Η ανεπίσημη μακροχρόνια φροντίδα ορίζεται ως οι υπηρεσίες φροντίδας οι οποίες παρέχονται από μη επαγγελματίες, κυρίως μέλη της οικογένειας, στενούς συγγενείς, φίλους και γείτονες, έξω από οργανωμένες δομές (βρεφονηπιακοί σταθμοί, οίκοι ευγηρίας) προς άτομα που χρήζουν βοήθειας. Το κύριο χαρακτηριστικό της όμως είναι ότι η υπηρεσία αυτή δεν πληρώνεται, δε δηλώνεται ούτε ρυθμίζεται από κανόνες και νομοθετικές διατάξεις.

Η σημασία του τομέα της ανεπίσημης παροχής φροντίδας υπογραμμίζεται από το μέγεθος της. Λόγω της ανεπίσημης φύσης της βέβαια είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί και να αξιολογηθεί επακριβώς. Δεδομένα για την έκταση της υπηρεσίας αυτής βρίσκουμε από διάφορες μελέτες που χρησιμοποιούν  ερωτηματολόγια, ωστόσο αυτά χρησιμοποιούν διαφορετικούς ορισμούς για την ανεπίσημη παροχή φροντίδας και βασίζονται στην κρίση του συμμετέχοντα όπως και την ακρίβεια των απαντήσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μελέτες πάνω στο θέμα να καταλήγουν σε διαφορετικά ποσοστά αναφορικά με τα άτομα που απασχολούνται ανεπίσημα στην παροχή φροντίδας σε ηλικιωμένους και παιδιά (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι το ποσοστό των ατόμων που παρέχουν τέτοιου είδους υπηρεσίες άτυπα επί του ενήλικου πληθυσμου σε εννέα διαφορετικές έρευνες κυμαίνεται από 8% μέχρι 40%, ανάλογα με τον ορισμό που δίνει η κάθε έρευνα). Σύμφωνα με τη Eurofound, ίσως η πληρέστερη εικόνα για το μέγεθος της ανεπίσημης παροχής φροντίδας δίνεται από τη European Quality of Life Survey (2016). Βάσει αυτής της έρευνας, η Ελλάδα βρίσκεται πρώτη στο ποσοστό των ατόμων που παρέχουν άτυπα φροντίδα είτε σε ηλικιωμένους είτε σε παιδιά επί του συνολικού πληθυσμού. Στη χώρα μας 34% των ερωτηθέντων απάντησαν πως παρέχουν ανεπίσημα φροντίδα σε ηλικιωμένους και παιδιά σε εβδομαδιαία βάση, ενώ ακολουθούν το Βέλγιο και η Μάλτα με 30% και 26% αντίστοιχα. Στο άλλο άκρο βρίσκονται χώρες όπως οι Αυστρία, Τσεχία και Ρουμανία, όπου όμως ακόμα κι εκεί το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκεται κοντά στο 10%. Χαρακτηριστικό του μεγέθους που λαμβάνει η άτυπη φροντίδα στη χώρα μας είναι ότι το ποσοστό στην Ελλάδα είναι διπλάσιο από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο (17%).

Υπάρχει όμως και μία πρόσθετη διάσταση στην ανεπίσημη παροχή φροντίδας, αυτή του φύλου. Στην πλειονότητα τους τα άτομα που παρέχουν άτυπα φροντίδα είναι γυναίκες. Κατά μέσο όρο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το 58,8% των ατόμων που δηλώνουν ότι φροντίζουν ανεπίσημα άλλα άτομα, είναι γυναίκες. Η χώρα μας βρίσκεται στην 4η θέση ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη με το ποσοστό των γυναικών επί των ατόμων που παρέχουν ανεπίσημα φροντίδα, να διαμορφώνεται στο 63,6%. Φαίνεται λοιπόν ότι τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη γενικότερα οι γυναίκες είναι αυτές που κατά κύριο λόγο επιβαρύνονται με την άτυπη παροχή φροντίδας σε άτομα του οικογενειακού κύκλου.

Αναλογιζόμενοι τις παρούσες ευρωπαϊκές συνθήκες, όπου η δημογραφική τάση υποδεικνύει έναν αρκετά γερασμένο ευρωπαϊκό πληθυσμό, η πανδημική κρίση δυσχεραίνει την πρόσβαση τόσο σε νοσοκομεία, όσο και σε οργανωμένες δομές φροντίδας και η ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε επίπεδο εργασιακών αμοιβών και απασχόλησης επιμένει στην αγορά εργασίας, η ανεπίσημη παροχή φροντίδας αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Ο ρόλος της πρέπει να ενισχυθεί, αφού λόγω του μεγέθου της αποτελεί σημαντικό κομμάτι της προστασίας αδύναμων ατόμων, ωστόσο οποιαδήποτε ενίσχυση θα πρέπει να συνοδεύεται από τη ρύθμιση και την ανταμοιβή των παρεχόμενων αυτών υπηρεσιών.

Το In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 24.02.2022.