Μια δεκαετία μετά την υπογραφή του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής το 2010 και παρά τις τρεις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις, οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να διατηρούν τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρωζώνη, ενώ η πιστωτική επέκταση στην «πραγματική» οικονομία παραμένει αναιμική. Επιπλέον, ο συνολικός αντίκτυπος στο δημόσιο χρέος από τη χρηματοδοτική υποστήριξη του κράτους προς τις ελληνικές τράπεζες, κατά την τελευταία δεκαετία, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι εύλογα: Τι πήγε λάθος; Ποιοι ήταν οι λόγοι που το εγχώριο τραπεζικό σύστημα κατέληξε σε μια εξαιρετικά άσχημη κατάσταση; Γιατί οι πολιτικές των ανακεφαλαιοποιήσεων δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα; Προσπαθώντας να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, η παρούσα μελέτη βασίζεται στη βιβλιογραφία σχετικά με τους τρόπους και τα μέσα διάσωσης του τραπεζικού συστήματος. Το συμπέρασμα, λοιπόν, που προκύπτει από τη συγκεκριμένη ανάλυση είναι ότι η πολιτική των ανακεφαλαιοποιήσεων των ελληνικών τραπεζών απέτυχε να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα των κύριων μορφών (κρατικών ή ιδιωτικών) τραπεζικής διάσωσης. Ως εκ τούτου, η σημαντική αδράνεια που επικράτησε μεταξύ των αρχών και των τραπεζιτών, κατά τη διάρκεια των εξεταζόμενων ανακεφαλαιοποιήσεων, είχε ως συνέπεια τη μεταφορά της ιδιοκτησίας (και της διοίκησης) του ελληνικού τραπεζικού συστήματος σε ξένα χέρια («αφελληνισμός») μετά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση στα τέλη του 2015.

Δείτε το πλήρες κείμενο που υπογράφει ο Δρ. Αθανάσιος Κολλιόπουλος, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (στα αγγλικά) εδώ.