Η Κοινή Γεωργική Πολιτική υπήρξε η πρώτη αμιγώς υπερεθνική πολιτική της ΕΕ, και για χρόνια το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της Ένωσης κατευθυνόταν στην Γεωργία. Για το λόγο αυτό, η κατανομή των δαπανών της αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης και διενέξεων ανάμεσα στα κράτη μέλη αλλά και αντικείμενο εμπορικών διαφωνιών μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών.

Από το 1970 μέχρι σήμερα όμως, έχουν σημειωθεί δραματικές αλλαγές τόσο στην ΕΕ όσο και στο ειδικό βάρος της γεωργίας στο εσωτερικό των εθνικών οικονομιών. Για αυτό η αγροτική πολιτική της Ε.Ε. περιοδικά αναπροσαρμόζεται: η τελευταία μεταρρύθμιση αφορά την περίοδο 2023-2027. Συγκεκριμένα, οι αρχικοί στόχοι της ΚΓΠ έχουν αλλάξει σημαντικά καθώς πλέον επικεντρώνονται σε ευρύτερα ζητήματα περιβάλλοντος, προσέλκυσης νέων γεωργών, αγροτικής ανάπτυξης, και προστασίας των καταναλωτών. Μια σημαντική αλλαγή είναι η βαθμιαία μετατόπιση της ΚΓΠ από την στήριξη των τιμών (που στρέβλωνε την αγορά γεωργικών προϊόντων και προκαλούσε τεχνητά πλεονάσματα) στις εισοδηματικές ενισχύσεις των γεωργών.

Οι μεταρρυθμίσεις της ΚΓΠ και η έμφαση σε νέες πολιτικές μείωσαν σημαντικά το μερίδιο της στον προϋπολογισμό της ΕΕ τα τελευταία 40 χρόνια: από 65,5% το 1980 σε λίγο λιγότερο από 25% το 2021. Στο νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2021-2027 το μερίδιο της ΚΓΠ φτάνει τα 387 δις (σε τρέχουσες τιμές), ενώ την περίοδο 2014-2020 έφταναν τα 408 δις (επίσης σε τρέχουσες τιμές).

Γενικά, το μερίδιο κάθε χώρας στις συνολικές ενισχύσεις της ΚΓΠ είναι ανάλογο με τη συνεισφορά του στο συνολικό αγροτικό προϊόν της Ε.Ε. (βλ. σχετική μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ). Όμως, κάποια κράτη μέλη λαμβάνουν περισσότερο από όσο συνεισφέρουν στο συνολικό αγροτικό προϊόν της Ε.Ε. Σε αυτά ανήκει και η Ελλάδα: συμμετοχή στις ενισχύσεις της ΚΓΠ 5,0% έναντι συνεισφοράς του στο συνολικό αγροτικό προϊόν της Ε.Ε. 2,9% το 2020. Πολλά νέα κράτη μέλη (η Πολωνία, η Ρουμάνια, η Ουγγαρία, και η Βουλγαρία) επίσης ευνοούνται από την ΚΓΠ.

Η Γαλλία λαμβάνει τις περισσότερες κοινοτικές ενισχύσεις για τη γεωργία (9,4 δις το 2020, ή 17,3% του συνόλου), με δεύτερη την Ισπανία (6,9 δις) και τρίτη τη Γερμανία (6,3 δις). Η Ελλάδα βρίσκεται στην 7η θέση (2,7 δις το 2020, ή 5,0% του συνόλου).

Σε σχετικά μεγέθη, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος, η κατάταξη των κρατών μελών ως προς τις κοινοτικές ενισχύσεις για τη γεωργία είναι αρκετά διαφορετική από ό,τι σε απόλυτα μεγέθη. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, το 2020 στην πρώτη θέση βρισκόταν η Βουλγαρία (1,8% του ΑΕΕ), μετά η Ελλάδα (1,6%), η Λετονία και η Κροατία (1,5%). Η Γαλλία βρισκόταν στην 16η θέση (0,4% του ΑΕΕ), με την Ολλανδία (0,1%) στην τελευταία 27η θέση).

Το 2008 η Ελλάδα ήταν πρώτη στην κατάταξη (1,5% του ΑΕΕ), ενώ ακολουθούσε η Βουλγαρία (1,2%) και η Ιρλανδία (1,0%). Να σημειωθεί ότι η Ιρλανδία λάμβανε στο παρελθόν τις περισσότερες κοινοτικές ενισχύσεις για τη γεωργία κατά κεφαλή. Μετά την ένταξη της χώρας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981, οι κατά κεφαλή ενισχύσεις της Ελλάδας για τη γεωργία ήταν αρχικά μόλις το ένα όγδοο των κατά κεφαλή ενισχύσεων της Ιρλανδίας. Με τη θεσμοθέτηση των «Ολοκληρωμένων Μεσογειακών Προγραμμάτων», οι κατά κεφαλή κοινοτικές ενισχύσεις για τη γεωργία προς την Ελλάδα αυξήθηκαν σημαντικά.

Παρότι η ΚΓΠ δεν λαμβάνει την ίδια στήριξη όσο στο παρελθόν, το γεγονός ότι ο κλάδος απασχολεί 22 εκατομμύρια εργαζόμενους στην ΕΕ σημαίνει ότι το πολιτικό διακύβευμα εξακολουθεί να είναι μεγάλο. Η νέα ΚΓΠ, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2023, θα είναι το θέμα του επόμενου In focus.

Το In focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 01.06.2023.