Ο προϋπολογισμός είναι πάλι στο επίκεντρο της συζήτησης, με τους ευρωβουλευτές να προτείνουν νέες πηγές εσόδων εκφράζοντας την ανησυχία τους ότι αλλιώς τα έσοδα δεν θα είναι αρκετά για την κάλυψη του κόστους δανεισμού του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η Επιτροπή έχει ήδη προτείνει μια πρώτη δέσμη νέων ιδίων πόρων το 2021.

Παρότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός είναι μικρός (λίγο πάνω από 1% του ΑΕΠ της ΕΕ), ο οικονομικός αντίκτυπός του είναι ισχυρός. Συχνά, το μέγεθος του προϋπολογισμού, οι εισφορές κάθε κράτους μέλους, η σύνθεση των δαπανών, και οι πηγές εσόδων γίνονται αντικείμενο πολιτικής σύγκρουσης.

Ο προϋπολογισμός χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από τους ιδίους πόρους της ΕΕ, που στο μεγαλύτερο μέρος τους υπολογίζονται ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΕ) κάθε χώρας. Άλλοι ίδιοι πόροι είναι οι εισαγωγικοί δασμοί σε προϊόντα από τρίτες χώρες, και (μικρό) μέρος του φόρου προστιθέμενης αξίας που εισπράττουν τα κράτη μέλη. Από το 2021 έχει προστεθεί μια νέα πηγή εσόδων, που υπολογίζεται ανάλογα με την ποσότητα των μη ανακυκλωμένων πλαστικών ανά χώρα. Συμπληρωματικά, ο προϋπολογισμός χρηματοδοτείται και με άλλες πηγές εσόδων, όπως είναι οι συνεισφορές τρίτων χωρών σε ορισμένα προγράμματα από τα οποία ωφελούνται, διάφοροι τόκοι και πρόστιμα, καθώς και τα υπόλοιπα «εκ μεταφοράς» από το προηγούμενο έτος.

Τις τελευταίες δεκαετίες το συνολικό ύψος του προϋπολογισμού αυξάνεται σημαντικά. Στο πρώτο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (1988-1992) το ύψος του προϋπολογισμού έφτανε τα 276 δισ. ευρώ, υπερδιπλασιάστηκε την επόμενη πενταετία και τις επόμενες περιόδους συνέχισε να αυξάνεται, αλλά με χαμηλότερους ρυθμούς (για περισσότερες πληροφορίες βλ. σχετική μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ). O προϋπολογισμός για την τρέχουσα περίοδο φτάνει τα 1,8 τρις. ευρώ από τον συνδυασμό των πόρων του τελευταίου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (2021-2017) και των 750 δις που προστίθενται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης (τιμές 2018).

Από το 1988 (όταν υιοθετήθηκαν για πρώτη φορά τα πολυετή δημοσιονομικά πλαίσια) η Ευρώπη έχει αλλάξει πολύ. Οι διευρύνσεις (ειδικά αυτή του 2004) αύξησαν τον αριθμό των κρατών μελών και τις διαφορές βιοτικού επιπέδου μεταξύ τους. Πλέον η απευθείας συνεισφορά των χωρών με βάση το εθνικό εισόδημα γίνεται όλο και πιο σημαντική πηγή εσόδων του προϋπολογισμού.

Συγκεκριμένα, το 2001 οι συνολικές εισφορές των κρατών μελών ήταν 66,1 δις ευρώ (0,7% του ΑΕΕ της ΕΕ-15), ενώ το 2021 έφτασαν τα 139,6 δις ευρώ (0,96% του ΑΕΕ της ΕΕ-27).

Οι χώρες με το υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης συνεισφέρουν περισσότερο στα έσοδα του κοινοτικού προϋπολογισμού σε απόλυτα μεγέθη. Το 2021 η Γερμανία συνεισέφερε 33,2 δις, η Γαλλία 26,4 δις, ενώ η Ιταλία 18,1δις.

Αντίθετα, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος, η κατάταξη κάθε χώρας ως προς την συνεισφορά της στον προϋπολογισμό της ΕΕ είναι αρκετά διαφορετική. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, το 2021 στην πρώτη θέση ήταν η Πορτογαλία (1,14%), μετά η Μάλτα και η Ουγγαρία (1,12%), και η Εσθονία (1,06%). Η Ελλάδα ήταν στη 24η θέση συνεισφέροντας το 0,86% του ΑΕΕ, τρείς θέσεις πιο κάτω από τη Γερμανία (0,90%). Στην τελευταία 27η θέση, η Ολλανδία (0,78% του ΑΕΕ).

Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που έχει σημασία είναι οι καθαρές εισφορές των κρατών μελών, δηλαδή όχι μόνο τα ποσά που συνεισφέρουν στον προϋπολογισμό της ΕΕ αλλά και εκείνα που εισπράττουν από ευρωπαϊκά κονδύλια. Η κατανομή των δαπανών του προϋπολογισμού της ΕΕ ανά κράτος μέλος είναι το θέμα του επόμενου In focus.

Το In focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 18.05.2023.