Η προαγωγή της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, δηλαδή η μείωση των οικονομικών αντιθέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των διαφόρων περιφερειών στο εσωτερικό τους, είναι από τους κεντρικούς στόχους της ΕΕ. Την περίοδο 2021-2027 οι πόροι που θα διατεθούν στην πολιτική συνοχής των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων ανέρχονται σε 392 δις ευρώ. Μαζί με την εθνική συγχρηματοδότηση, περίπου μισό τρις ευρώ θα είναι διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων συνοχής στις περιφέρειες της ΕΕ.

Από τα μέσα του 1980, το ειδικό βάρος της πολιτικής συνοχής στον προϋπολογισμό της ΕΕ είναι αυξημένο. Ιστορικά, ο λόγος για αυτό ήταν η πεποίθηση ότι η ενίσχυση των πιο αδύναμων περιφερειών μπορεί να αντισταθμίσει τις συνέπειες της εσωτερικής αγοράς.

Δύο σημεία χρήζουν προσοχής. Πρώτον, η πολιτική συνοχής δεν είναι προνοιακή: οι πόροι κατευθύνονται σε έργα υποδομής και προγράμματα αναβάθμισης του ανθρώπινου κεφαλαίου με στόχο την ανάπτυξη των περιφερειακών οικονομιών. Για παράδειγμα, οι πολιτικές συνοχής την περίοδο 2021-2027 θα καθοδηγούνται από πέντε κύριους  στόχους που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων δράσεις για το κλίμα, τα στρατηγικά δίκτυα, την καινοτομία και την ψηφιοποίηση, την ποιοτική απασχόληση, την εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη, και τη βιώσιμη αστική ανάπτυξη. Δεύτερον, οι πολιτικές συνοχής δεν ωφελούν μόνο τα φτωχότερα κράτη μέλη: η πολιτική συνοχής είναι περιφερειακή, άρα σε κάθε κράτος μέλος υπάρχουν περιφέρειες που μπορεί να έχουν πρόσβαση στα σχετικά κονδύλια που προέρχονται από κάποιο από τα διαφορετικά διαθρωτικά ταμεία. Συγκεκριμένα, τα κονδύλια από Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Ταμείο+ και από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής ανάπτυξης κατανέμονται σε τρεις κατηγορίες περιφερειών (λιγότερο ανεπτυγμένες, πιο ανεπτυγμένες, σε μεταβατικό στάδιο), ενώ μόνο ορισμένες χώρες επωφελούνται από το Ταμείο Συνοχής, και ορισμένες περιφέρειες με συγκεκριμένες ανάγκες λαμβάνουν ειδική χρηματοδότηση (πχ αραιοκατοικημένες). Τέλος, όλες οι χώρες επωφελούνται από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης.

Το 2001, οι μεγαλύτεροι ωφελημένοι από τα διαρθρωτικά ταμεία σε απόλυτα μεγέθη ήταν η Ισπανία (7 δις), η Γερμανία (3,5 δις), και η Ελλάδα (2,9 δις). Ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος, στην πρώτη θέση ήταν η Ελλάδα (1,9%), ενώ η Πορτογαλία (1,5%), η Ισπανία (1%) και η Ιρλανδία (0,6% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος), οι άλλες «χώρες συνοχής», ακολουθούσαν σε κάποια απόσταση.

Η διεύρυνση του 2004 επέφερε μεγάλες αλλαγές στην κατάταξη. Στο εξής, ένας στους τρεις πολίτες της ΕΕ θα ζούσε πλέον στις φτωχότερες περιφέρειες σύγκλισης. Όπως αναμενόταν, έκτοτε το μερίδιο των τεσσάρων παραδοσιακών «χωρών συνοχής» μειώνεται συνεχώς, ενώ αντίθετα αυξάνεται το μερίδιο των νέων κρατών μελών. Το 2021, στις πρώτες θέσεις των ωφελημένων ήταν η Ουγγαρία (2,6% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος), η Πολωνία (2,4%), η Λιθουανία (2,2%), και η Σλοβακία (2,2%). Η Ελλάδα ήταν στην 12η θέση (1,3% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος). Στην τελευταία θέση, η Ολλανδία εισέπραττε κονδύλια συνοχής που αντιστοιχούσαν σε μόνο 0,02% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος.

Ο βαθμός στον οποίο οι πολιτικές συνοχής έχουν μειώσει τις κοινωνικές και οικονομικές διάφορες στην Ένωση δεν είναι βέβαιος. Η Ελλάδα, από το 1981 που προσχώρησε στην τότε ΕΟΚ, υπήρξε ιδιαίτερα ευνοημένη από τη λειτουργία των Διαρθρωτικών Ταμείων και της πολιτικής συνοχής. Είναι χαρακτηριστικό, ότι σήμερα, παρά την ένταξη των νέων κρατών μελών στην ΕΕ, και εξαιτίας της μεγάλης μείωσης των δημοσίων επενδύσεων μετά το 2010, 80% των δημοσίων επενδύσεων στην Ελλάδα είναι συγχρηματοδοτούμενο.

Το In focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 08.06.2023.

 

Photo: Multimedia Center, European Parliament