Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο του ερευνητή του ΕΛΙΑΜΕΠ  και επίκουρου καθηγητή του τμήματος πολιτικής επιστήμης του πανεπιστημίου Μπίλκεντ, Δρος Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη, με θέμα: «Ιδιωτικοποιήσεις και ανάπτυξη». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις  13 Μαρτίου 2013.

 

 

Μια αποστροφή από τις συνομιλίες μεταξύ του Έλληνα και του Τούρκου πρωθυπουργού κατά την προηγούμενη συνάντησή τους στην Ντόχα του Κατάρ δεν συγκέντρωσε την προσοχή που της άξιζε. Ο Τούρκος πρωθυπουργός συμβούλεψε τον Έλληνα ομόλογό του να «δώσει έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις, καθώς με αυτές ξεπέρασε και ο ίδιος την κρίση».

Ο κ. Ερντογάν μας έδωσε την ευκαιρία να θυμηθούμε ότι, όταν ο ίδιος ανήλθε στην εξουσία προ ένδεκα ετών, η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας κάθε άλλο παρά ευοίωνη ήταν. Το 2001, η Τουρκία είχε βρεθεί στο χείλος της οικονομικής καταστροφής• η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε κατά 50% περίπου και ένα εκατομμύριο εργαζομένων έχασαν την δουλειά τους. Η προσφυγή στο ΔΝΤ απέτρεψε τα χειρότερα, ωστόσο η κατάσταση παρέμενε δεινή. Η εμπιστοσύνη των Τούρκων πολιτών στα κόμματα ήταν σχεδόν μηδενική και η απαισιοδοξία διάχυτη. Η εμφάνιση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ) ως «νέου» και «αφθάρτου» πολιτικού σχηματισμού, αμοίρου ευθυνών για την οικονομική κρίση, έδωσε σημαντική ώθηση κατά τα πρώτα βήματα του νέου κόμματος. H επιτυχία του στον οικονομικό τομέα, όμως, ήταν που εδραίωσε την κυριαρχία του στην τουρκική πολιτική σκηνή.

Αν και τα δομικά χαρακτηριστικά των οικονομικών κρίσεων Ελλάδος και Τουρκίας διαφέρουν σε πολλά σημεία, η ύπαρξη ενός μεγάλου και δυσλειτουργικού δημοσίου τομέα υπήρξε μία από τις βασικές ομοιότητες. Λάφυρο ενός διεφθαρμένου κομματικού συστήματος, ο δημόσιος τομέας δεν απομυζούσε μόνον πολυτίμους εθνικούς πόρους αλλά λειτουργούσε και ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη διεθνώς ανταγωνιστικής οικονομικής δραστηριότητος. Δίνοντας έμφαση στην εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, η κυβέρνηση Ερντογάν συνέπηξε συμμαχία με τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας και δημιούργησε συνθήκες ευνοϊκές για την διάθεση των εθνικών πόρων προς αυτές. Το επιτυχημένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων συνοδεύθηκε με πολιτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες εμπέδωσαν την εντύπωση ότι η Τουρκία γυρίζει σελίδα και αποτελεί πλέον αξιόπιστο επενδυτικό προορισμό. Ξένες επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολλαρίων συνέρρευσαν και λειτούργησαν ως ψήφος εμπιστοσύνης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό μέτωπο. Κρίσιμοι κλάδοι της τουρκικής οικονομίας πέρασαν στα χέρια ιδιωτών, ενίοτε και αλλοδαπών. Η εξαγορά της Φινάνσμπανκ από την Εθνική Τράπεζα υπήρξε μία μόνον από τις δυναμικές τοποθετήσεις ξένων επενδυτών στον τουρκικό τραπεζικό κλάδο. Η ισχυρή παρουσία αλλοδαπών επενδυτών σε έναν νευραλγικό τομέα της τουρκικής οικονομίας δεν θεωρήθηκε προσβολή της εθνικής κυριαρχίας, αλλά εργαλείο για την εξυγίανση και την εύρυθμη λειτουργία ενός κλάδου που διακρινόταν για την διαφθορά και την αναποτελεσματικότητά του. Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας των τελευταίων ετών δικαίωσε τόσο την πολιτική Ερντογάν, όσο και αυτούς που εμπιστεύθηκαν την οικονομική δυναμική της Τουρκίας. Και αν σύννεφα εμφανίζονται πλέον στον ορίζοντα της τουρκικής οικονομίας, τα σημερινά προβλήματα είναι τελείως διαφορετικής τάξεως από αυτά που προ δώδεκα ετών παραλίγο να ρίξουν την τουρκική οικονομία στα τάρταρα.

Τι δίδαγμα μπορεί να προκύψει από τα παραπάνω; Η μείωση του μεγέθους του ελληνικού δημοσίου και η απελευθέρωση των εθνικών πόρων που αυτό εξακολουθεί να δεσμεύει και να απαξιώνει παραμένει η λυδία λίθος για την επιτυχία του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα μηνύματα μέχρι στιγμής δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ενθαρρυντικά. Λόγος πολύς γίνεται για ιδιωτικοποιήσεις, και σαφείς έγγραφες δεσμεύσεις έχουν ληφθεί έναντι των δανειστών της χώρας. Αν όμως περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις, βλέπουμε την κυβέρνηση να κωλυσιεργεί, να κόπτεται για την αποτροπή της απολύσεως υπεραρίθμων ακόμη και επιόρκων δημοσίων υπαλλήλων και να μετακυλίει το μεγαλύτερο μέρος του βάρους της δημοσιονομικής εξυγιάνσεως εκτός του «σκληρού πυρήνα» του δημοσίου. Η ταχεία εφαρμογή ενός προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η συμμαχία με τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας υπήρξε όχι μόνον σωτήρια πολιτική επιλογή για την Τουρκία, αλλά και το θεμέλιο της πολιτικής ηγεμονίας του κ. Ερντογάν. Η επιτυχία επομένως του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων θα είναι όχι μόνον προς το συμφέρον της χώρας, αλλά και το συμφέρον των πολιτικών δυνάμεων και των ηγετών που θα αναλάβουν τα αναγκαία ρίσκα, για να δρέψουν τους ανάλογους καρπούς. Αντί όμως το σχέδιο ανατάξεως της ελληνικής οικονομίας να αποτελεί πρωταρχική μέριμνα και αντικείμενο διαλόγου των κυβερνητικών εταίρων αλλά και της αντιπολιτεύσεως, γινόμαστε μάρτυρες μιας μάλλον ιλαροτραγικής προσπάθειας μεταθέσεως ευθυνών στους τεχνοκράτες του ΔΝΤ και τον περιώνυμο πολλαπλασιαστή. Αντί να αναζητούμε ελαφρυντικά για τις αποτυχίες μας στα λάθη των ξένων, ας εμπνευσθούμε από τις επιτυχίες τους. Όσο υπάρχει καιρός….