Οι πρώτες δημοσιεύσεις με τα αποτελέσματα των ερευνών, που διεξήγαγαν οι ερευνητές του ευρωπαϊκού προγράμματος PAVE στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική είναι πλέον διαθέσιμες διαδικτυακά στην επίσημη ιστοσελίδα του έργου.

Για τη σύνταξη του κειμένου Εργασίας 5 εργάστηκαν οι Ramadan Ilazi, Ardit Orana, Teuta Avdimetaj, Μπλεντάρ Φετά, Ana Krstinovska, Γιώργος Χρηστίδης και Ιωάννης Αρμακόλας. Πρόκειται για μια κοινή έκδοση του Κέντρου για Θέματα Ασφάλειας Κοσόβου (KCSS) και του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Το κοινό αυτό κείμενο εργασίας διερευνά τις διαστάσεις των δυναμικών της διαδικτυακής και μη (απο) ριζοσπαστικοποίησης σε δύο Βαλκανικές χώρες: το Κόσοβο και τη Βόρεια Μακεδονία.

Ειδικότερα, το κείμενο αναλύει τα στοιχεία εκείνα, διαδικτυακά και μη, της (απο) ριζοσπαστικοποίησης εξετάζοντας τους αντίστοιχους ρόλους των διαδικτυακών αφηγημάτων, που διαδίδονται πρωτίστως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και μέσω αλληλεπίδρασης των δυναμικών κοινωνικοποίησης ομάδων που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, στις δύο χώρες.

Επιπρόσθετα, η παρούσα μελέτη επιδιώκει να προσφέρει μια βαθύτερη κατανόηση των παραγόντων, που έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση τάσεων και εξελίξεων και στις δύο χώρες σε σχέση με την εθνο-πολιτική και θρησκευτική ριζοσπαστικοποίηση.

Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο εργασίας εδώ (στα Αγγλικά).


Έρευνα πεδίου

Τα ευρήματα της μελέτης είναι προϊόν έξι συνολικά συζητήσεων με ειδικές ομάδες και 61 συνεντεύξεων, που πραγματοποιήθηκαν το 2021 στη Βόρεια Μακεδονία και το Κόσοβο.

Η ομάδα του ΕΛΙΑΜΕΠ ήταν επικεφαλής της έρευνας πεδίου στη Βόρεια Μακεδονία και το KCSS αντίστοιχα, στο Κόσοβο.

Τα βασικά ευρήματα που αφορούν τους παράγοντες, που τροφοδοτούν τη ριζοσπαστικοποίηση στη Βόρεια Μακεδονία προέρχονται από την έρευνα, που διεξήγαγε η ομάδα ερευνητών του ΕΛΙΑΜΕΠ σε δύο δήμους της χώρας.

Συγκεκριμένα, η  ομάδα του Προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ αποτελούμενη από τους Ιωάννη Αρμακόλα, Γιώργο Χρηστίδη, Μπλεντάρ Φετά και Julianne Funk με τη στήριξη του Ινστιτούτου ΖΙP διεξήγαγε έρευνα στο Τέτοβο και Κουμάνοβο.

Η ομάδα διοργάνωσε συνολικά τέσσερις συζητήσεις ειδικών ομάδων (focus group), καθώς και 29 συνεντεύξεις με μέλη και ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών, πολιτικούς, τοπικούς θρησκευτικούς παράγοντες, δημόσιους υπαλλήλους στην αστυνομία, σε τμήματα ασφάλειας, στην εκπαίδευση και σε κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς και δημοσιογράφους και άλλους επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης, ακαδημαϊκούς και άλλους ειδικούς.

Για την ανάλυση, η ομάδα υιοθέτησε τη μέθοδο της συγκριτικής έρευνας μελετώντας παράλληλα στοιχεία από τους δήμους, ενώ βασίστηκε σε έρευνα τεκμηρίωσης και σε μια ερμηνευτική προσέγγιση των στοιχείων και των δεδομένων, που συλλέχθηκαν από την έρευνα πεδίου.

Παράλληλα με την ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων από το πεδίο της έρευνας, η ερευνητική ομάδα ανέλυσε το περιεχόμενο που προήλθε από το διαδίκτυο με τη βοήθεια μιας ειδικού από τη Βόρεια Μακεδονία, της Ana Krstinovska. Συνολικά, η ομάδα ανέλυσε το περιεχόμενο από 61 σελίδες και ομάδες στο Facebook και σε κανάλια στο YouTube.

Στην περίπτωση του Κόσοβου, η ερευνητική αντίστοιχη ομάδα του KCSS επέλεξε τον Δήμο Podujeva και της Μιτρόβιτσα (Mitrovica) Βόρεια και Νότια για την διεξαγωγή της έρευνας πεδίου.

Οι συγκεκριμένο Δήμοι επιλέχθηκαν λόγω των αρκετών κοινών στοιχείων τους, που θα επέτρεπαν μια συγκριτική ανάλυση, όπως για παράδειγμα, οι κοινοί κοινωνικό-οικονομικοί δείκτες, αλλά συγχρόνως και των διαφορετικών επιπέδων ριζοσπαστικοποίησης. Βάσει αυτών των επιπέδων, το ένα πεδίο έρευνας επιλέχθηκε λόγω της ανθεκτικότητας μιας κοινότητας, ενώ αντίστοιχα το δεύτερο πεδίο λόγω της μη ανθεκτικότητας της κοινότητας έναντι της εθνο-πολιτικής και θρησκευτικής ριζοσπαστικοποίησης. Παράλληλα, η έρευνα εξετάζει τους παράγοντες, που καθιστούν τις κοινότητες ανθεκτικές ή μη στη ριζοσπαστικοποίηση με συγκριτικά στοιχεία, που επισημαίνονται σε ολόκληρη τη μελέτη.

Επιπρόσθετα, οι ερευνητές ανέλυσαν επίσημα έγγραφα, υπάρχουσες έρευνες και κείμενα που είχαν αναρτηθεί στο διαδίκτυο. Η ανάλυσή τους περιέλαβε επίσης περιεχόμενο που προήλθε από μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook, YouTube και το Twitter.

Βασικά ευρήματα

  • Οι κοινότητες στη Βόρεια Μακεδονία και το Κόσοβο αντιλαμβάνονται ότι η εθνο-πολιτική ριζοσπαστικοποίηση αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο για την κοινωνική ειρήνη συγκρινόμενη με τη θρησκευτικά ορμώμενη ριζοσπαστικοποίηση. Ωστόσο, δεν είναι ένα κοινά αποκλειστικό χαρακτηριστικό, καθώς η θρησκευτική ταυτότητα «χρησιμοποιείται» από ριζοσπαστικά εθνο-πολιτικά αφηγήματα, προκειμένου να ενισχυθεί η αίσθηση του «άλλου».
  • Τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης αποτελούν έναν εν δυνάμει μηχανισμό ριζοσπαστικοποίησης. Τα παραδοσιακά μέσα, όπως τα καθημερινά δελτία ειδήσεων, ή πολιτικές τηλεοπτικές εκπομπές παραμένουν ισχυροί παράγοντες διαμόρφωσης της κοινής γνώμης κα συχνά ακούσια συμβάλλουν στη ριζοσπαστικοποίηση.
  • Τόσο στη Βόρεια Μακεδονία όσο και στο Κόσοβο τα μέσα ενημέρωσης σπάνια ασχολούνται με ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος ιδωμένο από την πλευρά όλων των κοινοτήτων. Παρά το γεγονός ότι και οι δύο χώρες έχουν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν το θέμα του εξτρεμισμού ως αμιγώς θέμα ασφάλειας, υπάρχει ωστόσο έλλειψη μέτρων και κατανόηση για το πώς οι αρμόδιοι φορείς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την διαδικτυακή (από) ριζοσπαστικοποίηση.
  • Η κοινωνία των πολιτών και στις δύο χώρες παίζει κρίσιμο ρόλο στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κοινοτήτων στην εθνο-πολιτική και θρησκευτική ριζοσπαστικοποίηση.
  • Οι κυβερνητικές πολιτικές αντιμετώπισης της ριζοσπαστικοποίησης και οι εκστρατείες της από-ριζοσπαστικοποίησης θα πρέπει να περάσουν και στη δικαιοδοσία των τοπικών αρχών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν επαρκώς. Θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη συνεργασία και συντονισμός της κεντρικής κυβέρνησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών.
  • Και στις δύο χώρες, η εκπαίδευση, η παιδεία για τα μέσα επικοινωνίας εκτιμάται ως πυλώνας της ανθεκτικότητας μιας κοινότητας, ενώ η έλλειψη προγραμμάτων ενίσχυσης της κριτικής σκέψης στα σχολεία θεωρείται ως ένας σημαντικός παράγοντας ενίσχυσης της μη ανθεκτικότητας έναντι της ριζοσπαστικοποίησης.
  • Οι θρησκευτικοί ηγέτες θεωρούνται απαραίτητοι στην αντιμετώπιση της ριζοσπαστικοποίησης και του βίαιου εξτρεμισμού. Ιμάμηδες και ιερείς έχουν μια σημαντική ευθύνη στην προώθηση της ανθεκτικότητας έναντι της ριζοσπαστικοποίησης γινόμενοι οι ίδιοι παραδείγματα στην κοινότητα, όπως συμβαίνει στο δήμο του Κοσόβου, Ferizaj. Στη περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας, ωστόσο, οι θρησκευτικοί ηγέτες δεν έχουν πλήρως κατανοήσει τον ρόλο τους στη κοινότητα. Δεν έχουν επαρκή γνώση για το πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν θέματα που σχετίζονται με τη ριζοσπαστικοποίηση και τον εξτρεμισμό.
  • Το διαδικτυακό μιντιακό περιβάλλον, που δεν έχει ακόμα ρυθμιστεί και που επιτρέπει τη διάδοση μη επιβεβαιωμένου περιεχομένου, περιλαμβανομένης και της ρητορικής μίσους θεωρείται και στις δύο χώρες ως βασικός παράγοντας που καλλιεργεί τη μη ανθεκτικότητα στις κοινότητες έναντι της ριζοσπαστικοποίησης.
  • Οι πρωτοβουλίες που λαμβάνουν τοπικοί παράγοντες δεν χρήζουν της προσοχής της διεθνούς κοινότητας και των κυβερνήσεων, που αντιθέτως δίνουν προτεραιότητα σε καλά διαρθρωμένες προτάσεις που καταθέτουν γνωστές δεξαμενές σκέψης (think tanks). Η κυβέρνηση και η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να στηρίξουν πιο ενεργά τις τοπικές μη κυβερνητικές οργανώσεις και αρχές.
  • Η διεθνής κοινότητα παίζει ρόλο στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας ασκώντας πίεση στις τοπικές αρχές. Ωστόσο, ο διεθνής παράγοντας συνήθως κάνει το λάθος να «διαβάζει» τις μορφές του εξτρεμισμού με βάση τη δική του ατζέντα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να μην εφαρμόζονται σωστά τα «εργαλεία» αντιμετώπισης της ριζοσπαστικοποίησης.

Συστάσεις

Το τελευταίο κεφάλαιο του κειμένου περιλαμβάνει βασικές συστάσεις προς κυβερνήσεις, την κοινωνία των πολιτών αλλά και τη διεθνή κοινότητα στη Βόρεια Μακεδονία και το Κόσοβο. Οι συστάσεις βασίζονται στα ευρήματα και στην κατανόηση των προβλημάτων που διερευνήθηκαν από τις δύο ερευνητικές ομάδες του ΕΛΙΑΜΕΠ και του KCSS. Τα στοιχεία αυτά προήλθαν από την έρευνα τεκμηρίωσης καθώς επίσης και την ανάλυση του περιεχομένου διαδικτυακού και μη, αλλά και την έρευνα πεδίου και στις δύο χώρες.