Η σύνοψη της ερευνητικής έκθεσης με τίτλο: “Διευρύνοντας την Πολυεπίπεδη Διασυνδεσιμότητα μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών” είναι προϊόν του ερευνητικού έργου Οικοδόμηση Μέτρων Εμπιστοσύνης μεταξύ της Βόρειας Μακεδονίας και της Ελλάδας. Το έργο που υλοποιήθηκε από κοινού από το Πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ και τη δεξαμενή σκέψης Analytica χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Εξωτερικών της Σουηδίας. Την έκθεση υπογράφουν οι: Παναγιώτης Πασχαλίδης, Islam Jusufi, Γιώργος Χρηστίδης, Μαίρη Δροσοπούλου, Cvete Koneska, Ιωάννης Αρμακόλας και Veli Kreci.

Μπορείτε να διαβάσετε τη σύνοψη, που δημοσιεύεται στη σειρά δημοσιεύσεων Κειμένων Πολιτικής του ΕΛΙΑΜΕΠ εδώ.


Γενική περιγραφή

Η μελέτη είναι το αποτέλεσμα της κοινής έρευνας που εκπονήθηκε από το Πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Ελληνικού Ιδρύματος για την Ευρωπαϊκή και Εξωτερική Πολιτική (ΕΛΙΑΜΕΠ) και του think tank Analytica με έδρα στα Σκόπια στη Βόρεια Μακεδονία. Η μελέτη υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βόρεια Μακεδονία» (Confidence Building Measures Between Greece and North Macedonia), χρηματοδοτούμενο από το Υπουργείο Εξωτερικών της Σουηδίας. Το ερευνητικό αυτό έργο είναι σε λειτουργία από το 2017, πάντα με την ευγενική χορηγία της κυβέρνησης της Σουηδίας. Η συγκεκριμένη μελέτη είναι η δεύτερη κοινή δημοσίευση του Προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ  και του think tank Analytica, και συνολικά η έκτη μελέτη που δημοσιεύεται στο πλαίσιο του έργου Σκόπια στη Βόρεια Μακεδονία. Η μελέτη υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βόρεια Μακεδονία» από το 2017.

Βασικός σκοπός της μελέτης είναι να προτείνει ένα καινοτόμο πλαίσιο για την αξιολόγηση της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών στην περίοδο που ακολούθησε από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η συνεργασία προσεγγίζεται μέσα από τη δυναμική έννοια της διασυνδεσιμότητας (connectivity), η οποία περιλαμβάνει τόσο μία περιγραφική διάσταση (δηλαδή τους τρόπους με τους οποίους οι δύο χώρες συνδέονται σε διάφορα πεδία) όσο και μια ερμηνευτική (δηλαδή την υπόθεση ότι ο πολλαπλασιασμός αυτών των συνδέσεων θα οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική και ωφέλιμη συνεργασία). Έτσι, αυτή η μελέτη προσκαλεί να σκεφτούμε τη συνεργασία ως μια στοχευμένη διαδικασία που χαρακτηρίζεται τόσο από περιορισμούς όσο και από παράγοντες διευκόλυνσης. Μέσω της διασυνδεσιμότητας, αυτή η μελέτη καλύπτει ταυτόχρονα τις τεχνικές και τις υλικές πτυχές των συνδέσεων και της συνεργασίας (π.χ. τεχνική υποδομή στην ενέργεια, τις μεταφορές) καθώς και τις πολιτικές, θεσμικές και κοινωνικές πτυχές (π.χ. κυβερνήσεις, συναφείς φορείς και κοινωνία των πολιτών). Η φιλοδοξία της μελέτης είναι να προσφέρει μια βάση για την αποτίμηση της εξέλιξης της διασυνδεσιμότητας και της συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας.

Στόχοι

α) Χαρτογράφηση της διασυνδεσιμότητας σε βασικούς θεματικούς τομείς πολιτικής. Για κάθε τομέα δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στο θεσμικό πλαίσιο και τις πρόσφατα υπογεγραμμένες συμφωνίες και πρωτόκολλα, καθώς και σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόοδο (π.χ. έργα, προγράμματα, πρωτοβουλίες) που σημειώθηκε την τρέχουσα πρόοδο στον σχετικό τομέα. Επιπλέον, για κάθε τομέα πολιτικής παρέχεται αξιολόγηση των σημερινών δεδομένων και των προοπτικών ενίσχυσης της συνεργασίας.

β) Πρόταση μιας ολοκληρωμένης και συστηματικής θεώρησης για τη διμερή συνεργασία. Αυτή η μελέτη φιλοδοξεί μια εμβάθυνση των τρόπων με τους οποίους γίνεται αντιληπτή η διασυνδεσιμότητα σε διάφορους τομείς  (π.χ. εμπόριο, επενδύσεις, υποδομές μεταφορών και λιμάνι Θεσσαλονίκης, τουρισμός και υποδομές μεταφορών). Αυτό μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη στρατηγικών και συνεργειών τόσο στο επίπεδο του σχεδιασμού πολιτικής όσο και στην ιεράρχηση των έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη ή πρόκειται να ξεκινήσουν (π.χ. οδικές και σιδηροδρομικές υποδομές, κατασκευή νέων συνοριακών σταθμών).

γ) Προτάσεις πολιτικής για όλους τους θεματικούς τομείς. Οι προτάσεις πολιτικής απευθύνονται στις κυβερνήσεις των δύο χωρών, στην ΕΕ και σε όλους τους συναφείς φορείς. Αναφέρονται σε συγκεκριμένα έργα και πρωτοβουλίες, καθώς και σε πολιτικές που ενδέχεται να εφαρμοστούν στο εγγύς μέλλον.

Τομείς πολιτικής που εξετάζονται

Η μελέτη αναλύει τη διασυνδεσιμότητα στους ακόλουθους τομείς πολιτικής:

Διασυνδεσιμότητα μεταξύ των δύο κυβερνήσεων

Οικονομία και Επιχειρήσεις

  • Επενδύσεις
  • Εμπόριο

Ενέργεια

  • Συνδέσεις δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας
  • Πετρέλαιο και φυσικό αέριο

Υποδομές μεταφορών

  • Αεροπορική σύνδεση
  • Σιδηροδρομικό δίκτυο
  • Οδικό δίκτυο

Διαδίκτυο και τηλεπικοινωνίες

Διασυνδεσιμότητα μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης

Διασυνοριακές συνδέσεις

  • Συνοριακοί σταθμοί
  • Διασυνοριακά ύδατα

Διασυνδεσιμότητα σε επίπεδο κοινωνιών

  • Τουρισμός
  • Φορείς ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, φορείς πολιτισμού

Κοινωνία των πολιτών

Ερευνητικά πορίσματα

Διασυνδεσιμότητα μεταξύ των δύο κυβερνήσεων

Η Συμφωνία των Πρεσπών προσφέρει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο που όχι μόνο διευθετεί τη μακρόχρονη αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, αλλά επίσης παρέχει μια θετική ατζέντα γύρω από την οποία οι δύο χώρες μπορούν να οικοδομήσουν μια μελλοντική σχέση στενής συνεργασίας. Σε ένα αρχικό στάδιο μετά την υπογραφή και κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών υπογράφηκε ένας σημαντικός αριθμός διμερών συμφωνιών, γεγονός που προκάλεσε έναν ενθουσιασμό για την αναβάθμιση της συνεργασίας σε διάφορους τομείς πολιτικής. Ωστόσο, ορισμένοι παράγοντες συνέβαλαν στην επιβράδυνση του ρυθμού οικοδόμησης διμερούς συνεργασίας. Κάποιοι παράγοντες ήταν περισσότερο αντικειμενικοί, όπως για παράδειγμα οι εκλογές στις δύο χώρες καθώς και οι μεταβαλλόμενες προτεραιότητες λόγω των έκτακτων συνθηκών για τη δημόσια υγεία που προκλήθηκαν από την πανδημία του COVID 19.

Ωστόσο, άλλοι παράγοντες σχετίζονται περισσότερο με την πολιτική τοποθέτηση των δύο πλευρών. Η νέα ελληνική κυβέρνηση που ήρθε στην εξουσία μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2019 αποφάσισε να σεβαστεί τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά ταυτόχρονα δείχνει μια απροθυμία προώθησης αναβαθμισμένων σχέσεων συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία. Παρόλο που έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές επισκέψεις σε διμερές επίπεδο και επίσημες και ανεπίσημες συναντήσεις μεταξύ αξιωματούχων σε υψηλό επίπεδο, η διφορούμενη στάση αντικατοπτρίζεται στον περιορισμένο αριθμό νέων διμερών συμφωνιών που υπογράφηκαν μετά τον Ιούλιο του 2019 καθώς και στον αργό ρυθμό επικύρωσης των συμφωνιών που έχουν ήδη υπογραφεί. Από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας παραμένει η προθυμία να οικοδομηθούν ισχυρές συνδέσεις με την Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση των Σκοπίων απογοητεύεται όλο και περισσότερο από τα επαναλαμβανόμενα εμπόδια που παρουσιάζονται στη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ, που συνέτειναν στο να μην έχουν ξεκινήσει ακόμη οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.

Διασυνδεσιμότητα στον οικονομικό-επιχειρηματικό τομέα

Η οικονομική συνεργασία, και ιδίως η συνεργασία στον ιδιωτικό τομέα, περιγράφεται συχνά ως ένας από τους τομείς που υπήρξαν από τους πιο ανθεκτικούς στο δυσμενές πολιτικό περιβάλλον μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας. Πράγματι, οι οικονομικοί δεσμοί είχαν αυξηθεί αρκετά παρά τις τεταμένες σχέσεις στις περιόδους πριν από τη Συμφωνία των Πρεσπών. Έτσι, είναι λογικό να υποθέσουμε πως με τα θεμέλια που τέθηκαν με τη συμφωνία μπορούν να βελτιωθούν περαιτέρω στο εγγύς μέλλον. Η Συμφωνία των Πρεσπών παρέχει όλα τα εργαλεία για στοχευμένες δράσεις, προσαρμογές και βελτιώσεις που μπορούν να συμφωνηθούν και να εφαρμοστούν από τις δύο κυβερνήσεις. Είναι σημαντικό ότι η διασυνδεσιμότητα των επιχειρήσεων είναι ένας από τους μη πολιτικοποιημένους τομείς στους οποίους ακόμη και οι αντίπαλοι της Συμφωνίας των Πρεσπών αποδέχονται την ανάγκη για πρόοδο.

Η βελτίωση των πολιτικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και η αύξηση των ευκαιριών για επαφές μεταξύ επιχειρήσεων θα έχουν θετικό αντίκτυπο στις επενδύσεις. Επιπλέον, η κατανόηση για το τι λειτούργησε και τι όχι, είναι κρίσιμη για τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος. Ακόμα κι αν η πολιτική ρητορική στο υψηλό επίπεδο είναι ενθαρρυντική, χρειάζονται συγκεκριμένα κίνητρα που θα ενισχύσουν την εμπορική δραστηριότητα. Αυτό θα διασφαλίσει ότι η πολιτική ώθηση που δίνεται από τη Συμφωνία των Πρεσπών θα συνεχιστεί οδηγώντας σε βιώσιμη επενδυτική και επιχειρηματική συνεργασία.

Η πιο σημαντική εξέλιξη στην υπάρχουσα εμπορική σχέση μεταξύ των δύο χωρών θα ήταν η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ. Η ένταξή της στην Ενιαία Αγορά της ΕΕ θα άρει τα όποια εμπόδια στο διμερές εμπόριο με την Ελλάδα και με τα υπόλοιπα κράτη μέλη. Αυτός είναι ένας μακροπρόθεσμος στόχος, που δεν μπορεί να συμβάλλει σε  άμεσες βελτιώσεις στο διμερές εμπόριο τα επόμενα 5-10 χρόνια. Έτσι, όσο η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας εργάζεται για την ένταξη στην ΕΕ ως βασική προτεραιότητα εξωτερικής πολιτικής, οι δύο κυβερνήσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν σε ενδιάμεσους στόχους και να αναζητήσουν τρόπους ενίσχυσης του διμερούς εμπορίου.

Η συνεργασία ανάμεσα σε τοπικές επιχειρήσεις και των ενώσεών τους, συμπεριλαμβανομένης της αξιοποίησης διμερών εμπορικών σχέσεων αλλά και των εμπορικών επιμελητηρίων, θα βοηθήσει τις κυβερνήσεις να υποστηρίξουν διασυνοριακές επιχειρηματικές δραστηριότητες. Γενικότερα, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι παράγοντες που ώθησαν αλλά και εμπόδισαν την εμπορική και επιχειρηματική δραστηριότητα τόσο πριν όσο και μετά το 2017. Αυτό θα είναι κρίσιμο για το σχεδιασμό ακόμα πιο αποτελεσματικών εμπορικών πολιτικών.

Διασυνδεσιμότητα στον τομέα της ενέργειας

Η ενέργεια υπήρξε ένας τομέας, όπου μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών σημειώθηκε συγκεκριμένο κυβερνητικό και επιχειρηματικό ενδιαφέρον για την ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας και της διασυνδεσιμότητας. Προς το παρόν, η ενεργειακή διασυνδεσιμότητα περιορίζεται στη διασύνδεση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας των δύο χωρών, ενώ οι (σημαντικές) εξαγωγές πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων από την Ελλάδα στη Βόρεια Μακεδονία ενισχύουν αναμφίβολα τους ενεργειακούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, από τον Ιούνιο του 2019, υπήρξε μια προφανής δυναμική προς την κατεύθυνση της επέκτασης της ενεργειακής διασυνδεσιμότητας: οι αρχικές συμφωνίες που είχαν ολοκληρωθεί πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, σχετικά με την αναβάθμιση της διασύνδεσης των δικτύων ηλεκτρισμού των δύο χωρών και της σύνδεσης της Βόρειας Μακεδονίας με τον αγωγό φυσικού αερίου (TAP) που διασχίζει τη Βόρεια Ελλάδα, αποτελούν τη βάση για μια οριστική συμφωνία που μπορεί να υλοποιηθεί. Επιπλέον, η Βόρεια Μακεδονία εξέφρασε το ενδιαφέρον να συμμετάσχει τόσο στην κατασκευή του τερματικού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη και έχει επίσης εκφράσει αντίστοιχο ενδιαφέρον για την κατασκευή ενός σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (και πάλι στην Αλεξανδρούπολη) με βάση το φυσικό αέριο.

Είναι σαφές ότι η σύνδεση της Βόρειας Μακεδονίας με τον αγωγό TAP και το ενδιαφέρον της να συμμετάσχει στον τερματικό σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη αποσκοπούν στην ενεργειακή της ασφάλεια. Με αυτό τον τρόπο θα μειώσει αποτελεσματικά την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η σύνδεση της Βόρειας Μακεδονίας με το δίκτυο φυσικού αερίου όχι μόνο ενισχύει τους διμερείς δεσμούς, αλλά ενισχύει τη θέση της Ελλάδας στον περιφερειακό ενεργειακό χάρτη. Υπάρχει ακόμη και η προσδοκία ότι το βελτιωμένο πολιτικό κλίμα μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσε να οδηγήσει και στην επαναλειτουργία του πετρελαιαγωγού από τη Θεσσαλονίκη στα Σκόπια, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη διμερή διασυνδεσιμότητα, με προφανή οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη και για τις δύο χώρες. Τόσο η Συμφωνία των Πρεσπών όσο και το Σχέδιο Δράσης που συμφωνήθηκε από τις δύο κυβερνήσεις τον Απρίλιο του 2019 παρέχουν μια υγιή βάση για την ανάπτυξη διμερούς ενεργειακής συνεργασίας. Η πρόοδος της ενταξιακής διαδικασίας της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ θα διευθετήσει δραστικά ακόμα ένα ζήτημα αυξημένου ενδιαφέροντος: την ανάγκη για περαιτέρω εναρμόνιση της νομοθεσίας της Βόρειας Μακεδονίας με το κοινοτικό κεκτημένο στην ενέργεια.

Διασυνδεσιμότητα στον τομέα των μεταφορών

Η διασυνδεσιμότητα των μεταφορών αναφέρεται σε τρεις βασικούς τομείς: τις αεροπορικές, σιδηροδρομικές και οδικές συνδέσεις. Αυτές κρίνονται οπωσδήποτε ως ανεπαρκείς και πρέπει να γίνουν πολλά προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση. Ωστόσο, η διασυνδεσιμότητα στις μεταφορές είναι ένας τομέας στον οποίο εντοπίζονται απτά αποτελέσματα που οφείλονται στη Συμφωνία των Πρεσπών. Υπάρχουν πολλές θετικές εξελίξεις όπως η αποκατάσταση της αεροπορικής σύνδεσης μεταξύ της Αθήνας και των Σκοπίων, το σχέδιο να λειτουργήσει εκ νέου η επιβατική σιδηροδρομική σύνδεση από τη Θεσσαλονίκη προς τα Σκόπια μέσω της Ειδομένης και επίσης να αποκατασταθεί η σύνδεση μεταξύ Θεσσαλονίκης και Bitola. Στις περιπτώσεις των σιδηροδρομικών και οδικών μεταφορών, φαίνεται να αναδεικνύεται, μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών και των επακόλουθων μνημονίων, μια συνδυαστική προσέγγιση που συναρτά διαφορετικούς τομείς για την εξυπηρέτηση γενικότερων σκοπών. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η πρόβλεψη για τη βελτίωση της οδικής και σιδηροδρομικής υποδομής σε υφιστάμενους και νεοσύστατους συνοριακούς σταθμούς. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθούν και άλλα σημαντικά θετικά παραδείγματα, όπως η θετική εμπειρία συνεργασίας στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ή ακόμα και διμερών πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στη βελτίωση των σιδηροδρομικών και οδικών συνδέσεων με σκοπό την ενίσχυση του τουρισμού.

Διασυνδεσιμότητα στον τομέα του Διαδικτύου και των Τηλεπικοινωνιών

Οι εξελίξεις στον τομέα του Διαδικτύου και των τηλεπικοινωνιών μαρτυρούν το θετικό αντίκτυπο της Συμφωνίας των Πρεσπών για τη βελτίωση της διασυνδεσιμότητας μεταξύ των δύο χωρών. Πριν από τη Συμφωνία των Πρεσπών η συνεργασία και η σύνδεση μεταξύ των δύο χωρών είχαν επικεντρωθεί σε στοιχειώδεις και τεχνικές πτυχές ενώ απουσίαζαν συγκεκριμένες και επικαιροποιημένες πολιτικές. Αυτό αποτελούσε σίγουρα μια έλλειψη στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας και της ψηφιακής εποχής. Επιπλέον, οι δύο χώρες εντάσσονταν σε μεγάλο βαθμό σε δύο διακριτές περιοχές με περιορισμένες ως τώρα δυνατότητες διασύνδεσης: η Ελλάδα στην ολοκληρωμένη αγορά της ΕΕ και η Βόρεια Μακεδονία στα Δυτικά Βαλκάνια, μια περιοχή που διασυνδέεται όλο και περισσότερο μέσω των διαφόρων συμφωνιών που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο της Διαδικασίας του Βερολίνου. Ως αποτέλεσμα, οι τηλεπικοινωνίες μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας υπήρξαν δαπανηρές και όχι επαρκώς αποδοτικές.

Μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, οι δύο κυβερνήσεις ξεκίνησαν μια διαδικασία που στο μέλλον θα οδηγήσει σε στενότερη σύνδεση στο Διαδίκτυο και τις τηλεπικοινωνίες των δύο χωρών. Το μνημόνιο συνεργασίας για τη μείωση των διεθνών τιμολογίων περιαγωγής ήταν η πρώτη συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ της Αθήνας και των Σκοπίων μετά την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αυτή ήταν μια πολλά υποσχόμενη αρχή, αλλά πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη για να υπάρξει σύγκλιση και στενότερη συνεργασία στον τομέα των ψηφιακών πολιτικών. Είναι επίσης σημαντικό ότι, με την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, ότι οι δύο χώρες είναι πιθανό να αυξήσουν και τη συνεργασία τους στον τομέα της ασφάλειας και την καταπολέμηση των απειλών στον κυβερνοχώρο.

Διασυνδεσιμότητα μέσω του Λιμανιού της Θεσσαλονίκης

Αυτή η ενότητα αναλύει τη σημασία του λιμανιού της Θεσσαλονίκης για τις διμερείς σχέσεις τόσο στην οικονομία όσο και τις μεταφορές. Αυτός είναι ένας τομέας που δείχνει την ανάγκη των δύο χωρών να συνεργαστούν για να μεγιστοποιήσουν τα αμοιβαία οφέλη τους. Η ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης το 2018 οδήγησε σε πολιτικές που επιδιώκουν να εντείνουν τη συνεργασία με γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Μακεδονίας (πολιτική των «dry ports»). O Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης Α.Ε. στοχεύει στο να καταστήσει το λιμάνι ένα κορυφαίο διεθνές και περιφερειακό εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο. Η Βόρεια Μακεδονία είναι μια χώρα που βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεγάλων ευρωπαϊκών αξόνων για τις μεταφορές (IV και X). Η Συμφωνία των Πρεσπών και το Σχέδιο Δράσης παρέχουν ένα σταθερό πλαίσιο στο οποίο μπορεί να θεμελιωθεί και να επεκταθεί αυτή η συνεργασία. Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα που αναφέρεται στην περίοδο μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, είναι το υλοποιούμενο σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης για βελτίωση και αναβάθμιση της σιδηροδρομικής σύνδεσης με το λιμάνι. Αναμένεται ότι η διασυνδεσιμότητα μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο στο εγγύς μέλλον. Αυτό ανταποκρίνεται στις ανάγκες των δύο χωρών (εισαγωγές και εξαγωγές προς και από τη Βόρεια Μακεδονία, το λιμάνι ως περιφερειακός και διεθνής εμπορικός κόμβος για την Ελλάδα) και θα λειτουργήσει για το αμοιβαίο συμφέρον τους.

Διασυνοριακή διασυνδεσιμότητα

Όσον αφορά τη διασυνοριακή υποδομή (συνοριακοί σταθμοί), η διασυνδεσιμότητα πριν από τη Συμφωνία των Πρεσπών επικεντρώθηκε σε βασικές πτυχές και υπήρξε μάλλον στάσιμη. Βεβαίως, αξίζει να σημειωθεί η εμπειρία της συνεργασίας για την αναβάθμιση τέτοιων υποδομών στο πολυμερές πλαίσιο της ΕΕ (προγράμματα διασυνοριακής συνεργασίας). Ωστόσο, παρατηρείται σημαντική έλλειψη διμερούς συνεργασίας σε επίπεδο στοχευμένων δράσεων, μακροπρόθεσμων στόχων και στρατηγικών. Η Συμφωνία των Πρεσπών επέφερε μια αξιοσημείωτη αναβάθμιση τόσο ποσοτική (αύξηση των συνοριακών σταθμών) καθώς και ποιοτική (βελτίωση της οδικής και σιδηροδρομικής πρόσβασης, δέσμευση για εναρμόνιση των διαδικασιών και αναβάθμιση του εξοπλισμού). Η Συμφωνία των Πρεσπών περιλαμβάνει διατάξεις που αποσκοπούν στην αύξηση των συνοριακών συνδέσεων από τέσσερις (1 σιδηροδρομική, 3 οδικές) σε επτά (2 σιδηροδρομικές, 5 οδικές). Η κατασκευή νέων συνοριακών σταθμών είναι ένα πλαίσιο που θα ενισχύσει και θα αναβαθμίσει τη διασυνδεσιμότητα. Και αυτό θα γίνει μέσω της συνεχούς συνεργασίας των δύο πλευρών σε ότι αφορά τα χρονοδιαγράμματα, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και άλλες συναφείς πτυχές των υποδομών.

Στην περίπτωση της διαχείρισης των διασυνοριακών υδάτων, η έρευνά μας υποστηρίζει ότι η εμπειρία της συνεργασίας που έλαβε χώρα στο επίπεδο της ΕΕ (διασυνοριακά προγράμματα) δεν έχει ακόμη μια αντίστοιχη έκφραση στο διμερές επίπεδο. Υπάρχουν, ωστόσο, μεγάλες δυνατότητες τόσο όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και για την προώθηση του τουρισμού. Για το σκοπό αυτό, η συμμετοχή των τοπικών φορέων θα είναι ζωτικής σημασίας.

Διασυνδεσιμότητα σε επίπεδο κοινωνιών

Στη μελέτη μας εξετάζεται η διασυνδεσιμότητα σε επίπεδο κοινωνιών στους τομείς του τουρισμού, της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Με εξαίρεση τον τουρισμό, οι υπόλοιποι τομείς είναι ελάχιστα ανεπτυγμένοι. Η διασυνδεσιμότητα φαίνεται να εξαρτάται καθοριστικά από ένα αμοιβαία αποδεκτό θεσμικό πλαίσιο (π.χ. συμφωνίες μεταξύ πανεπιστημίων και διακρατικές συμφωνίες που επιτρέπουν διάφορες μορφές συνεργασίας). Η Συμφωνία Πρεσπών παρέχει ένα γενικό θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει πολυεπίπεδες συνδέσεις και πρωτοβουλίες συνεργασίας. Για παράδειγμα, οι δυνατότητες βελτίωσης των συνδέσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μεγάλες. Στην περίοδο που ακολούθησε τη Συμφωνία των Πρεσπών παρατηρείται υπογραφή νέων ή η ανανέωση παλαιότερων συμφωνιών μεταξύ πανεπιστημίων με στόχο την ανάπτυξη κοινών προγραμμάτων σπουδών, κοινών προτάσεων για έρευνα και την αύξηση των ανταλλαγών φοιτητών.

Ακόμα κι αν περνά συνήθως απαρατήρητο, είναι γεγονός ότι οι τουριστικές ροές μεταξύ των δύο χωρών έχουν αυξηθεί σταθερά στην πάροδο των χρόνων. Ωστόσο, στο παρελθόν δεν είχαν φτάσει στο έπακρο της δυναμικής τους λόγω των πολιτικών εντάσεων. Αξίζει να σημειωθούν πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της τουριστικής συνεργασίας που ανακοινώθηκαν στην πρόσφατη περίοδο. Δυστυχώς όμως, οι περισσότερες από αυτές έπρεπε να μετατεθούν στο μέλλον λόγω της πανδημίας COVID-19. Ομοίως, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία έφερε καθυστερήσεις και στη συνεργασία στους τομείς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και του πολιτισμού.

Διασυνδεσιμότητα της κοινωνίας των πολιτών

Αυτή η ενότητα εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, με ιδιαίτερη έμφαση στους νέους ανθρώπους και τις πρόσφατες πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη συνδέσεων, όπως το Γραφείο για τη Διμερή Συνεργασία των Νέων (BYCO). Οι συνδέσεις σε αυτόν τον τομέα είναι ανεπαρκείς και απέχουν ακόμη από την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους. Παρά τις καλές προθέσεις και μια γενικά θετική ανταπόκριση στη Συμφωνία των Πρεσπών, οι επαφές σε αυτό το επίπεδο παραμένουν σποραδικές και συνήθως στερούνται συνέχειας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει σημειωθεί πρόοδος. Υπάρχουν πολλές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που έχουν αναπτύξει διασυνοριακή συνεργασία σε προηγούμενες περιόδους, κυρίως στο πολυμερές επίπεδο της ΕΕ. Ωστόσο, αυτός ο τομέας αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις με την πιο σημαντική να είναι η βιωσιμότητα τέτοιων οργανώσεων. Επιπλέον, πρέπει να προσθέσουμε την αρνητική κληρονομιά της αντιπαράθεσης για το ονοματολογικό και την επιμονή προκαταλήψεων και αρνητικών στερεοτύπων, που δυσχεραίνουν τις επαφές και την ουσιαστική συνεργασία.

Ωστόσο, η αποτελεσματική διασυνδεσιμότητα μεταξύ των δύο χωρών απαιτεί ισχυρότερους δεσμούς σε όλα τα επίπεδα και ο τομέας της κοινωνίας των πολιτών είναι ζωτικής σημασίας σε αυτή τη διαδικασία. Η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί ασφαλώς να συμβάλει στον πολλαπλασιασμό των πλαισίων συνεργασίας και στη γενικότερη ενίσχυση του τομέα αυτού. Επιπλέον, η βελτίωση της διασυνοριακής συνεργασίας στην κοινωνία των πολιτών εξαρτάται από τον πολλαπλασιασμό των επαφών μέσω διαφόρων διαύλων, διμερών, περιφερειακών και όσων σχετίζονται με την ΕΕ καθώς και από τη βιωσιμότητα των σχετικών οργανισμών.

Όσον αφορά το Γραφείο για τη Διμερή Συνεργασία των Νέων (BYCO), είναι αξιέπαινο το γεγονός ότι η Ελλάδα και η Βόρεια Μακεδονία αποφάσισαν να υιοθετήσουν ένα μοντέλο που έχει σημειώσει εξαιρετικά αποτελέσματα σε άλλες περιοχές και έχει συμβάλει μακροπρόθεσμα στη συμφιλίωση ανάμεσα σε τέως αντίπαλους. Είναι σημαντικό ότι αυτή η ιδέα φαίνεται να απολαμβάνει την πλήρη στήριξη της κυβέρνησης της Βόρειας Μακεδονίας, που δείχνει να εκτιμά νέες και προοδευτικές ιδέες, σε αντίθεση με τις περισσότερες πολιτικές ηγεσίες στα Δυτικά Βαλκάνια. Ωστόσο, παρά την ώθηση που προέρχεται από τη Βόρεια Μακεδονία, η ιδέα ξεκίνησε πολύ αργά στην Ελλάδα, λόγω έλλειψης πολιτικής υποστήριξης και γενικά της αδύναμης παρουσίας των εμπλεκόμενων φορέων.

Γενικό Συμπέρασμα

Η αποτίμηση της διασυνδεσιμότητας μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας πριν από τη Συμφωνία των Πρεσπών παρουσιάζει μεικτά στοιχεία, με δεδομένο πως οι συνολικές σχέσεις εμποδίστηκαν σημαντικά από την αντιπαράθεση για το ονοματολογικό. Η Συμφωνία των Πρεσπών όχι μόνο διευθέτησε μια από τις παλαιότερες διμερείς διαφορές στην περιοχή, αλλά παρείχε επίσης ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο και μια θετική ατζέντα για την οικοδόμηση μιας ισχυρής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας στο εγγύς μέλλον. Σε ορισμένους τομείς πολιτικής υπάρχει σημαντική ενίσχυση της διασυνδεσιμότητας μεταξύ των δύο χωρών μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών. Σε άλλους τομείς πολιτικής, η πρόοδος ήταν πιο αργή, ενώ η πανδημία COVID-19 επιβράδυνε σημαντικά τις νέες επαφές και γενικότερα την ανάπτυξη νέων συνεργασιών. Είναι σημαντικό οι δύο πλευρές να προσφέρουν την πλήρη πολιτική υποστήριξή τους στην ιδέα της πολυεπίπεδης διασυνδεσιμότητας και να επιτρέψουν την άνθηση διαφόρων μορφών συνεργασίας. Αυτή είναι μια βασική προϋπόθεση για να εκπληρωθούν οι δυνατότητες μιας ισχυρής συνεργασίας μεταξύ τους. Το δε θεσμικό πλαίσιο πρέπει να διευρυνθεί με την υπογραφή νέων διμερών συμφωνιών και μνημονίων. Αλλά και η εφαρμογή των υφιστάμενων συμφωνιών πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα και για τις δύο πλευρές.

Προτάσεις πολιτικής

Διασυνδεσιμότητα μεταξύ των δύο κυβερνήσεων

–  Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να αναζωογονήσουν την διασυνδεσιμότητα σε επίπεδο κυβερνήσεων χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που προσφέρονται στη Συμφωνία των Πρεσπών και στο Σχέδιο Δράσης (Action Plan). Η δεύτερη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας έχει καθυστερήσει πολύ και είναι απαραίτητο να οργανωθεί το συντομότερο δυνατό. Ο συντονισμός και ο κοινός προγραμματισμός μεταξύ των δύο κυβερνήσεων θα πρέπει να πραγματοποιείται τακτικά και χωρίς καθυστερήσεις. Οι δύο κυβερνήσεις είναι αναγκαίο  να επιδιώξουν την επίτευξη διμερών συμφωνιών που θα ρυθμίζουν τομείς πολιτικής που δεν έχουν ακόμη αποτελέσει αντικείμενο υπογεγραμμένων συμφωνιών.

–  Η κυβέρνηση της Ελλάδας θα πρέπει να επισπεύσει τη διαδικασία επικύρωσης των τριών διμερών συμφωνιών που βρίσκονται επί του παρόντος σε διαδικασία αναμονής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Οι τρεις συμφωνίες είναι ζωτικής σημασίας για τη πολυεπίπεδη διασυνδεσιμότητα μεταξύ των δύο πλευρών και η εφαρμογή τους θα πρέπει να ξεκινήσει αμέσως.

– Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αναπτύξει ένα πολυεπίπεδο και πολυετές σχέδιο για την υποστήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής και της διαδικασίας ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας. Θα πρέπει να στοχεύει στην ανάπτυξη καινοτόμων και δημιουργικών ιδεών για συνεργασία με τα Σκόπια και για τη στήριξη της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας. Αυτό περιλαμβάνει και το συντονισμό με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ που τάσσονται υπέρ της διεύρυνσης με σκοπό τη διασφάλιση της συνέχειας της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων. Τέλος, θα πρέπει να παρέχει στήριξη στις ομάδες της κοινωνίας πολιτών που δραστηριοποιούνται υπέρ του στόχου να διατηρηθεί ζωντανή η διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ.

Διασυνδεσιμότητα στον οικονομικό-επιχειρηματικό τομέα

– Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη των επιχειρηματικών υποδομών για να επιτρέψουν την αλληλεπίδραση και στις δύο πλευρές των συνόρων (μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τραπεζικές και ταμειακές διευκολύνσεις, απλοποίηση των διαδικασιών και καταπολέμηση της γραφειοκρατίας κ.λπ.). Η τοπική αυτοδιοίκηση και άλλες αρμόδιες αρχές στις παραμεθόριες περιοχές θα πρέπει να ακολουθούν το παράδειγμα των κυβερνήσεων και να εφαρμόζουν αυτά τα μέτρα χωρίς καθυστερήσεις στο τοπικό επίπεδο.

– Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα  πρέπει να ενισχύσουν τους δεσμούς τους και στις δύο πλευρές των συνόρων μέσω των ενώσεων επιχειρήσεων/ βιομηχανιών καθώς και των περιφερειακών εμπορικών επιμελητηρίων. Έτσι, μπορούν να διερευνήσουν επιχειρηματικές ευκαιρίες.

– Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να στείλει το μήνυμα στις επιχειρηματικές ενώσεις της Βόρειας Ελλάδας ότι προσφέρει την πλήρη πολιτική της υποστήριξη στην ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών συνδέσεων με τη Βόρεια Μακεδονία. Θα πρέπει επίσης να συνεργαστεί στενότερα με τις ενώσεις και τις μεμονωμένες επιχειρήσεις στη Βόρεια Ελλάδα προκειμένου να κατανοήσει ποιες νομοθετικές και πολιτικές παρεμβάσεις απαιτούνται για να απελευθερωθεί το δυναμικό για τη διασυνοριακή επιχειρηματική διασυνδεσιμότητα.

Ενεργειακή διασυνδεσιμότητα

– Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για την ενίσχυση της ενεργειακής διασυνδεσιμότητας σύμφωνα με τη Συμφωνία των Πρεσπών και το Σχέδιο Δράσης.

– Οι δύο κυβερνήσεις πρέπει να προωθήσουν την ιδέα της σύνδεσης του συστήματος φυσικού αερίου της Βόρειας Μακεδονίας με τον αγωγό TAP.

– Οι δύο κυβερνήσεις πρέπει να συντονιστούν για το άνοιγμα του αγωγού πετρελαίου Vardax. Το ίδιο ισχύει για τα σχέδια της Βόρειας Μακεδονίας να συμμετάσχει στον τερματικό σταθμό υγραερίου στην Αλεξανδρούπολη.

– Οι φορείς εκμετάλλευσης των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας των δύο χωρών θα πρέπει να δημιουργήσουν διασυνοριακές γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και στις δύο χώρες.

Διασυνδεσιμότητα στις μεταφορές

– Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στη βελτίωση της σιδηροδρομικής και οδικής τους σύνδεσης. Αυτό συνεπάγεται: i) τη βελτίωση των αυτοκινητοδρόμων που οδηγούν σε υφιστάμενους συνοριακούς σταθμούς, ii) την κατασκευή ή/ και την αναβάθμιση των οδικών συνδέσεων με τους νεοσύστατους συνοριακούς σταθμούς (Πρόμαχοι-Majden, Λαιμός-Markova-Noga) iii) την επαναλειτουργία της επιβατικής σιδηροδρομικής σύνδεσης Θεσσαλονίκης και Σκοπίων και την επιτάχυνση της επαναφοράς της σιδηροδρομικής σύνδεσης μεταξύ Θεσσαλονίκης και Bitola (μέσω Φλώρινας) και iv) την αναβάθμιση και βελτίωση της σιδηροδρομικής σύνδεσης με το Λιμάνι της Θεσσαλονίκης

– Οι δύο κυβερνήσεις πρέπει να συνεχίσουν την υλοποίηση όλων των έργων που τέθηκαν σε αναστολή λόγω της πανδημίας και να επικεντρωθούν στη βελτίωση των οδικών και σιδηροδρομικών υποδομών στις μεταφορές για τη διευκόλυνση του τουρισμού.

Διασυνδεσιμότητα Διαδικτύου και τηλεπικοινωνιών

– Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας είναι απαραίτητο να εφαρμόσουν τη συμφωνία για τη μείωση των χρεώσεων περιαγωγής για χρήση κινητού τηλεφώνου στις δύο πλευρές των συνόρων. Η μείωση ή η πλήρης κατάργηση τέτοιων χρεώσεων θα έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στην αύξηση της σύνδεσης τηλεφωνίας και δεδομένων.

– Οι δύο κυβερνήσεις θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδια για την ενίσχυση της διασυνοριακής υποδομής με στόχο την ενίσχυση της σύνδεσης του διαδικτύου και της τηλεφωνίας.

– Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να διεξάγουν διαβουλεύσεις για την ανάπτυξη συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, ιδίως στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

Διασυνδεσιμότητα μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης

– Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να αυξήσουν τη διασυνδεσιμότητα μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Αυτό συνεπάγεται: i) αναβάθμιση και βελτίωση της οδικής και σιδηροδρομικής σύνδεσης με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και ii) εναρμόνιση διαδικασιών και λειτουργιών (δηλαδή τελωνεία, συνοριακός έλεγχος, εμπορευματικές μεταφορές και οχήματα),

– Ο Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης Α.Ε. θα πρέπει να αναπτύξει υπηρεσίες που θα ανταποκρίνονται και θα προσαρμόζονται στις ανάγκες των μεγάλων επιχειρήσεων της Βόρειας Μακεδονίας. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να συνδέσει και να διευκολύνει τις σχέσεις της κυβέρνησης της Βόρειας Μακεδονίας και των επιχειρηματικών παραγόντων της χώρας αυτής και της λιμενικής αρχής της Θεσσαλονίκης.

– Ο Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης Α.Ε. θα πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσει και να εφαρμόζει την πολιτική των «dry ports» που περιλαμβάνει τη δημιουργία εγκαταστάσεων στη Βόρεια Μακεδονία που θα επιταχύνουν και θα βελτιώσουν τις μεταφορές (εισαγωγές και εξαγωγές μεταξύ των δύο χωρών).

– Ο Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης Α.Ε. θα πρέπει επίσης να επιδιώξει τη δημιουργία γραφείου στη Βόρεια Μακεδονία που θα λειτουργεί ως κόμβος και σημείο επαφής. Η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να υποστηρίζει ενεργά αυτή τη πρωτοβουλίας και να ενισχύσει την επαφή και τη συνεργασία με την επιχειρηματική κοινότητα της χώρας.

Διασυνοριακή διασυνδεσιμότητα

– Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να κατασκευάσουν και να θέσουν σε λειτουργία τους 3 νέους συνοριακούς σταθμούς.

– Οι δύο κυβερνήσεις πρέπει να αναζητήσουν κάθε ευκαιρία για τη χρηματοδότηση και την υλοποίηση κοινών έργων για την εναρμόνιση των διαδικασιών σε ότι αφορά τις μετακινήσεις και το εμπόριο.

– Η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να συνεχίσει την προσπάθειά της να προσαρμοστεί στο ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης των συνόρων της ΕΕ (IBM). Η κυβέρνηση της Ελλάδας πρέπει να βοηθήσει τη Βόρεια Μακεδονία με πολιτική υποστήριξη και τεχνική εμπειρογνωμοσύνη όπου χρειάζεται.

– Οι δύο κυβερνήσεις θα πρέπει να διασφαλίσουν την εφαρμογή της συμφωνίας του 2010 για την προστασία της Μεγάλης Πρέσπας, συμπεριλαμβανομένης της ενεργοποίησης των συναντήσεων των αρμόδιων συμβουλίων, όπως προβλέπεται στη συμφωνία.

– Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να ξεκινήσουν τη διαδικασία ανάπτυξης ενός αντίστοιχου μοντέλου για τη λίμνη της Δοϊράνης.

Διασυνδεσιμότητα σε επίπεδο κοινωνιών

– Υπό το πρίσμα των περιορισμών και των καθυστερήσεων που επιβάλλονται από την πανδημία Covid-19, οι δύο κυβερνήσεις και άλλοι ενδιαφερόμενοι παράγοντες θα πρέπει να εξετάσουν τρόπους προώθησης των συνεργασιών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσω ψηφιακών πλατφορμών.

– Τα Υπουργεία Παιδείας της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να ξεκινήσουν προγράμματα για τη δημιουργία δικτύων ανταλλαγής, βελτίωσης των προγραμμάτων σπουδών και της έρευνας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

– Η Θεσσαλονίκη παραμένει ένας ελκυστικός προορισμός για σπουδαστές από τη Βόρεια Μακεδονία και άλλες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να δημιουργήσει ένα ταμείο που θα προσφέρει υποτροφίες σε υποσχόμενους φοιτητές από τη Βόρεια Μακεδονία και την περιοχή για σπουδές στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να επιδιώξει να κινητοποιήσει κονδύλια της ΕΕ για το σκοπό αυτό, καθώς και να πείσει εξέχοντες Έλληνες δωρητές από τον ιδιωτικό τομέα να παρέχουν χρηματοδότηση για αυτήν την πρωτοβουλία.

– Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ανανεώσει και να πολλαπλασιάσει τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας που προσφέρονται στους νέους στη Βόρεια Μακεδονία και σε άλλες γειτονικές χώρες, έτσι ώστε οι μαθητές να μπορούν να αναπτύξουν τις απαραίτητες γλωσσικές δεξιότητες για να σπουδάσουν στο πλαίσιο πανεπιστημιακών πτυχίων που προσφέρονται στα ελληνικά.

Διασυνδεσιμότητα της κοινωνίας των πολιτών

– Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας θα πρέπει να υποστηρίξουν οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και γενικότερα πρωτοβουλίες που σχετίζονται με τη νεολαία, με στόχο την αναβάθμιση της συνεργασίας (διμερές και επίπεδο ΕΕ) σύμφωνα με το πνεύμα και τις διατάξεις της Συμφωνίας των Πρεσπών.

– Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και άλλοι συναφείς φορείς στην Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσουν ένα μητρώο οργανώσεων που έχουν εμπειρία στη διασυνοριακή συνεργασία με τις χώρες των Βαλκανίων, με έμφαση στη Βόρεια Μακεδονία.

– Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα πρέπει να ξεκινήσουν προσπάθειες για τη δημιουργία εργαλείων ειδικά προσαρμοσμένων στην ανάπτυξη της διασυνοριακής συνεργασίας με την κοινωνία των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας. Οι εκπαιδευτικοί οργανισμοί και οι πλατφόρμες συντονισμού στην Ελλάδα πρέπει να αναπτύξουν κατευθυντήριες γραμμές και εκπαιδευτικά προγράμματα που θα προορίζονται για νέες πρωτοβουλίες στη διασυνοριακή συνεργασία με τη Βόρεια Μακεδονία και τα Δυτικά Βαλκάνια γενικότερα.

– Η κυβέρνηση της Ελλάδας πρέπει να διαθέσει κονδύλια για την προώθηση των συνδέσεων σε επίπεδο πολιτών με τη Βόρεια Μακεδονία. Τέτοια κεφάλαια μπορούν να αναζητηθούν μέσω της ΕΕ και της υποστήριξης ελληνικών ιδιωτικών ιδρυμάτων και διακεκριμένων χορηγών.

– Η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να αναπτύξει μια στρατηγική για να κατευθύνει την προσοχή του ακτιβισμού της κοινωνίας των πολιτών στην οικοδόμηση γεφυρών με γειτονικά κράτη μέλη της ΕΕ, την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.

– Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να παράσχει πολιτική στήριξη σε πρωτοβουλίες που προέρχονται από τη βάση, όπως αυτή του BYCΟ, με σκοπό την εντατικοποίηση της συνεργασίας. Θα πρέπει να υλοποιηθεί μια μελέτη που θα εξετάσει τα διδάγματα που μπορούν να αντληθούν από την εμπειρία της μέχρι τώρα συνεργασίας και για να προσφέρει νέες ιδέες για την ενίσχυση του έργου του BYCO.

– Οι δύο κυβερνήσεις και η ΕΕ πρέπει να βοηθήσουν στη μεταφορά γνώσεων και εμπειριών μέσω των επιτυχημένων πρωτοβουλιών για τη νεολαία μεταξύ της Γερμανίας και της Γαλλίας και της Γερμανίας και της Πολωνίας. Η Αθήνα και τα Σκόπια πρέπει να υπογράψουν Μνημόνια Κατανόησης που αναθέτουν σε οργανώσεις πολιτών και ερευνητικούς οργανισμούς την ευθύνη να συντονίζουν τη μεταφορά γνώσεων και να σχεδιάζουν μια ερευνητική εξιολόγηση του νεανικού πολιτικού ακτιβισμού, και αυτό θα πρέπει να γίνει με μια συγκριτική θεώρηση μεταξύ των Βαλκανίων και της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης.