Μπορείτε να διαβάσετε το Κείμενο Πολιτικής που υπογράφει ο Καθηγητής Kemal Kirişci, Κύριος Ερευνητής Εξωτερικού στο Brookings Institution και Αντιπρόεδρος της Ακαδημίας IGAM εδώ (στα Αγγλικά).

Οι αρχές του περασμένου έτους χαρακτηρίστηκαν από μια «διασυνοριακή κρίση» που ξέσπασε αφότου ο Τούρκος Πρόεδρος τελικά έθεσε σε εφαρμογή την κατά το παρελθόν εκφρασθείσα  απειλή του να «ανοίξει τα σύνορα» για τους Σύρους πρόσφυγες. Αντιθέτως το έτος 2021 είχε μια πιο αίσια αρχή. Οι εντάσεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο που ακολούθησαν τη «διασυνοριακή κρίση» φαίνεται να υποχωρούν. Η δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου προσφέρει ένα πιθανό πλαίσιο, για να υπερβούν ο διάλογος και η διπλωματία το annus horribilis στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και ΕΕ-Τουρκίας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει επίσης περιθώριο για την αναθεώρηση της Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας που εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 2016 για τη διαχείριση των συνεπειών της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής κρίσης. Αυτή εκφράσθηκε σε μαζικό εκτοπισμό προσφύγων και μεταναστών, κυρίως από την Τουρκία στην Ελλάδα και προς την Ευρώπη. Η Δήλωση είχε πολλούς αντιπάλους, και η εφαρμογή της αντιμετώπισε πολλή δυσαρέσκεια και πολλές αιτιάσεις και από τις δύο πλευρές. Η εξέταση και αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων θα απαιτήσει εκτεταμένη διπλωματική προσπάθεια, καλή θέληση και πολύ χρόνο.

Εν τω μεταξύ, το αναδυόμενο θετικό κλίμα προσφέρει τη δυνατότητα διερεύνησης της συνεργασίας σε ένα σχετικά επιτυχημένο αλλά ανεπαρκώς αναγνωρισμένο τμήμα της Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, γνωστό ως «Διευκόλυνση για τους Πρόσφυγες στην Τουρκία» (FRIT). Το FRIT έχει συμβάλει καθοριστικά στη στήριξη Σύρων και άλλων προσφύγων στην Τουρκία. Ήταν μια σημαντική εκδήλωση κατανομής των βαρών με την Τουρκία και έχει ωφελήσει τους πρόσφυγες με συγκεκριμένο τρόπο. Η προώθηση της συνεργασίας σ’ αυτόν τον τομέα θα συμβάλει επίσης στην οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και θα έχει θετική επίδραση σε άλλα πιο περίπλοκα πεδία στον τομέα της μετανάστευσης και στις ευρύτερες διμερείς σχέσεις.

Η εφαρμογή του FRIT ανέδειξε έναν ανεπαρκώς αναγνωρισμένο, αλλά εντυπωσιακά εποικοδομητικό δημόσιο χώρο συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, της Επιτροπής και των ευρωπαϊκών ΜΚΟ, των τουρκικών φορέων (κυβέρνησης, δήμων και κατά τόπους κοινωνίας των πολιτών) και διεθνών οργανισμών. Ωστόσο, καθώς το μέγεθος του πληθυσμού των Σύρων προσφύγων πλησιάζει ταχέως τα τέσσερα εκατομμύρια με ελάχιστες προοπτικές επιστροφής στη Συρία ή επανεγκατάστασης σε τρίτες χώρες, η παρουσία τους στην Τουρκία παρατείνεται επ’ αόριστον. Η διαχείριση του μεγαλύτερου πληθυσμού προσφύγων στον κόσμο με μια οικονομία που πλήττεται από την πανδημία COVID γίνεται όλο και πιο δύσκολη.

Αυτή η κατάσταση απαιτεί τη διερεύνηση καινοτόμων οδών συνεργασίας που πρέπει να υπερβούν το πλαίσιο FRIT. Θα ήταν προς το συμφέρον τόσο της ΕΕ όσο και της Τουρκίας να συνεργαστούν, όσο δύσκολο και να είναι, και να βρουν, κατά τα λεγόμενα του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, που μίλησε αμέσως μετά τη «συνοριακή κρίση» του περασμένου έτους, μία «λύση επωφελή για όλους (win-win) με το βλέμμα στο μέλλον.” Θα ήταν επίσης μια προσπάθεια που θα ήταν σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα της επικείμενης εβδομηκοστής επετείου από την έγκριση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων που δίνει έμφαση στον καταμερισμό των βαρών αντί στη μετατόπιση της ευθύνης.

Ωστόσο, η εξωτερική διάσταση, το λεγόμενο «ισόγειο», της πρότασης «Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ανακοινώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020, δεν προσφέρει πολλές οδηγίες για το πώς θα φτάσει κανείς σε μια τέτοια λύση επωφελή για όλους. Δεν προσφέρει πειστικές ιδέες για την ακολουθητέα πολιτική που υπερβαίνουν τη μακροχρόνια πολιτική της ΕΕ για την εξωτερική ανάθεση του κόστους και της ευθύνης της διαχείρισης των εξωτερικών της συνόρων σε χώρες εκτός της ΕΕ.

Αντ ‘αυτού, η έκθεση αυτή διερευνά ιδέες πολιτικής από το Παγκόσμιο Σύμφωνο για τους Πρόσφυγες (GCR) που ευθυγραμμίζεται περισσότερο με πραγματική σχέση συνεργασίας που βασίζεται στον καταμερισμό των βαρών. Εγκεκριμένο τον Δεκέμβριο του 2018, το GCR αναγνωρίζει ότι το τρέχον σύστημα προστασίας των προσφύγων που βασίζεται στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 τελεί υπό πίεση, καθώς το 85% των προσφύγων ανά τον κόσμο βρίσκονται σε αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ το 77% από αυτούς αντιμετωπίζουν προβλήματα σε βάθος χρόνου. Υποστηρίζει την ανάγκη βελτίωσης της αυτονομίας των προσφύγων και της κοινωνικής συνοχής, βοηθώντας τη μετατροπή των προσφύγων από ένα ανθρωπιστικό βάρος σε μια αναπτυξιακή και οικονομική ευκαιρία. Για να επιτευχθεί αυτό, ζητεί, μεταξύ άλλων, την προώθηση «ευκαιριών στην οικονομία, αξιοπρεπούς εργασίας, δημιουργίας θέσεων εργασίας και προγραμμάτων επιχειρηματικότητας για μέλη της κοινότητας υποδοχής και τους πρόσφυγες» σε χώρες που τους φιλοξενούν. Ένα συγκεκριμένο εργαλείο πολιτικής που η έκθεση υποστηρίζει για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι είναι η επέκταση των προτιμησιακών εμπορικών συμφωνιών «για αγαθά και τομείς με υψηλό επίπεδο συμμετοχής προσφύγων στο εργατικό δυναμικό».

Όλες οι χώρες μέλη της ΕΕ, εκτός από την Ουγγαρία, έχουν εγκρίνει το GCR. Αν και το GCR δεν είναι ένα νομικά δεσμευτικό έγγραφο, το προσωπικό συμφέρον, για να μην αναφέρουμε την ηθική υποχρέωση, απαιτεί τη διερεύνηση της εφαρμογής τέτοιων πολιτικών ιδεών, εάν οι δευτερεύουσες μετακινήσεις προσφύγων, καθώς και το ανθρώπινο και πολιτικό κόστος που θυμίζουν την ευρωπαϊκή μεταναστευτική κρίση του 2015-16, πρέπει να αποφευχθούν.

Για να διερευνηθεί το πώς αυτή η ιδέα πολιτικής μπορεί να μετατραπεί σε αποτέλεσμα με αμοιβαία οφέλη για την ΕΕ, την Ελλάδα και την Τουρκία, και ειδικά για τους πρόσφυγες, αυτή η έκθεση χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Στην πρώτη ενότητα συζητούνται τα γεγονότα και οι εγχώριες εξελίξεις που οδήγησαν στην κρίση στα ελληνοτουρκικά σύνορα στις αρχές του 2020. Ακολουθεί μια αξιολόγηση των ελλείψεων, των επιτυχιών και των διδαγμάτων που πρέπει να αντληθούν από την εφαρμογή της δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας του 2016. Η τρίτη ενότητα εξετάζει την τρέχουσα κατάσταση των προσφύγων στην Τουρκία και συζητά πώς η ικανότητα της χώρας να απορροφήσει 3,6 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες, που εισέρχονται στο δέκατο έτος εκτοπισμού τους, βρίσκεται υπό πίεση. Η εικόνα περιπλέκεται περαιτέρω με την παρουσία επιπλέον περίπου 330.000 μη Σύρων προσφύγων και αιτούντων άσυλο, για να μην αναφέρουμε μια ολοένα αυξανόμενη ομάδα παρατύπων μεταναστών παγιδευμένων στη χώρα. Η τελευταία ενότητα προσφέρει ένα σύνολο συστάσεων που προέρχονται κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά από το GCR που θα μπορούσαν να ενσωματωθούν σε μια αναθεωρημένη δήλωση ΕΕ-Τουρκίας ή/και να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ως αυτόνομη συμφωνία. Εν κατακλείδι το κείμενο πολιτικής προτείνει τρόπους με τους οποίους η Ελλάδα θα μπορούσε να βοηθήσει και να παίξει έναν ρόλο που δεν θα περιορίζεται στο να είναι απλώς η «ασπίδα της Ευρώπης.»