Το 2020 οι ευρωπαϊκές οικονομίες σημείωσαν τη βαθύτερη ύφεση που έχει καταγραφεί σε καιρό ειρήνης. Τα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου του 2020 ήταν ενθαρρυντικά καθώς φαίνεται να συνεχίζεται η ανάκαμψη που ξεκίνησε στο τρίτο τρίμηνο, παρότι η οικονομία βέβαια παραμένει σε αρνητικό έδαφος σε σχέση με το 2019. Συγκεκριμένα, οι 27 χώρες της ΕΕ σημείωσαν ύφεση ύψους 4,6% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ.

Πόσο όμως θα βελτιωθούν οι οικονομικές συνθήκες την επόμενη χρονική περίοδο; Οι χειμερινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2021 τοποθετούν τη μεγέθυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης στο 3,8% και της οικονομίας της ΕΕ στο 3,7%. Καθώς οι προσδοκίες των καταναλωτών θα συνδιαμορφώσουν την ταχύτητα της ανάκαμψης, έχει ενδιαφέρον να δούμε πως διαμορφώνεται ο βαθμός εμπιστοσύνης τους στην οικονομία.

Στο διάγραμμα παρουσιάζεται η σχέση της οικονομικής μεγέθυνσης του 4ου τριμήνου του 2020 σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2019, με τον εναρμονισμένο δείκτη εμπιστοσύνης των καταναλωτών της ΕΕ που αντλήσαμε από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Ο εναρμονισμένος δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών βασίζεται στις απαντήσεις σχετικά με την αναμενόμενη αλλαγή τους επόμενους 12 μήνες σε σχέση με: 1) την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, 2) τη γενική οικονομική κατάσταση, 3) την ανεργία και 4) την αποταμίευση του νοικοκυριού. Οι ερωτήσεις απαντώνται με πέντε διαφορετικές επιλογές (πολύ καλύτερα, λίγο καλύτερα, ίδια, λίγο χειρότερα, πολύ χειρότερα) και ο τελικός δείκτης εμπιστοσύνης εκφράζεται ως η ισορροπία θετικών έναντι αρνητικών απαντήσεων. Τα στοιχεία που παρουσιάζουμε αφορούν τους πρώτους δύο μήνες του 2021.

Από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο γράφημα προκύπτουν τρεις παρατηρήσεις.

Πρώτον, όπως θα περιμέναμε, υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της τρέχουσας πορείας της οικονομίας και των προσδοκιών για ανάκαμψη. Αυτό φαίνεται από τη θετική κλίση της γραμμής τάσης, η οποία δείχνει πως, σε γενικές γραμμές, οι καταναλωτές στις χώρες που σημείωσαν τη μικρότερη ύφεση το τελευταίο τρίμηνο, είναι περισσότερο αισιόδοξοι σε σχέση με τους αντίστοιχους στις χώρες με μεγάλη ύφεση.

Δεύτερον, ανεξάρτητα από την τρέχουσα τροχιά της οικονομίας, οι καταναλωτές στις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά (Σουηδία, Δανία, Φινλανδία, Ολλανδία) παρουσιάζονται αισθητά περισσότερο αισιόδοξοι από τους καταναλωτές της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία), οι οποίοι εμφανίζονται αρκετά απαισιόδοξοι, όπως άλλωστε και εκείνοι των κρατών της κεντρικής Ευρώπης. Εξαίρεση σε αυτό το μοτίβο αποτελεί η Λιθουανία, η οικονομία της οποίας ωστόσο σημείωσε ύφεση μικρού μεγέθους. Καθώς η ένταση της πανδημίας δεν φαίνεται να συνδιαμορφώνει το μοτίβο -καθώς οι καταναλωτές σε κάποιες χώρες που τα έχουν πάει χειρότερα στην πανδημία εμφανίζουν μεγαλύτερη αισιοδοξία από εκείνους σε άλλες που τα έχουν πάει καλύτερα- είναι πιθανό η διαφοροποίηση μεταξύ Βορρά και περιφέρειας να αποδίδεται στα διαφορετικά επίπεδα εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στη συνακόλουθη ανασφάλεια – στις χώρες της περιφέρειας- για τις εξελίξεις μετά το πέρας των περιοριστικών (και προστατευτικών)  μέτρων.

Τρίτον, η περίπτωση της Ελλάδας εμφανίζει μακράν τα μεγαλύτερα ποσοστά απαισιοδοξίας των καταναλωτών. Το αποτέλεσμα αυτό, πέρα από το μέγεθος της ύφεσης,  είναι πιθανό να οδηγείται από τα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία μετά την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και τη συνακόλουθη αύξηση της οικονομικής ανασφάλειας.

Καθώς η ταχύτητα της ανάκαμψης θα συνδιαμορφωθεί από τις προσδοκίες των καταναλωτών, η βελτίωση του οικονομικού κλίματος και της εμπιστοσύνης τους θα αποτελέσει προπομπό για τη μετάβαση της χώρας σε καθεστώς σταθερής ανάκαμψης τη χρονιά που διανύουμε.