Η Ρωσία και η Ουκρανία αποτελούν σημαντικούς προμηθευτές στην παγκόσμια αγορά τροφίμων, ειδικά όσον αφορά τα δημητριακά και το ηλιέλαιο. Ενδεικτικά, η Ουκρανία προμηθεύει το 10% του σιταριού, το 13% του κριθαριού, και άνω του 50% του ηλιελαίου που διακινούνται στην διεθνή αγορά, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τη Ρωσία είναι 24% για το σιτάρι, 14% για το κριθάρι και 23% για το ηλιέλαιο. Συνεπώς, η δεσπόζουσα θέση που κατέχουν οι Ουκρανία και Ρωσία στην αγορά, ως βασικές εξαγωγικές χώρες των αγαθών αυτών, μεγεθύνει τις επιπτώσεις που φέρει η ρωσική εισβολή στην παγκόσμια αγορά τροφίμων.

Η Ευρώπη παρουσιάζει σημαντική έκθεση στην αγορά σιτηρών από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Σύμφωνα με δεδομένα των εμπορικών συναλλαγών για το 2019 από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (βλ. γράφημα στα αριστερά), χώρες όπως η Κύπρος, η Μάλτα και η Λετονία εισάγουν σιτάρι αξίας άνω του 15% της αξίας των συνολικών εισαγωγών σιταριού από τη Ρωσία, ενώ η Ισπανία, η Βουλγαρία και η Λιθουανία εισάγουν σιτάρι κυρίως από την Ουκρανία (11,1%, 7,1% , 4,6% αντίστοιχα). Η χώρα μας κατέχει την πρωτιά ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ αναφορικά με την αξία εισαγωγών σιταριού από τη Ρωσία (18,1%) ενώ η αξία εισαγωγών από την Ουκρανία είναι σαφώς μικρότερη (2,1%). Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα επιδεικνύει συνολικά τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εμπλεκόμενες στην παρούσα κρίση χώρες, όσον αφορά την εισαγωγή σιτηρών. Αναμφίβολα λοιπόν οι χώρες-μέλη της ΕΕ θα επηρεαστούν από τις διαταραχές στην αγορά τροφίμων ώς συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία.

Αντίθετα όμως με την ενεργειακή κρίση, η Ευρώπη δε φαίνεται να είναι το επίκεντρο των συνεπειών της κρίσης τροφίμων. Η ΕΕ είναι επίσης μεγάλος παραγωγός δημητριακών με σημαντικές εξαγωγές τροφίμων, ενώ η Κοινή Αγροτική Πολιτική παρέχει επαρκή διαθεσιμότητα και διατηρεί το επίπεδο τιμών στα τρόφιμα χαμηλά για τους ευρωπαίους καταναλωτές. Παρ’ όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την 23η Μαρτίου 2022 έλαβε μέτρα για την ενίσχυση των ευρωπαίων αγροτών, την αντιμετώπιση των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα και του αυξημένου επιπέδου τιμών στην αγορά τροφίμων που ήδη παρατηρούνται στην Ευρωπαϊκή αγορά. Πιο συγκεκριμένα έθεσε στη διάθεση των κρατών μελών κεφάλαια ύψους 500 εκ. ευρώ ώστε να ενισχυθεί ο αγροτικός τομέας ο οποίος ήδη αντιμετωπίζει υψηλό κόστος παραγωγής. Επίσης, αναγνωρίζοντας πως τα ευάλωτα νοικοκυριά θα επηρεαστούν από τις υψηλές τιμές στα τρόφιμα, πρότεινε το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας προς τους Απόρους (FEAD) ως πρώτη γραμμή προστασίας για τα χαμηλά εισοδήματα, ενώ ανέδειξε τη δυνατότητα μηδενισμού του ΦΠΑ σε τρόφιμα, ώστε να διευκολυνθούν οι καταναλωτές.

Οι διαταραχές στην αγορά τροφίμων ξεπερνούν κατά πολύ τα σύνορα του Ευρωπαϊκού χώρου και αναδεικνύονται σε παγκόσμιο πρόβλημα, ζωτικής σημασίας. Εξετάζοντας τις εισαγωγές σιταριού για χώρες εκτός της ΕΕ το πρόβλημα διογκώνεται (βλ. γράφημα στα δεξιά), αφού οικονομικά αδύναμες χώρες όπως η Μογγολία, το Καζακστάν και η Αρμενία εισάγουν από τη Ρωσία το σύνολο του σιταριού που καταναλώνουν, ενώ και άλλες χώρες εξαρτώνται σημαντικά είτε από τις Ρωσικές εξαγωγές σιταριού (Τουρκία (65,1%), Αίγυπτος (47,7%)) είτε από τις Ουκρανικές εξαγωγές (Ταϊλάνδη (30,1%), Μαρόκο (21,1%)). Συγκριτικά με την Ευρώπη, η κρίση στα τρόφιμα για αυτές τις χώρες είναι κατά πολύ ισχυρότερη, αφού η αδύναμη δημοσιονομική τους κατάσταση, το αυξημένο κόστος ενέργειας και η μεγάλη διατροφική εξάρτηση από τα σιτηρά δημιουργούν ένα συνδυασμό παραγόντων που οδηγεί σε μεγάλη οικονομική πίεση.

Ο κίνδυνος μιας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης είναι πλέον ορατός με άμεση συνέπεια την πρόκληση κοινωνικών εκρήξεων σε φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες. Η Ευρώπη και ο γενικότερα οι πλούσιες δυτικές χώρες φαίνεται να επηρεάζονται κυρίως μέσω των ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων λόγω των διαταραχών στην αγορά τροφίμων, θα πρέπει λοιπόν, παράλληλα με την προστασία των ευρωπαίων καταναλωτών, να συντονίσουν τη δράση τους ώστε να ενισχύσουν τις χώρες που επηρεάζονται σε πραγματικούς όρους αδυνατώντας να θρέψουν τους πληθυσμούς τους.

Το In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 31.03.2022.