Η πανδημία του Covid-19 ανέδειξε τη σημασία της αξιοπρεπούς διαβίωσης και στέγασης. Με τα περιοριστικά μέτρα και την επιβολή καραντίνας οι πολίτες των χωρών της ΕΕ παρέμειναν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στα σπίτια τους, εργάστηκαν εξ’ αποστάσεως, ενώ τα παιδιά παρακολούθησαν ένα μεγάλο μέρος της σχολικής χρονιάς από το σπίτι. Καθώς η σημασία της κατοικίας σε περιπτώσεις όπως αυτής της πανδημίας αυξάνει, έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε τι μερίδιο του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών δαπανάται σε έξοδα σχετικά με την κατοικία.

Ο παραπάνω χάρτης απεικονίζει το μερίδιο του διαθέσιμου ισοδύναμου οικογενειακού εισοδήματος που δαπανάται σε έξοδα σχετικά με την κατοικία σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα της Eurostat. Ο δείκτης αναφέρεται σε έξοδα ενοικίου, πληρωμές σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, όπως η θέρμανση και η ύδρευση, και έξοδα επισκευών. O μέσος όρος για το σύνολο των 27 χωρών της ΕΕ κυμαίνεται στο 20% ενώ για τις χώρες της Ευρωζώνης στο 20,2%. Η Ελλάδα αποτελεί τη χώρα όπου τα νοικοκυριά επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος για έξοδα σχετικά με την κατοικία τους (36,6%), ακολουθούμενη από τη Δανία (27,1%), τη Γερμανία (25,9%), την Ελβετία (25,6%) και τη Βουλγαρία (24,8%). Απεναντίας, οι χώρες της ΕΕ όπου τα νοικοκυριά επιβαρύνονται λιγότερο από έξοδα σχετικά με την κατοικία τους είναι η Μάλτα (8,2%), η Κύπρος (11,3%), η Ουγγαρία (13,5%) και η Εσθονία (14,2%).

Η ανάγκη μέριμνας της δημόσιας πολιτικής για την ελάφρυνση των νοικοκυριών από τα υψηλά κόστη σχετικά με την κατοικία είναι επιτακτική, ειδικά στην Ελλάδα. Η ανάγκη αυτή ενισχύεται από το γεγονός πως το ύψος των τιμών ακινήτων και των ενοικίων παρέμεινε σε ανοδική τροχιά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ πρόσφατα αυξήθηκαν και τα τιμολόγια ενέργειας στην Ελλάδα. Η άνοδος των ενοικίων έχει μάλιστα και κάποια διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, καθώς συνδέεται και με την άνοδο των βραχυχρόνιων μισθώσεων η οποία εκτοπίζει τους κατοίκους από τις γειτονιές τουριστικού ενδιαφέροντος.