να τεκμηριώνεται η πρόταση για ουσιαστική ακύρωσή της.

Για τη δεύτερη φάση του Ταμείου Κυριαρχίας της γαλλικής πρότασης, της οποίας η έναρξη τοποθετείται πριν το τέλος του 2023, προβλέπεται να προηγηθεί εκτίμηση αναγκών σε ευαίσθητους τομείς χωρίς άλλες λεπτομέρειες, ενώ για τις πηγές χρηματοδότησης υπάρχει μια γενικόλογη αναφορά ότι «πρέπει να εξετασθούν». Αυτό ίσως να αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα χρηματοδότησης με κοινό δανεισμό.

Είναι προφανές ότι για να επιτύχει το νέο εγχείρημα πρέπει να επιστρατευθούν όλοι οι πόροι που θα θεωρείται ότι υποχρησιμοποιούνται ή κινδυνεύουν να χρησιμοποιηθούν «όπως-όπως» προκειμένου να επιτευχθεί η απορρόφησή τους, αλλά το Ταμείο Ανάκαμψης δεν είναι τέτοια περίπτωση. Όπως βέβαια δείχνουν τα πράγματα, θα υπάρξει χρήση υφισταμένων πόρων, πιθανότατα δε όχι μόνο υποχρησιμοποιούμενων ή αχρησιμοποίητων. Το ύψος τους όμως θα απέχει μάλλον αρκετά από αυτό που έχει κατ’ επανάληψη αναφερθεί και μάλιστα από μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ως εκ τούτου πρέπει να αναζητηθεί το «φρέσκο χρήμα» αλλά και οι πηγές από τις οποίες αυτό θα προέλθει.

Είναι σαφές ότι ειδικά η παρούσα συγκυρία δεν επιτρέπει ούτε σκέψη για αύξηση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027 μέσω αύξησης των εθνικών συνεισφορών. Επομένως ως μόνη οδός απομένει ένας νέος κοινός δανεισμός, για την αποπληρωμή όμως του οποίου απαιτείται να προβλεφθούν νέα έσοδα του προϋπολογισμού της ΕΕ, δηλαδή και άλλοι Ίδιοι Πόροι, τουλάχιστον για την μετά το 2027 προγραμματική περίοδο, οπότε και θα μπορεί να αρχίσει η αποπληρωμή του νέου αυτού δανείου αν επιτευχθεί ολιγοετής περίοδος χάριτος. Σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να προβλεφθεί αναδιάταξη των δαπανών για την περίοδο αυτή, προκειμένου να υπάρξει χώρος για τη δαπάνη αποπληρωμής του νέου κοινού δανεισμού.

Μια ενδιάμεση λύση που θα έδινε –μερική τουλάχιστον – απάντηση στην αναζήτηση «φρέσκου χρήματος» θα μπορούσε να είναι η μετατροπή των «αζήτητων» δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης – που ήδη μεταφέρονται στο REPowerEU – σε επιχορηγήσεις.

Μια ενδιάμεση λύση που θα έδινε –μερική τουλάχιστον – απάντηση στην αναζήτηση «φρέσκου χρήματος» θα μπορούσε να είναι η μετατροπή των «αζήτητων» δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης – που ήδη μεταφέρονται στο REPowerEU – σε επιχορηγήσεις. Είναι μια λύση που δεν τροποποιεί το ΠΔΠ 2021-2027 και δεν αυξάνει το ύψος του NextGenerationEU, δηλαδή δεν απαιτεί νέο κοινό δανεισμό, απαιτεί όμως – και αυτή -τροποποίηση της απόφασης για τους Ιδίους Πόρους της ΕΕ, δηλαδή συμφωνία 27 εθνικών κοινοβουλίων, μόνο όμως ως προς την αλλαγή της σχέσης επιχορηγήσεων/δανείων.

Πιθανόν να πέσουν στο τραπέζι και άλλες ιδέες. Περισσότερο ή λιγότερο ευφάνταστες. Κάποιες θα είναι ρεαλιστικές, κάποιες όχι.  Η σοβαρότητα της περίστασης επιβάλλει συνδυασμό φαντασίας, ρεαλισμού και κυρίως τόλμης, προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ένωση να διαμορφώσει μια κοινή απάντηση σε μια από τις κρισιμότερες προκλήσεις που έχει μπροστά της.

Συμπερασματικά

Η ιστορική πρόκληση της Ε.Ε. είναι η ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις του αμερικανικού και κινεζικού προστατευτισμού, με μια κοινή στρατηγική Ευρωπαϊκής βιομηχανικής, τεχνολογικής και πράσινης ανταγωνιστικότητας, που θα προστατεύει την Ευρωπαϊκή συνοχή και την ενιαία αγορά, προωθώντας παράλληλα την Ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία.

Η ιστορική πρόκληση της Ε.Ε. είναι η ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις του αμερικανικού και κινεζικού προστατευτισμού, με μια κοινή στρατηγική Ευρωπαϊκής βιομηχανικής, τεχνολογικής και πράσινης ανταγωνιστικότητας, που θα προστατεύει την Ευρωπαϊκή συνοχή και την ενιαία αγορά, προωθώντας παράλληλα την Ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία.

Απαιτεί και αυτή, όπως όλες οι κομβικές αποφάσεις της ΕΕ, μια μεγάλη διαπραγμάτευση, μια μεγάλη συμφωνία (grand bargain), με δυο βασικές συνιστώσες: (α) τη χαλάρωση ή προσαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, που ευνοεί κατεξοχήν τις ισχυρότερες οικονομίες της ΕΕ, και (β) σε αντιστάθμισμα, ένα Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας (ή κι ένα σύνολο νέων εργαλείων που θα αθροίζονται σε κάτι σημαντικό κι όχι απλή ανακύκλωση πόρων) με στόχο όχι μόνο την ενίσχυση του Made in Europe αλλά και την εξασφάλιση της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς και της εσωτερικής συνοχής της ΕΕ.

[1] International Energy Agency, World Energy Outlook 2022, https://iea.blob.core.windows.net/assets/c282400e-00b0-4edf-9a8e-6f2ca6536ec8/WorldEnergyOutlook2022.pdf

[2] Nikos Tsafos, unpublished note. Επίσης N. Tsafos, How the Energy Transition Will Rewire the World, https://www.csis.org/analysis/how-energy-transition-will-rewire-world

[3] https://www.politico.eu/article/us-joe-biden-batteries-sustainability-threatens-europe-car-batteries/

[4] https://www.euronews.com/my-europe/2022/10/31/eu-demands-similar-access-to-us-as-canada-and-mexico-for-electric-cars-and-renewable-produ

[5] https://www.bmwk.de/Redaktion/EN/Pressemitteilungen/2022/11/20221122-habeck-and-le-maire-call-for-impetus-to-strengthen-european-industrial-policy.html

[6] https://www.washingtonpost.com/world/2022/12/04/america-first-ira-biden-eu/

[7] https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/speech_22_7487

[8] https://www.lejdd.fr/Economie/thierry-breton-commissaire-europeen-face-a-une-distorsion-de-concurrence-leurope-doit-reagir-4151974

[9] https://www.consilium.europa.eu/media/60872/2022-12-15-euco-conclusions-en.pdf

[10] https://www.politico.eu/article/france-us-america-green-incentives-plan-biden-macron/

[11] https://www.politico.eu/article/france-europe-strategy-revealed-revealed-frances-massive-made-in-europe-strategy/

[12] https://www.bloomberg.com/news/articles/2023-01-11/germany-s-scholz-backs-joint-eu-funding-to-counter-us-green-plan#x

[13] https://www.politico.eu/article/olaf-scholz-european-union-debt-says-nein-to-his-partys-calls-for-new-debt/

[14] https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/speech_23_232

[15] Frank Vandenbroucke, László Andor, Roel Beetsma, Brian Burgoon, Georg Fischer, Theresa Kuhn, Chris Luigjes and Francesco Nicoli, “The European Commission’s SURE initiative and euro area unemployment re-insurance”, VoxEU, 6 April 2020, https://cepr.org/voxeu/columns/european-commissions-sure-initiative-and-euro-area-unemployment-re-insurance   

[16] Charles Michel, “Going big for EU industry”, https://www.politico.eu/article/opinion-charles-michel-ukraine-war-going-big-for-european-union-industry/

[17] “Note from the French authorities on the outlines of a ‘Made in Europe’ strategy”, 9/1/2023. See also https://www.politico.eu/article/france-europe-strategy-revealed-revealed-frances-massive-made-in-europe-strategy/