Η Ιντλίμπ αποτελεί το τελευταίο προπύργιο της ένοπλης αντιπολίτευσης στον Άσσαντ (εάν, δηλαδή, εξαιρεθεί η ζώνη κατοχής της Τουρκίας στο τρίγωνο Αφρίν-Τζαραμπλούς-Αλ Μπαμπ) μετά την άλωση της Ντεράα – της αρχικής εστίας της εξέγερσης ενάντια στο αυταρχικό Ασσαντικό καθεστώς. Εξαιτίας της σεχταριστικής φύσης του Συριακού Πολέμου, η Ιντλίμπ «φιλοξενεί» πλέον περίπου 3,5 εκατομμύρια Σουννίτες Μουσουλμάνους αμάχους (ως επί το πλείστον πρόσφυγες από την κεντρική ή νότια Συρία) και περίπου 50 χιλιάδες μαχητές· το 1/5 εξ αυτών μάχονται υπό το πράσινο λάβαρο της Hayat Tahrir Al Sham (ήτοι το πρώην παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία) και οι υπόλοιποι μετέχουν στον υποστηριζόμενο εκ Τουρκίας «Συριακό Εθνικό Στρατό» (ήτοι τα απομεινάρια του Ελεύθερου Συριακού Στρατού). Μετά την παύση της υποστήριξης των αντάρτικων ομάδων εκ μέρους της Δύσης και των μοναρχιών του Κόλπου το 2017, η Ιντλίμπ έχει περιέλθει στην «σφαίρα επιρροής» της Τουρκίας. Εξ ου η σύμφωνη γνώμη των δύο συγκηδεμόνων της «Διαδικασίας της Αστανά» (Ιράν + Ρωσία) για την εγκατάσταση 12 παρατηρίων στα πέριξ της επαρχίας από την Τουρκία και, κατ’ επέκταση, τη δημιουργία «ζωνών αποκλιμάκωσης» στην εν λόγω επαρχία υπ’ ευθύνη της Τουρκίας.

Όμως οι διαβεβαιώσεις και δράσεις της Άγκυρας δεν καθησύχασαν τον Άσσαντ. Η παρουσία τόσων χιλιάδων τζιχαντιστών πλησίον της Λατάκειας (του προπυργίου των Αλαουιτών) και του Χαλεπίου (της βιομηχανικής «καρδιάς» της Συρίας πριν τον πόλεμο) και η υπαγωγή του εν λόγω θύλακα στη «σφαίρα επιρροής» της Τουρκίας (μιας εξόχως αντι-Ασσαντικής δύναμης) δεν κατευνάζουν τους όποιους φόβους της Δαμασκού. Οι προπαρασκευαστικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί εναντίον του θύλακα δημιούργησαν στις αρχές Σεπτεμβρίου το ορατό ενδεχόμενο για μια «θερμή κρίση» μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού. Η Τουρκία και η Ρωσία συμφώνησαν (ερήμην του Ιράν) την (προσωρινή) παύση των εχθροπραξιών ύστερα από πυρετώδεις προσπάθειες του Ερντογάν. Αμφότερες δυνάμεις (οι κύριοι «παίχτες» στη βόρεια Συρία δυτικά του ποταμού Ευφράτη, ωφελήθηκαν. Η μεν Ρωσία απαλλάχθηκε από έναν παρατεταμένο «πόλεμο φθοράς» (με βαριές απώλειες και μεγάλο κόστος) ενώ η Τουρκία απέφυγε ένα «προσφυγικό τσουνάμι» και μια «Μεξικανή μονομαχία» (Mexican Standoff) εναντίον Ιράν – Ρωσίας – Συρίας. Βάση της διμερούς συμφωνίας, η Τουρκία δεσμεύτηκε να δημιουργήσει μια «αποστρατικοποιημένη ζώνη» κατά μήκος της περιμέτρου της Ιντλίμπ έως τα μέσα Οκτωβρίου. Θα επιτύχει, όμως, η Άγκυρα εντός του ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος να αποσύρει τις φίλιες αντάρτικες ομάδες και, πρωτίστως, τους τζιχαντιστές της Αλ Κάιντα; Εάν ναι, πώς;

Ιδανικά, η Άγκυρα θα ασκούσε ισχυρή πίεση επί συμμάχων της στην Ιντλίμπ ώστε να τους εξωθήσει σε μια «ελεγχόμενη» επίθεση κατά των τζιχανριστών και, ενδεχομένως, σε έναν «έντιμο διακανονισμό» με τον Άσσαντ. Εντούτοις, δεν πρέπει να υποτιμάται η μαχητική ισχύς της παραφυάδος της Αλ Κάιντα που ήδη ελέγχει το 60% της Ιντλίμπ και έχει εκδιώξει κακήν κακώς στο παρελθόν τους συμμάχους της Τουρκίας· ούτε βέβαια να εκλαμβάνεται ως εγγυημένη η «πειθάρχηση» του Συριακού Εθνικού Στρατού στα κελεύσματα της Άγκυρας παρά την απόλυτη εξάρτησή του από την τελευταία (οι βιαιοπραγίες του στην Ιντλίμπ ή στο Αφρίν αποδεικνύουν το δύσκολο του εγχειρήματος). Ούτε η Ρωσία, βέβαια, δύναται να εγγυηθεί στο 100% την «πειθάρχηση» του Άσσαντ – ιδίως εάν η Τουρκία αποτύχει να αφοπλίσει τους τζιχαντιστές. . Όπως συμβαίνει ουκ ολίγες φορές κατά τη διάρκεια των εμφυλίων συγκρούσεων, η Ρωσία και η Τουρκία δεν ασκούν παρά ορισμένο «έλεγχο» επί των συμμάχων τους. Πράγματι, όσο μεγαλύτερη η «επένδυση» ενός «πάτρονα» στον «πελάτη» του, τόσο μικρότερη η επιρροή του. Οι δύο δυνάμεις έχουν επενδύσει στην επιβίωση των συμμάχων τους στη Συρία σε βαθμό που ουδείς εξ αυτών δεν ανησυχεί για ενδεχόμενη εγκατάλειψή του.

Μια επίθεση, βέβαια, εναντίον της Ιντλίμπ εκ μέρους του Άσσαντ δεν θα συνιστά και «στρατιωτικό περίπατο». Ο Συριακός Αραβικός Στρατός και οι σύμμαχοί του (Ιράν, Ρωσία και Χεζμπολλάχ) ουδέποτε έχουν αναλάβει μια επιχείρηση τέτοιας κλίμακας εναντίον ενός θύλακα με τόσους αμάχους και, κυρίως, τόσους ενόπλους. Ενδειτικά, κατά την πολιορκία του Χαλεπίου (της φονικότερης έως τώρα μάχης του Συριακού Πολέμου), οι ένοπλοι δεν υπερέβησαν ουδέποτε τις 15.000 άνδρες και οι άμαχοι (περίπου) το 1 εκατομμύριο. Η γειτνίαση με την Τουρκία, έναν παραδοσιακό υποστηρικτή της ένοπλης αντιπολίτευσης από το 2011, δυσχεραίνει την οριστική ειρήνευση της επαρχίας. Συν τοις άλλοις, η «εχθρικο-κεντρική προσέγγιση» (ή enemy-centric approach) του Άσσαντ στον ανταρτοπόλεμο σημαίνει πως η επιχείρηση αυτή θα συνοδευτεί από μαζική βία και, άρα, εθνοκάθαρση εις βάρος των Σουννιτών Μουσουλμάνων – οι οποίοι μάλλον θα προτιμήσουν την άμυνας μέχρις εσχάτων από την μετοίκηση εντός της Τουρκίας ή της ζώνης κατοχής της Τουρκίας στο τρίγωνο Αφρίν-Τζαραμπλούς-Αλ Μπαμπ.

Οι επόμενες εβδομάδες θα αποβούν κρίσιμες και, υπό το φως της ισχνής προόδου έως τώρα στον αφοπλισμό των αντάρτικων ομάδων, το θερμόμετρο αναμένεται να ανέβει εκ νέου. Πάντως, μάλλον δεν θα διακινδυνεύσει ο Άσσαντ μια επίθεση εναντίον της Ιντλίμπ πριν το πέρας των ενδοκοινοβουλευτικών εκλογών στις ΗΠΑ για ευνόητους λόγους τακτικής.

Δρ. Σπύρος Πλακούδας

Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικής στο American University in the Emirates και Αντιπρόεδρος του ΚΕΔΙΣΑ