• Η ριζική αλλαγή της δομής του διεθνούς συστήματος προκάλεσε μία επιστημονική και πολιτική επανάσταση στον ορισμό και στο περιεχόμενο της ασφάλειας.
  • Ζητήματα όπως η κλιματική κρίση, οι εξαναγκαστικοί εκτοπισμοί και ο ακραίος εθνικισμός οδήγησαν το ενδιαφέρον και κυρίως τη συζήτηση για την επίτευξη της ασφάλειας από τις εξωτερικές στις εσωτερικές απειλές.
  • Το ενδιαφέρον εστιάζεται πλέον στο κύριο «αντικείμενο αναφοράς» της ασφάλειας που δεν είναι το κράτος ή ορισμένες υπό-κρατικές ομάδες, αλλά «το άτομο»/«ο πολίτης».
  • Στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όλοι οι κίνδυνοι που απειλούν την καθημερινή ζωή των πολιτών επιβάλουν την αντιμετώπιση της έννοιας της ασφάλειας με έναν «ολιστικό» (holistic) και, ταυτόχρονα, περισσότερο «ανθρωποκεντρικό» τρόπο.
  • Από την Ελλάδα απουσιάζει ένα θεσμικό κείμενο για τη στρατηγική εσωτερικής ασφάλειας.
  • Υπάρχουν δομικοί λόγοι που καθιστούν απαραίτητη μία συνολική μεταρρύθμιση του τομέα εσωτερικής ασφάλειας (internal security sector reform).
  • Εκτός από τις διαπιστωμένες αδυναμίες και ανεπάρκειες συγκεκριμένων φορέων ή/και υπηρεσιών του συστήματος εσωτερικής ασφάλειας εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο η συνολική οργανική διασύνδεση μεταξύ των υπηρεσιών διαχείρισης κρίσεων.
  • Το πρώτο μάθημα από τις επιπτώσεις της πανδημίας είναι η ανάγκη για την μετεξέλιξη της Ελλάδας σε ένα “Σύγχρονο Κράτος Εθνικής Ασφάλειας” (Modern Security State).
  • Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., αλλά και των κρίσεων που βίωσε τα τελευταία χρόνια, αντιμετωπίζει μια σειρά από απειλές και προκλήσεις εσωτερικής ασφάλειας.
  • Η ασφάλεια και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν αποτελούν στόχους αλληλοσυγκρουόμενους αλλά συνεκτικούς και αλληλοσυμπληρούμενους.
  • Η Στρατηγική θα συμβάλει στην οικοδόμηση ενός συστήματος διακυβέρνησης εσωτερικής ασφάλειας και μιας επιτελικής διαδικασίας συντονισμού.

Το Κείμενο Πολιτικής υπογράφουν ο Παναγιώτης Τσάκωνας, Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής Προγράμματος Εξωτερικής Πολιτικής & Ασφάλειας του ΕΛΙΑΜΕΠ, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Αθηνών  και ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος, Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Διαβάστε το εδώ σε μορφή pdf.


Εισαγωγή 

Η διεύρυνση του περιεχομένου της έννοιας της ασφάλειας στον σύγχρονο κόσμο, η διασύνδεση των ζητημάτων εξωτερικής και εσωτερικής ασφάλειας και η υποχρέωση συντονισμού σειράς φορέων και υπηρεσιών η δράση των οποίων καλύπτει σχεδόν το σύνολο των σύγχρονων απειλών και προκλήσεων ασφάλειας κατέστησαν το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (Υ.ΠΡΟ.ΠΟ.) –παρότι παρέμεινε με μοναδικό θεσμικό πυλώνα την Ελληνική Αστυνομία (ΕΛΑΣ)– μια από τις πλέον ευαίσθητες θεσμικές συνιστώσες της εθνικής ασφάλειας της χώρας.

Αν και επιφορτισμένος με την αντιμετώπιση των πλέον σύνθετων προβλημάτων και προκλήσεων ασφάλειας, ο βασικός αυτός πυλώνας εθνικής ασφάλειας της χώρας μας εξακολουθεί να μην διαθέτει το απαραίτητο θεσμικό κείμενο στρατηγικής που θα είναι ικανό να προσφέρει μια συνολική και συγκροτημένη εικόνα του πλήρους φάσματος των βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων που πρέπει να επιτύχει, καθώς και των μέσων που διαθέτει για την επίτευξή τους.

Πάντως κάποια –έστω και μικρά— βήματα όσον αφορά στην παραγωγή θεσμικών κειμένων στρατηγικής επιχειρήθηκαν την χρονιά που πέρασε τόσο όσον αφορά στον σημαντικότερο πυλώνα της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας της χώρας, δηλαδή στο Υπουργείο Εξωτερικών όσο και στο Γραφείο του Πρωθυπουργού. Πράγματι το Υπουργείο Εξωτερικών προχώρησε τον Ιούλιο του 2022 στην δημοσίευση κειμένου με την ονομασία: «Στρατηγικό Σχέδιο 2022-2025». Ακολούθησε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους η κατάθεση του πρώτου –«εμπιστευτικού» χαρακτήρα— κειμένου «Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας» από το Γραφείο του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (ΚΥΣΕΑ).

Πέραν της σημαντικής έλλειψης ενός θεσμικού κειμένου στρατηγικής υπάρχουν και ορισμένοι δομικοί λόγοι που καθιστούν απαραίτητη μία συνολική μεταρρύθμιση του τομέα εσωτερικής ασφάλειας (internal security sector reform).

Πέραν, όμως, της σημαντικής έλλειψης ενός θεσμικού κειμένου στρατηγικής υπάρχουν και ορισμένοι δομικοί λόγοι που καθιστούν απαραίτητη μία συνολική μεταρρύθμιση του τομέα εσωτερικής ασφάλειας (internal security sector reform):

  • Η πολιτική εσωτερικής ασφάλειας και η διαχείριση κρίσεων δεν είναι αποτυπωμένη στρατηγικά και συνολικά και η εφαρμογή της κατακερματίζεται μεταξύ διαφορετικών δομών (Υπουργείων & Υπηρεσιών).
  • Το σύστημα διαχείρισης κρίσεων δεν έχει προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και κυρίως κρίσεων όπως η πανδημία, οι “Mεγα-πυρκαγιές” και η συνοριακή κρίση στον Έβρο.
  • Η δομή και η λειτουργία των Σωμάτων Ασφαλείας βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην παρακαταθήκη της εποχής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
  • Από τα Σώματα Ασφαλείας απουσιάζει η κουλτούρα των μεταρρυθμίσεων.
  • Οι αλλαγές στα Υπουργεία δεν αφήνουν τον κατάλληλο χώρο για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
  • Η λειτουργία των Υπηρεσιών δεν χαρακτηρίζεται από την κουλτούρα της πρόβλεψης/πρόγνωσης και διαχείρισης κινδύνων. Η έμφαση δίνεται στην απάντηση/ανταπόκριση.
  • Δεν υπάρχει ουσιαστική αξιολόγηση των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών για την ασφάλεια.
  • Δεν έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα διακυβέρνησης στον τομέα της ασφάλειας.

Συνακόλουθα, η εκπόνηση ενός θεσμικού κειμένου στρατηγικής για την εσωτερική ασφάλεια μπορεί να συνεισφέρει στη δημιουργία ενός σύγχρονου συστήματος διακυβέρνησης στον τομέα της ασφάλειας. Επιπρόσθετα, μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην σφυρηλάτηση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ των «φορέων ασφάλειας και επιβολής νόμου» και της «κοινωνίας των πολιτών» καθώς και στην ανάπτυξη «κουλτούρας ασφάλειας» και στην εμπέδωση σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των στελεχών των διαφόρων οργάνων και φορέων του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και άλλων συναρμόδιων Υπουργείων, Αρχών και Υπηρεσιών. Η εκπόνηση θεσμικού κειμένου –κατ’ αναλογία συναφών κειμένων σε άλλες χώρες, όπως το «Homeland Security Document» στις Η.Π.Α.– με τον ενδεικτικό τίτλο «Στρατηγική Εσωτερικής Ασφάλειας» (ή εναλλακτικά «Δόγμα Εσωτερικής Ασφάλειας» ή «Στρατηγική για την Ασφάλεια του Πολίτη») θα συνεπάγεται επίσης τον εξορθολογισμό και την αναδιάρθρωση των υφισταμένων θεσμικών δομών μεταξύ του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και των άλλων βασικών συνιστωσών της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας της χώρας (Υπουργείο Εξωτερικών, Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης) ή και άλλων υπουργείων όπως το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το Υπουργείο Υγείας κ.ά.

Στο παρόν κείμενο επιχειρείται η συνοπτική αποτύπωση των δυναμικών αλλαγών στο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον ασφάλειας· καταγράφεται η εξέλιξη και το «θεσμικό κεκτημένο» του συστήματος εσωτερικής ασφάλειας της Ελλάδας· εντοπίζονται και ιεραρχούνται οι απειλές, προκλήσεις και κίνδυνοι για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας μας· τίθενται οι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν· οριοθετούνται οι ειδικότεροι πυλώνες δράσεων και κατατίθενται συγκεκριμένες προτάσεις αλλαγών και μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση της ανάπτυξης ενός αποτελεσματικότερου θεσμικού συστήματος εσωτερικής ασφάλειας.

Ένας δυναμικά μεταβαλλόμενος κόσμος

Η αλληλεξάρτηση της παγκοσμιοποίησης και των διασυνδεδεμένων κοινωνιών συνεπάγεται ότι είναι αδύνατο ένα κράτος να χτίσει ένα τείχος ασφάλειας και να κλειστεί μέσα σε αυτό.

Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει δυναμικά και ριζικά. Η αλληλεξάρτηση της παγκοσμιοποίησης και των διασυνδεδεμένων κοινωνιών συνεπάγεται ότι είναι αδύνατο ένα κράτος να χτίσει ένα τείχος ασφάλειας και να κλειστεί μέσα σε αυτό. Οι παγκόσμιες προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση και οι πανδημίες, δημιουργούν συνθήκες που επηρεάζουν πολλές φορές με καταλυτικό τρόπο τις περισσότερες περιοχές του πλανήτη.

Η έξαρση της τεχνολογίας, στην εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, της τεχνητής νοημοσύνης και του «διαδικτύου των πραγμάτων» (Internet of Things) έχει μεταβάλει «εκ βάθρων» τη λειτουργία των κρατών, τις υποδομές και κυρίως την καθημερινότητα των πολιτών. Πράγματι η ανάπτυξη της τεχνολογίας μπορεί να βελτιώνει την ποιότητα της ζωής μας αλλά παράλληλα διευρύνει και την τρωτότητά μας. Οι υφιστάμενες ασυμμετρίες στην αρχιτεκτονική της παγκόσμιας διακυβέρνησης σε συνδυασμό με την αδυναμία των εθνικών κρατών να αντιμετωπίσουν μόνα τους τις παγκόσμιες προκλήσεις έχουν οδηγήσει στην απώλεια της εμπιστοσύνης προς τους διεθνείς θεσμούς, αλλά και τις πολιτικές ελίτ δίνοντας τη θέση τους σε παγκόσμια κινήματα διαμαρτυρίας ή ακόμα και σε διάφορες «θεωρίες συνομωσίας» δημιουργώντας τις συνθήκες ανόδου λαϊκιστικών σχημάτων που καλλιεργούν τον μισαλλόδοξο και διχαστικό λόγο.

Οι ενδοκρατικές συγκρούσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες οδήγησαν σε εκτεταμένη αστάθεια καθώς και στον κοινωνικό αποκλεισμό εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά και ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι άνθρωποι αυτοί εξαναγκάζονται να αναζητήσουν ένα καλύτερο αύριο μέσω της εξαναγκαστικής μετανάστευσης πέφτοντας τις περισσότερες φορές θύματα των διακινητών και των παράνομων κυκλωμάτων του οργανωμένου εγκλήματος. Ο φονταμενταλισμός και η ισλαμιστική τρομοκρατία, εκτός από την ανάδειξη της διεθνούς τρομοκρατίας ως κυρίαρχης απειλής, έχουν επίσης ενισχύσει την ισλαμοφοβία και έχουν συμβάλει στην ισχυροποίηση του ακροδεξιού εξτρεμισμού και στην στοχοποίηση εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων καθώς και στην αύξηση της βίας και των ρατσιστικών εγκλημάτων.

…το σχετικά απλοποιημένο πλαίσιο των απειλών ασφάλειας που στηρίζονταν στις διακρατικές συγκρούσεις αντικαταστάθηκε σταδιακά από τις αναφορές στις νέες προκλήσεις και κινδύνους ασφάλειας, με έμφαση στην «ευαλωτότητα» των σύγχρονων κοινωνιών.

Παράλληλα, η ριζική αλλαγή της δομής του διεθνούς συστήματος προκάλεσε μία επιστημονική και πολιτική επανάσταση στον ορισμό και στο περιεχόμενο της ασφάλειας με αποτέλεσμα η σημασία των παραδοσιακού χαρακτήρα απειλών όσον αφορά στο στρατηγικό σχεδιασμό ασφάλειας να υποχωρεί ενώ η έμφαση στις επιπτώσεις ζητημάτων που θεωρούνταν σε σημαντικό βαθμό εσωτερικά και εθνικά, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις χαμηλής πολιτικής να φέρνει δυναμικά στο προσκήνιο την κοινωνική και την ανθρώπινη διάσταση της ασφάλειας. Έτσι, το σχετικά απλοποιημένο πλαίσιο των απειλών ασφάλειας που στηρίζονταν στις διακρατικές συγκρούσεις αντικαταστάθηκε σταδιακά από τις αναφορές στις νέες προκλήσεις και κινδύνους ασφάλειας, με έμφαση στην «ευαλωτότητα» των σύγχρονων κοινωνιών στις τρομοκρατικές επιθέσεις από μη-κρατικούς δρώντες καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη και τη διάκριση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας. Μάλιστα ζητήματα όπως η κλιματική κρίση, οι εξαναγκαστικοί εκτοπισμοί, ο ακραίος εθνικισμός και οι κοινωνικές επιπτώσεις της μετανάστευσης, και η κοινωνική ή/και οικονομική ευαλωτότητα οδήγησαν το ενδιαφέρον, και κυρίως τη συζήτηση, για την επίτευξη της ασφάλειας από τις εξωτερικές στις εσωτερικές απειλές.

Τα τελευταία χρόνια ζούμε σε μία εποχή κρίσεων σε διαφορετικά επίπεδα (οικονομία, πολιτική, ασφάλεια, μετανάστευση, κουλτούρα). Σε αρκετές περιπτώσεις έχουμε την ταυτόχρονη εξέλιξη περισσοτέρων της μίας κρίσεων, κάτι που σηματοδοτεί την κατάσταση των «πολυ-κρίσεων» (poly-crises). Χαρακτηριστική περίπτωση ο Φεβρουάριος-Μάρτιος του 2020, όταν η Ελλάδα αντιμετώπιζε παράλληλα την πρώτη φάση της πανδημίας και την συνοριακή κρίση στον Έβρο. Η πανδημία και ο πόλεμος που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία λειτουργούν ως «Mεγα-κρίσεις» (mega-crises), με τις επιπτώσεις τους να είναι αισθητές σε πολλούς τομείς (π.χ. ενέργεια, εφοδιαστική αλυσίδα, πληθωρισμός τιμών κτλ.), μεταξύ αυτών και της εσωτερικής ασφάλειας. Τα παγκόσμια προβλήματα και οι μεγάλες κρίσεις δεν βρίσκουν συνολική λύση σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς το σχήμα της υπερεθνικής διακυβέρνησης δεν έχει προχωρήσει στον βαθμό που είναι απαραίτητο, ενώ τα κράτη δεν μπορούν να δώσουν απαντήσεις μεμονωμένα. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί ένα διττό σχήμα απογοήτευσης, αλλά και οργής για τους πολίτες διαφόρων κρατών. Μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο κρίσης εμπιστοσύνης και σύγκρουσης ταυτοτήτων τα ζητήματα ασφάλειας αντί να ενώνουν, διχάζουν. Η ασφάλεια εκ των πραγμάτων βρίσκεται στο επίκεντρο των πολωμένων κοινωνιών του σήμερα.

«Ανθρώπινη ασφάλεια» – «Ασφάλεια του πολίτη»

Οι ενδοκρατικές συγκρούσεις, η βία, αλλά και το ευρύ πλαίσιο απειλών της ανθρώπινης ασφάλειας προκάλεσαν νέες αναγκαιότητες. Η πολιτική ασφάλειας, αλλά και η αστυνόμευση, έπρεπε να συμβαδίσουν με τον νέο κόσμο που δημιουργήθηκε.

Το τέλος του 20ου αιώνα σηματοδότησε μία μεγάλη επανάσταση στην έννοια και στο περιεχόμενο της ασφάλειας. Η κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. οδήγησε στο τέλος της διπολικής αντιπαράθεσης και του Ψυχρού Πολέμου και στην υποχώρηση της απειλής της πυρηνικής σύγκρουσης. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότερες ένοπλες συγκρούσεις διεξάγονται στο εσωτερικό των κρατών (εμφύλιοι πόλεμοι, φυλετικές διενέξεις, «σεκταριστικές» συγκρούσεις κ.ά.). Επιπρόσθετα, παγκοσμιοποίηση και κλιματική αλλαγή έφεραν έντονα στο προσκήνιο τις νέες μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα (μεταναστευτικές πιέσεις, πανδημίες κτλ.), οι οποίες σε συνδυασμό με την αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας, δημιούργησαν το νέο παγκόσμιο περιβάλλον. Η εποχή των μεγάλων πολέμων, αλλά και ο Ψυχρός Πόλεμος, δεν άφηναν ιδιαίτερο περιθώριο για την πολιτική εσωτερικής ασφάλειας, καθώς η έμφαση δινόταν στις στρατιωτικές διακρατικές απειλές. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, καθώς και δυναμικές όπως η επανάσταση της τεχνολογίας άλλαξαν ριζικά το τοπίο στην ασφάλεια. Οι ενδοκρατικές συγκρούσεις, η βία, αλλά και το ευρύ πλαίσιο απειλών της ανθρώπινης ασφάλειας προκάλεσαν νέες αναγκαιότητες. Η πολιτική ασφάλειας, αλλά και η αστυνόμευση, έπρεπε να συμβαδίσουν με τον νέο κόσμο που δημιουργήθηκε. Παράλληλα, ζούμε σε έναν κόσμο μεγάλων ανισοτήτων. Οι αδυναμίες στο ρυθμιστικό πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, δημιούργησαν νέους χαμένους, που βιώνουν εντονότερα την απειλή του κοινωνικού αποκλεισμού. Ο αποκλεισμός, σε αρκετές περιπτώσεις, συμβαδίζει με κλειστές κοινότητες και κοινωνίες (μετανάστες, Ρομά κ.ά.) όπου το ζήτημα των ανισοτήτων είναι υπαρξιακό και η ευαλωτότητα ιδιαιτέρως μεγάλη.

Σε αυτό το πλαίσιο το εννοιολογικό περιεχόμενο της ασφάλειας «διευρύνθηκε» και «εμβαθύνθηκε». Ειδικότερα, μέσω της εμβάθυνσης, το ενδιαφέρον εστιάζεται πλέον στο κύριο «αντικείμενο αναφοράς» της ασφάλειας που δεν είναι το κράτος ή ορισμένες υπό-κρατικές ομάδες, αλλά «το άτομο»/«ο πολίτης». Η ασφάλεια του ατόμου/του πολίτη ως ξεχωριστής μονάδας και αντικειμένου ασφάλειας οριοθετεί έτσι και το περιεχόμενο και την καινοτομία της έννοιας της «ανθρώπινης ασφάλειας» που η σχετική Έκθεση του Ο.Η.Ε. (Human Development Report, United Nations Development Programme, New York, 1994) εξειδικεύει σε επτά ειδικότερες διαστάσεις:

  • την «οικονομική ασφάλεια», που αφορά στην απασχόληση και στην διασφάλιση ενός στοιχειώδους εισοδήματος για τον κάθε πολίτη,
  • την «ασφάλεια τροφίμων», που αφορά στη δυνατότητα των ανθρώπων να έχουν απρόσκοπτη και συνεχή πρόσβαση στην τροφή,
  • την «ασφάλεια υγείας», που αφορά στην προστασία από τις ασθένειες και την πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη και φαρμακευτική αγωγή,
  • την «περιβαλλοντική ασφάλεια», που αφορά στην προστασία από τις επιπτώσεις της υποβάθμισης του περιβάλλοντος,
  • την «προσωπική ασφάλεια», που αφορά στην προστασία από την άμεση φυσική βία,
  • την «κοινοτική ασφάλεια», που αφορά στην προστασία από την απειλή που προκύπτει από τη συμμετοχή ενός ατόμου σε μια ομάδα ή κοινότητα (εθνική, θρησκευτική κτλ.), και
  • την «πολιτική ασφάλεια», που αναφέρεται στην προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών επιλογών ενός ατόμου.

Νέες «ασύμμετρες» απειλές και προκλήσεις ασφάλειας 

Οι προκλήσεις που δημιουργήθηκαν από τη διεύρυνση και την εμβάθυνση της έννοιας της ασφάλειας οδήγησαν και σε μία νέα «τυπολογία απειλών και κινδύνων» που χαρακτηρίζεται σε σημαντικό βαθμό από την έννοια της ασυμμετρίας και προέρχεται κυρίως από μη κρατικούς δρώντες, όπως είναι τα διεθνικά δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος και οι παγκόσμιες τρομοκρατικές οργανώσεις.

Οι προκλήσεις που δημιουργήθηκαν από τη διεύρυνση και την εμβάθυνση της έννοιας της ασφάλειας οδήγησαν και σε μία νέα «τυπολογία απειλών και κινδύνων» που χαρακτηρίζεται σε σημαντικό βαθμό από την έννοια της ασυμμετρίας και προέρχεται κυρίως από μη κρατικούς δρώντες, όπως είναι τα διεθνικά δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος και οι παγκόσμιες τρομοκρατικές οργανώσεις. Η εγκληματική λειτουργία των μη κρατικών δρώντων, σε συνδυασμό με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και την αξιοποίηση του κυβερνοχώρου για τη διεξαγωγή «ασύμμετρων» επιθέσεων έφεραν στο προσκήνιο τις υβριδικές απειλές που επιβεβαιώνουν πλέον την σχετικότητα της παραδοσιακής διχοτομίας μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας. Στη νέα ατζέντα ασφάλειας ενσωματώθηκαν οι ενδοκρατικές συγκρούσεις, η εθνοτική και η θρησκευτική βία, τα Όπλα Μαζικής Καταστροφής, η τρομοκρατία, ο αυταρχισμός, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η έμφυλη βία, το οργανωμένο έγκλημα, αλλά και οι μεγάλες προκλήσεις της ανθρωπότητας όπως η φτώχια και ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι πανδημίες, η ενεργειακή ανασφάλεια, οι μεταναστευτικές πιέσεις, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή και, τέλος, τα ζητήματα του κυβερνοχώρου.

Από την άλλη, ως παγκοσμιοποιημένο αίτημα, ο άνθρωπος έγινε το βασικό υποκείμενο αναφοράς (referent object) της ασφάλειας, με την έννοια της «ανθρώπινης ασφάλειας» να προωθεί το διευρυμένο αίτημα για Ασφάλεια, Ανάπτυξη, Αξιοπρέπεια και Ανθεκτικότητα. Η έννοια της ανθρώπινης ασφάλειας έγινε το βασικό υπόδειγμα ασφάλειας τόσο για τον Ο.Η.Ε. και την Ε.Ε., όσο και για διάφορα κράτη στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Ασία και στην Ωκεανία. Ελευθερία και ασφάλεια δεν συγκρούονται, αλλά συνυπάρχουν ως δύο αλληλοϋποστηριζόμενες έννοιες σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων αναγκών, από την επιβίωση έως την ατομική αξιοπρέπεια, δημιουργώντας επί της ουσίας το αίτημα για προστασία που υπερβαίνει ακόμη και το νέο πλαίσιο της ασφάλειας (Σχήμα 1).

 

 

Σχήμα 1: «Εσωτερική ασφάλεια»: Μια δύσκολη ισορροπία

Στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όλοι οι κίνδυνοι που απειλούν την καθημερινή ζωή των πολιτών επιβάλουν την αντιμετώπιση της έννοιας της ασφάλειας με έναν «ολιστικό» (holistic) και, ταυτόχρονα, περισσότερο «ανθρωποκεντρικό» τρόπο. Δηλαδή με έναν τρόπο ο οποίος –χωρίς να υποτιμά τη συλλογική υποχρέωση και προσπάθεια των πολιτών ενός κράτους να διαφυλάξουν την ακεραιότητα της χώρας τους από οποιαδήποτε ξένη επιβουλή– θα αναδεικνύει την ανάγκη κατοχύρωσης της προσωπικής τους ασφάλειας και ελευθερίας από άμεσες ή έμμεσες απειλές βίας, της ανάπτυξης και ευημερίας τους και του δικαιώματός τους να ζουν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που διασφαλίζει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Συνακόλουθα η «ανθρώπινη ασφάλεια» προωθείται όλο και περισσότερο μέσα από την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου, τη δημοκρατική διακυβέρνηση και την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων.

Αποτελεί υποχρέωση κάθε σύγχρονου και δημοκρατικού κράτους να προσφέρει στους πολίτες του τη δυνατότητα να ζουν και να ευημερούν ελεύθεροι από εσωτερικές ή/και εξωτερικές απειλές και κινδύνους.

Πράγματι, στη σύγχρονη προσέγγιση της ασφάλειας, ο άνθρωπος είναι στο επίκεντρο των απειλών και το κύριο αντικείμενο αναφοράς στο αίτημα προστασίας. Όμως, η ανάδειξη του ατόμου ως κεντρικού αντικειμένου ασφάλειας και της σημασίας της επίτευξης των διαφόρων διαστάσεων «ανθρώπινης ασφάλειας» κάθε άλλο παρά συνεπάγεται την υποκατάσταση του ρόλου αλλά και της υποχρέωσης του κράτους και των διεθνών θεσμών να λειτουργούν ως οι κυρίαρχοι «προμηθευτές ασφάλειας» (security providers) στο διεθνές σύστημα. Αποτελεί, έτσι, υποχρέωση κάθε σύγχρονου και δημοκρατικού κράτους να προσφέρει στους πολίτες του τη δυνατότητα να ζουν και να ευημερούν ελεύθεροι από εσωτερικές ή/και εξωτερικές απειλές και κινδύνους.

Η ασφάλεια άλλωστε είναι συστατικό προαπαιτούμενο τόσο της ανάπτυξης όσο και της δημοκρατικής λειτουργίας ενός κράτους. Η οικονομική ανάπτυξη, ο τουρισμός, η προσέλκυση επενδύσεων βασίζονται σε σημαντικό βαθμό σε ένα σταθερό περιβάλλον ασφάλειας. Η οικονομική κρίση δημιούργησε νέες ανισότητες και τροφοδότησε κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας. Μέρος των πολιτών, κυρίως των νέων, ριζοσπαστικοποιήθηκε και κάποιοι εξ αυτών προσχώρησαν σε εξτρεμιστικές και τρομοκρατικές ομάδες. Το κράτος καλείται να διασφαλίσει το δικαίωμα της έκφρασης της διαμαρτυρίας αλλά και να προστατέψει την κοινωνικοοικονομική ζωή και να αποτρέψει τις βίαιες μειοψηφίες που θέλουν να δημιουργήσουν επεισόδια. Καλείται, επίσης, να καταπολεμήσει την τρομοκρατία και τον βίαιο εξτρεμισμό και να προλάβει τη ριζοσπαστικοποίηση προστατεύοντας τους ευάλωτους ανθρώπους και ομάδες. Καλείται, τέλος, να προστατεύει την ελεύθερη έκφραση και άσκηση των δικαιωμάτων, καθώς και των διαφορετικών ταυτοτήτων.

Ταυτόχρονα, αποτελεί υποχρέωση των ίδιων των πολιτών να προασπίζουν και να προωθούν τα συμφέροντα της πατρίδας τους στο νέο διεθνές παγκοσμιοποιημένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον. Συνεπώς, η «ανθρώπινη ασφάλεια» και η ασφάλεια του κράτους μπορούν να είναι έννοιες και δράσεις αλληλοϋποστηριζόμενες, προκειμένου να επιτευχθεί ο ευρύτερος στόχος της εθνικής ασφάλειας που στον 21ο αιώνα αφορά τόσο στην προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους όσο και στην προστασία της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας των πολιτών του.

Στο σημερινό πολύπλοκο και σύνθετο κόσμο, η εσωτερική ασφάλεια καλείται έτσι να ισορροπήσει μεταξύ τριών επιπέδων: (α) του παγκόσμιου, (β) του εθνικού, και (γ) του ατομικού. Η εσωτερική ασφάλεια ενός κράτους επηρεάζεται σημαντικά από τις εξωτερικές εξελίξεις στο άμεσο όσο και στο ευρύτερο περιβάλλον του. Η Ελλάδα βίωσε έντονα τις συνέπειες αυτής της διασύνδεσης με την έξαρση της προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης το 2015-2016 καθώς και με τη συνοριακή κρίση στον Έβρο τον Φεβρουάριο/Μάρτιο 2020, όταν «εργαλειοποιήθηκαν» μετανάστες με στόχο τη μαζική παράνομη διέλευση των χερσαίων ελληνοτουρκικών συνόρων. Η εσωτερική ασφάλεια έχει πλέον σε σημαντικό βαθμό καταστεί μία καθημερινή άσκηση διαχείρισης κρίσεων και καταστροφών-ατυχημάτων, όπως οι καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2021. Από τις διογκωμένες μεταναστευτικές πιέσεις μέχρι την πανδημία, τις δασικές πυρκαγιές και τις «κυβερνοεπιθέσεις» η εσωτερική ασφάλεια είναι σήμερα περισσότερο περίπλοκη από ποτέ.

Η εξέλιξη του θεσμικού συστήματος εσωτερικής ασφάλειας

Τα τραγικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 οδήγησαν σε άμεσες θεσμικές μεταρρυθμίσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη δημιουργία του Τμήματος Ασφάλειας της «Πατρώας Γης» (Department of Homeland Security-DHS). Πράγματι, έναν περίπου χρόνο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν μέσω νομοθετικής πράξης (Homeland Security Act) σε συνολική αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού Ασφάλειας και στη δημιουργία, μέσω της ενσωμάτωσης είκοσι δύο (22) υφιστάμενων φορέων και υπηρεσιών, του «Τμήματος Ασφάλειας της Πατρώας Γης» (Department of Homeland Security-DHS). Mε ανθρώπινο δυναμικό που ξεπερνά τις 230.000, το νέο «Τμήμα Ασφάλειας της Πατρώας Γης» επιφορτίστηκε με την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, των Όπλων Μαζικής Καταστροφής, τις απειλές στον κυβερνοχώρο, την προστασία των κρίσιμων υποδομών (προστασία λιμένων, αεροδρομίων, πηγών ενέργειας κ.ά.), την ασφάλεια των συνόρων και την αντιμετώπιση και διαχείριση των φυσικών ή/και ανθρωπογενών καταστροφών.

Η εκπόνηση θεσμικού κειμένου στρατηγικής για την εσωτερική ασφάλεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήρθε αρκετά αργότερα. Πράγματι η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε το 2010 την «Στρατηγική Εσωτερικής Ασφάλειας» (Internal Security Strategy) με σκοπό την ενίσχυση της επιχειρησιακής ικανότητας της Ένωσης στις εσωτερικές πτυχές της ασφάλειας μέσω της επίτευξης τριών ειδικότερων στρατηγικών στόχων: την προστασία των πολιτών της Ευρώπης μέσω της αντιμετώπισης απειλών με παγκόσμιο χαρακτήρα (όπως η τρομοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα, το κυβερνο-έγκλημα, το διεθνικό διασυνοριακό έγκλημα και οι φυσικές και ανθρωπογενείς καταστροφές), την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού μοντέλου ασφάλειας που περιλαμβάνει κοινά εργαλεία, συνεργασία και αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών και των ευρωπαϊκών θεσμών και την αναγνώριση της αλληλεξάρτησης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής διάστασης της ασφάλειας.

Εξέλιξη και «θεσμικό κεκτημένο»

Στη χώρα μας την σημαντικότερη θεσμική μεταρρύθμιση στον τομέα της ασφάλειας καθόρισε η ανάληψη της διοργάνωσης των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων το 2004. Η θεσμική αυτή μεταρρύθμιση ξεκίνησε στις αρχές του 2001 και ενισχύθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 λόγω των κατακλυσμιαίων αλλαγών που αυτή επέφερε στην έννοια και το περιεχόμενο της ασφάλειας.

Στη χώρα μας, τη σημαντικότερη θεσμική μεταρρύθμιση στον τομέα της ασφάλειας καθόρισε η ανάληψη της διοργάνωσης των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων το 2004. Η θεσμική αυτή μεταρρύθμιση ξεκίνησε στις αρχές του 2001 και ενισχύθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 λόγω των κατακλυσμιαίων αλλαγών που αυτή επέφερε στην έννοια και το περιεχόμενο της ασφάλειας. Πράγματι, το τότε Υπουργείο Δημόσιας Τάξης[1] και η Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.) ήταν επιφορτισμένα με τον συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων υπηρεσιών καθώς και με τον στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων. Επισημαίνεται ότι η προσπάθεια αυτή αναλήφθηκε εν τη απουσία ενός θεσμικού στρατηγικού κειμένου όπου αποτυπώνονταν οι απειλές και ο ρόλος όλων των εμπλεκομένων φορέων και υπηρεσιών. Για την προετοιμασία και τον σχεδιασμό ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 2001 στην Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.) η «Διεύθυνση Ασφάλειας Ολυμπιακών Αγώνων» (Δ.Α.Ο.Α.), μια αυτοτελής υπηρεσία που υπαγόταν απευθείας στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας. Η Δ.Α.Ο.Α. είχε ως αποστολή τον επιτελικό σχεδιασμό των μέτρων ασφάλειας και τάξης που απαιτούνταν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και διεξαγωγής των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων του 2004, καθώς και της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, τη μέριμνα για την επιχειρησιακή εφαρμογή των σχεδίων ασφάλειας και τον συντονισμό όλων των υπηρεσιών και φορέων που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο επιτυχημένος σχεδιασμός ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 συνετέλεσε στη δημιουργία μιας «κουλτούρας συνεργασίας και διαλειτουργικότητας» μεταξύ των στελεχών των εμπλεκομένων υπηρεσιών για τη διαχείριση περιστατικών εσωτερικής ασφάλειας.

Ο επιτυχημένος σχεδιασμός ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 συνετέλεσε στη δημιουργία μιας «κουλτούρας συνεργασίας και διαλειτουργικότητας» μεταξύ των στελεχών των εμπλεκομένων υπηρεσιών για τη διαχείριση περιστατικών εσωτερικής ασφάλειας. Μετά την ολοκλήρωση των Αγώνων, η Ελληνική Αστυνομία, ίδρυσε (2005) τη «Διεύθυνση Χειρισμού Κρίσεων» (ΔΧΚ) και το «Ενιαίο Κέντρο Επιχειρήσεων». Παρά τις επιμέρους αλλαγές, όπως είναι η ίδρυση υπηρεσιών ή ειδικών ομάδων αστυνόμευσης, το Ολυμπιακό κεκτημένο ήταν αυτό που καθόρισε για περίπου δέκα χρόνια την εσωτερική ασφάλεια στην Ελλάδα. Αξιοσημείωτες αλλαγές ήταν η μετονομασία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης σε Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (2009), σε μία προσπάθεια να δοθεί έμφαση στη διάσταση της «ανθρώπινης ασφάλειας», αλλά και η μετονομασία του Λιμενικού Σώματος σε Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή και η υπαγωγή του στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (2011). Αυτή η αλλαγή ήρθε ως συνέχεια της αύξησης των μεταναστευτικών κινήσεων προς την Ελλάδα και ήταν η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας ενός Υπουργείου «εσωτερικής ασφάλειας». Ωστόσο, η συγκεκριμένη αλλαγή δεν κράτησε για πολύ, καθώς το Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή, το 2012, υπάχθηκε στο Υπουργείο Ναυτιλίας.

Η σημαντικότερη προσπάθεια αλλαγών στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας έγινε το 2014, στο πλαίσιο του Νόμου 4249 που αφορούσε στην αναδιοργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, όταν και συγκροτήθηκε το «Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων και Διαχείρισης Κρίσεων» (Ε.Σ.Κ.Ε.ΔΙ.Κ.) του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας στο πλαίσιο του οποίου συγχωνεύτηκαν η Διεύθυνση Χειρισμού Κρίσεων και το Ενιαίο Κέντρο Επιχειρήσεων του Αρχηγείου, προκειμένου να εξασφαλιστούν ο άμεσος και πληρέστερος συντονισμός και η καθοδήγηση των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας στην αντιμετώπιση έκτακτων και κρίσιμων περιστατικών εσωτερικής ασφάλειας.[2]

Μια ακόμα σημαντική αλλαγή στη δομή της Ελληνικής Αστυνομίας –έντονα συνδεδεμένη με την αύξηση των μεταναστευτικών ροών και την ανάγκη ενίσχυσης της προστασίας των συνόρων– ήταν και η σύσταση του Κλάδου Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων ώστε να υπάρξει συντονισμένη διαχείριση των ζητημάτων της προστασίας συνόρων και της διαχείρισης των αλλοδαπών.[3] Παράλληλα, συστάθηκε η «Διεύθυνση Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών» (ΔΙ.Δ.Α.Π.) με αποστολή τη συγκέντρωση, ανάλυση και αξιολόγηση πληροφοριών για την αντιμετώπιση κάθε μορφής εγκληματικότητας με έμφαση στην τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα, καθώς και η «Συντονιστική Υπηρεσία Διαχείρισης Κρίσεων Εσωτερικής Ασφάλειας» (Σ.Υ.Δ.Κ.Ε.Α.) με αποστολή τη διασφάλιση της συνεργασίας και την κοινή δια-λειτουργική δράση όλων των εμπλεκομένων φορέων και υπηρεσιών τόσο σε επιτελικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Ωστόσο, πρόβλεψη για τη σύσταση της συγκεκριμένης Υπηρεσίας δεν υλοποιήθηκε ποτέ στην πράξη.[4]

Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συστάθηκε επίσης το «Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο Ελέγχου Συνόρων, Μετανάστευσης και Ασύλου» (Ε.Σ.Κ.Ε.Σ.Μ.Α.) με κύρια αποστολή τον συντονισμό των δράσεων όλων των συναρμοδίων, σε εθνικό επίπεδο, Φορέων σε θέματα μετανάστευσης και ασύλου.[5] Το Ε.Σ.Κ.Ε.Σ.Μ.Α. αποτελεί αυτοτελή Υπηρεσία, η οποία υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη και αποτελεί το «Εθνικό Κέντρο Συντονισμού», το οποίο υλοποιεί το εθνικό σύστημα επιτήρησης των συνόρων και ανταλλάσσει πληροφορίες με τα αντίστοιχα κέντρα των λοιπών κρατών–μελών και τον Frontex.

Όσον αφορά στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ), η βασική αποστολή της περιλαμβάνει την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών καθώς και των κρίσιμων υποδομών και του φυσικού περιβάλλοντος από την εκδήλωση καταστροφών προερχομένων από φυσικούς ή τεχνητούς (ανθρωπογενείς) παράγοντες.

Όσον αφορά στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ), η βασική αποστολή της περιλαμβάνει την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών καθώς και των κρίσιμων υποδομών και του φυσικού περιβάλλοντος από την εκδήλωση καταστροφών προερχομένων από φυσικούς ή τεχνητούς (ανθρωπογενείς) παράγοντες. Για πολλά χρόνια η στρατηγική στον τομέα της Πολιτικής Προστασίας βασίστηκε σε δύο σχέδια: το Γενικό Σχέδιο Πολιτικής Προστασίας «Ξενοκράτης» και το Ειδικό Σχέδιο Διαχείρισης Ανθρωπίνων Απωλειών. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, στη συγκεκριμένη υπηρεσία άρχισε να λειτουργεί από το 2014 το «Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων», το οποίο έχει την ευθύνη και τις αρμοδιότητες για τον συντονισμό των δράσεων, του ανθρωπίνου δυναμικού και των μέσων για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων (σε αυτό υπάγονται ως μονάδες το Κέντρο Επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, το Κέντρο Επιχειρήσεων της Πολιτικής Προστασίας και το Κέντρο Επιχειρήσεων Δασοπυρόσβεσης)[6].

Η λειτουργία και η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας δοκιμάστηκαν με τρόπο δραματικό και αποδείχτηκαν ανεπαρκείς τόσο στις πλημμύρες στη Μάνδρα Αττικής (Νοέμβριος 2017) όσο και στην καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι (Ιούλιος 2018).

Η λειτουργία και η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας δοκιμάστηκαν με τρόπο δραματικό και αποδείχτηκαν ανεπαρκείς τόσο στις πλημμύρες στη Μάνδρα Αττικής (Νοέμβριος 2017) όσο και στην καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι (Ιούλιος 2018). Η ταχύτητα των εξελίξεων και η ανάγκη για άμεση αντίδραση σε περιπτώσεις κρίσεων κατέστησαν, έτσι, αναγκαία την ύπαρξη και αποτελεσματική λειτουργία ενός κεντρικού και ευέλικτου μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων με άμεση πρόσβαση σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς τόσο σε επίπεδο χειριστών όσο και σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας και με βασικές αποστολές τον έγκαιρο εντοπισμό μιας κρίσης, την επεξεργασία σεναρίων αντίδρασης και τον αποτελεσματικό συντονισμό των εμπλεκομένων υπηρεσιών. Αυτό ήταν το πλαίσιο και η φιλοσοφία του «Εθνικού Μηχανισμού Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων».[7]

Μέσω της μεταρρυθμιστικής αυτής προσπάθειας του τομέα πολιτικής προστασίας και διαχείρισης κρίσεων δημιουργήθηκε μία στρατηγική προσέγγιση της διαχείρισης του κύκλου καταστροφών η οποία αποτελείται από την «Εθνική Βάση Δεδομένων, Κινδύνων, Απειλών και Απωλειών Καταστροφών», τα «Γενικά Σχέδια Αντιμετώπισης Έκτακτων Αναγκών και Διαχείρισης Συνεπειών», τον «Εθνικό Σχεδιασμό Πολιτικής Προστασίας» και την «Εθνική Πολιτική Μείωσης Κινδύνου Καταστροφών». Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο της διαχείρισης της πανδημίας του COVID-19, τον Μάρτιο του 2020 συστάθηκε στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη θέση «Υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων» με αρμοδιότητα την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας συμπεριλαμβανομένων όλων των οργανικών μονάδων που υπάγονται σε αυτή, του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς και του συνόλου των επιχειρησιακών και διοικητικών δομών και λειτουργιών της πολιτικής προστασίας που συνιστούν τον Εθνικό Μηχανισμό Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων.

Όμως οι καταστροφικές πυρκαγιές στην Αττική, την Εύβοια και την Πελοπόννησο τον Αύγουστο του 2021 –αν και ευτυχώς δεν συνοδεύτηκαν από την απώλεια της ζωής συμπολιτών μας– κατέδειξαν τις συνεχιζόμενες αδυναμίες του υφιστάμενου συστήματος πολιτικής προστασίας στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των πυρκαγιών και οδήγησαν στη σύσταση αυτόνομου «Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας» (Σεπτέμβριος 2021) με στόχο την ενίσχυση του μηχανισμού πολιτικής προστασίας σε επίπεδο πρόληψης και ετοιμότητας πέρα από το αμυντικό σύστημα της πυρόσβεσης. Στο πλαίσιο αυτό, εκτός από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας και το Πυροσβεστικό Σώμα, στις αρμοδιότητες του νέου Υπουργείου «Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας» μεταφέρθηκαν οι αρμοδιότητες άλλων συναφών υπουργείων, όπως από το υπουργείο Περιβάλλοντος το αρμόδιο τμήμα της Διεύθυνσης Κλιματικής Αλλαγής και Ποιότητας της Ατμόσφαιρας της Γενικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής και από το υπουργείο Υποδομών η εποπτεία του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ).

Θεσμικές αλλαγές πραγματοποιήθηκαν, επίσης, και αναφορικά με τη διαχείριση κρίσεων και έκτακτων περιστατικών στον τομέα της υγείας. Με τον Ν. 4633/2019 ιδρύθηκε η Διεύθυνση Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Έκτακτων Καταστάσεων Δημόσιας Υγείας που αντικατέστησε το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων Υγείας (ΕΚΕΠΥ). Επιπλέον, στο Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας (ΕΚΑΒ) συστάθηκαν και λειτουργούν το Αυτοτελές Τμήμα Επιχειρήσεων Υγείας (ΚΕΠΥ-ΕΚΑΒ) και το Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων ΕΚΑΒ (ΕΣΚΕ-ΕΚΑΒ).

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι εκτός από τις διαπιστωμένες αδυναμίες και ανεπάρκειες συγκεκριμένων φορέων ή/και υπηρεσιών του συστήματος εσωτερικής ασφάλειας εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο η συνολική οργανική διασύνδεση μεταξύ των υπηρεσιών διαχείρισης κρίσεων.

Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι εκτός από τις διαπιστωμένες αδυναμίες και ανεπάρκειες συγκεκριμένων φορέων ή/και υπηρεσιών του συστήματος εσωτερικής ασφάλειας εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο η συνολική οργανική διασύνδεση μεταξύ των υπηρεσιών διαχείρισης κρίσεων στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και στο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας με όλες τις άλλες συναφείς υπηρεσίες διαχείρισης κρίσεων εντός των δύο άλλων πυλώνων εθνικής ασφάλειας της χώρας, δηλαδή των υπουργείων Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών (αν και η επιτυχής διαχείριση της κρίσης στον Έβρο τον Μάρτιο 2020 ανέδειξε τη λειτουργική συνεργασία μεταξύ συγκεκριμένων υπηρεσιών του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας). Τέλος, η διαχείριση κρίσεων στο πλαίσιο του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής πραγματοποιείται μέσω του Κέντρου Επιχειρήσεων Λιμενικού Σώματος (ΚΕ.ΠΙΧ./Λ.Σ.), το οποίο συντονίζει τη διαχείριση κρίσεων και συμβάντων, στην περιοχή ευθύνης του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής.

Σε επίπεδο θεσμικών πολιτικών και στρατηγικών κειμένων για την εσωτερική ασφάλεια είναι απαραίτητη η αναφορά στο εκδοθέν τον Μάρτιο του 2021 από το Υ.ΠΡΟ.ΠΟ κείμενο πολιτικής με την ονομασία «Λευκή Βίβλος για την Προστασία του Πολίτη». Στην εν λόγω «Λευκή Βίβλο» περιγράφονται οι βασικές προτεραιότητες της πολιτικής εσωτερικής ασφάλειας καθώς και οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τη μετάβαση της Ελληνικής Αστυνομίας στην «Αστυνομία του 21ου Αιώνα». Επιπρόσθετα, η Ελληνική Αστυνομία έχει εκπονήσει δύο κείμενα στρατηγικής με περισσότερο, όμως, «επιχειρησιακή» διάσταση. Το πρώτο κείμενο αφορά στο «Στρατηγικό και Επιχειρησιακό Πρόγραμμα» και περιλαμβάνει τους στρατηγικούς στόχους της Ελληνικής Αστυνομίας ενώ το δεύτερο αφορά στο «Πρόγραμμα Αντεγκληματικής Πολιτικής» και παρουσιάζει τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους διαμορφώνεται η δράση για την πρόληψη και καταπολέμηση των διαφόρων μορφών του εγκλήματος. Σημειώνεται ότι τα εν λόγω θεσμικά κείμενα επικαιροποιούνται κάθε πέντε χρόνια. Επίσης, ειδικές υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας έχουν επεξεργαστεί επί μέρους στρατηγικές και πλάνα δράσης για την αντιμετώπιση απειλών («Εθνική Στρατηγική για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση των Συνόρων», «Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης των Δημοσίων Υπαίθριων Συναθροίσεων», «Στρατηγική για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων» κ.ά.), ενώ υφίστανται και ειδικά διαβαθμισμένα σχέδια αντίδρασης σε περιπτώσεις τρομοκρατικών επιθέσεων, ομηριών κλπ.

Παράλληλα, για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, πέραν των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας (ΥΠ.ΕΘ.Α.), Προστασίας του Πολίτη (Υ.ΠΡΟ.ΠΟ.) και της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) τον κύριο συντονιστικό ρόλο έχει το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό, το 2018, το τότε Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, δημοσίευσε την «Εθνική Στρατηγική Κυβερνοασφάλειας» η οποία καθόριζε τον κεντρικό σχεδιασμό του κράτους για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο. Επίσης, από το 2017, η Γενική Διεύθυνση Κυβερνοασφάλειας ορίστηκε ως Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας με αρμοδιότητα την υλοποίηση και επικαιροποίηση της Εθνικής Στρατηγικής Κυβερνοασφάλειας. Τον Δεκέμβριο του 2020, η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας εξέδωσε τη νέα «Εθνική Στρατηγική Κυβερνοασφάλειας 2020-2025». Κεντρικός στόχος της εν λόγω Στρατηγικής είναι «ένα σύγχρονο και ασφαλές ψηφιακό περιβάλλον πληροφοριακών και δικτυακών υποδομών, εφαρμογών και υπηρεσιών προς όφελος της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας, με την εγγύηση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, την ανάπτυξη κουλτούρας ασφαλούς χρήσης των ψηφιακών υπηρεσιών και εφαρμογών και την επαύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών και επιχειρήσεων στις ψηφιακές τεχνολογίες».

Συστάθηκε η Επιτροπή Συντονισμού για θέματα Κυβερνοασφάλειας με αποστολή τον προγραμματισμό, την παρακολούθηση, τον συντονισμό ενεργειών, τις παρεμβάσεις σε ζητήματα που άπτονται της κυβερνοασφάλειας από το αρχικό στάδιο της πρόληψης μέχρι το στάδιο της αποτελεσματικής αντιμετώπισης περιστατικών κυβερνοεπιθέσεων και την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από απειλές στον κυβερνοχώρο.

Σημαντικές αλλαγές στον τομέα της Κυβερνοασφάλειας προέκυψαν και από το Νόμο 5002/2022 Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών.[8] Ειδικότερα, συστάθηκε η Επιτροπή Συντονισμού για θέματα Κυβερνοασφάλειας[9] με αποστολή τον προγραμματισμό, την παρακολούθηση, τον συντονισμό ενεργειών, τις παρεμβάσεις σε ζητήματα που άπτονται της κυβερνοασφάλειας από το αρχικό στάδιο της πρόληψης μέχρι το στάδιο της αποτελεσματικής αντιμετώπισης περιστατικών κυβερνοεπιθέσεων και την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από απειλές στον κυβερνοχώρο. Στις αρμοδιότητες της επιτροπής περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: α) η παροχή κατευθύνσεων σε περίπτωση εξαιρετικού συμβάντος που ενέχει στρατηγικό κίνδυνο, β) ο συντονισμός, η παρακολούθηση και η αξιολόγηση της υλοποίησης της Εθνικής Στρατηγικής Κυβερνοασφάλειας, γ) η έγκριση του Εθνικού Σχεδίου Έκτακτης Ανάγκης, και δ) η εισήγηση προς το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας οποιουδήποτε θέματος άπτεται της Kυβερνοασφάλειας. Η δεύτερη σημαντική πρόβλεψη του Νόμου είναι το Εθνικό Σχέδιο Αποτίμησης Επικινδυνότητας συστημάτων Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ).

Πανδημία, «πολυ-κρίσεις» και οι θεσμικές προκλήσεις του μέλλοντος

Η πανδημία του COVID-19 προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στον τομέα της ασφάλειας τόσο σε επίπεδο κουλτούρας και στρατηγικής ασφάλειας όπου αναδείχθηκε η ανάγκη μετεξέλιξης των συστημάτων ασφάλειας των κρατών-μελών της Ε.Ε., όσο και από πλευράς απειλών όπου κατέστη σε όλους σαφές ότι απειλές με τη μορφή των πανδημιών ενδέχεται να είναι εξίσου ή και περισσότερο επικίνδυνες και θανατηφόρες από την τρομοκρατία ή άλλου είδους απειλές που κυριάρχησαν στην πολιτική και τη δημόσια συζήτηση τα τελευταία χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει μια εκ νέου αξιολόγηση και ιεράρχηση των απειλών, αλλά και των διαθέσιμων μέσων για την πρόληψη, τη διαχείριση και την αντιμετώπισή τους.

Σε επίπεδο διαχείρισης κρίσεων, παρά την ιδιαιτέρως επιτυχημένη αντίδραση της Ελλάδας, η πανδημία κατέστησε σαφές ότι τα συστήματα διαχείρισης κρίσεων έχουν τα όρια τους καθώς και ότι τα κράτη, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, είναι απαραίτητο να δημιουργήσουν μία νέα θεσμική και επιχειρησιακή κουλτούρα διαχείρισης κρίσεων, η οποία θα μπορεί να απαντά αποτελεσματικά στην πρόκληση των «πολυ-κρίσεων» (κρίσεις που συμβαίνουν ταυτόχρονα και έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και ένταση όπως η πανδημία, η συνοριακή κρίση στον Έβρο, οι φυσικές καταστροφές κτλ.). Οι αλλαγές στη λειτουργία των κρατών, αλλά και στην καθημερινότητα των πολιτών που έφερε η πανδημία και η λήψη μέτρων για τη διαχείρισή της, οδήγησαν στην εμφάνιση νέων απειλών και κινδύνων ή στη μετεξέλιξη ήδη υπαρχουσών, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της εγκληματικότητας. Κάτι που αναδεικνύει και την ανάγκη προσαρμογής των αντεγκληματικών πολιτικών και επιχειρήσεων στη νέα πραγματικότητα.

Η πανδημία κατέστησε, επίσης, σαφές ότι το παρωχημένο δίλημμα «κανόνια ή βούτυρο» (στρατιωτικοί εξοπλισμοί ή οικονομική ανάπτυξη) δεν έχει καμία θέση στην εποχή των απειλών που δεν σταματούν στα σύνορα και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν στρατιωτικά. Το πρώτο, συνεπώς, μάθημα από τις επιπτώσεις της πανδημίας είναι η ανάγκη για την μετεξέλιξη της Ελλάδας σε ένα «Σύγχρονο Κράτος Εθνικής Ασφάλειας» (Modern National Security State). Η πανδημία του COVID-19 ήρθε σε μία περίοδο που η Ελλάδα αντιμετώπισε επιτυχώς και άλλες κρίσεις, με σημαντικότερη αυτή στον Έβρο, λόγω της απόπειρας της Τουρκίας να προωθήσει στην Ελλάδα μαζικά μετανάστες. Η πανδημία, συνεπώς, ανέδειξε με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι έχουμε ήδη εισέλθει στην εποχή των «πολυ-κρίσεων». Για αυτόν τον λόγο είναι σημαντικό να μπορούμε να διαχειριστούμε αποτελεσματικά και ολιστικά κρίσεις με διαφορετική ένταση και τρόπο εκδήλωσης. Παράλληλα, είναι αναγκαίο να διευρύνουμε τον μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων με απειλές και κρίσεις όπως είναι οι πανδημίες, οι οποίες έχουν σημαντικά διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις φυσικές και τεχνολογικές καταστροφές. Αυτή η πραγματικότητα αναδεικνύει την ανάγκη επίτευξης νέων συνεργειών σε διάφορους τομείς πολιτικής, όπως είναι για παράδειγμα η δημόσια υγεία. Τον Φεβρουάριο του 2020, με την ψήφιση του νομοσχεδίου για τον Εθνικό Μηχανισμό Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων, ξεκίνησε μία σημαντική μεταρρυθμιστική προσπάθεια, η οποία όμως δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί λόγω της πανδημίας. Κατά συνέπεια, εξακολουθεί να υφίσταται η ανάγκη μετάβασης στο νέο αυτό στρατηγικό και επιχειρησιακό περιβάλλον ενσωματώνοντας στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το ζήτημα των πανδημιών.

Το δεύτερο μάθημα αφορά στην ανάγκη ολιστικής διαχείρισης κρίσεων και στην ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην έγκαιρη αναγνώριση και πρόληψη των πανδημιών. Προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι είναι απαραίτητη η αναδιοργάνωση του συστήματος διαχείρισης κρίσεων ασφάλειας και η ενίσχυση της «διαλειτουργικότητας» (κυρίως στην κατεύθυνση της διαχείρισης «πολυ-κρίσεων»), ο καθορισμός των διαδικασιών έγκαιρης αναγνώρισης και πρόληψης των επιπτώσεων των πανδημιών και η δοκιμή και αξιοποίηση των τεχνολογικών εργαλείων διαχείρισης κρίσεων. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και σύμφωνα με τις εκθέσεις της EUROPOL, οι σημαντικότερες επιπτώσεις της πανδημίας στο έγκλημα αφορούν στην αύξηση του κυβερνοεγκλήματος, του εμπορίου απομιμητικών και παραποιημένων προϊόντων καθώς και ενεργειών που σχετίζονται με τα εγκλήματα κατά της περιουσίας (διαρρήξεις σε αποθήκες, κλοπές υγειονομικού υλικού και τροφίμων κτλ.). Παρατηρήθηκε, επίσης, αύξηση στη διασπορά παραπληροφόρησης και ψευδών ειδήσεων με αφορμή την πανδημία ή/και ακόμα και προσπάθεια «αξιοποίησης» της πανδημίας ως προπαγανδιστικού εργαλείου από διάφορες εξτρεμιστικές ομάδες.

Οι κυβερνοεγκληματίες αξιοποίησαν την αύξηση των συναλλαγών με το κράτος όπως και των οικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων των πολιτών μέσω διαδικτύου και απέδειξαν πως είχαν τη δυνατότητα, αλλά και τα εργαλεία άμεσης προσαρμογής στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, για αυτό και από την πρώτη στιγμή κατεγράφησαν νέες και εξελιγμένες επιθέσεις. Μία άλλη σημαντική τάση σε αρκετά κράτη-μέλη της Ε.Ε. ήταν η αύξηση της ζήτησης αλλά και της προσφοράς και ως εκ τούτου και της διάθεσης πορνογραφικού υλικού ανηλίκων καθώς και της live κακοποίησης παιδιών. Τέλος, υπήρξε έντονη ανησυχία και αύξηση των καταγγελιών από διαφόρους φορείς για κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας.

Κατά συνέπεια, πέραν των «κλασσικών» απειλών για την εσωτερική ασφάλεια, η θεματική ατζέντα των κρίσεων του μέλλοντος αφορά σε ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα πιθανών προβλημάτων που μπορεί να προέρχονται από πολιτική, οικονομική, κοινωνική ακόμα και περιβαλλοντική αστάθεια στο εγγύς της Ελλάδας περιβάλλον, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας.

Κατά συνέπεια, πέραν των «κλασσικών» απειλών για την εσωτερική ασφάλεια, η θεματική ατζέντα των κρίσεων του μέλλοντος αφορά σε ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα πιθανών προβλημάτων που μπορεί να προέρχονται από πολιτική, οικονομική, κοινωνική –ακόμα και περιβαλλοντική– αστάθεια στο εγγύς της Ελλάδας περιβάλλον, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας. Όπως απέδειξαν και οι «πολυ-κρίσεις» που κλήθηκε να διαχειριστεί η Ελλάδα (συνοριακή κρίση στον Έβρο, πανδημία, φυσικές καταστροφές, ένταση με την Τουρκία) είναι απαραίτητο να υπάρξει οργάνωση του συστήματος διαχείρισης κρίσεων ασφάλειας και καθορισμός επικαιροποιημένων διαδικασιών συντονισμού των διαφορετικών επιχειρησιακών κέντρων, στη λογική της ολιστικής διαχείρισης «πολυ-κρίσεων». Επιπρόσθετα, δημιουργία «συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης» (early warning system) και αξιοποίηση κλιμακούμενων σεναρίων «πολυ-κρίσεων» με έμφαση στους «μαύρους κύκνους» (black-swans) και στην «προ-δραστική» (proactive) λειτουργία του συστήματος.

Στην κατεύθυνση αυτή, βασική επιδίωξη είναι η γενικότερη αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου λειτουργίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την ανάγκη σημαντικών αλλαγών στον τομέα της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης σε όλα τα επίπεδα. Επίσης, εξαιρετικά υψηλή προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην επίτευξη επαρκούς διακλαδικότητας μεταξύ των εμπλεκομένων υπηρεσιών (ΕΛ.ΑΣ, Πυροσβεστικό Σώμα, Λιμενικό Σώμα- Ελληνική Ακτοφυλακή, ΕΥΠ, αλλά και φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης), τόσο όσον αφορά στον επιχειρησιακό συντονισμό κατά τη διάρκεια εκτάκτων καταστάσεων όσο και στη συνεργασία για την προληπτική αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων ασφαλείας.

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις θεσμικού χαρακτήρα και όχι προσωποπαγείς, με έμφαση στην συν-εκπαίδευση και τη «συναντίληψη». Ιδιαίτερα, επίσης, χρήσιμες μπορεί να αποδειχτούν οι διεθνείς συνεργασίες τόσο για την απόκτηση και ταχεία ενσωμάτωση τεχνογνωσίας, όσο και γιατί ορισμένες προκλήσεις για την ελληνική ασφάλεια έχουν σημαντική διεθνή διάσταση (π.χ. παράτυπη μετανάστευση, οργανωμένο έγκλημα, τρομοκρατία) και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με αμιγώς εθνικά μέσα. Η προσπάθεια αύξησης του επαγγελματισμού προϋποθέτει, βεβαίως, και τα αυτονόητα: αξιοκρατία, εξάλειψη κομματικών και συντεχνιακών παρεμβάσεων, αλλαγή νοοτροπίας του πολιτικού κόσμου και της ελληνικής κοινωνίας ως προς τον ρόλο και τη λειτουργία των υπηρεσιών ασφαλείας.

Οι οικονομικές και άλλες δυσκολίες της εποχής καθιστούν ακόμη σημαντικότερη την ανάγκη ενίσχυσης του θεσμικού και οργανωτικού σχήματος για τη διαχείριση εκτάκτων καταστάσεων και τη συνολική αντιμετώπιση των πολυδιάστατων και πολυεπίπεδων προκλήσεων και απειλών για την εσωτερική και την εθνική ασφάλεια μέσω της επεξεργασίας και υιοθέτησης «Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφαλείας» Μόνον ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο που θα αφορά στην ενίσχυση του θεσμικού μηχανισμού διαχείρισης του συνόλου των «παραδοσιακών» και «σύγχρονων» απειλών και κινδύνων μπορεί να προσφέρει μια πειστική και συγκροτημένη απάντηση όχι μόνον στα υφιστάμενα σύνθετα προβλήματα ασφάλειας, αλλά και σε όσα ακόμη πρόκειται να κάνουν την εμφάνισή τους στο –άμεσο; – μέλλον στην ασταθή γειτονιά που βρίσκεται η χώρα μας.

Αντιμετωπίζοντας τις νέες απειλές και προκλήσεις ασφάλειας

Οι συνεχείς γεωπολιτικές εξελίξεις και ο ανταγωνισμός των περιφερειακών δυνάμεων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, αλλά και κυρίως ο πόλεμος στην Ουκρανία ως συνέπεια της εισβολής της Ρωσίας, δημιούργησαν νέα δεδομένα στο περιφερειακό περιβάλλον ασφάλειας.

Οι συνεχείς γεωπολιτικές εξελίξεις και ο ανταγωνισμός των περιφερειακών δυνάμεων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, αλλά και κυρίως ο πόλεμος στην Ουκρανία ως συνέπεια της εισβολής της Ρωσίας, δημιούργησαν νέα δεδομένα στο περιφερειακό περιβάλλον ασφάλειας. Επιπρόσθετα, η αλλαγή της φύσης των απειλών και η ανάδειξη νέων, η εγκληματική και βίαιη δραστηριότητα μη κρατικών δρώντων, η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, αλλά και η πόλωση των Ευρωπαϊκών κοινωνιών ως αποτέλεσμα σημαντικών οικονομικών κοινωνικών κρίσεων επηρέασαν τις συνθήκες ασφάλειας. Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., αλλά και των κρίσεων που βίωσε τα τελευταία χρόνια, αντιμετωπίζει μια σειρά από απειλές και προκλήσεις εσωτερικής ασφάλειας.

Η «Μεταναστευτική/προσφυγική πρόκληση»

Το μεταναστευτικό είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της εποχής μας. Δεν αποτελεί ένα γραμμικό πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί εύκολα. Οι μετακινήσεις πληθυσμών έχουν διαφορετικές αιτίες και απαιτούν τον συνδυασμό πολλών και διαφορετικών πολιτικών και μέσων για την αντιμετώπιση και τη διαχείρισή τους. Όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, η μετανάστευση έχει πάρα πολλές πτυχές και επιπτώσεις. Από την στιγμή που έχει στην καρδιά της την μετακίνηση ανθρώπων, στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτές δε είναι εξαναγκαστικές, έχει μία έντονη ανθρωπιστική διάσταση. Η μετανάστευση, όμως, είναι και ζήτημα ασφάλειας. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι από τα πλέον σύνθετα ζητήματα ασφάλειας, καθώς, η μετανάστευση είναι πρόκληση, αλλά μπορεί να είναι και κίνδυνος και απειλή. Επιπρόσθετα, οι επιπτώσεις ασφάλειας της μετανάστευσης μπορούν να εντοπιστούν σε διάφορα επίπεδα. Επί της ουσίας μιλάμε για σύμπλεγμα ασφάλειας (security complex) όπου βιώνουμε τη συνάντηση της εθνικής με την εσωτερική και την ανθρώπινη ασφάλεια. Μάλιστα, σε έναν βαθμό, τα κράτη προσπαθούν να βρουν μία λεπτή ισορροπία ανάμεσα στις πολιτικές εθνικής και εσωτερικής ασφάλειας, οι οποίες δίνουν έμφαση τόσο στην προστασία των συνόρων όσο και στην προστασία και των επτά ειδικότερων διαστάσεων της «ανθρώπινης ασφάλειας».

Η αδυναμία αποτελεσματικής ένταξης προσφύγων/μεταναστών εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους βίαιης ριζοσπαστικοποίησης, όπως έχει συμβεί σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Επιπλέον, δεν πρέπει η χώρα να μετατραπεί στο μαλακό υπογάστριο ασφαλείας της Ευρώπης, μέσω της εύκολης διέλευσης ριζοσπαστικών στοιχείων προς τη Δυτική Ευρώπη. Οι μαζικές παράτυπες μεταναστευτικές ροές αποτελούν έτσι δυνητικό κίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας. Η προσπάθεια «εργαλειοποίησης» του μεταναστευτικού από χώρες (Τουρκία) ή μη κρατικούς δρώντες, όπως τα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος, είναι ο σημαντικότερος κίνδυνος για την Ελλάδα. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος μαζικής παραγωγής πλαστών ή ψευδών ταξιδιωτικών εγγράφων καθώς και παρείσφρησης εντός των μεταναστευτικών ροών ατόμων με ακραίες εξτρεμιστικές ιδεολογίες. Οι διαφορετικές εθνοτικές καταγωγές και οι συνθήκες στις δομές φιλοξενίας ενδέχεται να οδηγήσουν σε ξέσπασμα βίαιων εντάσεων εντός ή και γύρω από αυτές.

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και τις κρίσεις ασφάλειας που μπορούν να προκύψουν από το μεταναστευτικό. Το βιώσαμε με τον πλέον εμφατικό τρόπο το 2020 στην Ελλάδα. Η μία εκδοχή κρίσης ήταν αυτή στον Έβρο. Υποκίνηση και εργαλειοποίηση από ξένη χώρα μεταναστών με σκοπό την μαζική παράνομη είσοδο, η επιτομή της συνοριακής κρίσης. Η δεύτερη ήταν αυτή στη Μόρια. Ο εμπρησμός του ΚΥΤ και οι γενικότερες αντιδράσεις ορισμένων αιτούντων άσυλο.

Κλιματική αλλαγή και περιβαλλοντικά προβλήματα

Η υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος, τόσο σε τοπική όσο και σε πλανητική κλίμακα, προκαλεί τα τελευταία χρόνια σημαντικές ανησυχίες, τόσο στους ειδικούς επιστήμονες όσο και σε κρατικούς αξιωματούχους και αναλυτές διεθνών σχέσεων αφού εκφράζονται φόβοι ότι μπορεί να οδηγήσει σε διακρατικές και ενδοκρατικές συγκρούσεις ή να συμβάλει στην όξυνση των ήδη υπαρχουσών διενέξεων. 

Η υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος, τόσο σε τοπική όσο και σε πλανητική κλίμακα, προκαλεί τα τελευταία χρόνια σημαντικές ανησυχίες, τόσο στους ειδικούς επιστήμονες όσο και σε κρατικούς αξιωματούχους και αναλυτές διεθνών σχέσεων αφού εκφράζονται φόβοι ότι μπορεί να οδηγήσει σε διακρατικές και ενδοκρατικές συγκρούσεις ή να συμβάλει στην όξυνση των ήδη υπαρχουσών διενέξεων. Επιπλέον, αναμένεται να προκαλέσει σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών (περιβαλλοντικοί πρόσφυγες/μετανάστες). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει σαφής διασύνδεση ανάμεσα στα προβλήματα αυτά καθώς και αβεβαιότητα για τον χρόνο εμφάνισης των απτών αποτελεσμάτων για συγκεκριμένες καταστροφές του περιβάλλοντος ενώ θα πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι υπάρχουν «περιβαλλοντικά όρια» (environmental thresholds) για τα οποία γνωρίζουμε ελάχιστα, πέραν του ότι η υπέρβασή τους μπορεί να οδηγήσει ένα οικοσύστημα σε άμεση κατάρρευση.

Πώς θα επηρεαστεί η χώρα από τις πιθανές παγκόσμιες και περιφερειακές περιβαλλοντικές αλλαγές; Η κλιματική αλλαγή –αβέβαιου εύρους– θα πλήξει ποικιλοτρόπως την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας, αν επαληθευθούν τα πιο απαισιόδοξα σενάρια, η σημαντικότερη μακροπρόθεσμη βλάβη θα είναι η «σαχαροποίηση» (ερημοποίηση) του κλίματος και οι συνακόλουθες συνέπειες για τα υδάτινα αποθέματα, τον τουρισμό, την αγροτική παραγωγή και την ποιότητα ζωής. Πώς θα διαχειριστούμε περιβαλλοντικές κρίσεις (π.χ. σημαντική άνοδος της στάθμης των υδάτων ως αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη) και πώς θα προσαρμόσουμε ολόκληρη τη χώρα στις νέες συνθήκες εάν απαιτηθεί; Τα όποια μέτρα προσαρμογής και διαχείρισης του προβλήματος πρέπει να ληφθούν εγκαίρως για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και να μειωθεί το κόστος τους.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα προκύπτει από τις δασικές πυρκαγιές, ενώ σημαντική είναι η επικινδυνότητα και από άλλα ακραία φαινόμενα, όπως οι πλημμύρες, η εκτεταμένη χιονόπτωση, αλλά και οι σεισμοί.

Μία διακριτή μορφή απειλής στον τομέα της κλιματικής κρίσης είναι οι φυσικές καταστροφές. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα προκύπτει από τις δασικές πυρκαγιές, ενώ σημαντική είναι η επικινδυνότητα και από άλλα ακραία φαινόμενα, όπως οι πλημμύρες, η εκτεταμένη χιονόπτωση, αλλά και οι σεισμοί. Στην περίπτωση των καταστροφών υπάρχει πάντα και το χειρότερο πιθανό σενάριο. Κατά συνέπεια, τα πιθανά ενδεχόμενα πρέπει να ιδωθούν σε τρία επίπεδα. Το «καταστροφικό σενάριο» θα μπορούσε να είναι αντίστοιχο με αυτό της τραγωδίας στο Μάτι, ενώ το «κακό σενάριο» μπορεί να αφορά σε δασικές πυρκαγιές μεγάλης έντασης και έκτασης όπως το καλοκαίρι του 2021. Το «καλό σενάριο» μπορεί να αφορά σε πυρκαγιές αντίστοιχες με του 2022, τις οποίες ο κρατικός μηχανισμός διαχειρίστηκε με επιτυχία.

«Έκτακτα Περιστατικά» – «Μαύροι Κύκνοι»

Πέραν, όμως, των προβλέψεων και των σεναρίων, υπάρχει πάντα και η περίπτωση για έναν «μαύρο κύκνο», ένα απρόβλεπτο γεγονός, μία κρίση όπως η πανδημία, ή μία κατάσταση όπως ο Δεκέμβρης του 2008 που μπορεί να αλλάξει ριζικά τις συνθήκες ασφάλειας. Ο κατάλογος των έκτακτων περιστατικών είναι μακρύς και εξαιρετικά ανομοιογενής όσον αφορά στην πιθανότητα εμφάνισης και περιλαμβάνει περιστατικά όπως πυρκαγιές, πανδημίες, κυβερνοεπιθέσεις, δράση ακραίων ομάδων και κατευθυνόμενες ή μη κοινωνικές εντάσεις στο πλαίσιο υβριδικών επιθέσεων, εκδήλωση αλυτρωτικών τάσεων κ.λπ. Ειδικότερα, η εμφάνιση και διαχείριση της πανδημίας του COVID-19 ανέδειξε τις πολλές διαστάσεις ασφάλειας και τάξης που μπορεί να έχει η συγκεκριμένη κρίση. Πράγματι, η παγκόσμια απειλή της πανδημίας επέφερε δραματικές αλλαγές σε θέματα υγείας, οικονομίας και κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο και δοκίμασε τα όρια των διαθέσιμων μεθοδολογικών εργαλείων κατανόησης και εξήγησης της πολυσύνθετης, πλειότιμης και αμφίδρομης φύσης της διεθνούς πολιτικής. Παράλληλα, ως παγκόσμια και πρωτεϊκή κρίση και ως επιταχυντής των εξελίξεων λειτούργησε αποκαλυπτικά σε σχέση με το είδος και τον χαρακτήρα των πολύμορφων και πολυεπίπεδων κρίσεων τις οποίες καλούνται εφεξής όλο και συχνότερα να διαχειριστούν τόσο τα κράτη όσο και οι διεθνείς οργανισμοί.

Η παρατεταμένη περίοδος πόλωσης και κοινωνικών εντάσεων-αντιδράσεων, κυρίως από νέους, δημιουργεί ένα περιβάλλον ριζοσπαστικοποίησης που μπορεί να οδηγήσει σε ενδεχόμενη κλιμάκωση βίαιων επεισοδίων.

Επίσης, η παρατεταμένη περίοδος πόλωσης και κοινωνικών εντάσεων-αντιδράσεων, κυρίως από νέους, δημιουργεί ένα περιβάλλον ριζοσπαστικοποίησης που μπορεί να οδηγήσει σε ενδεχόμενη κλιμάκωση βίαιων επεισοδίων, τα οποία στην πιο αρνητική τους εκδοχή μπορούν να λάβουν τη μορφή του βίαιου εξτρεμισμού και των καταστροφών, όπως τα περιστατικά που έλαβαν χώρα στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008. Η συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί καταλύτη για την ριζοσπαστικοποίηση και την ανάπτυξη του ακροαριστερού και αναρχικού εξτρεμιστικού χώρου. Μια αλληλουχία γεγονότων που διευρύνει την αίσθηση της δυσπραγίας –όπως αυτή κατά την περίοδο της κρίσης αλλά και αργότερα κατά την περίοδο της πανδημίας– μπορεί, επίσης, να οδηγήσει στην άνοδο του ακροδεξιού βίαιου εξτρεμισμού.

Ριζοσπαστικοποίηση

Η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζουν προκλήσεις που μπορούν να ενισχύσουν την ισλαμιστική ριζοσπαστικοποίηση και να τύχουν ενδεχόμενης αξιοποίησης από τρομοκρατικές οργανώσεις. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος μπορεί να προκύψει από την πιθανή εκμετάλλευση των μεταναστευτικών ροών από μέλη εξτρεμιστικών και τρομοκρατικών ομάδων και την ενδεχόμενη χρήση υφιστάμενων δικτύων του οργανωμένου εγκλήματος για την υποστήριξη ριζοσπαστικοποιημένων ατόμων και τρομοκρατών (παροχή πλαστών εγγράφων, διευκόλυνση ταξιδιών, κ.λπ.). Ωστόσο, στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται και μέλη ξένων τρομοκρατικών οργανώσεων με πολιτική ιδεολογία/υπόβαθρο που έχουν ως στόχο άλλες χώρες (π.χ. το DKHP-C την Τουρκία).

Σε εσωτερικό επίπεδο, οι προκλήσεις εστιάζονται στα ζητήματα ενσωμάτωσης και κρίσης ταυτότητας της δεύτερης και σταδιακά της τρίτης γενιάς μουσουλμάνων μεταναστών και προσφύγων από τις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και της Ασίας (κυρίως στην Αθήνα όπου και ζει ο μεγαλύτερος αριθμός μουσουλμάνων), στον κίνδυνο ριζοσπαστικοποίησης μεταναστών και προσφύγων εντός των δομών φιλοξενίας ή στα σωφρονιστικά καταστήματα και στην πιθανή ώσμωση ριζοσπαστικοποιημένων αλλοδαπών με εγχώριες τρομοκρατικές οργανώσεις ή δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος.

Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος εθνικιστικής ριζοσπαστικοποίησης μεταναστευτικών κοινοτήτων που δεν προέρχονται απαραίτητα από μουσουλμανικές χώρες, αλλά από χώρες που έχουν αλυτρωτικές βλέψεις ή ρητορική. 

Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος εθνικιστικής ριζοσπαστικοποίησης μεταναστευτικών κοινοτήτων που δεν προέρχονται απαραίτητα από μουσουλμανικές χώρες, αλλά από χώρες που έχουν ζητήματα αλυτρωτισμού ή/ και εθνικισμού. Τέλος, ο σημαντικότερος κίνδυνος από την ριζοσπαστικοποίηση που οδηγεί στον βίαιο εξτρεμισμό αφορά τις ακραίες πολιτικές ιδεολογίες. Μετά το Δεκέμβριο του 2008, αλλά και την περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής, υπήρξε ριζοσπαστικοποίηση σημαντικού αριθμού ανθρώπων, τόσο προς το ακροαριστερό και αναρχικό φάσμα, όσο και προς την ακροδεξιά. Για αυτό και έχουμε δει βίαιες πράξεις από ομάδες ή και άτομα και των δύο χώρων. 

Διεθνής και εγχώρια τρομοκρατία και βίαιος εξτρεμισμός

Η ισλαμιστική τρομοκρατία αποτελούσε για δύο σχεδόν δεκαετίες τη σημαντικότερη απειλή για τη διεθνή και την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε ριζικά την ιεράρχηση των απειλών, με την διεθνή τρομοκρατία να παραμένει ωστόσο μία σημαντική απειλή ασφάλειας. Τα τελευταία χρόνια, οργανώσεις όπως η ISIS, η Al Qaeda, η Boko Haram, η Al Nusra, η Al-Shabaab, η AQAP και η AQIM εκμεταλλεύτηκαν τις αναταραχές και την αστάθεια στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής και κυρίως τις συγκρούσεις στο Ιράκ, στη Συρία, στη Λιβύη και στην Υεμένη για να ισχυροποιήσουν τη δύναμη και την επιρροή τους. Είναι χαρακτηριστικό πως η ISIS το 2014 ανακήρυξε τη δημιουργία «Χαλιφάτου» στο Ιράκ και στη Συρία ελέγχοντας εδάφη μεγαλύτερα από την έκταση της Μεγάλης Βρετανίας. Επιπρόσθετα, η δράση της οργάνωσης είχε σημαντικές συνέπειες για το παγκόσμιο τζιχαντιστικό κίνημα, με χαρακτηριστικότερες: (α) τη συστηματική αξιοποίηση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, (β) τη σύνδεση της προσμονής για το τέλος του κόσμου και τον ερχομό της Αποκάλυψης (μεσσιανική προπαγάνδα) με τη δυνατότητα ανάληψης άμεσης δράσης στα πεδία των μαχών, και (γ) τη διεύρυνση της δεξαμενής ριζοσπαστικοποίησης και στρατολόγησης τρομοκρατών, συμπεριλαμβανομένων και ατόμων με ποινικό υπόβαθρο. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η κινητοποίηση και η ένταξη στην τρομοκρατική οργάνωση ενός ιδιαίτερα μεγάλου αριθμού ατόμων από όλο τον κόσμο. Επίσης, η ISIS παρακίνησε, σχεδίασε, συντόνισε και ενέπνευσε τις περισσότερες τρομοκρατικές επιθέσεις παγκοσμίως την περίοδο 2015-2018.

Παρά τις σημαντικές απώλειες που έχουν υποστεί οι κυριότερες ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις όχι μόνο δεν σταμάτησαν την δραστηριότητά τους, αλλά, αντίθετα, προσαρμόζουν την στρατηγική και τις ενέργειές τους στα νέα δεδομένα. Ιδιαίτερα η ISIS και η Al Qaeda αξιοποιούν συστηματικά το διαδίκτυο για να διατηρήσουν την παρουσία τους, αλλά και για να κινητοποιήσουν μέλη τους, αλλά και μοναχικούς δρώντες προκειμένου να πραγματοποιήσουν επιθέσεις. Η τζιχαντιστική προπαγάνδα στο διαδίκτυο είναι αρκετά εξελιγμένη και πραγματοποιείται κυρίως μέσα από κρυπτογραφημένες πλατφόρμες επικοινωνίας (Telegram, Signal κ.ά.), διάφορα fora στο «σκοτεινό διαδίκτυο» (dark web) καθώς και από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Χωρίς να μπορεί να συγκριθεί με το μέγεθος της απειλής που συνιστά η ισλαμιστική τρομοκρατία, η απειλή από τον ακροδεξιό βίαιο εξτρεμισμό και την τρομοκρατία είναι σε άνοδο τα τελευταία χρόνια και απασχολεί ιδιαίτερα την Ε.Ε., αλλά και τις Η.Π.Α.

Χωρίς να μπορεί να συγκριθεί με το μέγεθος της απειλής που συνιστά η ισλαμιστική τρομοκρατία, η απειλή από τον ακροδεξιό βίαιο εξτρεμισμό και την τρομοκρατία είναι σε άνοδο τα τελευταία χρόνια και απασχολεί ιδιαίτερα την Ε.Ε., αλλά και τις Η.Π.Α., κάτι που αποτυπώνεται στις σχετικές εκτιμήσεις απειλών, αλλά και στα αντίστοιχα θεσμικά κείμενα.

Παρότι η διεθνής τρομοκρατία δεν αποτελεί προς το παρόν τη σημαντικότερη απειλή για την Ελλάδα, καθώς η χώρα δεν έχει στοχοποιηθεί ευθέως εδώ και χρόνια από διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές βρίσκονται σε επαγρύπνηση λαμβάνοντας υπόψη την κλιμάκωση των τρομοκρατικών επιθέσεων και τη διασπορά τους σε διαφορετικές χώρες εντός και εκτός Ε.Ε. Η γεωγραφική θέση της χώρας στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης συνιστά πρόσθετο λόγο επαγρύπνησης, κυρίως λόγω της ενδεχόμενης διέλευσης από τη χώρα μας ατόμων (Ευρωπαίων και μη) που μετακινούνται από και προς τις εμπόλεμες ζώνες με αδιευκρίνιστους σκοπούς. 

Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο κίνδυνος από τον ανταγωνισμό των αναπτυσσόμενων εξτρεμισμών και τις συγκρούσεις αντιμαχόμενων ακραίων ομάδων (ακροδεξιοί εναντίον αναρχικών και ακροαριστερών) ή και λόγω της στοχοποίησης μεταναστών.

Η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες χώρες της Ε.Ε. που αντιμετωπίζει για χρόνια την απειλή από την εγχώρια τρομοκρατία. Παρά τις σημαντικές επιτυχίες της Ελληνικής Αστυνομίας και την εξάρθρωση των κυριότερων τρομοκρατικών οργανώσεων που εμφανίστηκαν και έδρασαν κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης (Ε.Ο. 17Ν, ΕΛΑ) αλλά και τις συλλήψεις των βασικών μελών τρομοκρατικών οργανώσεων της νεότερης γενιάς (Επαναστατικός Αγώνας, Συνομωσία των Πυρήνων της Φωτιάς, Επαναστατική Αυτοάμυνα κ.ά.), η σημαντικότερη απειλή για την Ελλάδα προέρχεται από την «ακροαριστερή-αναρχική» τρομοκρατία. Επίσης, η πλειοψηφία των εξτρεμιστικών ενεργειών στη χώρα μας προέρχεται κυρίως από τον ακροαριστερό και αναρχικό χώρο. Ο συγκεκριμένος χώρος έχει και έντονη διεθνή διασύνδεση με εξτρεμιστικές ομάδες από την Ευρώπη, αλλά και τη Λατινική Αμερική. Από την άλλη πλευρά, ο κίνδυνος από τον βίαιο ακροδεξιό εξτρεμισμό είναι υπαρκτός, αλλά όχι το ίδιο έντονος. Υπάρχουν επίσης και βίαιες ακτιβιστικές και εξτρεμιστικές ομάδες που εμπνέονται από ακραίες αντιλήψεις, καθώς και από διάφορες θεωρίες συνωμοσίας (κατά των εμβολίων, «τεχνοφοβία», εναντίον της τεχνολογίας 5G κ.ά.), που ενισχύθηκαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πανδημίας. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο κίνδυνος από τον ανταγωνισμό των αναπτυσσόμενων εξτρεμισμών και τις συγκρούσεις αντιμαχόμενων ακραίων ομάδων (ακροδεξιοί εναντίον αναρχικών και ακροαριστερών) ή και λόγω της στοχοποίησης μεταναστών. Τέλος, όλο και μεγαλύτερη καθίσταται η απειλή από «μοναχικούς δρώντες» που σχετίζονται με τον βίαιο εξτρεμισμό και την τρομοκρατία ή με τη βία σε διαπροσωπικό επίπεδο.

«Κυβερνο-ασφάλεια» – Υβριδικές Απειλές 

Χωρίς να μπορεί να συγκριθεί με το μέγεθος της απειλής που συνιστά η ισλαμιστική τρομοκρατία, η απειλή από τον ακροδεξιό βίαιο εξτρεμισμό και την τρομοκρατία είναι σε άνοδο τα τελευταία χρόνια και απασχολεί ιδιαίτερα την Ε.Ε., αλλά και τις Η.Π.Α., κάτι που αποτυπώνεται στις σχετικές εκτιμήσεις απειλών, αλλά και στα αντίστοιχα θεσμικά κείμενα.

Διεθνικό οργανωμένο έγκλημα

Το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα αποτελεί μια πρόκληση στην εθνική κυριαρχία και, αν δεν ελεγχθεί η εξάπλωσή του, θα οδηγήσει στην υπονόμευση του έθνους-κράτους στον 21ο αιώνα. Σε εθνικό επίπεδο, βασικό χαρακτηριστικό του κράτους αποτελεί ο έλεγχος επί του εθνικού εδάφους (εθνική κυριαρχία) που παραβιάζεται στην πράξη από την ανικανότητα ελέγχου επί της διακίνησης όπλων, ανθρώπων και ναρκωτικών. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια σαφή μείωση της εθνικής κυριαρχίας. Ο υψηλός βαθμός διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των ομάδων οργανωμένου εγκλήματος που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια εξακολουθεί να αυξάνεται, ενώ διευρύνεται το γεωγραφικό πεδίο των διασυνδέσεων που προκύπτουν από τη συνεργασία αυτή.

Οι πλέον επικίνδυνες μορφές του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα είναι η παράνομη διακίνηση μεταναστών, το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων, η λαθραία διακίνηση αγαθών, η εμπορία ανθρώπων και η δράση οργανωμένων εγκληματικών ομάδων που ελέγχουν διάφορες μορφές εγκλήματος και λειτουργούν με οργάνωση και δομή «μαφίας».

Οι πλέον επικίνδυνες μορφές του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα είναι η παράνομη διακίνηση μεταναστών, το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων, η λαθραία διακίνηση αγαθών, η εμπορία ανθρώπων και η δράση οργανωμένων εγκληματικών ομάδων που ελέγχουν διάφορες μορφές εγκλήματος και λειτουργούν με οργάνωση και δομή «μαφίας» (μαστροπεία, προστασία, εκβιασμοί, απαγωγές κ.ά.). Όλες αυτές οι μορφές έχουν έντονη διασυνοριακή διάσταση και σε αρκετές περιπτώσεις οι εγκληματικές ομάδες στην Ελλάδα διατηρούν στενές διασυνδέσεις με το εξωτερικό, αλλά και αντίστροφα. Πέραν των παραπάνω μορφών οργανωμένου εγκλήματος, ως ιδιαιτέρως σημαντικά αξιολογούνται τα εγκλήματα κατά της περιουσίας (ληστείες, κλοπές, διαρρήξεις, απάτες κτλ.), η διαφθορά, το ξέπλυμα «μαύρου χρήματος» και η διείσδυση των εγκληματικών οργανώσεων στη νόμιμη οικονομία της χώρας. Τέλος, η διασύνδεση του οργανωμένου εγκλήματος με την τρομοκρατία –που αναπτύσσεται κυρίως εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων– συνιστά ένα πρόβλημα που επιβάλλεται να τύχει ιδιαίτερης προσοχής.

Άλλες μορφές βίας (ενδοοικογενειακή, βία ανηλίκων, χουλιγκανισμός κ.ά.)

Πέραν της εξτρεμιστικής βίας, υπάρχει και μία ανερχόμενη μορφή βίας που δεν έχει πολιτική ή θρησκευτική υποκίνηση. Πρόκειται επί της ουσίας για μορφή βίας, η οποία τείνει διάσπαρτη στις κοινωνίες μας. Μπορούμε να παρατηρήσουμε τρεις κύριες δυναμικές σε αυτή. Η πρώτη είναι η βία ως διαδικασία επίλυσης προσωπικών διαφορών. Έχουμε δει τα τελευταία χρόνια βίαια περιστατικά που κλιμακώθηκαν και οδήγησαν ακόμη και σε δολοφονίες, τα οποία ξεκίνησαν από μία αντιπαράθεση. Μια προ-νεωτερική στροφή που θυμίζει τη βία ως συστατικό μέρος επίλυσης διαφορών των πρώτων αγροτικών κοινωνιών της νέας Ελλάδας.

Οι γυναικοκτονίες, η ενδοοικογενειακή βία και οι ρατσιστικές επιθέσεις αναδεικνύουν τη βία ως διάσταση μιας κουλτούρας «υπεροχής».

Η δεύτερη δυναμική είναι η βία ως μέσον απόκτησης ταυτότητας. Ο μετεωρισμός πολλών νέων ανθρώπων, κυρίως ανηλίκων, έχει οδηγήσει σε μια παρατεταμένη κρίση ταυτότητας. Η ένταξη σε οργανώσεις ή ομάδες που εξυμνούν και υποστηρίζουν τη βία λειτουργεί ως μια απλουστευτική διέξοδος του «ανήκειν». Τα βίαια περιστατικά έχουν δύο βασικές διαστάσεις: (α) Τη βία μεταξύ ομάδων ανηλίκων και (β) την οπαδική βία. Σε αρκετές περιπτώσεις αυτές οι δύο βίαιες ομαδοποιήσεις συμπίπτουν, καθώς ο μέσος όρος ηλικίας των χούλιγκαν έχει μειωθεί σημαντικά. Η τρίτη δυναμική αφορά την κουλτούρα και την εικονολογία της βίας. Οι γυναικοκτονίες, η ενδοοικογενειακή βία και οι ρατσιστικές επιθέσεις αναδεικνύουν τη βία ως διάσταση μιας κουλτούρας «υπεροχής». Τέλος, χειρότερη είναι η εικονολογία της βίας που συνδέεται είτε με τη χρήση φονικών μέσων, όπως το δρεπάνι, είτε με την αξιοποίηση του Διαδικτύου για την προώθηση του αίματος. Σε αυτό το πλαίσιο η σημαντικότερη απειλή προέρχεται κυρίως από την ενδοοικογενειακή βία και τις γυναικοκτονίες, αλλά και τη βία και την εγκληματικότητα των ανηλίκων.

«Στρατηγική Εσωτερικής Ασφάλειας»

«Πυρήνες αξιών»

Η εσωτερική ασφάλεια συνιστά μια ευρεία έννοια που περιλαμβάνει την ασφάλεια με όρους καταπολέμησης του εγκλήματος, της βίας και της τρομοκρατίας (security), την προστασία από τις φυσικές και τεχνολογικές καταστροφές (safety) καθώς και τη διαχείριση κρίσεων ασφάλειας, αλλά και κρίσεων που έχουν επιπτώσεις στην εσωτερική ασφάλεια. Η «Στρατηγική Εσωτερικής Ασφάλειας» θέτει συνεπώς το πλαίσιο για την οικοδόμηση ενός σύγχρονου «οικοσυστήματος ασφάλειας και προστασίας» (ecosystem of security and safety). Συνακόλουθα, το διευρυμένο αίτημα ασφάλειας αφορά στο τετράπτυχο: «Ασφάλεια», «Ανάπτυξη», «Αξιοπρέπεια» και «Ανθεκτικότητα».

Η «Στρατηγική Εσωτερικής Ασφάλειας» είναι: (α) σύνθετη, λόγω των πολλών και διαφορετικών απειλών, κινδύνων και προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει καθώς και λόγω της ανάγκης διαχείρισης «πολύ-κρίσεων» και (β) διευρυμένη, καθώς προϋποθέτει την παροχή και την εγγύηση ασφάλειας σε πολλά και διαφορετικά πεδία, από τα σύνορα μέχρι το διαδίκτυο. Παράλληλα, η Στρατηγική Εσωτερικής Ασφάλειας επιβάλλεται να είναι (γ) συνεργατική, καθώς προϋποθέτει την συνεργασία και το συντονισμό πολλών και διαφορετικών φορέων και υπηρεσιών και (δ) περιεκτική, καθώς οι απαντήσεις επιβάλλεται να είναι συνολικές και η πρόληψη να συνδυάζεται με την αντιμετώπιση (Σχήμα 2).

 

Σχήμα 2: Τα τέσσερα χαρακτηριστικά της εσωτερικής ασφάλειας

Ειδικότερα, η Στρατηγική Εσωτερικής Ασφάλειας πρέπει να βασίζεται στον πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών αλλά και στην προάσπιση των αξιών της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο να καταστεί νομιμοποιημένη, αποτελεσματική και βιώσιμη. Θεμελιώνεται, έτσι, στις κοινές ευρωπαϊκές αξίες, με σεβασμό και τήρηση του κράτους δικαίου, της ισότητας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και επιδίωξη την διασφάλιση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και του δημοκρατικού ελέγχου.

Η ασφάλεια και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν αποτελούν στόχους αλληλοσυγκρουόμενους αλλά συνεκτικούς και αλληλοσυμπληρούμενους. Πράγματι, οι αξίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών πρέπει να αποτελούν τη βάση των πολιτικών ασφάλειας ώστε να κατοχυρώνονται οι απαραίτητες διασφαλίσεις για λογοδοσία και δικαστική προσφυγή ενώ παράλληλα θα παρέχεται η δυνατότητα αποτελεσματικής απόκρισης για την προστασία των πολιτών, ιδίως των πλέον ευάλωτων. Η ελληνική πολιτεία καλείται έτσι να μεριμνήσει για ένα ασφαλές περιβάλλον για όλους, ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, πεποιθήσεων, φύλου, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. Ιδιαιτέρως πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι μειονότητες και τα ευάλωτα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που αποτελούν στόχο λόγω της θρησκείας ή του φύλου τους και τα οποία, πλήττονται δυσανάλογα και ως εκ τούτου χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και προστασίας.

Το προτεινόμενο στο παρόν κείμενο σχέδιο Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας καλύπτει την περίοδο 2023-2025 και επικεντρώνεται στην ανάπτυξη ικανοτήτων και δυνατοτήτων προκειμένου να διασφαλιστεί ένα διαχρονικά βιώσιμο περιβάλλον ασφάλειας. Καθορίζει έτσι μια συνολική προσέγγιση όσον αφορά την ασφάλεια, η οποία μπορεί να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στο ταχέως μεταβαλλόμενο τοπίο των απειλών με συντονισμένο τρόπο. Προσδιορίζει επίσης τις στρατηγικές προτεραιότητες και τις αντίστοιχες δράσεις για την αντιμετώπιση των διαπιστωμένων απειλών και προκλήσεων με τρόπο ολιστικό και συγκροτημένο.

 

Σχήμα 3:Στρατηγική Εσωτερικής Ασφάλειας: Το Όχημα των Μεταρρυθμίσεων στον Τομέα της Ασφάλειας

Ο συνδυασμός, δηλαδή, μέσων, προσωπικού και διαδικασιών που παρέχουν ασφάλεια και διαχειρίζονται κρίσεις και κινδύνους. Περιλαμβάνει την οργανωτική δομή, τους ρόλους και τις ευθύνες, τα εργαλεία μέτρησης και αξιολόγησης απόδοσης, τις διαδικασίες και την εποπτεία, καθώς επηρεάζει συνολικά την πολιτική ασφάλειας.

Επιπρόσθετα, η Στρατηγική θα συμβάλει στην οικοδόμηση ενός συστήματος διακυβέρνησης εσωτερικής ασφάλειας και μιας επιτελικής διαδικασίας συντονισμού. Ο συνδυασμός, δηλαδή, μέσων, προσωπικού και διαδικασιών που παρέχουν ασφάλεια και διαχειρίζονται κρίσεις και κινδύνους. Περιλαμβάνει την οργανωτική δομή, τους ρόλους και τις ευθύνες, τα εργαλεία μέτρησης και αξιολόγησης απόδοσης, τις διαδικασίες και την εποπτεία, καθώς επηρεάζει συνολικά την πολιτική ασφάλειας.

Ειδικότερα, η διακυβέρνηση εσωτερικής ασφάλειας:

  1. Εξασφαλίζει ότι θα διατεθούν οι κατάλληλοι πόροι και θα ακολουθηθούν οι πρέπουσες διαδικασίες, όπως αυτές ορίζονται στο πλαίσιο της διακυβέρνησης.
  2. Αποτυπώνει, κατηγοριοποιεί και συνδέει/συντονίζει τα πολλαπλά κέντρα εξουσίας που το καθένα εμπλέκεται με διαφορετικό τρόπο, τα μέσα και τις διαδικασίες στη διαχείριση κάθε απειλής και κινδύνου.
  3. Εμπεριέχει τη διάδραση με δρώντες εκτός του στενού κρατικού μηχανισμού, ακόμη και μη κρατικών και ιδιωτικών φορέων.
  4. Ρυθμίζει τις σχέσεις και τη συνέργεια των δρώντων πάνω σε ένα πλαίσιο κοινών νορμών και ιδεών (Ενιαία Κουλτούρα Ασφάλειας).

Στόχοι 

Οι στόχοι της «Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας» εντοπίζονται στους εξής:

  1. Η πρόβλεψη και η έγκαιρη αναγνώριση των κινδύνων και των απειλών.
  2. Η πρόληψη και αντιμετώπιση όλων απειλών και των κινδύνων.
  3. Η προστασία των κρίσιμων υποδομών και της καθημερινότητας των πολιτών.
  4. Η πρόληψη και η αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων εσωτερικής ασφάλειας, μέσω της ενίσχυσης της «δι-υπηρεσιακής συνεργασίας» και της «διαλειτουργικότητας».
  5. Η ενδυνάμωση της ανθεκτικότητας της κοινωνίας έναντι των κινδύνων και των καταστροφών και η ενίσχυση της δυνατότητας επιστροφής στην κανονικότητα.
  6. Η ανάπτυξη «στρατηγικής κουλτούρας συνεργασίας» όλων των φορέων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.

Δράσεις

Η ανάπτυξη των δράσεων της στρατηγικής εσωτερικής ασφάλειας αφορά στους ακόλουθους πέντε (5) ειδικότερους πυλώνες (Σχήμα 4):

 

Σχήμα 4: Το «Οικοσύστημα Εσωτερικής Ασφάλειας»

 

Πρόβλεψη και Έγκαιρη Αναγνώριση

Η πρόβλεψη και η έγκαιρη αναγνώριση των απειλών είναι ικανή να οδηγήσει στον σχεδιασμό μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας και στην αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων.

Η πρόβλεψη και η έγκαιρη αναγνώριση των απειλών είναι ικανή να οδηγήσει στον σχεδιασμό μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας και στην αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι σημαντική η συνεργασία με την επιστημονική και ερευνητική κοινότητα, ώστε οι φορείς του Δημοσίου να μπορούν να αξιοποιήσουν τη νέα γνώση που αφορά στις προκλήσεις και στην πιθανή εξέλιξη των απειλών και κινδύνων. Επίσης, απαιτείται η αξιοποίηση μεθοδολογιών «πρόβλεψης» (Foresight) και η χρήση νέων τεχνολογιών-αλγοριθμικών μοντέλων και εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης, οι οποίες θα περιγράφουν πιθανά σενάρια αλλαγών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό περιβάλλον ασφάλειας, καθώς και την εξέλιξη των κινδύνων και των απειλών. Απαραίτητη είναι, επίσης, η εντατικοποίηση της χρήσης της έρευνας και της καινοτομίας από τους τελικούς χρήστες. 

Πρόληψη και Ανθεκτικότητα

Η πρόληψη έχει δύο βασικές κατευθύνσεις: (α) τον σχεδιασμό και την υλοποίηση παρεμβάσεων πρόληψης σε απειλές όπως είναι ο βίαιος εξτρεμισμός, η ενδοοικογενειακή βία κτλ. με έμφαση στη «δι-υπηρεσιακή» συνεργασία και στην υποστήριξη των ευάλωτων ομάδων και ανθρώπων και (β) στην ανάπτυξη συστημάτων «έγκαιρης προειδοποίησης» (early warning systems) για την έγκαιρη αντίδραση σε περιπτώσεις καταστροφών ή και εγκληματικών ενεργειών. Η «ανθεκτικότητα» (resilience) αφορά στη δυνατότητα των κοινωνιών να διαχειριστούν τις επιπτώσεις μίας κρίσης, καταστροφής ή επίθεσης με στόχο τον περιορισμό των απωλειών και την αποφυγή περαιτέρω κλιμάκωσης.

Προστασία και Αντιμετώπιση

Οι δημόσιοι χώροι και οι «μαλακοί» στόχοι (soft targets) αλλά και οι «κρίσιμες υποδομές» (critical infrastructures) βρίσκονται στο επίκεντρο των δράσεων προστασίας από τις απειλές εσωτερικής ασφάλειας. Ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο προστασίας που θα περιλαμβάνει ειδικά σχέδια ασφάλειας και την αξιοποίηση της τεχνολογίας, η συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, η ενίσχυση των δυνατοτήτων ανταπόκρισης των σωμάτων ασφαλείας και η έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο συνιστούν απαραίτητα και κρίσιμα στοιχεία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκυπτουσών απειλών και προκλήσεων εσωτερικής ασφάλειας. Εξίσου σημαντική είναι και η εκπόνηση μίας συνολικής πολιτικής ασφάλειας των κρίσιμων υποδομών, η οποία θα περιλαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας, αλλά και τον μηχανισμό ελέγχου συμμόρφωσης των λειτουργών υποδομών, τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα.

Στρατηγική Επικοινωνία

Η «επικοινωνιακή διαχείριση» των κρίσεων, η οποία αφορά σε σημαντικό βαθμό στην ευαισθητοποίηση αλλά και στην άμεση ενημέρωση των πολιτών προκειμένου να ανταποκριθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (συνεισφέροντας, έτσι, και στην αποτελεσματική διαχείριση μίας κρίσης ή έκτακτης κατάστασης) συνιστά έναν πρώτο βασικό πυλώνα της στρατηγικής επικοινωνίας.

Η «επικοινωνιακή διαχείριση» των κρίσεων, η οποία αφορά σε σημαντικό βαθμό στην ευαισθητοποίηση αλλά και στην άμεση ενημέρωση των πολιτών προκειμένου να ανταποκριθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (συνεισφέροντας, έτσι, και στην αποτελεσματική διαχείριση μίας κρίσης ή έκτακτης κατάστασης) συνιστά έναν πρώτο βασικό πυλώνα της στρατηγικής επικοινωνίας. Η αξιοποίηση της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τις αρμόδιες Αρχές μπορεί πράγματι να συμβάλλει στην ενημέρωση του κοινού σε πραγματικό χρόνο (κατά τη διάρκεια εξέλιξης ενός περιστατικού) παρέχοντας τις κατάλληλες οδηγίες και με σκοπό, αφενός, την προστασία των πολιτών και, αφετέρου, την ανεμπόδιστη επέμβαση των Αρχών. Ο δεύτερος πυλώνας της στρατηγικής επικοινωνίας αφορά στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων απειλών όπως η τρομοκρατία. Σε αυτήν την περίπτωση η στρατηγική επικοινωνία δίνει έμφαση σε δράσεις για την αντιμετώπιση της προπαγάνδας στο διαδίκτυο, την ενίσχυση της κριτικής σκέψης και την αποδόμηση της ιδεολογίας των τρομοκρατών. Σημαντικό συστατικό της Στρατηγικής επικοινωνίας αποτελεί, τέλος, η αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης και των fake news, τα οποία είτε μπορούν να δημιουργήσουν μία κρίση, είτε να συμβάλλουν καθοριστικά στην κλιμάκωσή της, αλλά και στην μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς.

Επιστροφή στην Κανονικότητα

Η εν λόγω δράση αφορά στην εκπόνηση ειδικών σχεδίων, με την εμπλοκή όλων των συναρμόδιων φορέων, για την κατά το συντομότερο δυνατό επιστροφή στην κανονικότητα, μετά από μία κρίση/καταστροφή/έκτακτο περιστατικό, αλλά και για την απρόσκοπτη λειτουργία των βασικών λειτουργιών και των κρίσιμων υποδομών του κράτους.

Κατευθύνσεις και προτάσεις αλλαγών και μεταρρυθμίσεων

Tην αλλαγή του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου για την προστασία και την ενίσχυση της «ανθεκτικότητας» των κρίσιμων υποδομών προκειμένου να συμβαδίζει με τους εξελισσόμενους κινδύνους.

Η αποτελεσματική ανάπτυξη των ειδικότερων δράσεων της Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας της χώρας μας συνεπάγεται τη μεταρρύθμιση του συστήματος εσωτερικής ασφάλειας. Κατά προτεραιότητα οι προτεινόμενες κατευθύνσεις αλλαγών και μεταρρυθμίσεων αφορούν:

(α) τη δημιουργία δυνατοτήτων με στόχο την έγκαιρη ανίχνευση, πρόληψη και ταχεία αντίδραση στις προκύπτουσες κρίσεις ασφάλειας, μέσω ολοκληρωμένης και συντονισμένης προσέγγισης, τόσο συνολικά όσο και με τομεακές πρωτοβουλίες (π.χ. χρηματοπιστωτικές, ενεργειακές, απονομής δικαιοσύνης, επιβολής του νόμου, υγείας, μεταφορών) και με βάση τα διαθέσιμα εργαλεία.

(β) την αλλαγή του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου για την προστασία και την ενίσχυση της «ανθεκτικότητας» των κρίσιμων υποδομών προκειμένου να συμβαδίζει με τους εξελισσόμενους κινδύνους, να αντιμετωπίζει την αυξημένη διασύνδεση και αλληλεξάρτηση των διαφόρων τομέων κοινωνικής δραστηριότητας, να αποκτήσει την ικανότητα έγκαιρης προετοιμασίας για την αντιμετώπιση ανεπιθύμητων συμβάντων και επαρκούς σχεδιασμού για την αντίδρασή του σε αυτά και κυρίως να ενισχύσει την ικανότητά του να απορροφά, να ανακάμπτει και να προσαρμόζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα. Ειδικότερα, η διασφάλιση της αδιάλειπτης λειτουργίας του διαδικτύου συνεπάγεται την προσαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα υψηλό επίπεδο ασφάλειας των συστημάτων δικτύων και πληροφοριών, περισσότερες επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία και μέριμνα για ανάπτυξη ή/και ενίσχυση των βασικών υποδομών και πόρων του διαδικτύου.

(γ) την ανάπτυξη συνεργειών μεταξύ των φορέων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε κοινή κατεύθυνση όσον αφορά στην ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια και εντατικότερη συνεργασία με άλλα κράτη καθώς και με τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ε.Ε. ώστε να οικοδομηθεί η κατανόηση και η ανταλλαγή που είναι αναγκαίες για την επίτευξη κοινών στόχων. Ειδικά όσον αφορά στην «κυβερνο-ασφάλεια», η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και η δημιουργία «κομβικών χώρων γνώσης» (knowledge-hubs) είναι καθοριστικής σημασίας, δεδομένου ότι ο κλάδος κατέχει σημαντικό μέρος της ψηφιακής και μη ψηφιακής υποδομής που είναι κεντρικής σημασίας για την αποτελεσματική καταπολέμηση του εγκλήματος και της τρομοκρατίας.

(δ) την προσαρμογή των επαγγελματιών στους τομείς της επιβολής του νόμου και απονομής της δικαιοσύνης στις σύγχρονες μεθόδους επιβολής του νόμου και στη νέα και καινοτόμο τεχνολογία. Οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι αναδυόμενες απειλές απαιτούν από τις αρχές επιβολής του νόμου την πρόσβαση σε νέα εργαλεία, την απόκτηση νέων δεξιοτήτων και την ανάπτυξη εναλλακτικών τεχνικών έρευνας. Η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα ισχυρό εργαλείο για την καταπολέμηση του εγκλήματος, δημιουργώντας τεράστιες ερευνητικές ικανότητες μέσω της ανάλυσης μεγάλου όγκου δεδομένων και της ταυτοποίησης «μοτίβων». Μπορεί, επίσης, να συμβάλει στον εντοπισμό στο διαδίκτυο υλικού τρομοκρατικού περιεχομένου ή ύποπτων συναλλαγών στις πωλήσεις επικίνδυνων προϊόντων ή/και να παρέχει βοήθεια σε πολίτες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Για την αξιοποίηση αυτού του δυναμικού απαιτείται η σύνδεση της έρευνας, της καινοτομίας και των χρηστών της τεχνητής νοημοσύνης και η ενεργός συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και των πανεπιστημίων.

(ε) την «ευαισθητοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας σε θέματα ασφάλειας και την απόκτηση των δεξιοτήτων για τη βελτίωση της ετοιμότητάς της στην αντιμετώπιση πιθανών απειλών. Ακόμη και βασικές γνώσεις σχετικά με τις απειλές κατά της ασφάλειας και τον τρόπο αντιμετώπισής τους μπορούν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στην «ανθεκτικότητα» της κοινωνίας. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να υπάρξει για τις μειονότητες και για τα πιο ευάλωτα άτομα, όπως τα παιδιά ή/και οι γυναίκες που που έχουν πέσει θύματα εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση ή που εκτίθενται σε ενδοοικογενειακή βία. Η ενίσχυση των δεξιοτήτων του προσωπικού επιβολής του νόμου πρέπει να πραγματοποιείται ήδη από το πρώτο στάδιο και να συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του. Η κατάρτιση των υπηρεσιών επιβολής του νόμου σε θέματα ρατσισμού και ξενοφοβίας και κυρίως σε θέματα δικαιωμάτων των πολιτών πρέπει να αποτελέσουν ουσιώδη συνισταμένη της «κουλτούρας ασφάλειας» του προσωπικού τους. Επιπλέον, θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την ενίσχυση της συνεκτίμησης της ισότητας των φύλων, καθώς και της συμμετοχής των γυναικών στην επιβολή του νόμου.

Ο κατάλογος των αλλαγών και μεταρρυθμίσεων μπορεί να διευρυνθεί με σειρά γενικού και ειδικότερου χαρακτήρα προτάσεων που μπορεί να αφορούν:

  • στην αξιοποίηση νέων τεχνολογικών εργαλείων για την ανάλυση κινδύνων και απειλών, με έμφαση στην ανάλυση των ανοιχτών πηγών και στον έγκαιρο εντοπισμό των απειλών δικτύων,
  • στον εκσυγχρονισμό και στην αναβάθμιση των υπηρεσιών και των τμημάτων της Ελληνικής Αστυνομίας που ασχολούνται με το ζήτημα της ισλαμιστικής ριζοσπαστικοποίησης και της ρατσιστικής βίας,
  • στην υιοθέτηση μίας στρατηγικής και επιχειρησιακής φιλοσοφίας προληπτικής λειτουργίας,
  • στον σχεδιασμό και στην υιοθέτηση μίας ολοκληρωμένης πολιτικής Κοινοτικής Αστυνόμευσης, η οποία θα δίνει έμφαση στην επίλυση προβλημάτων σε τοπικό επίπεδο και στην καλλιέργεια σχέσεων εμπιστοσύνης με τους πολίτες,
  • στην ενσωμάτωση των υβριδικών απειλών στη διαχείριση κρίσεων ασφάλειας,
  • στην εκπόνηση Εθνικού Σχεδίου για την προστασία των Κρίσιμων Υποδομών και στην ενίσχυση των συνεργειών με τον ιδιωτικό τομέα και τους λειτουργούς των Υποδομών,
  • στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και των σύγχρονων Μέσων Επικοινωνίας για την άμεση επαφή των πολιτών με τις υπηρεσίες εσωτερικής ασφάλειας και τη διαρκή ενημέρωσή τους,
  • στην εμπλοκή της Κοινότητας (Community Engagement) και στη δημιουργία Κοινοτικού συστήματος συλλογής πληροφοριών (Community Intelligence),
  • στη διοργάνωση διακλαδικής άσκησης ετοιμότητας για την αξιολόγηση της δυνατότητας διαχείρισης πολλαπλών και διαφορετικών μορφών και εντάσεων κρίσεων και καθιέρωση της επαναληπτικής διεξαγωγής της σε ετήσια βάση,
  • στην αναβάθμιση της συνεργασίας με άλλες υπηρεσίες ασφαλείας στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Στην δυναμική συμμετοχή και στρατηγική αξιοποίηση της συνεργασίας με Europol και Interpol,
  • στην καθιέρωση μηχανισμού επικοινωνιακής διαχείρισης κρίσεων και αντιμετώπισης των επιπτώσεων της παραπληροφόρησης και των «ψευδών ειδήσεων» στην ασφάλεια,
  • στην έμφαση στις δράσεις αντιμετώπισης της προπαγάνδας, της κινητοποίησης και της στρατολόγησης τρομοκρατών μέσω του διαδικτύου,
  • στην ενίσχυση της επαγγελματικής διάστασης της εκπαίδευσης και της διά βίου μάθησης και την σύνδεσή της με το μοντέλο του «επαγγελματία του μέλλοντος», με έμφαση στις εκπαιδεύσεις για την αναγνώριση και την αντιμετώπιση των νέων απειλών,
  • στην εφαρμογή ενιαίας διαδικασίας αντιτρομοκρατικής αντίδρασης,
  • στην πλήρη εφαρμογή του πλαισίου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της συλλογής και της επεξεργασίας εικόνας και ήχου από τεχνολογικά μέσα, και

στη δημιουργία «Εθνικού Κέντρου Ερευνών και Ανάλυσης για την Τρομοκρατία και το Οργανωμένο Έγκλημα».

[1] Το 2009 το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης μετονομάστηκε σε Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (Υ.ΠΡΟ.ΠΟ.). Το 2012 μετονομάστηκε σε Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Το 2015 ενσωματώθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών και, τελικά, το 2018 (μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές στο Μάτι Αττικής) συγκροτήθηκε ξανά ως αυτόνομο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.

[2] Με τις διατάξεις του Π.Δ. 178/2015, το Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων και Διαχείρισης Κρίσεων (Ε.Σ.Κ.Ε.ΔΙ.Κ.) ορίστηκε ως κεντρική Υπηρεσία του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, που λειτουργεί σε επίπεδο Διεύθυνσης, εποπτεύεται και ελέγχεται από τον Υπαρχηγό του Σώματος και έχει ως αποστολή: (α) τον συντονισμό και την επίτευξη της διαλειτουργικότητας των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, για την αντιμετώπιση κάθε μορφής εγκληματικότητας και κυρίως του οργανωμένου εγκλήματος, (β) τον επιτελικό σχεδιασμό, την οργάνωση και τη δοκιμασία του συστήματος χειρισμού κρίσιμων περιστατικών της Ελληνικής Αστυνομίας, (γ) την τήρηση των επιχειρησιακών σχεδίων ανταπόκρισης, (δ) τη συμβουλευτική υποστήριξη της δομής διοίκησης κρίσιμων περιστατικών κατά τη διαχείρισή τους, και (ε) την παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης προς την πολιτική Ηγεσία του Σώματος, σε περιπτώσεις γενικευμένων κρίσεων εσωτερικής ασφάλειας σε εθνικό επίπεδο, είτε η κύρια ευθύνη ανταπόκρισης ανήκει στην Ελληνική Αστυνομία είτε λειτουργεί υποστηρικτικά προς άλλο αρμόδιο φορέα.

[3] Στο πλαίσιο του Κλάδου Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων συστάθηκαν στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας οι Διευθύνσεις: «Προστασίας Συνόρων», «Δίωξης Παράνομης Μετανάστευσης» (η οποία μετονομάστηκε σε Διεύθυνση Διαχείρισης Μετανάστευσης), «Αλλοδαπών» και, τέλος, «Επιχειρησιακού Σχεδιασμού και Υποστήριξης».

[4] Το 2014, με το Π.Δ. 178/2014 ιδρύθηκε η «Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος» με έδρα την Αθήνα και η Υποδιεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η αποστολή της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος περιλαμβάνει την πρόληψη, την έρευνα και την καταστολή εγκλημάτων ή/και αντικοινωνικών συμπεριφορών που διαπράττονται μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος είναι αυτοτελής κεντρική Υπηρεσία και υπάγεται απευθείας στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας. Με το ίδιο Προεδρικό Διάταγμα πραγματοποιήθηκαν αλλαγές και στη δομή και τη λειτουργία της «Διεύθυνσης Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας». Η σημαντικότερη εξ αυτών ήταν η σύσταση του Ενιαίου Κέντρου Ανταλλαγής Πληροφοριών Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας. Το Ενιαίο Κέντρο αποτελεί το σημείο επαφής για τις υποθέσεις διεθνούς επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας και περιλαμβάνει το σύνολο των θεσμοθετημένων διεθνών και ευρωπαϊκών κόμβων επικοινωνίας της Διεύθυνσης Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας. Η ανταλλαγή πληροφοριών εστιάζει στην πρόληψη και αντιμετώπιση του εγκλήματος και στη διεξαγωγή επιχειρήσεων αντιμετώπισης του διεθνικού εγκλήματος.

[5] Σύμφωνα με τον Ν. 4058/2012, όπως τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον Ν. 4249/2014 (άρθρα 101 – 103).

[6] Νόμος 4249/2014 (ΦΕΚ Α 73/24-3-2014): Αναδιοργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, αναβάθμιση Υπηρεσιών του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και ρύθμιση λοιπών θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και άλλες διατάξεις: Ίδρυση Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων (άρθρο 68).

[7] Ο «Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων» καθορίστηκε με τον Νόμο 4662/2020 (ΦΕΚ A 27 – 07.02.2020).

[8] Με τον συγκεκριμένο Νόμο γίνεται και η πρώτη προσπάθεια ορισμού των λόγων εθνικής ασφάλειας: «Λόγοι εθνικής ασφάλειας» είναι οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών, όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια».

[9] Η Επιτροπή αποτελεί το συντονιστικό όργανο μεταξύ: α) της Γενικής Διεύθυνσης Κυβερνοασφάλειας της Γενικής Γραμματείας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, που έχει ορισθεί ως Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας κατά τον Ν. 4577/2018 (Α’ 199), β) της Διεύθυνσης Κυβερνοάμυνας του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, που έχει ορισθεί ως αρμόδια ομάδα απόκρισης για συμβάντα που αφορούν στην ασφάλεια υπολογιστών (Computer Security Incident Response TeamCSIRT), γ) της Διεύθυνσης Κυβερνοχώρου της Ε.Υ.Π. ως ομάδας αντιμετώπισης ηλεκτρονικών επιθέσεων (Εθνικό CERT), και δ) της Ελληνικής Αστυνομίας.